Η Μάχη του Κεφαλόβρυσου, ή Μάχη του Καρπενησίου, έλαβε χώρα κοντά στο Καρπενήσι, το πιθανότερο το βράδυ της 8ης Αυγούστου προς 9η Αυγούστου 1823, μεταξύ δύναμης επαναστατημένων Ελλήνων ατάκτων και των Οθωμανικών στρατευμάτων. Οι Έλληνες πολέμησαν υπό την καθοδήγηση του ΣουλιώτηΜάρκου Μπότσαρη. Ας δούμε πως περιγράφει την μάχη ο Δ.Φωτιάδης (Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΤΟΥ 21 ΤΟΜΟΣ Β’).
Προς Τη δόξα και το θάνατο
Το Εικοσιένα, καθώς είδαμε ως τώρα, άλλοτε το στεφάνωνε η λεβεντιά και η θυσία κι άλλοτε το πεδούκλωνε η μικρότητα και το συμφέρον. Συχνά το βλέπομε να λάμπει όλο φως και κάποτε το θωρούμε να βουλιάζει στα σκοτάδια. Τώρα βάδιζε πάλι προς την τιμή και τη δόξα. Τράβαγε προς το φως. Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν τότε τριάντα τριών χρονών. Είχε ζήσει, εξόν βέβαια από το Σούλι, στην αυλή του Αλήπασα, στην Κέρκυρα και στην Ιταλία και είχε υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό στη Λευκάδα. Μίλαγε τα Ιταλικά και ήξερε αρκετά γράμματα για τον καιρό του. Είχε συντάξει κι ένα Ελληνοαλβανικό λεξικό που, σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Οικονόμου, το πρωτότυπό του σώζεται «εις τα Αλβανικά της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων».
Ωραίος άντρας, ξανθός και με γαλανά μάτια, τραγούδαγε, έπαιζε κιθάρα και κανένας δεν τον πέρναγε στο πάλεμα και στο λιθάρι. Τα προτερήματά του και η λεβεντιά του κάνανε μεγάλη εντύπωση σ’ όλους όσους τον γνώρισαν. Ο Αλήπασας τον ονόμαζε «αετό της Σαμονίβας». Ο Κολοκοτρώνης πολύ πριν από το Εικοσιένα, όταν τον πρωτογνώρισε στη Λευκάδα, γίνηκε αδερφοποιτός του. Κι ο γέρος Αρβανίτης αρχηγός Χασάν Αρσίν είπε κάποτε στον Χουρσίτ πασά: «Αν ήταν μουσουλμάνος θα πίστευα πως ο προφήτης Ασμέτ Αλής ξαναήρθε στον κόσμο».
Ο Μουσταή πασάς έφτασε στα Τρίκκαλα στα μέσα του Ιούλη. Κίνησε απ’ αυτά για να ξεκαθαρίσει τον Ασπροπόταμο και τ’ Άγραφα. Στα τελευταία βρισκόταν αρματολός ο Καραϊσκάκης, που είχε κάμει, καθώς είπαμε, «καπάκια» με τους Τούρκους. Ο Μουσταής τον προσκάλεσε να παρουσιαστεί μπροστά του. Αρνήθηκε βέβαια και, καθώς ήταν πιο άρρωστος από ποτέ από το χτικιό που έτρωγε τα σωθικά του, παράτησε τ’ Άγραφα και παίρνοντας τα παλικάρια του τράβηξε κατά κάτω. Στο Σοβολάκο συναπαντήθηκε, στις 30 του Ιούλη, με τον Μάρκο Μπότσαρη. Του είπε πως πάει για το μοναστήρι του Προυσσού να γιάνει και του έδωσε τα παλικάρια του.
Ο Μουσταής έφτασε στα τέλη του Ιούλη στο Καρπενήσι. Ο ίδιος έμεινε σ’ έναν πύργο μέσα σ’ αυτό και τ’ ασκέρι του απλώθηκε στη λαγγαδιά — στο Λιβαδάκι, στα Πλατάνια και στο Κεφαλόβρυσο —, «όπου υπάρχει πηγή άφθονου ύδατος, σχηματίζοντος ποτάμιον εισβάλλον εις τον Καρπενησιακόν. Εν τω χώρω τω μεταξύ της συμβολής των ποταμίων φύονται αμφιλαφείς και υψηλαί πλάτανοι, εξ ων και η θέσις ονομάζεται Πλατάνια», καθώς γράφει ο μεγάλος λαογράφος μας Ν. Πολίτης.
Πραγματικά όλο κείνο το μέρος είναι από τα πιο όμορφα του τόπου μας. Τα γύρω βουνά — ο Κώνισκος, η Μιάρα, ο Αη Θανάσης — γεμάτα έλατα και στο βάθος λάμπουν οι γυμνές κατάλευκες χιονισμένες κορυφές του Τυμφρηστού. Στον όμορφο αυτόν τόπο — σιμά στο Κεφαλόβρυσο — είχε χτίσει ο Αλήπασας πύργο, όπως «δια την φυσικήν καλλονήν και χάριν εξέλεξεν ως αγαπητόν ενδιαίτημα κατά το θέρος».
Ο Μπότσαρης, σαν το έμαθε, πιάνει το Μικρό Χωριό και οι Τζαβελαίοι το Μεγάλο Χωριό. Είχαν κάτω από τις προσταγές τους 1250 παλικάρια, που απ’ αυτά οι 400 Σουλιώτες.
Και τότε ο Μπότσαρης στοχάζεται ένα τολμηρό σχέδιο, άξιο γενναίου πολεμάρχη. Αποφασίζει, με νυχτερινό αιφνιδιασμό, να μπει μέσα στο τούρκικο ορδί σμπαραλιάζοντάς το. Κι όπως «το ένδυμα, η οπλοφορία, το ανάστημα και η διάλεκτος των Αλβανών δεν διέφερε ποσώς των Σουλιωτών», ο Μάρκος. γυρεύοντας να μάθει το καθετί για το στρατόπεδο του εχθρού στέλνει τρεις κατάσκοπους να μπούνε σ’ αυτό: τα δυο ξαδέρφια του, τον Θανάση Τούσια Μπότσαρη και τον Θανάση Κουτσονίκα, καθώς και τον Γιάννη Μπαϊρακτάρη, τον σημαιοφόρο του δηλαδή.
Στις 7 του Αύγουστου φτάσανε στο Κεφαλόβρυσο κι αλώνισαν όλο το ορδί. Κανείς δεν τους υποπτεύθηκε κι αφού παρατήρησαν το καθετί έφυγαν και γύρισαν στο Μικρό Χωριό. Την άλλη μέρα το πρωί ο Μάρκος παίρνει την απόφαση να ριχτεί, την ίδια κείνη νύχτα, στο στρατόπεδο του εχθρού, να σπείρει τον όλεθρο σ’ αυτό, πιάνοντας ή σκοτώνοντας τους αρχηγούς. Ένας ακόμα ήρωας σ’ ολόκληρο το Εικοσιένα θ’ αποτολμήσει κάτι τέτοιο. Ο Καραϊσκάκης.
Τον αιφνιδιασμό θα τον έκανε ο ίδιος μ’ οχτακόσια πενήντα παλικάρια. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας με τετρακόσιους νοματαίους θα χτύπαγε τους Τούρκους στα Πλατάνια, εμποδίζοντάς τους να τρέξουν σε βοήθεια των άλλων στο Κεφαλόβρυσο. Σ’ αυτό βρισκόταν στρατοπεδευμένος με την εμπροσθοφυλακή του τούρκικου ασκεριού — ίσαμε τέσσερεις χιλιάδες άντρες — ο Τζελαλεντίν μπέης, θείος από τη μητέρα του Μουσταή πασά. Το στράτευμά του εκλεχτό, συγκροτημένο από Γκέκηδες και «καθολικούς χριστιανούς της ορεινής Λέστιας των Μιρδιτών.
»— Κ’ εμείς Χριστιανό, έλεγαν προς τους Έλληνας, Πάπα Ρωμ εμείς, Πάπα Σταμπούλ σεις. Εμείς μπέσα με Σουλτάνο να τον βοηθούμε στα σεφέρια».
Όταν έπεσαν τα σκοτάδια κι ετοιμάζονταν οι δικοί μας να κινήσουν, μια περίπολος τους φέρνει κάποιο χωριάτη που έπιασε να έρχεται από το στρατόπεδο του εχθρού. Τον πάνε στον Μάρκο που τον εξετάζει αν έφτασε κι άλλη τούρκικη δύναμη. Ο χωρικός του απαντά πως μόλις ήρθαν ακόμα οχτώ χιλιάδες ασκέρι.
— Που τοποθετήθηκαν; τον ρωτάει ο Μάρκος.
— Στα Πλατάνια, του αποκρίνεται.
Ο Κουτσονίκας γράφει πως η πληροφορία δεν ήταν σωστή, πως άλλος στρατός δεν ήρθε και πως «ο χωρικός εξαπάτησε τον Βότσαρην». Είτε αυτό είναι σωστό είτε όχι βέβαιο στέκεται πως ο Μπότσαρης άλλαξε την τελευταία στιγμή τη διάταξη των δυνάμεών του. Τον αιφνιδιασμό θα τον ενεργούσε μονάχα με τετρακόσια παλικάρια, δίνοντας στον Ζυγούρη Τζαβέλα οχτακόσια πενήντα, μια και θα χτύπαγε τα Πλατάνια όπου, σύμφωνα με την πληροφορία του χωριάτη, βρισκόταν η μεγάλη δύναμη του Μουσταή.
Αφού αποφάσισαν πως η επίθεση θα γινόταν τα μεσάνυχτα, ακουμπώντας πάνω στο ντουφέκι του λέει στον Κίτσο Τζαβέλα αποχαιρετώντας τον:
— Καλή αντάμωση στον κάτω κόσμο.
Ο Μάρκος Μπότσαρης δίνει στα παλικάρια του τις τελευταίες οδηγίες για τον αιφνιδιασμό.
— Θα μπούμε, τους λέει, κρατώντας γυμνές τις πάλες μας, χωρίς να ρίξετε ούτε μια ντουφεκιά, πριν δώσω εγώ το σινιάλο. Για να φτάσουμε ως την καρδιά του ορδιού τους πρέπει να τους ξεγελάσουμε πως είμαστε κι εμείς Αρβανίτες, και γι’ αυτό θα μιλάμε ανάμεσά μας μονάχα αρβανίτικα. Επειδή, όταν θ’ αρχίσει ο πόλεμος, θα είναι δύσκολο να γνωρίσουμε ποιος είναι ο φίλος και ποιος ο εχθρός θα έχουμε για σύνθημα Κίστε κι αν δεν πάρουμε την απάντηση Στουρνάρι, μεμιάς θα τον βαράμε.
Πανσέληνος, μα συννεφιά. Μπήκαν οι τετρακόσιοι, όλοι Σουλιώτες, στη ρεματιά περπατώντας αλαφροπάτητα, ωσάν αγρίμια. Σα φτάσανε στις προφυλακές του εχθρού μόλις είχανε περάσει τα μεσάνυχτα 8 με 9 του Αυγούστου. Τότε αρχίζουν να βρίζουν τους Αρβανίτες αρχηγούς, παριστάνοντας πως ήταν κι αυτοί Αρβανίτες, που είχανε παράπονα ενάντιά τους. Όποιος θέλησε να τους αντισταθεί έπεφτε σφαγμένος από το σπαθί τους. Σε λίγο το στρατόπεδο αναστατώνεται. Μερικά από τα ρετζάλια, γυρεύοντας να ησυχάσουν το ταβατούρι, φωνάζουν:
— Χατάς(=λάθος) ώρέ, χατάς! Δεν είναι Γκιαούρηδες!
Μα οι Έλληνες είχανε πια σιμώσει στα τσαντίρια των αρχηγών κι ο Μάρκος Μπότσαρης προστάζει τον σαλπιγκτή του να βαρέσει γιουρούσι.
— Δεν είναι, ωρέ, χατάς! φωνάζει. Είναι ο Μπότσαρης και θα σας ξεκάνει όλους!
Ακούνε οι εχθροί τη σάλπιγγα να βαρά μέσα στην καρδιά του ορδιού τους και τα χάνουν. Σύγκαιρα ρίχνουν την πρώτη μπαταριά οι δικοί μας.
—Έρδε Μάρκο Μπότσαρη!… (Έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης) φωνάζουν και φεύγουν πανικόβλητοι οι Αρβανίτες.
Κι όπως, καθώς γράφει ο Πολίτης, «ηδυνάτουν να διακρίνωσι τους εχθρούς λαλούντας την αυτήν γλώσσαν» και δεν ήξεραν το σύνθημα, σφάζονταν ανάμεσά τους.
Ο Μπότσαρης μπαίνει στην πρώτη σκηνή που βρίσκεται μπροστά του κι αντικρίζει τον γνώριμό του από τα χρόνια του Αλήπασα Αρβανίτη αρχηγό Άγο Βασιάρη. Τον πιάνει και τον παραδίνει στα παλικάρια του να τον φυλάνε. Καθώς παράτολμα τρέχει πρώτος ξεμπροστίζοντας τους εχθρούς, λαβώνεται είτε στον βουβώνα, όπως λένε μερικοί, είτε στο μπούτι, καθώς υποστηρίζουν άλλοι. Το κρύβει από τους δικούς του μην τυχόν κιοτήσουν.
Την πρώτη οργανωμένη άμυνα μπόρεσαν να την αντιτάξουν οι Αρβανίτες «κατά την θέσιν Αμπέλια όπου υπήρχε κουλούρα (προμαχών)». Οι δικοί μας συμβουλεύουν τον Μάρκο Μπότσαρη πως έπειτα από τόσο χαλασμό που κάνανε καιρός ήταν ν’ αποτραβηχτούν. Εκείνος όμως, συνεπαρμένος από την παλικαριά του και τη θέρμη του αγώνα, γυρεύει να ξεφωλιάσει κι από τούτο το πόστο τους εχθρούς. Φτάνοντας μπροστά στη μάντρα ζητά να ρίξει μια ματιά να πάρει μιαν ιδέα. Μα καθώς ανασήκωσε το κεφάλι του τον βρίσκει θανατερό βόλι στο μηλίγγι, σιμά στο δεξιό του μάτι.
— Βαρέθηκα, αδέρφια... πρόλαβε μονάχα να πει και σωριάζεται κάτω.
Μερικοί ιστορικοί, όπως ο Κόκκινος, λένε πως «ένας αράπης, ο σωματοφύλαξ του Αλβανού αρχηγού» άδειασε πάνω του την μπιστόλα του. Πιο σωστό όμως φαίνεται πως χτυπήθηκε, όπως υποστηρίζει ο Πολίτης, «θανατηφόρος εις το μέτωπον υπό τίνος Μιρδίτου». Παραθέτει μάλιστα τούτους τους δυο στίχους από δημοτικό τραγούδι εκείνου του καιρού:
«Ένας Λατίνος το σκυλί, το χέρ’ που να του πέση πικρόν ντουφέκιν έρριξεν στου Μάρκου το κεφάλι».
Μόλις σωριάστηκε ο Μάρκος, ο ξάδερφός του Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης τον τύλιξε με την κάπα του και τον πήρε στον ώμο του. Καθώς αποτραβιόνταν ο ήρωας ξεψύχησε. Και οι σύντροφοί του, για να τον εκδικηθούν, σφάζουν τον Άγο Βασιάρη.
Ο Μάρκος Μπότσαρης χάθηκε, μα τον θάνατό του τον πλέρωσαν πανάκριβα οι εχθροί. Μερικοί ανεβάζουν τους σκοτωμένους τους σε χίλιους πεντακόσιους. Κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκεται τούτος εδώ ο αριθμός από στίχο δημοτικού τραγουδιού: – Χίλιους οκτακόσιους έκοψαν χωρίς τους λαβωμένους.
Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν γύρω στους σαράντα και ίσαμε τριάντα λαβώθηκαν. Άπειρα στάθηκαν τα πολεμικά λάφυρα που πήραν οι δικοί μας. Άλλοι τ’ ανεβάζουν σε χίλια ντουφέκια κι άλλες τόσες μπιστόλες κι άλλοι, όπως ο Τρικούπης, σε 690 ντουφέκια, 1000 μπιστόλες, δυο μπαϊράκια και πολλά άλογα και μουλάρια.
Στάθηκε μια μεγάλη νίκη, που πάνω σ’ αυτή όμως έριξε τη σκιά της ο χαμός του καλύτερου ανάμεσα στους καλύτερους. Ο θάνατος του Μπότσαρη γέμισε πένθος τους Έλληνες και χαρά τους Τούρκους· δοξολογούσαν τον Αλλάχ που τους γλίτωσε από τον Χαρούν Μάρκο (από τον αδάμαστο Μάρκο)65.
Όταν οι νικητές γύρισαν στο Μικρό Χωριό με το πολύτιμο κουφάρι του ηρώα αποφασίζουν να το θάψουν στο Μεσολόγγι, μην το σκυλέψουν οι εχθροί. Το φόρτωσαν σε μουλάρι κι αμέσως ξεκινάνε. Κι όπως το κεφάλι του πεθαμένου κούναγε πέρα-δώθε το στήριξαν με μια φούρκα. Περνώντας από το μοναστήρι του Προυσσού στάθηκαν λίγο ν’ ανασάνουν. Σ’ αυτό αναπαυόταν ο άρρωστος Καραϊσκάκης. Σαν άκουσε τη μαύρη κι άραχλη είδηση, σηκώθηκε, κατέβηκε στην εκκλησιά, τον φίλησε κλαίγοντας και είπε:
—Άμποτες, αδερφέ μου Μάρκο, από τέτοιο θάνατο να πάω κι εγώ.
Η θλιβερή συνοδεία έφτασε στο Μεσολόγγι στις 10 του Αυγούστου, όπου βρισκόταν τότε μια από τις αδελφές του Μάρκου, η Μάρω, γυναίκα του Αγραφιώτη. Πάει ο γενικός έπαρχος Μεταξάς να την παρηγορήσει. Κι αυτή του αποκρίνεται:
—Εμείς είμαστε συνηθισμένες από τέτοιους θανάτους. Από την ώρα που νιώσαμε τον κόσμο ούτε βλέπουμε, ούτε ακούμε άλλο από τους συγγενείς μας, από τους γονιούς μας, από τ’ αδέρφια μας, παρά πολέμους και σκοτωμούς. Τέτοια ήταν και η μοίρα του άτυχου Μάρκου.
Το ξόδι του τ’ ακολούθησε ολόκληρο το Μεσολόγγι. «Πάντες οι πολίται και στρατιώται, πάσαι αι γυναίκες του Μεσολογγίου με την κόμην ερριμμένην έπί των ώμων συνώδευσαν τον νεκρόν εις την εκκλησίαν». Όταν τον έθαβαν τα κανόνια από τις ντόπιες ρίξανε τριαντατρείς κανονιές, όσα και τα χρόνια του.
Το άκουσεν η μαύρη γη, τρεις χρόνους δε χορτιάζει, το ακούσαν και τα βουνά, κι εκείνα ραΐστηκαν, το άκουσε κι ο ουρανός τρεις χρόνους δε σταλάζει, ο Μάρκος εσκοτώθηκε και σκότωσε και χίλιους.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ