ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΛΗΠΑΣΑΣ: Ο ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ ΒΕΖΥΡΗΣ
Η ΓΑΛΛΙΚΗ επανάσταση, ο εμφύλιος πόλεμος και το βοναπαρτικό καθεστώς ανάγκασαν πολλούς αντιφρονούντες στρατιωτικούς να εκπατρισθούν. Τους περισσότερους απορροφούσε η οθωμανική αυτοκρατορία που είχε ανάγκη από Ευρωπαίους αξιωματικούς για την οργάνωση του στρατεύματος. Μερικοί εξισλαμίζονταν και κατόρθωναν να αναρριχηθούν σε κορυφαίες θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας.
Ένας Αλσατός κατώτερος αξιωματικός των ουσάρων, αφού πολέμησε στην Αίγυπτο κατά την εισβολή της γαλλικής στρατιάς και αιχμαλωτίσθηκε από τους Άγγλους, ξαναγύρισε στη Γαλλία. Εκεί φυλακίσθηκε για τα φιλοβασιλικά του φρονήματα αλλά κατόρθωσε να δραπετεύση το 1803 και να καταφύγη, σε ηλικία 26 χρόνων, στην Κωνσταντινούπολη όπου τούρκεψε, πήρε το όνομα Ibrahim Manzour εφέντης και εντάχθηκε στον οθωμανικό στρατό με το βαθμέ του συνταγματάρχη. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1816, τον βρίσκουμε στα Γιάννενα, διοικητή του πυροβολικού του Αλήπασα. Ήταν τυχοδιώκτης, απροσάρμοστος τύπος, ανυπότακτο στοιχείο. Κατάντησε μισθοφόρος του Αλή ὕστερα από περιπέτειες και περιπλανήσεις σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Τρία χρόνια θα υπηρετήση τον βεζύρη. Αναγκαστικά. Γιατί ο Αλής, κρίνοντάς τον απαραίτητο, απαγόρευε την έξοδό του από το πασαλίκι. Τελικά, το 1819, κατόρθωσε να δραπετεύση από τα Γιάννενα.
Αλλά μέσα σ’ αυτή την τριετία πολλά είδε και πολλά άκουσε. Μουσουλμάνος όπως ήταν — μιλούσε άψογα τα τουρκικά — και σε σπουδαίο στρατιωτικό πόστο, είχε στενή γνωριμία με τον Αλή, έμπαινε και έβγαινε στα σεράγια του, παρατηρούσε και μάθαινε. Για πρόσωπα και πράγματα, για τον ίδιο το βεζύρη, για το χαρακτήρα του και την προσωπική του ζωή και κυρίως για τα μυστικά της τυραννίας του.
Δεν έχει αρχιτεκτονική και ενότητα ούτε ημερολογιακό χαρακτήρα το χρονικό του Ibrahim Manzour. Το σοβαρό ακολουθεί το ευτράπελο χωρίς καμμιά ενότητα. Την εξιστόρηση ενός σπουδαίου γεγονότος διαδέχεται η παράθεση κωμικοτραγικών επεισοδίων. Είναι απλός και σαφής. Και οι πληροφορίες του χρονικού του αποτελούν σπουδαία συμβολή στην ιστορία της τελευταίας περιόδου της ηγεμονίας του Αλήπασα. Είχε εγκατασταθή στο σπίτι ενός Τούρκου από τους κυριώτερους αξιωματούχους του βεζύρη και μπορούσε να αντλή έγκυρες πληροφορίες για τα συμβαίνοντα στο πασαλίκι. Οι σχέσεις του με τον σατράπη δεν ήταν καλές. Πρώτα-πρώτα γιατί δεν δεχόταν την παραίτησή του και την έξοδό του από τη χώρα. Μια μέρα που επανέλαβε το αίτημα είπε ο Αλής:
—Καλά, αφού θέλεις να φύγης, να φύγης. Αλλά το κεφάλι σου θα μείνη εδώ!
Έπειτα, δεν του πλήρωνε τους μισθούς που είχαν συμφωνήσει. Κι’ όταν το 1817 αξίωσε την εξόφληση, ο βεζύρης, βλέποντάς τον καλοντυμένο, του λέει: —Όταν φοράει κανείς τέτοιες γούνες είναι πλούσιος και δεν έρχεται να με συγχίζη στα καλά καθούμενα για λουφέδες. Μη κάνεις έτσι, θα τους πάρης τους λουφέδες μια μέρα, δεν θα τους χάσης!
—Τις γούνες τις είχα πριν κλειστώ στα Γιάννενα!
—Καλά, καλά, θα τους πάρης όλους μαζί. Στο μεταξύ, αν έχης ανάγκη από λεφτά, δώσε στο ντελάλη να σου πουλήση μία γούνα. Θα εξοικονομηθής έτσι πεντέξη μήνες.
Καθώς ανεβοκατέβαινε ο Ibrahim στο κάστρο της Λιθαρίτσας έβλεπε τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια έξω από το σεράϊ. Τον Απρίλιο του 1818 ο Αλής πρόσταξε να κλείσουν στο κλουβί της περίφημης λεοπάρδαλης του κήπου του έναν Αρβανίτη που έκλεψε 30.000 πιάστρα, από το ταμείο του, μ’ όλο που έσπευσε να επιστρέψη το ποσό. Αλλά το θηρίο έδειξε απροθυμία να κατασπαράξη τον μελλοθάνατο.
«Οι Αλβανοί προσπάθησαν να εξαγριώσουν τη λεοπάρδαλη χτυπώντας τη με ραβδιά που περνούσαν από τα κάγκελλα. Εκείνη τα δάγκωνε με μανία και τα θρυμμάτιζε σαν να ήταν καλάμια. Τότε οι δήμιοι πρόσταξαν τον άνθρωπο που ήταν κλεισμένος στο κλουβί να αγκαλιάση τη συγκάτοικό του. Τον τρυπούσαν με τα χαντζάρια τους στο λαιμό και στη ράχη ώστε να τον εξαναγκάσουν να επιτεθή εναντίον της. Ο δύστυχος κατάδικος, ολόγυμνος, είχε κουλουριαστή σε μια γωνιά και προσευχόταν. Έσκυβε το κεφάλι προς την πλευρά που τον τρυπούσαν τα χαντζάρια και εκλιπαρούσε τους δημίους του να τον αφήσουν να αποτελειώση την προσευχή του. Βλέποντας όμως ότι τα βάσανά του μεγάλωναν φώναξε κάποια στιγμή.
—Ε, λοιπόν, ας είναι μάρτυρές μου ο Θεός και ο Προφήτης, το αίμα μου στο κεφάλι σας!..
«Και την ίδια στιγμή αγκάλιασε τη λεοπάρδαλη που δάγκωνε τα ραβδιά των Αλβανών. Μόλις το θηρίο ένοιωσε πάνω του τον άνθρωπο, ρουθούνισε και του έδωσε ένα χτύπημα στο κεφάλι με το πόδι, ακριβώς όπως κάνουν οι γάτοι. Αίμα τινάχτηκε από την πληγή. Ο άνθρωπος σωριάστηκε κατά γης και η λεοπάρδαλη άρχισε να πηγαινοέρχεται στο κλουβί πατώντας αδιάφορη πάνω στο σώμα του πληγωμένου. Ανέφεραν στον Αλή τη συμπεριφορά του θηρίου και κείνος πρόσταξε να ζέψουν δύο άλογα στο κλουβί (είχε τροχούς) και να το σεργιανίσουν στους δρόμους της πόλης, έτσι όπως ήταν με τη λεοπάρδαλη και τον άνθρωπο. Αλλά το θηρίο αρνήθηκε να τον κατασπαράξη».
Τον έβγαλαν ύστερα από τέσσερες ώρες και τον αποκεφάλισαν. Οργισμένος ο Αλής για την ανυπακοή της λεοπάρδαλης πρόσταξε να τη στείλουν στη Μπονέλα, ένα εξοχικό σεράϊ. «Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας», γράφει ο Ibrahim Manzour1.
Στους γάμους του Σαλήμπεη, τριτότοκου γιου του Αλή, πασά της Ναυπάκτου, που έγινε στα Γιάννενα το 1817, όλοι οι υπήκοοι, από πολιτείες και χωριά, και όλες οι συντεχνίες πρόσφεραν υποχρεωτικά δώρα. Έτσι στον βεζύρη και στον νεόνυμφο δεν κόστισε ούτε παρά ο γάμος. Απεναντίας συσσώρευσαν πλούτη. «Επί ένα μήνα επικρατούσε αφόρητος συνωστισμός στα Γιάννενα. Άλογα, μουλάρια, κριάρια, πουλερικά συγκεντρώνονταν στο σπίτι του μπέη. Οι φτωχές χωριάτισσες πρόσφεραν ξύλα και μέλι. Βάδιζαν σέρνοντας τα κουρέλια τους, το ένα χωριό μετά το άλλο, μαζί με τους άντρες και τους πατεράδες τους. Τις συνόδευαν Αλβανοί στρατιώτες που τις υποχρέωναν, χτυπώντας τες με ραβδιά, να τραγουδούν. Οι γυναίκες έμπαιναν στο χαρέμι κι’ απίθωναν τα πεσκέσια. Οι άντρες καρτερούσαν στην αυλή του σεραγιού».
Την ημέρα των γάμων του Σαλήμπεη δύο τσιγγάνοι ανέβηκαν στον ψηλότερο πύργο και ρίχτηκαν στο καλντερίμι. Η εκδήλωση αυτή σήμαινε ότι θυσιάζονταν για να ευτυχήση ο γαμπρός. Σακατεύτηκαν αλλά επέζησαν. Η αμοιβή τους ήταν 20 ρουμπιέδες (41 φράγκα) και μια οκά μπομπότα την ημέρα. Το περιστατικό αναφέρει και ο Pouqueville. Ο τσιγγάνος ρίχτηκε στο κενό φωνάζοντας:
— Να πάρω το κακό σου, αφέντη !
Δηλαδή να πέση στο κεφάλι του ό,τι κακό μελλόταν να γίνη στο γαμπρό. Ο Pouqueville αναφέρει και μια άλλη περίπτωση έσχατου ξεπεσμού. Ένας Έλληνας από τα περίχωρα της Άρτας χώθηκε σ’ ένα βαθούλωμα του δρόμου για να καλυφθή το κενό και να ευθυγραμμισθή το έδαφος ώστε να περάση η καρότσα του Αλή χωρίς να ενοχληθή ο Υψηλότατος. Σακατεύτηκε κι’ αυτός αλλά αμείφτηκε με ισόβια χορηγία μιας οκάς ψωμιού την ημέρα.
Ο Γάλλος εξωμότης ιστορεί τον πανικό που επικρατούσε στα Γιάννενα όταν περνούσε άμαξα με γυναίκες του χαρεμιού. Όλοι οι άντρες έπρεπε να εξαφανιστούν ή να ξαπλωθούν μπρούμυτα καταγής.
Ο Αλής άλλαζε συχνά, δυο και τρεις φορές την ημέρα σεράϊ. Σε καθένα υπήρχε και το απαραίτητο γυναικείο κοπάδι. Αλλά ο βεζύρης, όπως και οι γιοι του, φρόντιζε να παίρνη μαζί του τις ευνοούμενες από άλλα χαρέμια.
Η μεταφορά γινόταν με άμαξα κι’ αποτελούσε ένα από τα μεγάλα δεινά των κατοίκων.
Οι καρότσες είχαν αντί για τζάμια παραπετάσματα που έπεφταν ως τις ρόδες. Στρατιώτες και μαύροι ευνούχοι έφιπποι, οπλισμένοι ως τα δόντια, συνόδευαν τις άμαξες. Αλλά δεν ήταν αρκετές όλες αυτές οι προφυλάξεις, γράφει ο Ibrahim Manzour. «Υπήρχε αυστηρή διαταγή: κάθε άντρας που θα βρισκόταν στο δρόμο έπρεπε να τρέξη μ’ όλη του τη δύναμη και να χαθή στο πρώτο στενό ή να τρυπώση σ’ ένα σπίτι. Οι έμποροι που βρίσκονταν στα μαγαζιά τους έπρεπε, μόλις έβλεπαν να ζυγώνη η καρότσα, να πέσουν μπρούμυτα με το πρόσωπο προς το βάθος του μαγαζιού και τα πόδια προς το δρόμο. Οι παραβάτες της διαταγής σφάζονταν επί τόπου από τους ευνούχους ή τους στρατιώτες της συνοδείας. Μόνο οι γυναίκες απαλλάσσονταν απ’ αυτή την υποχρέωση. Οι άντρες, νέοι ή γέροι, μικροί ή μεγάλοι, φτωχοί ή πλούσιοι, έπρεπε να δαγκώσουν χώμα. Μια μέρα που βρισκόμουν σ’ ένα υφασματάδικο αναγκάστηκα να ξαπλώσω κατάχαμα. Πολλές φορές, όταν κυκλοφορούσα έφιππος, σπιρούνιζα τ’ άλογο και εξαφανιζόμουν με καλπασμό ή αν ήμουν πεζός έτρεχα σαν τρελλός για να γλυτώσω. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους επειδή δεν βιάστηκαν πολύ ή δεν ήξεραν το βάρβαρο αυτό έθιμο. Βέβαια φρόντιζαν οι ντελάληδες να ειδοποιούν τον κόσμο κραυγάζοντας «χαρέμι!, χαρέμι!». Αλλά, ο νεοφερμένος, ο ανύποπτος επαρχιώτης, εξακολουθούσε το δρόμο του, βαδίζοντας σε σίγουρο θάνατο»
Περιγράφει, επίσης την τελετουργία των γευμάτων του Αλή και τα σχολαστικά προφυλαχτικά μέτρα που έπαιρνε από φόβο μήπως τον δηλητηριάσουν οι εχθροί του. Οι δούλοι τοποθετούσαν τα χαλκωματένια σκεύη και τα πιάτα με τα φαγητά σε μεγάλους στρογγυλούς δίσκους και τους κουβαλούσαν στο κεφάλι οι υπηρέτες από την κουζίνα ως την πόρτα της τραπεζαρίας. Τα συνόδευαν φρουροί και μερικοί από τους γανυμήδες του σεραγιού. Αυτά ως το 1812. Τότε ο φιλύποπτος Αλής έδωσε εντολή να τοποθετούν τους δίσκους με τα φαγιά μέσα σε θήκες παφιλένιες που έκλειναν με δύο λουκέττα. Δυο γανυμήδες κρατούσαν από ένα κλειδί. Η θήκη σκεπαζόταν από ένα πορφυρό ύφασμα και έσφιγγε με λουριά. Τα λουκέττα ξεκλειδώνονταν στην πόρτα της τραπεζαρίας. Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι’ ο πασάς καθόταν εκεί μπροστά ώστε να παρακολουθή τη διαδικασία. Δεν έφταναν όμως αυτές οι προφυλάξεις. Επειδή φοβόταν μήπως τα φαρμακώση κανένας από τους έμπιστους φρουρούς ή τους γανυμήδες ένας Αλβανός, ο Μουχτάρ, δοκίμαζε πρώτος τα φαγητά πριν τοποθετηθούν στο σινί. Άχρηστη προφύλαξη, παρατηρεί ο Manzour, γιατί υπάρχουν δηλητήρια που επενεργούν αφού περάση πολλή ώρα από το γεύμα.
Είχε και άλλες φοβίες. Δεν άνοιγε ποτέ γράμμα γιατί φοβόταν μήπως υπήρχε μέσα στο φάκελλο κάποια λεπτή σκόνη ικανή να τον δηλητηριάση αν την ανέπνεε. Κατεχόταν μόνιμα από το φόβο της δολοφονίας. Γι’ αυτό κάθε βράδυ κοιμόταν σ’ άλλη κάμαρα, ακόμα και σε άλλο σεράϊ.
Εμφανιζόταν ως μέγας και αμείλικτος προστάτης των δημοσίων ηθών, μ’ όλο που ήταν πρωταγωνιστής τόσων ατιμώσεων και αισχροτήτων. Για τους μουσουλμάνους, γράφει ο Ibrahim Manzour, η μοιχεία ήταν το φοβερώτερο κακούργημα. Κι’ ο Αλής αξίωνε τη σχολαστική εφαρμογή των τουρκικών νόμων που πρόβλεπαν τρομακτικές ποινές. Ο κλέφτης, ο φονιάς, ο ληστής έβρισκαν πάντοτε υπερασπιστές και προστάτες. Η σοδομία ήταν πανελεύθερη. «Είναι τόσο διαδομένη ανάμεσα στους Τούρκους και τους Έλληνες που για να ξεριζωθή πρέπει να εξοντωθούν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του πληθυσμού». Και δεν έκρυβαν διόλου τη διαστροφή τους, γράφει ο Manzour. «Όλοι οι πλούσιοι είχαν γανυμήδες, απαράλλαχτα όπως είχαν και παλλακίδες». Η διαστροφή αυτή ήταν περισσότερο συνηθισμένη ανάμεσα στις γυναίκες. Δεν προβλεπόταν καμμιά ποινή. Ωστόσο και η υποψία ερωτικού δεσμού μεταξύ ετερόφυλων προσώπων μπορούσε να επιφέρη βαρύτατο κολασμό, ακόμα και να οδηγήση σε φρικαλέο θάνατο. Ο μουσουλμανικός νόμος πρόβλεπε τα εξής. Αν ο άντρας και η γυναίκα ήταν ανύπαντροι έπρεπε να τιμωρηθούν με 90 ραβδισμούς (στις πατούσες για τον άντρα, στα οπίσθια για τη γυναίκα). Αν ο ένας ήταν παντρεμένος καταδικαζόταν σε λιθοβολισμό. Αν ήταν και οι δύο παντρεμένοι η ίδια τύχη τους περίμενε μόνο που προηγουμένως έπρεπε να δώσουν στη γυναίκα 40 ραβδισμούς και να τοποθετήσουν μια γάτα στη βράκα της. Αν μια μουσουλμάνα, έστω και ανύπαντρη, δημιουργούσε ερωτικό δεσμό με χριστιανό έπρεπε να πεθάνη με λιθοβολισμό. Για την θανατική καταδίκη τους αρκούσε η μαρτυρία δύο ευυπόληπτων πολιτών που θα βεβαίωναν με όρκο ότι τους κατέλαβαν επ’ αυτοφώρω.
Ο Manzour παρακολούθησε δύο μόνο λιθοβολισμούς. Μιας μουσουλμάνας στα Γιάννενα που σχετιζόταν με κάποιον Ιταλό και ενός χριστιανού στη Συρία που ξελόγιασε την κουνιάδα του. Είδε όμως πάνω από 40 περιπτώσεις ανδρών που κρεμάστηκαν, αποκεφαλίστηκαν, ακόμα και παλουκώθηκαν, καθώς και πνιγμών γυναικών με τέτοιες κατηγορίες.
Συχνά ο Αλής σκηνοθετούσε μοιχείες για να ενοχοποιήση ή να εξοντώση εχθρούς του ή ανεπιθύμητα πρόσωπα. Ο αρχηγός της αστυνομίας του, ο περίφημος Ταχήρ Αμπάζης έστελνε στο σπίτι του θύματος μια πόρνη με κάποιο πρόσχημα (να ζητήση βοήθεια, προστασία για φανταστική αιτία κ.λπ). Άλλοτε την έκρυβε σε κάποιο σημείο του σπιτιού, συνήθως πίσω από τα κούτσουρα του μαγεριού. Στην κατάλληλη στιγμή εισορμούσαν οι σμπίροι του Ταχήρ και ο ανύποπτος άνθρωπος συλλαμβανόταν. Αν η γυναίκα βρισκόταν μέσα στο σπίτι τον περίμενε θάνατος, αν την έβρισκαν κρυμμένη αντιμετώπιζε βαρειά τιμωρία.
Θύμα τέτοιας σκευωρίας έπεσε ένας μουμπασίρης, απεσταλμένος της Πύλης, Οθωμανός αυστηρών ηθών και αδέκαστος, που έφτασε στα Γιάννενα για ανακρίσεις. Μια μέρα ειδοποιήθηκε η αστυνομία του Αλή ότι στο σπίτι του μπουμπασίρη βρισκόταν μια γυναίκα. Έτρεξαν οι σμπίροι του Ταχήρ και την ανακάλυψαν κρυμμένη στο μουσανταρά (στο αμπάρι). Αμέσως έπνιξαν τη γυναίκα στη λίμνη—μ’ όλο που η ίδια η αστυνομία την είχε στείλει—για να μην αποκαλυφθή η πλεκτάνη, και ο απεσταλμένος ρίχτηκε στο μπουντρούμι. Στο μεταξύ έγινε κατάσχεση των εγγράφων κι’ ο Αλής πληροφορήθηκε τους σκοπούς της αποστολής του και τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθή εναντίον του. Ύστερα από μερικές μέρες έγινε η διαπόμπευσή του στους γιαννιώτικους δρόμους. Αφού τον τριγύρισαν μισόγυμνο και με συνοδεία μουσικών οργάνων, τον έστειλαν δέσμιο στην Πόλη με έγγραφη διαμαρτυρία για την ανάθεση τόσο σπουδαίας αποστολής σε τέτοιον ανακριτή. Ο απεσταλμένος πέθανε σε δυο μήνες από τη βαρειά προσβολή μ’ όλο που αποδείχτηκε η αθωότητά του.
Ο Αλής φόρτωνε στους υπηκόους του κάθε έκτακτη δαπάνη, τις οικονομικές ζημίες του, την εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων και του κράτους. Ο Ibrahim αφηγείται την κωμικοτραγική ιστορία του αναγκαστικού εράνου για την ανοικοδόμηση του σεραγιού του στο Τεπελένι που αποτεφρώθηκε από κεραυνό.
Όταν έμαθε την καταστροφή του παλατιού έσπευσε επί τόπου για να εξακριβώση αν σώθηκε ο θησαυρός που είχε θάψει σ’ ένα υπόγειο: πενήντα εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Τον βρήκε άθικτο. Πρόσταξε αμέσως να σκαλίσουν προσεχτικά τις στάχτες και τα χαλάσματα και να μαζέψουν τα χρυσονήματα από τα κρόσσια των σοφάδων και τα χρυσοκεντήματα από τα φορέματα των γυναικών του χαρεμιού και να ψάξουν για ασημένια σκεύη. Ύστερα κυκλοφόρησε μια προκήρυξη στους κατοίκους της περιοχής. Έλεγε πως δεν του απόμεινε τίποτα πια στον τόπο που γεννήθηκε και τους καλούσε να δείξουν τώρα την αγάπη τους, να τον ελεήσουν. Οι προσφορές θα γίνονταν προσωπικά από κάθε υπήκοο. Κάθε πολιτεία ή χωριό θα παρουσιαζόταν ορισμένη μέρα στο βεζύρη με τα πεσκέσια. Όπως ήταν φυσικό όλοι προσπαθούσαν να φανούν γενναιόδωροι. Για να δημιουργήση την κατάλληλη ατμόσφαιρα μοίρασε ο ίδιος μεγάλα ποσά σε πάμπτωχους ανθρώπους, εργάτες, αγρότες, στρατιώτες, υπηρέτες με την εντολή να τα προσφέρουν επιδεικτικά, λέγοντας πως κάνουν μεγάλη θυσία για τον αφέντη. Μπροστά σ’ αυτή τη γενναιοδωρία ποιος εύπορος ή πλούσιος θα τολμούσε να προσφέρη λιγώτερα από αυτούς τους εξαθλιωμένους μεροκαματιάρηδες; Θα κινδύνευε η ζωή του.
«Ήταν παράξενο να βλέπης τον Αλή, καθισμένο σε μια παλιόψαθα μπροστά στην εξωτερική πύλη του αποτεφρωμένου σεραγιού κρατώντας στο χέρι ένα φέσι οπού ρίχνονταν οι αναγκαστικές προσφορές. Κάπνιζε ένα παλιοτσίμπουκο, απ’ αυτά που συνηθίζει η πιο φτωχή λαϊκή τάξη. Όταν ένα ποσό δεν του φαινόταν αρκετό έλεγε μεγαλόφωνα:
—Άκου, παιδί μου. Ξέρεις πόσα μου έδωσε ο τάδε, που είναι φτωχότερος από σένα; Τόσα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί μ’ αγαπάει. Καταλαβαίνεις; Ο δύστυχος ο Αλής δεν έχει πια τίποτα στον κόσμο. Δεν έχει που να γείρη το άσπρο του κεφάλι. Μα έννοια σου, ο Θεός παίρνει αλλά δίνει κιόλας, και τότε θα ξέρω να ξεχωρίζω τους φίλους μου από τους εχθρούς μου!..»
Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια τα ποσά διπλασιάζονταν και τριπλασιάζονταν. Πολλοί που δεν είχαν μετρητά υποχρεώθηκαν να δώσουν τα χρυσαφικά της γυναίκας τους. Φυσικά ο πασάς είχε πλάι του ένα χρυσοχόο από τα Γιάννενα και τα εκτιμούσε. «Αυτή η κωμωδία μου κόστισε και μένα», γράφει οργισμένος ο Ibrahim Manzour. Όλος ο κόσμος καταριόταν, μυστικά βέβαια, τον τύραννο».
Ήταν μονάρχης με απόλυτη εξουσία πάνω στη ζωή, την τιμή και την περιουσία των υπηκόων του. Μοναδική εξαίρεση οι δερβισάδες. Ο αιματοβαμμένος βεζύρης ένοιωθε μπροστά τους δέος. Οι περισσότεροι ήταν τυχοδιωκτικά και διεφθαρμένα στοιχεία, εξόριστοι από την Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ο Αλής ωστόσο αντιμετώπιζε με ανεκτικότητα και σεβασμό τις προκλήσεις τους. Συχνά τον κατηγορούσαν ανοιχτά υποβάλλοντάς τον σε δημόσιους εξευτελισμούς. Κυκλοφορούσαν πανελεύθεροι, ήταν ασύδοτοι και ιταμοί. Μα ο τρομερός σατράπης δεν τολμούσε ποτέ να αντιμιλήση.
Το 1816, ενώ ο Ibrahim Manzour περίμενε έξω από το σεράϊ για κάποια συνεργασία, τον είδε να βγαίνη έφιππος, κυκλωμένος από τους σαρκατζήδες του, τους σωματοφύλακες, που άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, χτυπώντας δεξιά κι’ αριστερά με ραβδιά. Ένας δερβίσης προχώρησε ατάραχα προς τον βεζύρη και φώναξε πως θέλει να του μιλήση.
—Δεν έχω καιρό! απάντησε ο Αλής. Έλα το βράδυ.
Επειδή ο δερβίσης επέμενε έβγαλε από τη σακκούλα του μια χούφτα ρουμπιέδες άπλωσε το χέρι να τις προσφέρη κι’ ετοιμάστηκε να σπιρουνίση το άλογο. Αλλά ο δερβίσης άρπαξε τα γκέμια και φώναξε ότι δεν δέχεται χρήματα από ένα κιαφίρ (άπιστο) σαν κι’ αυτόν κι’ ότι θα του μιλήση έξω από τα δόντια. Και μπροστά στο πλήθος, κρατώντας πάντοτε το χαλινάρι, άρχισε να δημηγορή εναντίον του. Ο Αλής έβγαζε και ξανάβγαζε νομίσματα από τη σακκούλα αλλά ο δερβίσης αρνιόταν να τα δεχτή.
—Δεν τα θέλω, γκιουναχκιάρ (γεροπαραλυμένε), είναι χαράμ (άδικο- κερδισμένα). Είσαι θεομπαίχτης και κακούργος. Κάθε πέτρα από τα σεράγια σου είναι βαμμένη με αίμα!
Κάθε μέρα άκουγε ο βεζύρης από τους δερβισάδες φριχτό υβρεολόγιο. Τον αποκαλούσαν μπροστά στον κόσμο ντομούς (γουρούνι), γκιαούρ, κιαφίρ (άπιστο), πεζεβέγκ (προαγωγό).
Στο Μπαϊράμι του 1817, ενώ οι επίσημοι της Αυλής του Αλή ήταν συγκεντρωμένοι σε μια μεγάλη αίθουσα για να συγχαρούν τον Αλή, μπήκε ένας γεροδερβίσης, ρυπαρός και μισόγυμνος και χωρίς να χαιρετίση κάθισε στο σοφά και πρόσταξε τους υπηρέτες να του φέρουν καφέ και τσιμπούκι. Οι δούλοι αποσβολώθηκαν γιατί εξ αιτίας της ημέρας δεν γίνονταν για κανένα τραταρίσματα. Βλέποντας την αμηχανία τους ο δερβίσης στράφηκε στον βεζύρη.
—Αλή, θέλω να φουμάρω!
Ο Αλής πρόσταξε να του προσφέρουν τσιμπούκι. Αλλά ο δερβίσης άλλαξε γνώμη και αξίωσε αργιλέ. Φέρτε του αργιλέ, είπε ο βεζύρης. Βλέποντας όμως ο δερβίσης πως ο Αλής κάπνιζε αργιλέ φώναξε:
—Θέλω το δικό σου!
Ο Αλής έδωσε εντολή να του προσφέρουν αργιλέ πολυτελέστερο αλλά ο δερβίσης, μόλις τον απόθεσαν μπροστά του, τον ανέτρεψε με ένα γενναίο λάκτισμα με αποτέλεσμα να λερωθή το βαρύτιμο χαλί της αίθουσας. Βλέποντας την επιμονή του ο Αλής κάλεσε έναν υπηρέτη και του είπε:
—Δόστου τον δικό μου!
—Όχι! φώναξε ο δερβίσης. Θα μου τον φέρης εσύ!..
Για να σώση την αξιοπρέπειά του ο Αλής τον παρακάλεσε να καθίση πλάι του στην τιμητική θέση του σοφά. Μα ο δερβίσης επέμενε. Και τότε ο παχύσαρκος και δυσκολοκίνητος βεζύρης σηκώθηκε και κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα των μεγιστάνων του, πήρε τον αργιλέ, τον απόθεσε στα πόδια του δερβίση και γύρισε στη θέση του υποβασταζόμενος από τους αυλικούς του.
«Είδα πολλές φορές», γράφει ο Ibrahim Manzour, «δερβισάδες να πετούν πέτρες και χώματα εναντίον του Αλή στους δρόμους και το βεζύρη να δέχεται τους προπηλακισμούς χωρίς να εκδηλώνη καμμιά δυσαρέσκεια και χωρίς να επεμβαίνουν οι σωματοφύλακές του».
Μια άλλη φορά είδε ένα δερβίση να συντρίβη την καγκελλόπορτα της γέφυρας που οδηγούσε στο σεράϊ και να προτρέπη το πλήθος να ορμήση εναντίον του παλατιού και να το λεηλατήση. «Μουσουλμάνοι», κραύγαζε, «είναι αίσχος να ανεχόμαστε αυτόν τον άνθρωπο που περιστοιχίζεται από χριστιανούς. Σάς πρόδωσαν, μουσουλμάνοι, σας πούλησαν στους γκιαούρηδες. Τι περιμένετε; Ήρθε η ώρα να γλυτώσετε από τον τύραννο που κρύβεται πίσω από αυτό το παραθύρι. Φοβόσαστε τους καβάσηδες και τα ραβδιά τους; Θα τα σπάσετε στη ράχη τους! Φοβόσαστε τα όπλα της φρουράς του; Και σεις έχετε όπλα κι’ είσαστε περισσότεροι. Εμπρός! Ακολουθείστε με!»
Αλλά κανείς δεν τόλμησε να κουνηθή. Κι’ ο Αλής αντίκρυ, πίσω από το καφασωτό, κάπνιζε το τσιμπούκι του ώσπου νύχτωσε και διαλύθηκε το πλήθος.
Σατανικά τα εφευρήματα της φιλοχρηματίας του. Το καλοκαίρι του 1818, γράφει ο Ibrahim Manzour, οι Γιαννιώτες που κατοικούσαν γύρω από τη μητρόπολη είδαν κάμποσους κρεμασμένους μπροστά στις πόρτες τους. Για να απαλλαγούν από το φρικαλέο θέαμα και τις συνέπειες της παραμονής των πτωμάτων στην αγχόνη — είχε αρχίσει κιόλας η αποσύνθεση — έδωσαν στον Αλή το ποσό που αξίωσε: 12.000 γρόσια1.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ για τις αγριότητες του Αλή έχουμε και από το χρονικό ενός Γάλλου αξιωματικού της φρουράς του Βοναπάρτη-—τον είχε ακολουθήσει στην Έλβα —του Barthelemy Bacheyille που ύστερα από την παλινόρθωση αντιμετώπισε διωγμούς, δραπέτευσε από τη Γαλλία μαζί με τον αδερφό του και αφού περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και την οθωμανική Ανατολή κατέληξε το 1818 στα Γιάννενα. Εκεί ανέλαβε, όπως ισχυρίζεται, την οργάνωση του πεζικού του βεζύρη, αλλά υστέρα από λίγον καιρό αναγκάστηκε να δραπετεύση κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες πανομοιότυπες με εκείνες του Manzour.
Μια μέρα, γράφει ο Bacheville, πρόσταξε να δέσουν ένα στρατιώτη στη μπούκα του κανονιού και τον ανάγκασαν να το πυροδοτήση ο ίδιος. Ο Αλής γελούσε με το θέαμα. Σε λίγο έφεραν δυο κλέφτες. Βλέποντας ο πρώτος το πτώμα του στρατιώτη νόμισε πως ήρθε η σειρά του. Γονάτισε λοιπόν και παράδωσε το λαιμό του στο φάσγανο του μπόγια. Αλλά τους περίμενε κακό χειρότερο.
—Τούκε! Τούκε! (κύττα, κύττα) του λέει ο Αλής.
Τους έκοψαν με κάτι μεγάλα ψαλίδια την άκρη της μύτης, τα αφτιά και τα ακροδάχτυλα, έρριξαν αυτά τα ματωμένα ξεφτίδια σ’ ένα δοχείο, πρόσθεσαν αλάτι και ξίδι και ανάγκασαν τους μελλοθάνατους να τα φάνε.
Μια άλλη φορά έρριξε καταδίκους σε ένα καζάνι με βραστό λάδι. Το λάδι και τα ξύλα που χρειάστηκαν τα προμήθεψαν οι συγγενείς των θυμάτων.
Πριν 20 χρόνια βρήκε ένα γέροντα Έλληνα που του έμοιαζε πολύ, του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε ως δικό του στους εχθρούς του. Κι’ ενώ εκείνοι πανηγύριζαν για το χαμό του τους αιφνιδίασε και τους εξόντωσε.
Είδε, λέει, να ρίχνουν έναν άντρα και μια γυναίκα στο κλουβί της λεοπάρδαλης—την είχαν αφήσει νηστική τρεις μέρες—και να την κεντούν για να την εξαγριώσουν. Αλλά το θηρίο αρνήθηκε να τους αγγίξη. Φρενιασμένος ο Αλής πρόσταξε να φέρουν ένα κανόνι και να το γεμίσουν. Ζύγωσε, έβαλε φωτιά κι’ όλα μαζί κλουβί, άντρας, γυναίκα, λεοπάρδαλη έγιναν καπνός. Κι’ ο βεζύρης γελώντας σατανικά είπε:
—Κρίμα να τους χωρίσω αφού είναι τόσο αγαπημένοι!
Μια μουσουλμάνα Γιαννιώτισσα κατηγορήθηκε πως είχε ερωτικό δεσμό με κάποιον Ιταλό. Ο Αλής πρόσταξε να την θάψουν ζωντανή ως το λαιμό. Έπειτα άλειψαν το κεφάλι της με μέλι και την άφησαν εκεί στο έλεος των εντόμων. Ύστερα από 48 ώρες κάλεσε τις Γιαννιώτισσες να την αποτελειώσουν με λιθοβολισμό.
Λίγο πριν από την άφιξή του στα Γιάννενα έδωσε εντολή να σουβλίσουν κάποιον για ένα ασήμαντο παράπτωμα και να τον ψήσουν. Ανάγκασε μάλιστα τους γονείς του να συνδαυλίζουν και να τροφοδοτούν τη φωτιά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΕΝΑΣ ΓΑΛΛΟΣ ΕΞΩΜΟΤΗΣ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ TOΥ ΑΛΗ – ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ – ΤΟΜΟΣ Γ2 – ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1810-1821 – Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, λαϊκός πολιτισμός, Εκκλησία και οικονομική ζωή, από τα περιηγητικά χρονικά.- Δέκατη έκδοση, Πολιτιστικές εκδόσεις ΕΠΕ, ΑΘΗΝΑ 2003 Μεσολογγίου 5, Αθήνα 106 81 Τηλ./Φαξ: 210.33.03.590 – Εκτύπωση: X. & Γ. Ζαχαρόπουλος – Σιταράς Ο.Ε., τηλ.: 210.48.28.351
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Ο Αλή Πασάς, η Μαύρη Μαγεία
και η Φιλοσοφική Λίθος…
Η ψυχή του Αλή Πασά, του φοβερού τυράννου της Ηπείρου, παρ’ όλη τη σκληρότητα και την κακουργία της, υπήρξε μυστικοπαθής και λάτρης του μυστικισμού.
Ο αιμοβόρος σατράπης, που πέρασε όλη τη νεότητά του ως ληστής και κατόπιν βασάνισε τους πληθυσμούς της Ηπείρου για 32 ολάκερα χρόνια, είχε στιγμές που ένιωθε παιδικούς φόβους μπροστά στις μυστηριώδεις εκδηλώσεις της φύσης και προ πάντων, μπροστά στο μυστήριο του θανάτου.
Αυτός που δε λογάριαζε καθόλου την αξία της ανθρώπινης ζωής, έτρεμε να μη χάσει τη δική του. Αν και πίστευε ότι θα ζούσε 150 χρόνια, όπως έλεγε, τον έπιανε απίστευτη τρομάρα, όταν άκουγε τον ουρανό να βροντά και να αστράφτει.
Επίσης, ήταν φοβερά προληπτικός και δεισιδαίμων. Εκείνο, όμως, που τον παρέλυε, ήταν η πανούκλα. Με την παραμικρή υποψία ότι φάνηκε πανούκλα στα Ιωάννινα, παρέδιδε τον εαυτό του στα χέρια των Χριστιανών ιατρών, Ελλήνων και Ευρωπαίων, ακόμα και των κομπογιαννιτών, όχι όμως των Μουσουλμάνων και των Ιουδαίων, στους οποίους δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη.
Σε παρόμοιες περιπτώσεις, εγκατέλειπε τα Ιωάννινα και κατέφευγε στην Πρέβεζα, περικυκλωμένος από κουστωδία ιατρών. Συνήθιζε να τους λέει, σιγοκλαίγοντας: “Σώστε με, μωρέ γιατροί, σώστε με!”
Ένας από τους καλύτερους βιογράφους του, ο Γάλλος εξωμότης κι άλλοτε αξιωματικός των Ουσάρων, ο Samson Cerfberr, που αφού ασπάστηκε το Ισλάμ, ονομάστηκε Ibrahim Mansur Effendi, διηγήθηκε το εξής περίεργο:
Ο Αλή Πασάς, μέσα στο σαράι του, είχε ένα μυστικό δωμάτιο, όπου έκρυβε έναν δίσκο, τοποθετημένο οριζοντίως. Πάνω του ήταν χαραγμένα καβαλιστικά σύμβολα, της μεγάλης αραβικής μαγείας, όπως εκείνος έλεγε. Ένας χρυσός δείκτης στο κέντρο περιστρεφόταν γύρω από διάφορα μαγικά σχήματα. Με την πρώτη αφορμή, κατέφευγε στον μαγικό του δίσκο, στρέφοντας τον δείκτη πάνω από τα μαγικά σύμβολα και μουρμουρίζοντας λέξεις και φράσεις ακατάληπτες και μυστικιστικές, περιμένοντας να του φανερώσει τα μελλούμενα.
Ανάλογα με τις κινήσεις, που πραγματοποιούσε ο δείκτης και ανάλογα με τα σύμβολα, που έδειχνε όταν σταματούσε, ο Αλή Πασάς κανόνιζε αναλόγως και τις υποθέσεις του, που ήταν συνήθως υποθέσεις ζωής ή θανάτου των υπηκόων του. Δεν τον είδα ποτέ να καταγίνεται με το προσωπικό του μαντείο, καθώς φρόντιζε να είναι ολομόναχος στο παράμερο δωμάτιο, αλλά είδα με τα μάτια μου τη μαγική αυτή μηχανή, που ξέκανε πολλούς ανθρώπους”.
Άλλο χαρακτηριστικό της δεισιδαιμονίας του ήταν η τυφλή του πίστη στο αγαπημένο του δαχτυλίδι, που το θεωρούσε φυλαχτό με ακαταμάχητη δύναμη και δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Κάποτε, όταν ήταν πάμφτωχος βοσκός, σε ηλικία 15 ετών, ένας δερβίσης από το Μαρόκο ήρθε στο σπίτι της μητέρας του, της Χάμκως, γυρεύοντας φιλοξενία.
Καθώς ήταν άνθρωποι φτωχότατοι, αλλά κι επειδή για τα ήθη τους η καλή φιλοξενία ήταν επιβεβλημένη, πούλησαν τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να του παράσχουν όλες τις ανέσεις και συγχρόνως, να φέρουν γιατρούς να τον θεραπεύσουν, καθ’ ότι ο δερβίσης ήταν άρρωστος.
Μόλις, όμως, έγινε καλά ο μουσαφίρης, ευγνώμων για όλες τις περιποιήσεις, έδωσε στον Αλή το πολύτιμο δαχτυλίδι και του είπε: “Τούτο το δαχτυλίδι θα σε κάνει κάποτε πασά!”. Επομένως, δεν το έβγαλε ποτέ του.
Βέβαια, όταν έγινε ληστής κι έκοβε κεφάλια, αλλά και δάχτυλα, έπαιρνε τα δαχτυλίδια των θυμάτων του και τα στόλιζε στα δικά του, καταφορτωμένα από στολίδια, χέρια, που ήταν στην πραγματικότητα λάφυρα των σκοτωμένων.
Αλλά οι δεισιδαιμονίες του τυράννου απλώνονταν και σε άλλους τομείς, που δεν τους κατείχε και πολύ. Πίστευε στην ενέργεια των μαγικών ράβδων, των απόκρυφων φαρμάκων, των μαγικών βελονών και διάφορων άλλων αγύρτικων μέσων, ώστε να ανακαλύψει μεταλλεία χρυσού κι αργύρου. Τα χρήματα τού ήταν απαραίτητα, για να αγοράσει από τους Άγγλους την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, τους Παξούς, να δημιουργήσει στόλο, να κατακτήσει τον κόσμο ολόκληρο!
Η απληστία του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Ονειρευόταν τόνους από καθαρό χρυσάφι. Διαρκώς καλούσε από την Ιταλία δήθεν μεταλλειολόγους, πράγματι όμως τυχοδιώκτες, για να του βρουν κοιτάσματα και να κορέσει την αχορτασιά του.
Ο Αλή Πασάς άκουσε κάποτε να γίνεται λόγος για τη “Φιλοσοφική Λίθο”. Κάλεσε, λοιπόν, τον σοφό Έλληνα διδάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα και τον ρώτησε να μάθει τι ήταν ακριβώς αυτή η πανίσχυρη λίθος.
Ο Ψαλίδας τού εξήγησε ότι η “Φιλοσοφική Λίθος” υπήρξε το όνειρο των αλχημιστών σε διάφορες εποχές και έφερε διάφορα ονόματα: “Λίθος των Σοφών”, “Ερυθρός Λέοντας”, “Μέγα Ελιξίριο”, “Ερυθρό Βάμμα”, “Πανάκεια της Ζωής” και άλλα. Του είπε πως είχε την ιδιότητα να μεταβάλλει τα αγενή μέταλλα, όπως τον σίδερο και το χαλκό, σε χρυσάφι. Ακόμα, του επισήμανε ότι είχε την ιδιότητα, όχι μόνο να παρατείνει την ανθρώπινη ζωή, αλλά μπορούσε να ξανακάνει κάποιον νέο.
Ο Αλή Πασάς συγκλονίστηκε από τις πληροφορίες και η “Φιλοσοφική Λίθος” τού έγινε η μεγαλύτερη εμμονή. Έτσι, ζήτησε από τον σοφό Αθανάσιο Ψαλίδα να του κατασκευάσει μία, ώστε να γίνει ο ίδιος αήττητος κι άτρωτος. Ο Έλληνας διδάσκαλος, όμως, του ξεκαθάρισε πως δε διέθετε τις γνώσεις, για να κατασκευάσει κάτι τέτοιο και τον συμβούλεψε να βρει κάποιον Ευρωπαίο αλχημιστή.
Ο φιλόδοξος τύραννος δεν έβρισκε ησυχία. Το 1816 έμαθε ότι ζούσε στη Θεσσαλονίκη ένας παντοδύναμος μάγος και αλχημιστής, ο Σέργιος. Ο Αλή Πασάς έστειλε τους μαντατοφόρους του να τον ρωτήσουν αν θα μπορούσε να κατασκευάσει τη “Φιλοσοφική Λίθο”. Ο πονηρός μάγος δεν έχασε ευκαιρία. Έτρεξε αμέσως στα Ιωάννινα και υποσχέθηκε στον αιμοδιψή τύραννο ότι θα πραγματοποιούσε κάθε του επιθυμία, αρκεί να του παραχωρούσε όλα τα απαιτούμενα μέσα.
Ο Βρετανός περιηγητής Sir Henry Holland αφηγήθηκε τα γεγονότα, που ακολούθησαν, με ιδιαίτερη γλαφυρότητα:
“Ο αγύρτης Σέργιος εγκαταστάθηκε σ’ ένα πολυτελές διαμέρισμα του παλατιού, κυριολεκτικά ως δεσμώτης. Δεν είχε την ελευθερία να βγαίνει και να επικοινωνεί με κανέναν. Όμως, του έδιναν ό,τι ποθούσε η καρδιά του. Ο Αλή Πασάς του έφερνε από την Ιταλία και τη Γερμανία όλα τα χρειαζούμενα, αντικείμενα, φάρμακα και ουσίες.
Τέλος, ο Σέργιος ζήτησε να αναμείξει αίμα εφήβων και παρθένων, αλλά και τα “αφοδεύματά τους”. Η διαταγή εξετελέσθη πάραυτα. Σε ιδιαίτερα δωμάτια κλείστηκαν αγόρια και κορίτσια. Ο επαίσχυντος αγύρτης οργίασε. Πλην των άλλων, υποχρέωνε τα θύματά του να τρέφονται με συγκεκριμένη τροφή, σε συγκεκριμένη ώρα και ποσότητα, ώστε πολλά από αυτά τα άμοιρα πλάσματα αρρώστησαν βαριά και πέθαναν.
Όταν, όμως, ο κομπογιαννίτης αλχημιστής ζήτησε τρίχες κεφαλής για τα ακατονόμαστα μαντζούνια του, παρουσιάσθηκε εμπόδιο. Οι άντρες είχαν τη συνήθεια να κουρεύουν σύριζα τα μαλλιά τους, αφήνοντας μονάχα στην κορυφή μια μικρή πλεξίδα. Επομένως, ο Αλή Πασάς διέταξε τους στρατιώτες του να διατηρούν την κόμη τους. Εκείνοι, τότε, παραλίγο να επαναστατήσουν, καθώς θεώρησαν πως ο Πασάς ήθελε να τους αναγκάσει να ασπαστούν τους ευρωπαϊκούς τρόπους.
Οπωσδήποτε, με τεράστια δυσκολία προμήθευσαν στον αλχημιστή μερικά τσουβάλια τρίχες, πράγμα που του επέτρεψε να εργάζεται μέχρι το 1818. Μα, μη βλέποντας κανένα αποτέλεσμα ο Αλή Πασάς και χάνοντας πια την υπομονή του, έδωσε εντολή στον δήμιο Σελήμ Τσάμη να τον απαγχονίσει. Το πτώμα του έμεινε για 24 ώρες κρεμασμένο στον μεγάλο πλάτανο της πλατείας, με μια πινακίδα στο στήθος του, που μαρτυρούσε την αιτία της καταδίκης του”.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 17/10/1926…