Α.ΦΡΑΓΚΟΥ
ΜΕΛΟΥΣ ΤΩΝ A.G.U., A.I.A.A., A.M.S.
Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΤΡΟΠΙΑ
Όλες οι πραγματικές διαδικασίες στον υλικό κόσμο —είτε αυτές είναι διαδικασίες φυσικές, βιολογικές, γεωλογικές, είτε οποιεσδήποτε άλλες— έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Έχουν ως συνέπεια, δηλαδή εμπλέκουν, φαινόμενα που συμβαίνουν σε χώρο και χρόνο, και όλα τα φαινόμενα αυτά εμπλέκονται, συσχετίζονται άμεσα, με την αλληλεπίδραση δύο εξαιρετικά σημαντικών οντοτήτων, που είναι γνωστές ως ενέργεια και ως εντροπία.
Ενέργεια είναι μία έννοια που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της ικανότητος ενός φυσικού φαινομένου να πραγματοποιήσει έργον. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη ενεργείας, όπως ηλεκτρική, φωτιστική, ηχητική, θερμική κ.λπ.. Και αυτή η ύλη κατά βάσιν είναι μία μορφή ενεργείας σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις και το αποδεκτό μοντέλο. Έτσι το κάθε τι στον πραγματικό, τον υλικό κόσμο είναι μια μορφή ενεργείας, και όλες οι διαδικασίες στον κόσμο, δηλαδή κάθε τι που συμβαίνει, βασικά αποτελείται απλώς από μετασχηματισμούς της ενεργείας από μια μορφή σε άλλη.
Η έννοια της εντροπίας χρησιμοποιείται για την μέτρησι της ελλείψεως διαθεσιμότητος ενεργείας σε ένα σύστημα για να πραγματοποιηθή έργο, για να μετατραπή σε χρήσιμο έργο. Εάν λοιπόν υπάρχει διαθέσιμη ενέργεια που μπορεί να μετατραπή σε χρήσιμο έργο, τότε το σύστημα αυτό έχει χαμηλή εντροπία και έχει μεγάλο βαθμό οργανώσεως. Στην αντίθετη περίπτωσι, κατά την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη ενέργεια για την μετατροπή της και την παραγωγή χρησίμου έργου, τότε η εντροπία τού συστήματος αυτού είναι μεγάλη και το σύστημα αποδιοργανωμένο.
Όλα, λοιπόν, τα συστήματα στον κόσμο, είτε είναι φυσικά (κάθε τι που συμβαίνει στον κόσμο) είτε είναι τεχνητά (ανθρώπινα κατασκευάσματα πάσης φύσεως), υπόκεινται και υφίστανται την αλληλεπίδραση της ενεργείας και της εντροπίας. Η ενέργεια περιλαμβάνει όλα τα φυσικά φαινόμενα, η δε εντροπία περιγράφει την κατάστασί τους από απόψεως δυνατότητος παραγωγής ωφελίμου έργου.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό το ότι οι περισσότερο βασικοί νόμοι που έχει διαπιστώσει η επιστήμη και οι οποίοι παρέχουν ένα παγκόσμιο πλαίσιο λειτουργίας τού φυσικού κόσμου, μέσα στο όποιο λειτουργούν όλες οι διαδικασίες, δηλαδή κάθε τι που συμβαίνει, είναι οι δύο νόμοι που σχετίζονται αντίστοιχα με την ενέργεια και την εντροπία. Και αυτοί οι δύο νόμοι είναι το πρώτο και το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, ή ο πρώτος και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής.
Οι νόμοι αυτοί έχουν επιβεβαιωθή κατά τον πλέον ασφαλή και αναμφισβήτητο τρόπο, με χιλιάδες πειράματα και παρατηρήσεις. Ποτέ και σε καμμιά περίπτωσι δεν διαπιστώθηκε έστω και μία παρέκκλισι από τους δύο αυτούς φυσικούς νόμους.
Ο πρώτος νόμος, που ονομάζεται και νόμος διατηρήσεως της ενεργείας, λέγει, ότι σε κάθε κλειστό σύστημα, που δεν τροφοδοτείται από εξωτερική πηγή, η ενέργεια ούτε δημιουργείται ούτε καταστρέφεται (εκμηδενίζεται), αλλά παραμένει σταθερά και απλώς υφίσταται διαφόρους μετασχηματισμούς. Επειδή και η ύλη είναι μορφή ενεργείας, τίποτε καινούργιο δεν δημιουργείται ούτε καταστρέφεται στον φυσικό κόσμο.
Ο δεύτερος νόμος της εντροπίας λέγει, ότι σε κάθε πραγματική φυσική ή τεχνητή (από ενέργειες τού ανθρωπου) διαδικασία, σε ένα κλειστό σύστημα, αυξάνεται πάντοτε η εντροπία με την πάροδο τού χρόνου. Με άλλα λόγια, η οργάνωσι και η τάξι υφίστανται υποβάθμισι και αποδιοργάνωσι. Το κάθε τι στον φυσικό κόσμο τείνει να γίνεται απλούστερο υφιστάμενο φθορά, και συνεπώς ολόκληρο το σύμπαν, και το κάθε τι μέσα σ’ αυτό, αποδιοργανώνεται και τείνει σε μια κατάστασι ισορροπίας, ώστε να μη υπάρχη διαθέσιμη ενέργεια ικανή να παραγάγη οποιοδήποτε χρήσιμο έργο. Έτσι όλες οι φυσικές διαδικασίες απονεκρώνονται και καθίστανται άχρηστες. Αυτός είναι ο λεγόμενος θερμικός θάνατος τού σύμπαντος. Τούτο δεν σημαίνει ότι ύλη ή μάζα και ενέργεια δεν μπορεί να γίνη περισσότερο ωργανωμένη σε μερικές θέσεις στο σύμπαν. Πρέπει όμως εδώ να υπογραμμισθή με έμφασι, ότι αυτή η αναστροφή της πορείας της εντροπίας (μείωσις της εντροπίας – οργάνωσις) είναι πάντοτε μια προσωρινή κατάστασις και προχωρεί μέχρις ενός ώρισμένου βαθμού. Πέραν αυτού οποιαδήποτε παροχή στο σύστημα έξωθεν ενεργείας δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, δεν προκαλεί περαιτέρω μείωσι της εντροπίας και αύξησι της οργανώσεως, αλλά αντιθέτως το σύστημα επανέρχεται συν τω χρόνω στην κατάσταση της συνεχούς αυξήσεως της εντροπίας. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένας διαπιστωμένος φυσικός μηχανισμός, που να προκαλή συνεχή μείωσι της εντροπίας πέραν ωρισμένου ορίου με την πάροδο τού χρόνου, έστω και αν τροφοδοτήται με ενέργεια, σε οποιοδήποτε σύστημα στον φυσικό κόσμο. Έτσι το σύμπαν συνολικά αποδιοργανώνεται συν τω χρόνω.
Η θεωρία της εξελίξεως με τις παραδοχές της έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς τους δύο αυτούς διαπιστωμένους και παγκοσμίως ισχύοντας φυσικούς νόμους.
Δέχεται, ότι όλα τα πράγματα εξελίχθηκαν, από την πρωταρχική προέλευσί τους, δια μέσου των σημερινών διαδικασιών, και η δημιουργία εξακολουθεί να υπάρχη και να λειτουργή και σήμερα. Επίσης, ότι υπάρχει μια μυστηριώδης παγκόσμια τάσι για τα υλικά πράγματα, ώστε με την πάροδο τού χρόνου να γίνωνται περισσότερα πολύπλοκα, να οργανώνονται σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό, να προσαρμόζωνται και να εξειδικεύονται από τις αρχικές απλούστερες μορφές τους.
Δεν έχει διαπιστωθή, ότι υπάρχει μία αυτοοργανώνουσα αρχή ή φυσική δύναμις στον υλικό κόσμο, που να προκαλή ανάπτυξη από μία κατάσταση άποδιοργανώσεως σε κατάστασι οργανώσεως. Η χημεία, επί παραδείγματι, απέτυχε στο να απόδειξη τους ισχυρισμούς των εξελικτικών και να διαπίστωση στον φυσικό κόσμο οποιοδήποτε ίχνος δυνάμεως, η οποία δρώσα είναι ικανή να προκαλέση την ανάπτυξη ζωής επί της γης. Ούτε υπάρχει καμμία δύναμις εν δράσει για την ανάπτυξη ζωής βαθμιαίως από ένα στάδιο σε άλλο μέχρι τον άνθρωπο. Ακριβώς το αντίθετο έχει διαπιστωθή, ότι η μόνη δύναμις και τάσις που ενεργεί είναι η δύναμις και τάσις της αποδιοργανώσεως και τού θανάτου, δηλαδή ο φυσικός νόμος της εντροπίας.
Και οι δύο, λοιπόν, βασικές παραδοχές της εξελικτικής θεωρίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους δύο θεμελιώδεις και αδιάψευστους νόμους της θερμοδυναμικής. Έτσι η θεωρία της εξελίξεως δέχεται, ότι οι παρούσες διαδικασίες είναι βασικά καινοτομικές και ολοκληρωτικές, με την εισροή σ’ ένα κλειστό σύστημα εξωτερικής ενεργείας.
Τα επιχειρήματα και παραδείγματα, τα οποία προβάλλουν για την υποστήριξι των παραδοχών τους οι εξελικτικοί, αποτελούν είτε παρανόησι των υφισταμένων φυσικών διεργασιών, είτε παραθεώρησι της ισχύος των δύο θεμελιωδών νόμων της θερμοδυναμικής (Βλέπε αναλυτικότερα ανασκευή των επιχειρημάτων των εξελικτικών στα βιβλία τού Α. Χ. Φράγκου Από τον πίθηκο;, έκδ. Γ’, Αθήναι 1988, και Εξέλιξη ή δημιουργία;, Αθήναι 1991).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το μόνο εύλογο συμπέρασμα από την επιστημονική έρευνα είναι, ότι ο φυσικός κόσμος και όλες οι διαδικασίες, που υπάρχουν και λειτουργούν μέσα σ’ αυτόν, ήλθαν στην ύπαρξη κάποτε στο παρελθόν δια μέσου δημιουργικών διεργασιών που δεν λειτουργούν πλέον και, συνεπώς, αυτές δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο επιστημονικής διερευνήσεως.
Επομένως το σύμπαν πρέπει να έχη μία αρχή, με την πλήρη λειτουργικότητά του την οποία σήμερα διαπιστώνουμε, συνεχώς δε αποδιοργανώνεται. Έτσι το σύμπαν εμφανίσθηκε με πλήρη λειτουργικότητα και οργάνωσι, και γι’ αυτό σήμερα εμφανίζει ότι έχει μία ηλικία, την οποία δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε με επιστημονικό τρόπο από την μελέτη των σημερινών υφισταμένων λειτουργικών διαδικασιών του, διότι η λειτουργία ενός οποιουδήποτε συστήματος δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκην, και ένδειξι ή απόδειξι τού τρόπου και της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία συγκροτήθηκε, καθώς και τού χρόνου που απαρτίσθηκε.
Και σε τούτο οφείλεται το βασικό λάθος ερμηνείας της ζωής από τους εξελικτικούς. Εξηγούν την προέλευσι της ζωής σύμφωνα με τις διαδικασίες με τις οποίες η ζωή λειτουργεί.
Άλλο πράγμα είναι ο τρόπος και η διαδικασία συστάσεως και συγκροτήσεως ενός συστήματος, και εντελώς διαφορετικό πράγμα είναι ο τρόπος της μετά την συγκρότησί του λειτουργίας του. Η λειτουργία μιας μηχανής ή ενός οποιουδήποτε άλλου συγκροτήματος ή συστήματος δεν μας παρέχει και απόδειξι τού τρόπου και τού χρόνου, κατά τον οποίο κατασκευάσθηκε και συγκροτήθηκε. Τα στοιχεία, που συγκεντρώνουμε για την παρούσα λειτουργία του και τον ρυθμό της, δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην και ένδειξι, πολύ περισσότερο απόδειξι, περί τού πως και πότε συγκροτήθηκε αρχικά. Μόνο υποθέσεις και εικασίες μπορούν να γίνουν για τον τρόπο και τον χρόνο της αρχικής απαρτίσεώς του, που δεν έχουν κανένα επιστημονικό έρεισμα, διότι δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευσθούν με επιστημονικό τρόπο, δηλαδή με παρατηρήσεις ή πειράματα. Γι’ αυτό κάθε τέτοια εικασία ή υπόθεσι ή θεωρία έχει απλώς χαρακτήρα φιλοσοφικό ή μεταφυσικό, και όχι επιστημονικό, και συνεπώς βρίσκεται έξω από το πεδίο και τις δυνατότητες της επιστημονικής διερευνήσεως των θετικών φυσικών εμπειρικών επιστημών.
Η απάντησι λοιπόν, που θα δοθή σε τέτοια ερωτήματα, περί τού τρόπου και τού χρόνου εμφανίσεως ενός λειτουργικού συστήματος (και τέτοιο, φυσικά, είναι και ολόκληρος ο φυσικός κόσμος), εξαρτάται από την εκάστοτε, εκ προτέρου, παραδοχή που γίνεται αξιωματικώς παραδεκτή, χωρίς δυνατότητα επιβεβαιώσεως ή διαψεύσεως της επιστημονικώς, μέσα στα πλαίσια των θετικών εμπειρικών φυσικών επιστημών.
Τόσο λοιπόν η θεωρία της εξελίξεως όσο και η αντίθετη προς αυτήν θεωρία, της αυτοτελούς δημιουργίας τού κόσμου και της ζωής, είναι δογματικές και αναπόδεικτες επιστημονικά παραδοχές, όπως αναλύθηκε και στις εισαγωγικές παρατηρήσεις, είτε της εξελικτικής ιδέας και της συναφούς προς αυτήν αρχής τού ομοιομορφισμού, είτε της αρχής της αυτοτελούς δημιουργίας.
Και οι δύο αυτές παραδοχές, εάν γίνουν εκ προτέρου αποδεκτές και πιστευτές, μπορούν η κάθε μία χωριστά να δώση διαφορετικές απαντήσεις στο πρόβλημα της δημιουργίας τού φυσικού κόσμου, της κατά προσέγγισιν ηλικίας της γης, και των πιθανών διαδικασιών που λειτούργησαν στην διαμόρφωσι των γεωλογικών στρωμάτων της γης στο παρελθόν, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να εξακριβωθή επιστημονικά, ποια από τις δύο, εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους, είναι σωστή και ποια λανθασμένη.
Όπως, όμως, στις εισαγωγικές παρατηρήσεις τού παρόντος βιβλίου αναλύθηκε, και οι δύο αυτές απόψεις και θεωρήσεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές και πιστευτές αποκλειστικά και μόνο σαν εικασίες ή φιλοσοφικοί στοχασμοί και μεταφυσικές προτάσεις πίστεως, και όχι σαν επιστημονικές απόψεις και θεωρίες ή —το ακόμη χειρότερο— σαν πορίσματα της επιστημονικής ερεύνης, όπως παραπλανητικά εμφανίζονται σήμερα, και διδάσκονται δογματικά, σαν τέτοια πορίσματα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η υλιστική – φυσιοκρατική θεώρησι τού κόσμου (σαν κοσμοείδωλο), έκφρασις της οποίας είναι η θεωρία τού ομοιομορφισμού και της εξελίξεως, αποτελεί σήμερα το αποδεκτό βάθρο, πάνω στο οποίο στηρίζεται η ερμηνεία των γεωλογικών φαινομένων και γεγονότων που διαμόρφωσαν στο παρελθόν την επιφάνεια της γης, όπως αυτή εμφανίζεται σήμερα.
Από τα στοιχεία, που παρετέθησαν στα προηγούμενα κεφάλαια, και την κριτική θεώρησι των παραδοχών και ερμηνειών, που συνήθως δίδονται μέσα στον χώρο της συγχρόνου γεωλογίας, προκύπτει, ότι οι παραδοχές και απόψεις που προβάλλονται δεν έχουν κανένα αντικειμενικό χαρακτήρα, ούτε στηρίζονται σε επιστημονικώς θεμελιωμένους τρόπους ερμηνείας των γεωλογικών φαινομένων και γεγονότων τού παρελθόντος, αλλά αποτελούν ένα εντελώς μονομερή τρόπο αντιμετωπίσεως των δεδομένων και στοιχείων της επιστημονικής ερεύνης, κάτω από το πρίσμα της φιλοσοφικής και μεταφυσικής υλιστικής φυσιοκρατικής θεωρήσεως τού κόσμου, που ως τοιαύτη δεν παρέχει καμμία δυνατότητα να αποδειχτούν ή να διαψευσθούν με επιστημονικό τρόπο οι παραδοχές και ερμηνείες, που δίδονται από την υλιστική αυτή θεώρησι ως βάσι και κριτήριο ερμηνείας.
Ακόμη, τα ίδια στοιχεία και δεδομένα των επιστημονικών παρατηρήσεων μπορούν εξ ίσου καλά —και σε πολλές περιπτώσεις πολύ καλύτερα και πειστικώτερα— να ερμηνευτούν και από τις παραδοχές τού εκ διαμέτρου αντιθέτου προς το εξελικτικό – ομοιομορφιστικό μοντέλου θεωρήσεως και ερμηνείας των ιδίων γεωλογικών φαινομένων και γεγονότων.
Η διαπίστωσις αυτή, πέρα τού ότι αποτελεί απόδειξι τού μη επιστημονικού χαρακτήρος των βασικών παραδοχών τού ομοιομορφισμού και τού εξελικτικού μοντέλου, θέτει το γενικώτερο πρόβλημα τού, αναποφεύκτως, υποκειμενικού χαρακτήρος της ερμηνείας φυσικών γεγονότων τού παρελθόντος, τα οποία δεν μπορούν, από την φύσι των πραγμάτων, να γίνουν αντικείμενο εμπειρικής επιστημονικής εξακριβώσεως, περί τού πως και κάτω από ποιες φυσικές συνθήκες συνέβησαν και διεμορφώθησαν στο παρελθόν.
Είναι, λοιπόν, ανάγκη να αντιμετωπισθή το σοβαρώτατο τούτο και βασικό πρόβλημα της ερμηνείας των δεδομένων και στοιχείων που συλλέγει η επιστημονική έρευνα, με σκοπό την κατανόησι των φυσικών διαδικασιών και τού φυσικού κόσμου γενικώτερα, για την απόκτησι επιστημονικής γνώσεως, που είναι και ο σκοπός της επιστήμης.
Με βάσι τις διαπιστώσεις, που αναφέρονται στις εισαγωγικές παρατηρήσεις, ως προς τις βασικές προϋποθέσεις που ισχύουν για κάθε υπόθεσι και θεωρία προκειμένου αυτή να είναι επιστημονική, το πρόβλημα της ερμηνείας των στοιχείων και δεδομένων, που συγκεντρώνονται κάθε φορά ως προϊόν της επιστημονικής διερευνητικής εργασίας, συνδέεται άρρηκτα με το πρόσωπο και τις γενικώτερες περί κόσμου αντιλήψεις τού κάθε επιστήμονος ερευνητού.
Οι υποθέσεις, θεωρίες και μοντέλα, που διαμορφώνονται ως αφετηρίες, ως ερμηνευτικά πλαίσια και κριτήρια κατανοήσεως τού φυσικού κόσμου, είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, και ποτέ δεν υπάρχουν ανεξαρτήτως από τον άνθρωπο – επιστήμονα που τα προτείνει. Η κατάταξις και ερμηνεία των επί μέρους δεδομένων και στοιχείων των παρατηρήσεων και πειραμάτων, που γίνεται με τις υποθέσεις και θεωρίες, δεν είναι ανεξάρτητη από τις γενικώτερες αντιλήψεις και παραδοχές για τον κόσμο και την ζωή που έχει κάθε επιστήμονας – ερευνητής (δηλαδή την κοσμοθεωρία του). Είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα επηρεάζουν, αποτυπώνονται και διαμορφώνουν τελικά τις παραδοχές, υποθέσεις και θεωρίες, που κάθε φορά παρουσιάζονται ως τα πρότυπα και τα κριτήρια ερμηνείας τού υλικού των επιστημονικών παρατηρήσεων και πειραμάτων.
Τούτο κυρίως συμβαίνει, όταν υποθέσεις, θεωρίες και μοντέλα διατυπώνωνται για να ερμηνεύσουν φυσικά γεγονότα τού παρελθόντος, ανεπανάληπτα (π.χ. την προέλευσι τού κόσμου, της ζωής, των γεωλογικών διαμορφώσεων τού παρελθόντος κ.λπ.), για τις οποίες δεν υπάρχει τρόπος επιβεβαιώσεως ή διαψεύσεως των απόψεων και ισχυρισμών τους. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές κάθε διατυπουμένη άποψι, παραδοχή ή η θεωρία δεν είναι, όπως τονίσθηκε πολλές φορές, επιστημονική, είναι δογματική, μεταφυσική ή φιλοσοφική πρότασι πίστεως, που συνήθως εξαρτάται από τις προσωπικές φιλοσοφικές και μεταφυσικές περί τού κόσμου και της ζωής αντιλήψεις εκείνων που τις προτείνουν και εκείνων που τις αποδέχονται ελεύθερα, χωρίς κανένα λογικό η άλλο καταναγκασμό.
Σήμερα δύο κύριες και βασικές και αντίθετες μεταξύ τους κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις υπάρχουν και επηρεάζουν τις διάφορες θεωρήσεις και μοντέλα ερμηνείας των φαινομένων και γεγονότων τού φυσικού κόσμου˙ η υλιστική – φυσιοκρατική δογματική θεώρησι και παραδοχή, και η χριστιανική ομοίως δογματική παραδοχή. Οι προτάσεις και παραδοχές και των δύο τούτων απόψεων δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευστούν επιστημονικά, γιατί είναι μεταφυσικές και έξω από τις δυνατότητες ερεύνης και έλεγχου των θετικών εμπειρικών επιστημών. Αυτές οι βασικές κοσμοθεωριακές αντιλήψεις και προτάσεις πίστεως, που επιλέγει ο καθένας μας είτε ενσυνειδήτως είτε και ασυνειδήτως, χωρίς δηλαδή σαφή επίγνωσι, αποτελούν και το βάθρο κάθε θεωρίας ή μοντέλου ερμηνείας των γεγονότων τού φυσικού κόσμου.
Έτσι η μεταφυσική πίστι τού καθενός τελικά καθορίζει και την στάσι του απέναντι στις δύο βασικές κοσμοθεωριακές αντιλήψεις ή κο-σμοείδωλα, καθώς και απέναντι στις θεωρίες και τα επί μέρους μοντέλα που επηρεάζονται άπ’ αυτές και τις εκφράζουν.
Όμως η χρησιμοποίησι από τους εξελικτικούς αποκλειστικώς και μόνον της υλιστικής – φυσιοκρατικής μεταφυσικής θεωρήσεως τού κόσμου, και η επί τη βάσει αυτής μονομερής ερμηνεία των επί μέρους ευρημάτων και δεδομένων της επιστημονικής ερεύνης ως τού μόνου δήθεν επιστημονικού τρόπου ερμηνείας των, επιπροσθέτως δε η επίμονη και έντεχνη, χωρίς κανένα ενδοιασμό, παρουσίασις των συμπερασμάτων της μονομερούς αυτής ερμηνείας ως πορισμάτων δήθεν της επιστημονικής ερεύνης αποτελούν όχι μόνο σοβαρό πλήγμα κατά τού κύρους της επιστήμης, αλλά και την μεγαλύτερη παραπλάνησι που επιχειρήθηκε ποτέ στην ιστορία εις βάρος της πνευματικής ελευθερίας τού ανθρώπου.
Τούτο είναι και το τελικό συμπέρασμα από όλη αυτή την περιπλάνησι μέσα στα γενικά προβλήματα της γεωλογίας, μιας επιστήμης που προσέφερε και προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον άνθρωπο, αλλά έχει εγκλωβισθή μέσα σε ένα μονομερές μεταφυσικό πλαίσιο θεωρήσεως τού κόσμου, το υλιστικό – φυσιοκρατικό, από το οποίο πρέπει να απαλλαγή για να απόκτηση ευρύτερους ορίζοντες.
Από το βιβλίο: Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ