Μπερκουτάκης Μιχαήλ
θεολόγος, εκπαιδευτικός
ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ,
ΣΧΟΛΙΟΝ ΗΓΟΥΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΚΑΙ ΕΚΤΕΝΕΣ ΠΕΡΙ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ, ΑΝΑΜΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΔΙΚΙΑΣ.
1 Το ζήτημα της ελευθερίας στην άναρχη, από τη μία μεριά, ύπαρξη του Θείου Όντος και την έλλογη, από την άλλη μεριά, κτίση προέκυψε κατά τον προηγούμενο κυρίως αιώνα στο πλαίσιο της συνάντησης της ορθόδοξης θεολογίας με το φιλοσοφικό κίνημα του υπαρξισμού, εντάσσεται δε οργανικά στο ευρύτερο φιλοσοφικό και θεολογικό ζήτημα της πρόταξης της υποστάσεως έναντι της φύσεως «ἐν τῷ εἶναι». Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ασχολούνται περιστασιακά με το ζήτημα αυτό, αλλά οι σχετικές αναφορές τους είναι σπάνιες και μάλλον ασαφείς. Παρά την δυσκολία του εγχειρήματος και έχοντας σαφή επίγνωση της ευθύνης που συνεπάγεται ο σχολιασμός του, θα αποτολμήσουμε στο μέτρο των δυνάμεών μας να προσεγγίσουμε θεολογικά το συγκεκριμένο ζήτημα, απαντώντας μεταξύ άλλων στο διαχρονικά επίκαιρο ερώτημα: «…Γιατί ο Θεός επιτρέπει να γίνονται πόλεμοι;…».
2 Η άναρχη ύπαρξη είναι κατά τη χριστιανική διδασκαλία απόλυτα ελεύθερη και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε καμία αναγκαιότητα. Η απόλυτη ελευθερία του Τριαδικού Θεού θεμελιώνεται θεολογικά στην άχρονη πρόταξη της υποστάσεως του Θεού – Πατρός έναντι της θείας φύσεως στην αιώνια ύπαρξη της Αγίας Τριάδας και αποτελεί την υπαρξιακή διάσταση της εν λόγῳ προτάξεως. Ειδικότερα, ο Θεός – Πατήρ: α) «πρώτα» θέλει να υπάρξει και «μετά» υπάρχει, β) «πρώτα» ορίζει τα της υπάρξεώς Του, αποφασίζοντας ελεύθερα να υπάρξει ως κοινωνία ομοούσιων υποστάσεων, και «μετά» γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, μεταδίδοντάς Τους το πλήρωμα της θείας Του φύσεως και των φυσικών της Ενεργειών, γ) «πρώτα» ορίζει τα της φύσεώς Του, επιλέγοντας ελεύθερα τις φυσικές της ιδιότητες, και «μετά» υφίσταται ως η απόλυτη ταπείνωση, η απόλυτη αγάπη, η απόλυτη ζωή και η απόλυτη μακαριότητα. Όλες όμως αυτές οι «κινήσεις» της άναρχης ύπαρξης συντελούνται «…αχρόνως…», οι δε χρονικοί προσδιορισμοί του τύπου: «πρώτα» ή «μετά», που εμείς αναγκαστικά χρησιμοποιούμε, δεν έχουν κυριολεκτική, αλλά σημαντική σημασία.
3 Αυτή τη μορφή της τέλειας ελευθέριας, που εκφράζεται ως ο απόλυτα ελεύθερος αυτοπροσδιορισμός του Θείου Όντος, χαρακτηρίζουμε συμβατικά ως «οντολογική ελευθερία» ή «δι᾽ αυτοπροσδιορισμού ελευθερία».
4 Όσον όμως αφορά την έλλογη κτίση, τα πράγματα αντιστρέφονται. Στην ανθρώπινη ύπαρξη έχουμε πρόταξη της φύσεως έναντι του προσώπου με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την οντολογική της ανελευθερία. Πιο απλά, ο κτιστός άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με την άναρχη ύπαρξη, αδυνατεί να ορίσει τα της φύσεως και τα της υπάρξεώς του. Κανένας άνθρωπος, για παράδειγμα, δεν αποφασίζει, για το εάν θα υπάρξει ή όχι. Κανένας επίσης άνθρωπος δεν ορίζει το χώρο και το χρόνο της γέννησής του. Κανένας άνθρωπος δεν επιλέγει το φύλο, τη σωματική του διάπλαση και τα ψυχικά ή διανοητικά του χαρακτηριστικά. Κανένας τέλος άνθρωπος δεν επιλέγει τους γονείς και τις κληρονομικές του καταβολές.
5 Επειδή λοιπόν η ανθρώπινη ύπαρξη είναι εκ φύσεως ασύμβατη με την έννοια της «οντολογικής ελευθερίας», ο Θεός της παραχώρησε το δικαίωμα μίας δευτερογενούς, αλλά πραγματικής, ελευθερίας, που εκφράζεται όχι ως αυτοπροσδιορισμός του κτιστού όντος, αλλά ως επιλογή ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» ή ακόμη καλύτερα ως επιλογή ανάμεσα στη «ζωή» και το «θάνατο».
6 Αυτή τη μορφή της δευτερογενούς ελευθερίας, που εκφράζεται ως όχι ως δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού, αλλά ως δυνατότητα επιλογής, χαρακτηρίζουμε συμβατικά ως «ηθική ελευθερία» ή «δι᾽ ασκήσεως ελευθερία».
7 Δύο πολύ μεγάλα θεολογικά ερωτήματα είναι άρρηκτα ενωμένα με το ζήτημα της ελευθερίας. Αυτά είναι: α) το ζήτημα της αναμαρτησίας του Κυρίου και β) το βαθύτατο φιλοσοφικό και θεολογικό «πρόβλημα της Θεοδικίας», τα οποία θα προσεγγίσουμε θεολογικά.
8 Το ζήτημα της αναμαρτησίας του Κυρίου τίθεται συνήθως με το εξής σκεπτικό: Ο Κύριος, ως άνθρωπος, είναι κατά τη χριστιανική πάντοτε διδασκαλία αναμάρτητος. Αναγκαστικά λοιπόν συνέβη ένα από τα δύο: α) ή ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, αλλά δεν αμάρτησε, και συνεπώς ήταν ελεύθερος με την ηθική έννοια του όρου ελευθερία, όπως όλοι οι άνθρωποι, β) ή ο Χριστός δεν μπορούσε να αμαρτήσει και συνεπώς δεν ήταν ελεύθερος (πράγμα άτοπο). Στο πλαίσιο αυτό κινείται, για παράδειγμα, το βλάσφημο έργο: «Ο τελευταίος πειρασμός» (και δυστυχώς όχι μόνον αυτό). Στο συγκεκριμένο λοιπόν ερώτημα απαντάμε: Στην περίπτωση του Κυρίου τίποτα από τα δύο δεν συνέβη, γιατί ο Κύριος ταυτόχρονα και δεν μπορούσε να αμαρτήσει, και απόλυτα ελεύθερος ήταν. Η φαινομενική αντίφαση και το λογικό αδιέξοδο του ερωτήματος είναι στην πραγματικότητα ανυπόστατα και αποπροσανατολιστικά, γιατί η υπόσταση του Θεού – Λόγου σε αντίθεση με τα κτιστά ανθρώπινα πρόσωπα προηγείται όχι μόνον της θείας, αλλά και της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου. Ως εκ τούτου, ο Κύριος ήταν ο μόνος άνθρωπος, που, επειδή πριν από την ενανθρώπησή Του υπήρχε ως Θεός, όρισε όχι μόνον τα της θείας, αλλά και τα της ανθρώπινης υπάρξεώς Του. Ο Θεός δηλαδή Λόγος αποφάσισε ελεύθερα, ότι θέλει να υπάρξει ως άνθρωπος, όρισε το χώρο και το χρόνο της γέννησής Του, προσδιόρισε το φύλο και τη σωματική του διάπλαση, και φυσικά επέλεξε την παναγία μητέρα Του. Επειδή λοιπόν ο Θεός – Λόγος, όχι μόνον ως Θεός, αλλά και ως Θεάνθρωπος, είναι ελεύθερος με την οντολογική (και όχι με την ηθική) έννοια του όρου ελευθερία, είναι άτοπο να τίθεται ειδικά στην δική Του περίπτωση θέμα δυνατότητας ή αδυναμίας επιλογής ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό».
9 Το «ερώτημα της Θεοδικίας», το γιατί δηλαδή ο Θεός ανέχεται την παρουσία του κακού στη ζωή μας, αποτελεί ένα από πιο βασανιστικά φιλοσοφικά ερωτήματα. Συναναστρεφόμενοι μάλιστα τους ανθρώπους της πονηρής εποχής μας, παρατηρούμε, πως το σύνολο των αποδεχομένων την αθεΐα ως την ορθή απάντηση στο «περί Θεού ερώτημα», τεκμηριώνει τη στάση του σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό, εγείροντας ποικιλόμορφα ερωτήματα του τύπου: «…Εάν υπήρχε Θεός, θα επέτρεπε να γίνονται πόλεμοι;…» ή «…Εάν υπήρχε Θεός, θα άφηνε να πεθαίνουν τα φτωχά παιδιά του τρίτου κόσμου από την πείνα;…» και πολλά άλλα συναφή.
10 Σε όλους αυτούς λοιπόν η χριστιανική διδασκαλία απαντά: Το κακό δεν είναι δημιούργημα του Θεού και ο Θεός δεν ευθύνεται ποτέ για την παρουσία του στη ζωή μας. Στην πραγματικότητα όλες οι μορφές του κακού πηγάζουν από τη λανθασμένη χρήση της ανθρώπινης ελευθερίας. Εάν εμείς οι άνθρωποι αγαπούσαμε αδιάκριτα και αληθινά τον αδελφό μας μας, κανένας πόλεμος δεν θα γινόταν επάνω στη γη. Εάν εμείς οι άνθρωποι διαχειριζόμασταν με αγάπη και δικαιοσύνη τα υλικά αγαθά, κανένα παιδί δεν θα πέθαινε από την πείνα. Κάθε φορά που θέτουμε ερωτήματα, όπως: «…Γιατί ο Θεός επιτρέπει, να γίνονται πόλεμοι;…» ή «…Γιατί ο Θεός επιτρέπει, να πεθαίνουν φτωχά παιδιά από την πείνα;…», είναι σαν να ρωτάμε: «…Γιατί ο Θεός σέβεται την ελευθερία μας;…» ή «…Γιατί ο Θεός δεν μας αναγκάζει σαν χωροφύλακας να κάνουμε το καλό με τη βία;…». Ο Θεός, αδελφοί μου, μας αφήνει να κάνουμε το κακό, γιατί εάν μας ανάγκαζε να κάνουμε το καλό με τη βία, θα μας αφαιρούσε το χάρισμα της ηθικής ελευθερίας, εάν δε αφαιρεθεί από τον άνθρωπο το χάρισμα της ηθικής ελευθερίας, αυτό που θα απομείνει, δεν θα είναι πλέον άνθρωπος, αφού το «αυτεξούσιον» είναι η βασικότερη υπαρξιακή έκφραση του «εικόνας» του Θεού στην ανθρώπινη φύση. Για να το πούμε λίγο πιο απλά, αποτυχία του σχεδίου του Θεού για τον άνθρωπο δεν είναι η ενδεχόμενη αποτυχία του ανθρώπου, όσο μεγάλη και να είναι αυτή, αλλά η ενδεχόμενη ανελεύθερη θέωσή του. Ό απόλυτος σεβασμός που επιδεικνύει ο Θεός στο χάρισμα της ηθικής μας ελευθερίας, οδηγεί, συνεργείᾳ του αντιδίκου, συχνάκις το σύγχρονο άνθρωπο στην πλάνη της αμφισβήτησης ή ακόμη και της άρνησης της υπάρξεώς Του.
11 Είδαμε κάποτε το εξής συγκλονιστικό σκίτσο: Σε ένα παγκάκι ο Χριστός μιλούσε φιλικά με κάποιον νεαρό. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο νεαρός ρώτησε τον Κύριο: «…- Γιατί επιτρέπεις να γίνονται πόλεμοι;…», ο δε Κύριος του απάντησε: «…- Εσύ γιατί τους κάνεις;…». Θαυμάζουμε λοιπόν και εμείς για μία ακόμη φορά την εκπληκτική πονηρία του δαίμονος. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, το ότι η ανθρωπότητα μέμφεται τον ανεύθυνο δημιουργό της, ως αποκλειστικά υπεύθυνο για την αδιέξοδη τραγωδία των δικών της επιλογών, ενώ την ίδια στιγμή αρνείται πεισματικά να επιρρίψει την ευθύνη της δυστυχίας της στον πραγματικό ένοχο, που δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο και την κακή χρήση της ελευθερίας του.
12 Γράφει χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό ο μακαριστός γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ τα εξής αξιοσημείωτα: «…Μη διαβλέπων την δικαιοσύνην του Θεού εις τα πεπρωμένα της ανθρωπότητος και ενός εκάστου των ανθρώπων εν γένει, κατεπονούμην εν τῳ σκότει, όπερ εκυρίευσεν εμού…..Ιδού μία εκ των περιπτώσεών μου: Τούτο συνέβη εν Γαλλία, περί το έτος 1925, προ της εις Άθω αναχωρήσεώς μου. Επί μακρόν προσευχόμην μετά κλαυθμού εις τον Θεόν: Ευρέ μέσον να σώσῃς τον κόσμον, πάντας ημάς τους διεφθαρμένους και αξέστους. Ιδιαιτέρως ζέουσα ήτο η προσευχή δια τους μικρούς τούτους, δια τους πτωχούς και εξουθενημένους. Προς το τέλος της νυκτός, ότε ήδη εξηντλούντο αι δυνάμεις μου, επί τινα χρόνον εταράσσετο η προσευχή μου εκ της επερχομένης εις εμέ σκέψεως: Εάν εγώ ούτω, δι᾽ όλης της δυνάμεως της καρδίας μου, συμπάσχω μετά της ανθρωπότητος, πώς να θεωρήσω δυνατόν, ότι ο Θεός βλέπει αδιαφόρως την κάκωσιν πολλών εκατομμυρίων υπ᾽ Αυτού κτισθέντων ανθρώπων; Δια τι Ούτος επιτρέπει τας αμέτρους βιαιότητας εν τω κόσμῳ; Ούτως εστράφην προς Αυτόν μετά της παράφρονος ερωτήσεως: Που είσαι Συ; Εις απάντησιν ήκουσα εν τῃ καρδίᾳ μου τους λόγους: Μήπως συ εσταυρώθης δι᾽ αυτούς; Οι πράοι ούτοι λόγοι ηχηθέντες δια του Πνεύματος εν τῃ καρδίᾳ μου συνεκλόνισαν εμέ. Ο σταυρωθείς απήντησεν εις εμέ ως Θεός. Βραχεία η απάντησις, αλλ᾽ ο λόγος του Θεού φέρει εις την ψυχήν νέαν, ιδιαιτέραν αίσθησιν του είναι. Η καρδία λαμβάνει πείραν πληρώματος φωτοφόρου ζωής. Ο νους αίφνης συλλαμβάνει κεκρυμμένα εώς τότε νοήματα….και είδον εν πνεύματι ότι η αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων δεν ήτο η απουσία ευσπλαχνίας προς ημάς εκ μέρους του Θεού, αλλά αποκλειστικώς και μόνον η κατάχρησις υπό του ανθρώπου του δώρου της ελευθερίας, όπερ δεν ήρθη αφ᾽ ημών εισέτι και εν τη πτώσει ημών. Εν τῃ διαμάχη μου μετ᾽ Αυτού, Ούτος ενίκησε…». («Περί Προσευχής», κεφάλαιον «Η προσευχή ως οδός προς την γνώσιν», σελίδες 51-54, έκδοση 1993).