STEFAN IHRIG
ΑΤΑΤΟΥΡΚ ΚΑΙ ΝΑΖΙ
Δάσκαλος και μαθητές στην εφαρμογή του ολοκληρωτισμού
Ο ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο Κεμάλ Ατατούρκ ως ιδεολογικό πρότυπο και παράδειγμα για τους Ναζί έχει παραμείνει άγνωστος. Όλοι πιστεύουν ότι ο Χίτλερ εμπνεύστηκε την ολοκληρωτική ιδεολογία και στρατηγική του από τον Μουσολίνι, όμως ο αρχηγός των Ναζί παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Τουρκία ήδη από το 1919. Και ο λόγος ήταν ο μεγάλος θαυμασμός που ένιωθε για τις προσπάθειες του Ατατούρκ να δημιουργήσει ένα νέο τουρκικό κράτος μέσα από τις στάχτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τόσο, που βάσισε το δικό του (αποτυχημένο) πραξικόπημα του Μονάχου το 1923 στην επανάσταση του Ατατούρκ στην Άγκυρα. Αργότερα ο Χίτλερ έλεγε ότι ο Ατατούρκ ήταν ο δάσκαλος και ο ίδιος και ο Μουσολίνι οι μαθητές. Και ο ενθουσιασμός του για το δάσκαλο επρόκειτο να διαρκέσει: ο Ατατούρκ αποτέλεσε την έμπνευση του Χίτλερ προκειμένου αυτός να διαμορφώσει το ναζιστικό κράτος του με βάση τα εθνικιστικά, αντιθρησκευτικά, ολοκληρωτικά και μισαλλόδοξα σχέδια του «Τούρκου Φύρερ» – με κύρια σημεία αναφοράς τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ελλήνων, τους οποίους επιφανείς Ναζί συνέκριναν άμεσα με τους Γερμανούς Εβραίους…(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
Μια από τις σημαντικότερες μελέτες για την κατανόηση του ναζιστικού φαινομένου είναι αυτή του Stefan Ihrig. Η έλλειψη
πηγών ή αναφορών από τους ίδιους τους Ναζί για τις αρχές της δεκαετίας
του ’20 οδήγησε τον Ihrig στο να εστιάσει τη μελέτη του στα γερμανικά
δεξιά και ακροδεξιά έντυπα εκείνης της περιόδου. Παράλληλα, αξιοποίησε
αρχεία που βρίσκονται στο Bundesarchiv και στο γερμανικό υπουργείο
Εξωτερικών, καθώς και άλλες μελέτες που προσπαθούσαν να αναλύσουν
πλευρές του ναζιστικού φαινομένου.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Στην
πρωτότυπη αυτή εργασία αναδεικνύεται η καθοριστική επιρροή επί του
ναζιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ πασά, κατά τη διάρκεια του
ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922). Παράλληλα περιορίζεται η
κυρίαρχη αντίληψη που επικρατούσε έως την έκδοση αυτής της μελέτης και
απέδιδε τις ιδέες που διαμόρφωσαν τη σκέψη των Ναζί στον ιταλικό φασισμό
και στον Μουσολίνι. Όπως αποδεικνύεται από τον Ihrig,
το πρότυπο των Ναζί ως προς την πολιτική οργάνωση, τον τρόπο κατάκτησης
και άσκησης της εξουσίας, την αντίληψη για το ρόλο του κόμματος στη
μονοκομματική κοινωνία ή τη μεταχείριση των μειονοτήτων ήταν το τουρκικό
εθνικιστικό κίνημα κατά την εποχή του Ατατούρκ.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων, η εμφάνιση του κεμαλικού κινήματος που αμφισβητούσε τις μεταπολεμικές διευθετήσεις ενσάρκωσε τους πόθους των ηττημένων και αναδείχθηκε σε σημείο αναφοράς των γερμανικών ακροδεξιών κινημάτων. Η ήττα των Γερμανο-Αυστριακών, των Νεότουρκων κ.ά. στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε επιφέρει τη ρύθμιση των μεταπολεμικών γεωπολιτικών και οικονομικών ισορροπιών και σχέσεων με δύο σημαντικές συνθήκες: των Βερσαλλιών και των Σεβρών. Στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία, το κίνημα δυσαρέσκειας θα εκφραστεί από τους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ πασά. Στον εθνικιστικό Τύπο της γερμανικής δεξιάς, που ξεκινούσε από τον συντηρητικό χώρο και έφτανε έως τον εθνικοσοσιαλιστικό εξτρεμισμό, ο Κεμάλ Ατατούρκ αναγορεύθηκε σε σύμβολο, σε προσωπικότητα παγκόσμιας εμβέλειας, από την οποία θα έπρεπε να πάρει μαθήματα η ηττημένη Γερμανία. Οι ναζιστές θα εκφράσουν τελικά το κίνημα δυσαρέσκειας που επεδίωκε την ανατροπή των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αναθεώρησης θα εμφανιστούν ακραίες ρατσιστικές ιδεολογίες: οι Τούρκοι εθνικιστές θα εξοντώσουν ολοκληρωτικά τις χριστιανικές κοινότητες, ενώ οι ναζί τους Εβραίους και τις άλλες «ανεπιθύμητες» εθνικές ή φυλετικές ομάδες.
Ο Χίτλερ ως μαθητής του Ατατούρκ
Η εικόνα που είχε ο Χίτλερ για τον Μουσταφά Κεμάλ είναι γνωστή από παλιά – και, κυρίως, μέσα από το έργο του κεμαλιστή δημοσιογράφου και συγγραφέα Falih Rifki Atay· στο βιβλίο του Cankaya, γράφει ότι, ως μέλος μιας τουρκικής αντιπροσωπείας, επισκέφθηκε τον Χίτλερ για τα 50στά του γενέθλια. Απευθυνόμενος προς αυτούς, ο Χίτλερ ανέφερε τον Μουσταφά Κεμάλ ως δάσκαλό του: «… ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος του μαθητής κι εγώ (δηλαδή ο Χίτλερ) είμαι ο δεύτερος μαθητής του». (Στο ίδιο βιβλίο -αλλά μόνο στην Α’ έκδοση- ο Atay παραδέχεται ότι τη Σμύρνη την έκαψαν συνειδητά οι νικητές τον Σεπτέμβριο του 1922, ως μέσο και ολοκλήρωση της εθνικής εκκαθάρισης).
Αυτή την παλιά αλήθεια ο Ihrig την τεκμηριώνει μέσα από τη μελέτη του. Σημειώνει ότι η εθνικιστική Τουρκία του Ατατούρκ ήταν το πρότυπο που έψαχναν να βρουν οι Ναζί, ήταν το δικό τους είδωλο: «Η Τουρκία είχε μεγάλη σημασία για τους Ναζί, κυρίως σε ό,τι αφορούσε τον νέο πολιτικό κόσμο που οι Ναζί αρέσκονταν να πιστεύουν ότι αντιπροσώπευε το κεμαλιστικό καθεστώς. Οι παλιές εποχές όταν η Τουρκία αντιμετωπιζόταν μέσα από το πρίσμα του οριενταλισμού είχαν παρέλθει προ πολλού· είχαν φροντίσει γι’ αυτό η άνοδος των Νεότουρκων πριν από τον πόλεμο και τα γεγονότα του 1919. Για τους Ναζί, η Τουρκία δεν ήταν η παλιά Ανατολή, αλλά ο μπροστάρης της σύγχρονης εθνικιστικής και ολοκληρωτικής πολιτικής που ήθελαν να εισαγάγουν στη Γερμανία».
H Völkischer Beobachter, το επίσημο όργανο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP, παρουσίαζε με θαυμασμό το κίνημα του Ατατούρκ. Τις μέρες της ολοκληρωτικής νίκης κατά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, τον Σεπτέμβριο του 1922, η ναζιστική εφημερίδα έγραφε: «… το όνομα του Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν στα χείλη όλων».
Ο Ihrig αποδεικνύει μέσα από κείμενα των αρχών της δεκαετίας του ’20 ότι ο Χίτλερ παραλλήλιζε τον εθνικοσοσιαλισμό που κήρυττε με την Τουρκία του Ατατούρκ. Το τυπικό ναζιστικό όραμα για τη Νέα Τουρκία διατυπώθηκε το 1924 σε ένα βιβλίο ενός στελέχους του ναζιστικού κινήματος υπό τον τίτλο Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη – Δυνάμεις σε σύγκρουση. Το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε κατά την εποχή της επικράτησης του ναζιστικού κινήματος ότι εισήγαγε την ιδέα της αντιμετώπισης του κεμαλισμού ως του τουρκικού εθνικοσοσιαλισμού. Το 1933 η εφημερίδα Kreuzzeitung αναφέρει ότι «ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός του Αδόλφου Χίτλερ και ο τουρκικός κεμαλισμός σχετίζονται στενά μεταξύ τους».
Ο ίδιος ο Χίτλερ αποδέχεται αυτόν το συσχετισμό. Ο Ihrig γράφει: «Ο Χίτλερ είχε πει ότι “ο επιτυχημένος αγώνας για την απελευθέρωση του οποίου είχε ηγηθεί ο Γκαζί (Ατατούρκ) προκειμένου να δημιουργήσει την Τουρκία είχε εμπνεύσει (στον Χίτλερ) τη σιγουριά ότι το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα θα ήταν εξίσου επιτυχημένο. Από αυτή την άποψη, το κίνημα της Τουρκίας ήταν γι’ αυτόν ένα φωτεινό άστρο”».
Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ξεκάθαρο: «… οι Ναζί “μεγάλωσαν” με την Τουρκία και ενθουσιάζονταν ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι Γερμανοί εθνικιστές με τις εξελίξεις στην Τουρκία και τα “τουρκικά διδάγματα” που μπορούσε να αντλήσει η Γερμανία».
Η μελέτη αυτή συμπληρώνει τη γνώση που υπάρχει για την προηγούμενη περίοδο συνεργασίας της γερμανικής δεξιάς με τον τουρκικό εθνικισμό. Την εποχή δηλαδή που οι Γερμανοί στρατιωτικοί του Κάιζερ ανέλαβαν να ανασυγκροτήσουν τον νεοτουρκικό στρατό αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας το 1908 από την ακροδεξιά τάση (των Τζεμάλ, Εμβέρ και Ταλαάτ πασά) του νεοτουρκικού κινήματος. Στην πραγματικότητα οι ακραίες απόψεις των Νεότουρκων είχαν επηρεαστεί καθοριστικά από το πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού. Οπότε η επιρροή του Ατατούρκ επί του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αντιδάνειο.
Συμπληρώνοντας τα κενά
Ο Ναζισμός δεν εμφανίστηκε την επαύριον της στρατιωτικής ήττας και της οικονομικής κατάρρευσης της Γερμανίας καινοτομώντας σε ιδεολογικό κενό. Οι ρίζες του βρίσκονται στο ρομαντικό ιδεαλιστικό πνεύμα της Γερμανίας, που αναπτύχθηκε κατά τον 19ο αιώνα ως αντίδραση στο πνεύμα του γαλλικού Διαφωτισμού και σε γεωπολιτικό επίπεδο επέφερε τη μοιραία για όλη την Ανατολή Ostpolitik. Δηλαδή την προσπάθεια για γερμανική επέκταση στην καθ’ ημάς Ανατολή σε συνεργασία με τους ισλαμιστές Οθωμανούς στην αρχή και τους εθνικιστές Νεότουρκους στη συνέχεια.
Βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση της ναζιστικής ιδεολογίας -όπως και της νεοτουρκικής, βεβαίως, σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, διαστρεβλωμένες και κακοποιημένες. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο, που ερμηνεύτηκε αυθαίρετα ως επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας υπήρξε η άποψη του Ziya Gökalp, ιδεολογικού πατέρα του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος καλούσε για τον τερματισμό της «ψευδαίσθησης περί ισότητας μουσουλμάνων και χριστιανών». Ο ίδιος περιέγραφε στο περιοδικό Yeni Hayat το 1911 τον νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή.».
Αυτό που έχει ενδιαφέρον να δούμε είναι ποιες ήταν οι επιπτώσεις της πολιτικής της γερμανικής Δεξιάς στο Ζήτημα της Ανατολής, δηλαδή στο Ελληνικό Ζήτημα (Ιωνία, Πόντος, Ανατολική Θράκη), καθώς και στο Αρμενικό.
Κατ’ αρχάς, οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες των Γερμανών για το χώρο της Μικράς Ασίας είχαν διαμορφωθεί από τις απαρχές της συγκρότησης της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστικό είναι το βιβλίο του δρος Κέρκερ (Dr. Kerker) το οποίο εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1867 και έφερε τον αποκαλυπτικότατο τίτλο Μικρά Ασία, περιοχή αποίκησης των Γερμανών (Klein Asien. Siedlungsgebiet Deutschen). Όμως, μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα η προοπτική αυτή μετατρέπεται σε πολιτική της Γερμανίας του Κάιζερ και οδηγεί στη συμμαχία με τους Οθωμανούς στην αρχή και τους Νεότουρκους στη συνέχεια. Οι Γερμανοί είχαν τεράστια οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα στην Τουρκία. Ήλπιζαν ότι με μια ισχυρή Τουρκία θα ανταγωνίζονταν καλύτερα τους Βρετανούς. Έτσι αναδιοργάνωσαν τον οθωμανικό στρατό και εκπαίδευσαν Οθωμανούς αξιωματικούς στους οποίους εμφύσησαν το μιλιταριστικό και ρατσιστικό πνεύμα, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση των Νεότουρκων. Μια από τις καλύτερες αναλύσεις για το ζήτημα αυτό υπάρχει σε μια μπροσούρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ υπό τον τίτλο Η δραστηριότητα των Γερμανών Ιμπεριαλιστών στην Τουρκία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο του Φραντς Κόολερ (Franz Kohler) με τίτλο Η νέα Τριπλή Συμμαχία (Der neue Dreibund) που εκδόθηκε το 1915 στο Μόναχο και περιέγραφε με σαφήνεια τις επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού: «… τα μικρασιατικά εδάφη είναι η λύση. Εκεί θα μεγαλουργήσουμε εκτοπίζοντας το συναγωνισμό των άλλων λαών λόγω του υπέρτερου πολιτισμού και της οικονομικής ζωής που θα συγκεντρωθεί στα χέρια μας. Τους φίλους μας θα αναζητήσουμε ανάμεσα σ’ εκείνους τους λαούς που έχουν μ’ εμάς κοινούς εχθρούς. Η κοινή εχθρότητα πρέπει να είναι ο πρώτος και κύριος συνεκτικός δεσμός. Η σύμπτωση δε των οικονομικών συμφερόντων θα καταστήσει το δεσμό αυτόν άρρηκτο».
Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act (Μια επαίσχυντη πράξη) υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Αλλά και οι Γερμανοί του Κάιζερ, ειδικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, προσπάθησαν από τη δική τους πλευρά να φανατίσουν τις καθυστερημένες μουσουλμανικές μάζες, καλλιεργώντας εντέχνως το μίσος κατά των «γκιαούρηδων», δηλαδή των χριστιανών και εβραίων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο ευνόησαν το μεγάλο οικονομικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων σ’ όλη την έκταση της νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια προκήρυξη που κυκλοφόρησε η «Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης» αναφέρεται: «Αν πεινούμε και υποφέρουμε εμείς οι Τούρκοι, αιτία είναι οι γκιαούρηδες που στα χέρια τους κρατούν τον πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε θα ανεχόμαστε τις προκλήσεις τους; Μποϊκοτάρετε τα προϊόντα τους. Σταματήστε κάθε δοσοληψία μαζί τους. Τι τη θέλετε τη φιλία τους; Ποιο το όφελος να συναδελφώνεστε και να τους προσφέρετε με τόση ειλικρίνεια την αγάπη και τον πλούτο μας…».
Η πολιτική της γερμανικής Δεξιάς συναντά και συμπορεύεται με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο είχε προαστικά και αντιεκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά και βάσιζε την πολιτική του σε έναν ακραίο ρατσιστικό λόγο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής, επιδιώκοντας την καταστροφή των αστικών στρωμάτων και την ιδιοποίηση του πλούτου που αυτά είχαν παραγάγει.
Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική, ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, η οποία είχε μετακενωθεί στο εθνικιστικό τουρκικό κίνημα. Ο Ατατούρκ, ανατρέποντας τη μεταπολεμική Συνθήκη των Σεβρών, λειτούργησε ως εκείνη η δύναμη που συνέδεσε και πάλι τον γερμανικό εθνικισμό με την αρχική του ιδεολογική μήτρα και του έδωσε την πολιτική προοπτική που του έλειπε: την ανατροπή της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Επιπλέον αποκαλύπτεται στη μελέτη αυτή ότι σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ναζιστικών απόψεων είχαν οι Γερμανοί που είχαν συνεργαστεί με τους Νεότουρκους. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει ότι στο χιτλερικό πραξικόπημα εμπλέκονταν πάρα πολλοί «Γερμανοί Οθωμανοί» όπως τους αποκαλεί. Ακόμα και η μυστικιστική οργάνωση «Εταιρεία της Θούλης», που άσκησε σημαντικότατη επιρροή στο Ναζισμό, είχε ως ιδρυτή τον Ρούντολφ φον Σεμπότεντορφ, ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό των Νεότουρκων κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Με τους Νεότουρκους είχαν συνδεθεί και άλλα σημαίνοντα στελέχη των Ναζί, όπως ο διοικητής του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες, καθώς και ο Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος ονειρευόταν να μεταναστεύσει στην Τουρκία του Ατατούρκ για να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Γι’ αυτή την άγνωστη βιωματική σχέση με τους Νεότουρκους εθνικιστές, ο Ihrig γράφει: «Στα πανεπιστημιακά του χρόνια, ο Χίμλερ είχε αποκτήσει έναν στενό φίλο από την Τουρκία, με τον οποίο διατηρούσε επαφή, τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του 1920, και ο οποίος τον τροφοδοτούσε με ειδήσεις και οξυδερκείς διαπιστώσεις σχετικά με τη χώρα. Επίσης, με την αλληλογραφία τους συζητούσαν “τουρκικές λύσεις” για τα προβλήματα της Γερμανίας. Σε μία από αυτές τις επιστολές, ο Τούρκος φίλος ρώτησε τον Χίμλερ αν είχε ήδη αρχίσει μαθήματα τουρκικών. Η Τουρκία δεν ήταν κάτι το απόμακρο για τη μεσοπολεμική Γερμανία γενικά, και για την πρώιμη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ειδικά, κυρίως επειδή ο Τύπος της Βαϊμάρης τής έδωσε πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, πράγμα που θα συνέχιζε να κάνει μέχρι το 1933, όπως και ο ναζιστικός Τύπος από εκεί και πέρα. Πολλοί από τους σημαντικούς πρωταγωνιστές του εξελισσόμενου μεγάλου δράματος συνδέονταν στενά από βιογραφικής άποψης με την Τουρκία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, επειδή είχαν ζήσει, εργαστεί, υπηρετήσει, ερωτευτεί, ακόμα και σκοτώσει εκεί».
… και ο Λένιν!!!
Ένα πολύ εντυπωσιακό και πάντως απρόσμενο γεγονός είναι ότι και ο Βλαδίμηρος Ιλίτς Λένιν είχε παρόμοια άποψη για τον Μουσταφά Κεμάλ. Γενικά ο Λένιν -σε αντίθεση με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ- είχε θετική εικόνα για τους Νεότουρκους. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση που χρησιμοποίησε το 1917: «… εγώ και οι Μπολσεβίκοι είμαστε οι Νεότουρκοι της Σοβιετικής Επανάστασης». Λίγο αργότερα (Φεβρουάριος 1918) θα επιδιώξει την ειρήνευση με κάθε τρόπο και κάθε τίμημα με τους Γερμανο-Αυστριακούς και τους Νεότουρκους, με δραματικές συνέπειες τόσο στη μοίρα των λαών της Ανατολής που βρέθηκαν και πάλι υπό τον ζυγό των Νεότουρκων όσο και στο επαναστατικό κίνημα των Σπαρτακιστών της Γερμανίας, που αβοήθητο θα συντριβεί λίγο αργότερα. Ο ίδιος γράφει για τη Συνθήκη των Σεβρών: «Η λεηλασία στην οποία οι ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις καταδίκασαν την Τουρκία προκάλεσε μια τέτοια αντίδραση που ανάγκασε τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη να μαζέψουν τα χέρια τους».
Χαρακτηριστικές είναι οι οδηγίες που δίνει ο Λένιν στον πρώτο Σοβιετικό πρέσβη που αποστέλλεται στην Άγκυρα: «Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς δεν είναι σοσιαλιστής. Πάντως φαίνεται ότι είναι υπέροχος οργανωτής, έξυπνος, ηγήθηκε της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και τα έβαλε με τους ιμπεριαλιστές επιδρομείς. Είναι ανάγκη να βοηθηθεί. Και αυτό είναι σημαντική δουλειά προς τους Τούρκους εργάτες και αγρότες. Να ποιο είναι το νόημα της δουλειάς σας: Να σέβεστε την τουρκική κυβέρνηση, τον τουρκικό λαό, να μην είστε υπεροπτικός και προπάντων να μην αναμειγνύεστε στις εσωτερικές υποθέσεις».
Η γραμμή αυτή του Λένιν περιγράφεται από τον Αράλοβ, Σοβιετικό πρέσβη στην Άγκυρα. Ο αρχιστράτηγος Φρούνζε τού είπε ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιαστεί, «βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες – γέρους, παιδιά, γυναίκες». Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι επρόκειτο να συναντήσει: «. πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους».
Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος: «Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούνζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Έχοντας υπόψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μη θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου…».
Βέβαια, ένα χρόνο περίπου μετά από την υπογραφή της σοβιετο-τουρκικής συνθήκης φιλίας, στη 18η συνεδρίαση του 4ου Συνεδρίου της, η Κομμουνιστική Διεθνής θα καταγγείλει την κεμαλική κυβέρνηση: «Μετά τις συνθήκες του Λονδίνου, η κυβέρνηση της Άγκυρας είναι κυβέρνηση προδοτική».
Αυτό όμως δεν επηρέασε την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία συνέχισε να βοηθά το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα με όπλα, χρήματα και στρατιωτικούς συμβούλους. Όπως βεβαίως έκαναν και οι Ιταλοί εξ αρχής, και από ένα σημείο και έπειτα και οι Γάλλοι. Η σημαντική βοήθεια που έδωσε ο Λένιν στον Ατατούρκ αποτυπώθηκε στο Μνημείο Ανεξαρτησίας (Cumhuriyet Aniti), που ανεγέρθη το 1923 σε ανάμνηση της νίκης στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης. Στο μνημείο αυτό της τουρκικής εθνικιστικής νίκης, μαζί με τον Μουσταφά Κεμάλ και τους υπόλοιπους συντελεστές, συμπεριλαμβάνονται και τα αγάλματα των σοβιετικών εκπροσώπων Κλημέντιου Βοροσίλοφ και Μιχαήλ Φρούνζε.
Η συγκεκριμένη στάση του Λένιν καθόρισε σε μεγάλο βαθμό κάποια από τα φιλοκεμαλικά στερεότυπα που διαδόθηκαν και επικράτησαν στην Ελλάδα. Ελάχιστοι είναι αυτοί που μπόρεσαν να εντοπίσουν την πραγματική φύση του κεμαλικού κινήματος. Ο πρώτος που το κατέταξε στα ολοκληρωτικά φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου ήταν ο ιστορικός Νίκος Ψυρούκης, ο οποίος έγραψε: «Η προσεκτικότερη μελέτη του κεμαλισμού μάς πείθει ότι πρόκειται για βαθιά αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική θεωρία. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντιδραστικές δοξασίες είναι νομοτελειακή εξέλιξη του κεμαλισμού… Ακόμα και οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις γίνονται με διοικητικές αποφάσεις από πάνω. Περιφρονούν τις πολιτιστικές παραδόσεις του τουρκικού λαού, εκφράζουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας των Τούρκων αστών».
Ενώ και ο Άγις Στίνας -που προερχόταν από τον κύκλο του έμπρακτου υποστηρικτή του κεμαλικού στρατού Παντελή Πουλιόπουλου- είχε περιγράψει τον περίεργο χαρακτήρα του κεμαλισμού με τον εξής τρόπο: «Το κίνημα του Κεμάλ είχε δημιουργήσει πολύ ενοχλητικούς πονοκεφάλους στους θεωρητικούς της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δεν έμπαινε σε κανένα από τα γνωστά, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, καλούπια των ιστορικών κινημάτων. Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μόνο του δε λέει τίποτα. Δεν είναι αυτός ταξικός ορισμός. Πρόκειται στο βάθος για αστικοδημοκρατική επανάσταση; Αλλά όλες τις επιχειρήσεις στην Τουρκία τότε τις είχαν Έλληνες, Αρμένη- δες και Εβραίοι. Αυτοί ήταν η αστική τάξη. Αλλά αυτή την αστική τάξη ο Κεμάλ την περνούσε διά πυρός και σιδήρου. Με το νικηφόρο τέρμα του κινήματός του ούτε ίχνος από αυτούς δεν θα έμενε στο έδαφος της Τουρκίας. Δηλαδή δεν υπήρχε τούρκικη αστική τάξη. Τότε τι είναι αυτό το κίνημα; “Ιδιοτροπία της ιστορίας;” “Κακό παιχνίδι της διαλεκτικής;” Στο τέλος, αφού το κίνημα δεν έμπαινε σε κανένα από τα γνωστά καλούπια, ο φάκελος “Κεμαλικό Κίνημα” μπήκε στο αρχείο».
Οι απόψεις για τις μειονότητες
Η Völkischer Beobachter, η επίσημη ναζιστική εφημερίδα, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1921 αποδέχεται την τουρκική πολιτική στο ζήτημα της μεταχείρισης των μειονοτήτων. Σε κύριο άρθρο με τίτλο «Τουρκία η πρωτοπόρος – παράδειγμα προς μίμηση» («Der Vorkämpfer») έγραφε με μεγάλο ενθουσιασμό: «Σήμερα οι Τούρκοι είναι το πιο νεανικό έθνος. Κάποια μέρα, το γερμανικό έθνος δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να προσφύγει και αυτό στις τουρκικές μεθόδους». Έτσι, απευθυνόταν ένα ξεκάθαρο κάλεσμα για εφαρμογή «τουρκικών μεθόδων» ήδη από τις αρχές του 1921.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός που μας παρουσιάζει ο Ihrig, ότι στην αντισημιτική εθνικοσοσιαλιστική εφημερίδα Auf gut deutsch το ζήτημα του ελληνοτουρκικού πολέμου προβάλλεται με απόλυτη αλληλεγγύη προς το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα. Για παράδειγμα, σε μια ανταπόκριση τον Αύγουστο του 1921 η εφημερίδα εξέφραζε βαθιά θλίψη για την κακοτυχία των Τούρκων και τη φημολογούμενη εκκένωση της Άγκυρας καθώς προήλαυνε ο ελληνικός στρατός.
Χαρακτηριστική είναι η αντίληψη περί των μειονοτήτων ως «παρασίτων». Αυτή η ιδέα, που αργότερα θα χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση των Εβραίων, πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις χριστιανικές μειονότητες της Ανατολής.
Στην καθεστωτική βιογραφία του Χίτλερ την οποία συνέγραψε, ο Λίερς θεωρεί ότι το κεμαλικό κίνημα ηγείται των νέων λαϊκιστικών εθνικιστικών κινημάτων που προβάλλουν. Ξεκινά το κείμενο ως εξής: «Στην Τουρκία ο ηρωικός αντιπρόσωπος του παλιού τουρκικού στρατιωτικού πνεύματος, ο Γκαζί Μουσταφά Κεμάλ, εκδιώκει τα ξένα παράσιτα με το πυρ αυτοσχέδιων κανονιών που τα επανδρώνουν γέροι και παιδιά, ενώ στην Ιταλία ο Μουσολίνι επιτυγχάνει την ανανέωση του ρωμαϊκού πνεύματος».
Ο συγγραφέας αναφέρεται και στη βιογραφία του Ατατούρκ από τον Χανς Φρέμπγκεν, που κυκλοφόρησε το 1935 και όπου οι μειονότητες «Αρμένιοι, Λεβαντίνοι, Έλληνες και Εβραίοι» θεωρούνται μοχθηροί και παραλληλίζονται με ζιζάνια: «… η Τουρκοσύνη πέθαινε αργά αλλά σταθερά από το φαρμάκι που στάζει το φυλετικό συνονθύλευμα των υποταγμένων λαών, το διαβόητο αυτό απόχρεμμα λαών στα παράλια της Μεσογείου, (το συνονθύλευμα) των Λεβαντίνων, των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Αράβων και των Εβραίων, που σαν ανθεκτικά ζιζάνια καλύπτουν το έδαφος (παντού)».
Παραθέτει επίσης και άλλες πηγές, όπου εγκωμιάζεται η πολιτική της Γενοκτονίας που ακολουθήθηκε εις βάρος των Αρμενίων, τους οποίους οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές περιβάλλουν με αρνητικά στερεότυπα ως τους «Εβραίους της Ανατολής». Το κράτος που δημιούργησε ο Ατατούρκ ήταν το κράτος που ονειρεύονταν οι Ναζί, απαλλαγμένο από τα επικίνδυνα παράσιτα. Είναι ξεκάθαρο ότι η σφαγή των Οθωμανών Αρμενίων αποτέλεσε για τους Ναζί ένα από τα βασικά θεμέλια αυτού του νέου εθνικιστικού κράτους.
Σε μια κομματική συγκέντρωση το 1927, ο Χίτλερ παραλλήλιζε τους Έλληνες και τους Αρμένιους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τους Εβραίους: «Έχουν (εκείνα) τα συγκεκριμένα επαίσχυντα χαρακτηριστικά που καταδικάζουμε στους Εβραίους». Ενώ, από την άλλη, όταν επρόκειτο να εφαρμοστούν οι ρατσιστικοί νόμοι της Νυρεμβέργης, εκδόθηκε εγκύκλιος που αποφαινόταν ότι «οι Τούρκοι είναι Άρειοι».
Η σημασία της μελέτης
Η μελέτη του Stefan Ihrig αποτελεί μια από τις σημαντικότερες δημοσιεύσεις της τελευταίας περιόδου. Η σημασία της για την ελληνική ακαδημαϊκή σκέψη και όχι μόνο είναι τεράστια, εφόσον επιχειρεί μέσα από αδιαμφισβήτητο πραγματολογικό υλικό να αποδομήσει την κυρίαρχη εντύπωση ότι το κεμαλικό κίνημα υπήρξε ένα φιλελεύθερο, αντιιμπεριαλιστικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα. Είναι γνωστό ότι η αποδοχή του Μουσταφά Κεμάλ ως θετικού προσώπου υπήρξε κοινή σε όλο το πολιτικό φάσμα από τη Δεξιά έως την Αριστερά. Χαρακτηριστικά σημεία αυτής της αντίληψης είναι η πρόταση για Νόμπελ Ειρήνης στον Ατατούρκ το 1932 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έστω και αν η πρόταση είχε όλα τα στοιχεία μιας κυνικής διπλωματικής κίνησης από έναν πολιτικό που γνώριζε την πραγματικότητα και κινιόταν με βάση την αντίληψη περί κρατικών συμφερόντων, δεν παύει να είναι ηθικά μετέωρη. Επίσης, το 1938, με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ πασά, ο εθνικιστής και αντικομμουνιστής δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς αγόρασε με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου το σπίτι της Θεσσαλονίκης όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο δημιουργός της Νέας Τουρκίας και το χάρισε στο τουρκικό κράτος. Σε αποκορύφωμα του σεβασμού προς τον μεγάλο ομοϊδεάτη του, μετονόμασε την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ. Μια ονομασία που άλλαξε μόλις το 1955, μετά το Σεπτεμβριανό πογκρόμ κατά της ελληνικής μειονότητας. Την ίδια άποψη είχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο, μετατρέποντας την κυνική πολιτική του Λένιν σε ιδεολογικό δόγμα, παρουσιάζει έως σήμερα τον Μουσταφά Κεμάλ ως αστό μεταρρυθμιστή.
Η ψευδαίσθηση αυτή, που καλλιεργήθηκε είτε από άγνοια είτε από επιστημονική ανεντιμότητα είτε από πολιτικά συμφέροντα, διαμόρφωσε μια ψευδή συνείδηση για το ιστορικό παρελθόν. Είναι τέτοιο το βάθος αυτής της φιλοκεμαλικής προκατάληψης, που μόνο ένα έργο συγκροτημένο, διαυγές, όπως αυτό του Stefan Ihrig που βασίζεται σε πηγές, μπορεί να την ανατρέψει.
Βλάσης Αγτζίδης Ιστορικός
STEFAN IHRIG ΑΤΑΤΟΥΡΚ ΚΑΙ ΝΑΖΙ Δάσκαλος και μαθητές στην εφαρμογή του ολοκληρωτισμού
Μετάφραση Νίκος Ρούσσος – Πρόλογος στην ελληνική έκδοση Βλάσης Αγτζίδης – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
© 2016, Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος Α.Ε., για την ελληνική γλώσσα www.epbooks.gr
Καποδιστρίου 9, 144 52 Μεταμόρφωση Αττικής τηλ.: 210 2816134, e-mail: info@epbooks.gr
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Μασσαλίας 14, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3615334 – ISBN 978-960-569-542-2
ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞH ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Stefan Ihrig: O θαυμασμός της Γερμανίας στις τακτικές του Κεμάλ
Ηλίας Μαγκλίνης
Όσοι έχουν μελετήσει στοιχειωδώς τη Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα έχουν παρατηρήσει τη στενή σχέση της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη μετέπειτα Νέα Τουρκία που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Και όμως, μέχρι σήμερα ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί σε βάθος και με σύστημα με τη σχέση, τη συμμαχία αυτή, τις προεκτάσεις και τα παρεπόμενά της. Ο ιστορικός Stefan Ihrig πράττει ακριβώς αυτό, φέρνοντας στο φως πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τον ιδιαίτερο θαυμασμό των Γερμανών εθνικιστών και βέβαια των ναζί απέναντι στον ίδιο τον Κεμάλ, αλλά και στις γενοκτονικές πολιτικές των Νεότουρκων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Ατατούρκ και ναζί. Δάσκαλος και μαθητές στην εφαρμογή του ολοκληρωτισμού».
– Πώς προέκυψε η συμμαχία Γερμανίας-Τουρκίας το 1914-18 και ποια η ιδιαίτερη σημασία της;
– Ηδη από τη δεκαετία του 1890, η Γερμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήσαν κοντά και συχνά σε ένα καθεστώς συμμαχίας. Γι’ αυτό και η συμμαχία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν συμπτωματική. Την ίδια στιγμή, δεν ήταν όλοι οι Νεότουρκοι γερμανόφιλοι, ενώ πολλοί στη Γερμανία έβλεπαν τους Οθωμανούς περισσότερο σαν βάρος. Ωστόσο, ήσαν πολλοί εκείνοι που έβλεπαν τις περιοχές που κατείχαν οι Οθωμανοί ως πολύ σημαντικές για το μέλλον της Γερμανίας. Οπως επίσης και εκείνοι, μεταξύ αυτών και ο αυτοκράτορας, που σκέφτονταν ότι μια Τζιχάντ υποκινημένη από και με καθοδηγητές τους Οθωμανούς θα ήταν ένας κρυφός άσος στο μανίκι κατά τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914. Επιπλέον, όταν έληξε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πολλοί Γερμανοί είδαν σε όσα υπέστησαν οι Τούρκοι τη δική τους μοίρα. Και οι δύο πλευρές ηττήθηκαν στον πόλεμο, και οι δύο υποχρεώθηκαν σε ταπεινωτικές συνθήκες ειρήνης. Η Γερμανία βρισκόταν ακόμη σε κατάσταση σοκ εξαιτίας της ήττας, φοβισμένη από την τιμωρητική συνθήκη που της επέβαλε η Αντάντ. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα εθνικιστικής απόγνωσης, κάποια γεγονότα στην Ανατολία εξερέθισαν τα πάθη και τα όνειρα των Γερμανών εθνικιστών. Υπό τον Ατατούρκ, οι Τούρκοι ξεκίνησαν μιαν αντίσταση στις δικές τους «Τουρκικές Βερσαλλίες», δηλαδή στη Συνθήκη των Σεβρών.
Τα έβαλαν με ολόκληρη την Αντάντ, όπως επίσης με τον ελληνικό στρατό, ακόμη και με τη δική τους κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη. Οι Γερμανοί εθνικιστές και ειδικά οι ναζί σκέφτηκαν πως η Γερμανία θα έπρεπε να αντιγράψει το παράδειγμα των κεμαλιστών. Κατά κάποιον τρόπο, οι ναζί, ως πολιτικό κίνημα, εξελίχθηκαν μαζί με τον Ατατούρκ. Ο τουρκικός Αγώνας της Ανεξαρτησίας (1919-1922) συμπίπτει με την ίδρυση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και τα πρώτα χρόνια του ναζισμού. Και ο πόλεμος του Ατατούρκ ήταν ένα μείζον γεγονός στα ΜΜΕ της πρώιμης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ηταν ένα από τα πιο σοβαρά θέματα συζήτησης και σίγουρα η σημαντικότερη ξένη είδηση στον γερμανικό Τύπο κατά τα χρόνια 1919-1923.
Οι ναζί, όπως και άλλοι Γερμανοί εθνικιστές, βρήκαν στην «τουρκική λύση» την απάντηση στα δικά τους εθνικά προβλήματα – με επίκεντρο, κυρίως, την αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και την εγκαθίδρυση μιας διαφορετικής κυβέρνησης κάτω από έναν ισχυρό ηγέτη. Ηταν ιδίως στους μήνες που οδήγησαν στο Πουτς (πραξικόπημα) του Χίτλερ, στα τέλη του 1923, που το τουρκικό μοντέλο διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο και επηρέασε βαθιά τους ναζί, δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα μέσα από την οποία οι ναζί σκέφτηκαν πως είχε έρθει η ώρα να δράσουν. Αυτό φαίνεται και από τις συζητήσεις που έγιναν κατά τη δίκη μετά το Πουτς. Τότε ο Χίτλερ αναφέρθηκε στο ιδανικό του μοντέλο, τον Ατατούρκ, άμεσα μάλιστα, τοποθετώντας τον ψηλότερα απ’ ό,τι τον Μουσολίνι.
– Ο Χίτλερ λοιπόν θαύμαζε τον Ατατούρκ. Το «αίσθημα» ήταν αμοιβαίο;
– Ας μη γελιόμαστε: ήταν μια μονόπλευρη «ερωτική» σχέση. Στο μέτρο που γνωρίζω, ο Ατατούρκ δεν είχε ανταποκριθεί· έβλεπε τον Χίτλερ ως ένα επικίνδυνο άτομο. Αμέσως μετά τον θάνατο του Ατατούρκ, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο σε γερμανική εφημερίδα. Πραγματευόταν τις ποιότητες που πρέπει να έχει ο αρχηγός ενός έθνους, τι θα του άξιζε να έχει προκειμένου να οδηγήσει ένα λαό. Το άρθρο υπογράμμιζε εμφατικά ότι ο ιδανικός ηγέτης θα έπρεπε να εργαστεί για την ειρήνη στο εξωτερικό προκειμένου να εξασφαλίσει τον λαό του. Η ειρήνη ήταν το κεντρικό μήνυμα. Και ο συγγραφέας του άρθρου ήταν, τουλάχιστον με βάση την εν λόγω εφημερίδα, ο ίδιος ο Ατατούρκ. Η δημοσίευση ενός τέτοιου άρθρου δεν συνιστούσε απλώς τομή στην κυρίαρχη εικόνα που είχε το Γ΄ Ράιχ για τον Ατατούρκ, συνιστούσε επίσης και πράξη αντίστασης στον Χίτλερ.
– Πώς και η εμμονή των ναζί στην αρία φυλή δεν τους εμπόδισε από το να δουν τους Τούρκους σαν «υπανθρώπους»;
– Σε αντίθεση με ό,τι νομίζουμε, οι απόψεις των ναζί σε ό,τι αφορά άλλες χώρες ποίκιλλαν και ήσαν αλλόκοτες. Το βασικό ήταν να απέχουν γεωγραφικά – και η Τουρκία ήταν μια τέτοια περίπτωση. Οπότε το φυλετικό έπαυε να είναι μείζον ζήτημα. Ωστόσο, μετά τους ρατσιστικούς νόμους της Νυρεμβέργης, μερικά κράτη, μεταξύ αυτών και η Τουρκία, ζήτησαν από τη γερμανική κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις. Η απάντηση που δόθηκε ήταν ότι εκτός των γερμανικών συνόρων, η σημαντική διάκριση ήταν Ευρωπαίος/Μη Ευρωπαίος, όχι Αριος/Μη Αριος, συνεπώς, από τη στιγμή που η Τουρκία ήθελε να γίνει ευρωπαϊκή, η Γερμανία θα την υποστήριζε.
– Σε πόσο επίσημο επίπεδο εξέφραζαν οι ναζί τον θαυμασμό τους προς τους Τούρκους;
– Μετά το αποτυχημένο Πουτς και έως το 1933, οι ναζί απέφευγαν κάθε αναφορά στο «τουρκικό θαύμα», διότι επιδίωκαν πλέον να πάρουν την εξουσία με νόμιμα μέσα. Από το 1933 κι έπειτα, όλα αυτά άλλαξαν. Μέσα στο 1933, ο Χίτλερ αποκαλεί τον Ατατούρκ «λαμπερό αστέρι μέσα στο σκοτάδι» – φράση που έμελλε να γίνει η επίσημη αναφορά της Τουρκίας από το Γ΄ Ράιχ. Μάλιστα, ο θαυμασμός των ναζί απέναντι στην Τουρκία έφτασε σε τέτοια ύψη που κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για «αδελφοποίηση» με το Γ΄ Ράιχ – η Νέα Τουρκία και η Νέα Γερμανία αποδίδονταν σαν «δίδυμα κράτη» και ο Κεμαλισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός ως δίδυμα κινήματα. Στην αρχή, ωστόσο, πολλοί πολιτικοί και θεωρητικοί ισχυρίζονταν πως η Νέα Τουρκία είχε αφήσει πολύ πίσω της τη Νέα Γερμανία σε ό,τι αφορά την εθνική αναδόμηση της χώρας. Οι ναζί υποσχέθηκαν πως θα έκαναν το καλύτερο δυνατό το συντομότερο δυνατόν.
– Υποθέτω πως αυτό είναι σαφής νύξη ως προς τις γενοκτονικές πολιτικές των Νεότουρκων κυρίως.
– Η Τουρκία είχε «ξεφορτωθεί» τις περισσότερες από τις μειονότητές της, πρώτα τους Αρμένιους και δευτερευόντως τους Ελληνες. Για τους ναζί, αυτό που συνέβαινε στην Τουρκία τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ήταν μια επιτυχημένη αναδόμηση και ανακατασκευή της χώρας με βάση έναν εθνικιστικό/φυλετικό άξονα. Γι’ αυτούς, ήταν το απόλυτο παράδειγμα του τι μπορεί να πετύχει ένα καθαρά εθνικό κράτος κάτω από έναν δυναμικό ηγέτη. Κατά την άποψη των ναζί, η Νέα Τουρκία δεν θα είχε καταστεί πραγματικότητα εάν η Τουρκία δεν είχε «ξεφορτωθεί» τις μειονότητές της. Υπό αυτή την έννοια, οι ναζί και οι λοιποί Γερμανοί εθνικιστές ήσαν σε θέση να αποτυπώσουν τη Νέα Τουρκία του Ατατούρκ ως ένα είδος πειράματος για μια εθνοτική-φυλετική αναδόμηση μεγάλης κλίμακας· ένα πείραμα που γι’ αυτούς σηματοδότησε την ισχύ ενός νέου εθνικού κράτους, καθαρού από τυχόν μειονότητες· ένα πείραμα που όχι μόνον επιβεβαίωσε τα πιστεύω τους σχετικά με τις φυλετικά καθαρά κράτη, αλλά τους έδειξε και διάφορους τρόπους σχετικά με το πώς επιτυγχάνεται αυτό.
– Αληθεύει ότι ο Χίτλερ δήλωσε δημοσίως πως κανένας δεν θυμόταν πια τους Αρμένιους, προκειμένου να διαλύσει τον όποιο δισταγμό απέναντι στο «εβραϊκό πρόβλημα»;
– Η δήλωση αυτή έχει αμφισβητηθεί. Αλλο είναι το σημαντικό ερώτημα: σε ποιο βαθμό γνώριζαν οι Γερμανοί περί της αρμενικής γενοκτονίας και τι έκαναν με τις πληροφορίες που είχαν; Η συνεχιζόμενη διένεξη σχετικά με την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας έχει περιθωριοποιήσει το γεγονός, καθιστώντας το μια υποσημείωση στην ευρύτερη ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Και όμως, ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός εκείνη την εποχή, ειδικά για τη Γερμανία. Οχι μόνον η Γερμανία ήταν στενά συνδεδεμένη με το γεγονός αυτό, ως σύμμαχο κράτος των Οθωμανών, αλλά και οι διπλωμάτες της, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες της. Υπήρξε μια τεράστια συζήτηση στη Γερμανία του 1920 ως προς το αν όντως οι Αρμένιοι εξοντώθηκαν βάσει σχεδίου.
Στο τελευταίο βιβλίο μου, «Δικαιολογώντας τη Γενοκτονία», προσπαθώ να δείξω όχι ότι οι Γερμανοί βρήκαν στην αρμενική γενοκτονία μια πηγή έμπνευσης, όσο ότι ήξεραν πολύ καλά ότι είχε συμβεί. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να πούμε πως οι ναζί δεν χρειάζονταν να τους διδάξει κανένας πώς θα εξοντώσουν τους Εβραίους. Η ευθύνη για το Ολοκαύτωμα είναι όλη δική τους. Αυτό που δείχνω με τη μελέτη μου είναι πως η Γενοκτονία των Αρμενίων ήταν μια ιδέα πολύ ρεαλιστική στο μυαλό των ναζί ήδη προτού ο Χίτλερ πάρει την εξουσία. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η χρονική απόσταση που χωρίζει την αρμενική γενοκτονία από το Ολοκαύτωμα δεν είναι τόσο μεγάλη όσο νομίζουμε – και είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει αυτό τόσο για τη γερμανική ιστορία όσο και για το ανθρώπινο γένος, την ικανότητά μας να εκλογικεύουμε τον φόνο αθώων ανθρώπων.
Συμπτώσεις
– Στο βιβλίο σας αναφέρετε πως ο Ατατούρκ πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1938, δηλαδή ακριβώς την επόμενη ημέρα από τη Νύχτα των Κρυστάλλων στη Γερμανία. Συνδέονται τα δύο αυτά γεγονότα;
– Τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά δεν συνδέονται, αμφότερα όμως συναγωνίστηκαν ως προς την προσοχή που απέσπασαν από τον Τύπο της εποχής. Το εβραϊκό πογκρόμ δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τους ναζί, οι οποίοι την ίδια στιγμή που το δικαιολογούσαν, το ίδιο εύκολα το υποβίβαζαν. Ο Ατατούρκ, ωστόσο, ήταν ένα αγαπημένο θέμα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Οπότε ο θάνατός του έγινε μεγάλη είδηση στη Γερμανία του Γ΄ Ράιχ. Οι μεγάλες εφημερίδες αφιέρωσαν πολύ χώρο στη ζωή και στο έργο του. Σε άλλες μεγάλες εφημερίδες η πρώτη σελίδα είχε αφιερωθεί στην ανακοίνωση του θανάτου του καθώς και σε άρθρα γι’ αυτόν. Σχετική αλυσιδωτή αρθρογραφία ακολούθησε όλες τις υπόλοιπες ημέρες. Και όλο αυτό δεν ήταν ντιρεκτίβα του υπουργείου Προπαγάνδας αλλά κάτι πηγαίο: επί δύο δεκαετίες, σύσσωμος ο γερμανικός Τύπος δημοσίευε έναν τεράστιο όγκο ειδήσεων πάνω στον Ατατούρκ, οπότε, όταν πέθανε, ήταν σε θέση να παρουσιάσει τη δική του αφήγηση πάνω στο ποιος ήταν ο Ατατούρκ.