«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος Πετρωνίου Ἀγιορείτου
Ἀπό προέρχεται ἡ μεγάλη δύναμις τῆς ταπεινώσεως; Βλέπε τί κάνει ὁ Τελώνης. Κτυπᾶ τά στήθη, μή τολμῶντας ν᾿ἀτενίση στόν οὐρανό καί λέγει: "Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ". Δύο πράγματα κάνει: Μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του καί ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δύο ἔργα πολύ ἁπλᾶ. Βλέπει ὁ ἄνθρωπος τήν κατάστασι στήν ὁποία εὑρίσκεται καί τρέχει στόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖον πηγάζει ἕνα πλῆθος δωρεῶν.
Συνήθως ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀποφεύγει νά σκέπτεται τήν ψυχή του γιά νά τήν γνωρίση, ὅπως εἶναι ἀληθινά. Φοβᾶται ἀκόμη νά τό κάνη, γιατί προαισθάνεται ὅτι αὐτή ἡ εἰλικρινής ματιά μέσα του εἶναι ἐπικίνδυνη, σάν ἕνας γκρεμός, στόν ὁποῖον, ἄν κυττάξη πολύ, ζαλίζεται καί πέφτει κάτω. Αὐτό τό αἴσθημα δέν εἶναι ψέμμα.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀδιαφορεῖ γιά τήν σωτηρία του, βαδίζει τόν δρόμο του ἀπρόσεκτα μέσα στήν ἁμαρτία καί τά πάθη. Συνηθίζει μ᾿αὐτά, τά αἰσθάνεται σάν ἀναγκαῖα καί φυσιολογικά καί λέγει ὅτι ἔτσι εἶναι πλασμένος, χωρίς ν᾿ἀντιλαμβάνεται τά θηρία πού τόν κατατρώγουν. Ὅταν, ὅμως συνέλθει καί θελήσει νά λυτρωθῆ ἀπ'αὐτά, δοκιμάζει μία πικρή ἐμπειρία. Ἀπό τότε πού ἡ ἁμαρτία τοῦ φάνηκε γλυκειά, τήν ἔκανε μέ εὐκολία, τώρα ὅμως ἔγινε ἕνα θανατηφόρο θηρίο, πού μέ πολλή δυσκολία νικιέται. Τό πάθος κατοικεῖ στό βάθος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, καί θέλει ὅλο καί περισσότερο νά ἐκδηλώνεται. Ὁλόκληρη ἡ συγκρότησις τοῦ ἀνθρώπου, σῶμα καί ψυχή, νοῦς, αἴσθησις καί θέλησις, ὅλα θέλουν ν᾿ἁμαρτάνουν. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος πού τόν περιβάλλει, τοῦ φαίνεται διεφθαρμένος καί τόν προτρέπει στήν ἁμαρτία. Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: "Ἀφοῦ ὁ διάβολος ἐρημώσει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπομακρύνεται καί ἀφήνει στήν ψυχή του τό εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας". Αὐτό τό εἴδωλο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά οἱ μορφές τῆς ἁμαρτίας στήν διεφθαρμένη φύσι τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν λειτουργεῖ πλέον σύμφωνα μέ τούς καθορισμένους νόμους τοῦ Δημιουργοῦ, ἀλλά μέ τούς ἀπατηλούς νόμους τῶν παθῶν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θελήσει νά λυτρωθῆ ἀπό τό πάθος, ἡ ἴδια ἡ φύσις του ἀντιδρᾶ καί πασχίζει νά τόν ρίξη πάλι στήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος πολεμᾶ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του, ἀλλά ἡ δύναμις μέ τήν ὁποία πρέπει νά ἀντιμετωπίση τό κακό εἶναι διεφθαρμένη καί τόν πιέζει νά πράξη πάλι τήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι σχεδόν πάντοτε νικημένος. Δέν εἴδατε ἀνθρώπους κυριευμένους ἀπό τά πάθη, ὅπως: μεθύσους, καπνιστές, πόρνους, κλπ., οἱ ὁποῖοι θέλουν ν᾿ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό πάθος, ἀλλά δυστυχῶς δέν ἠμποροῦν; Δεκάδες φορές ἀποφασίζουν νά κόψουν τό πάθος καί ὅλες σχεδόν τίς φορές ὑποκύπτουν. Τό πάθος, ὅταν παλαιώνει καί ἡ πληγή σταματᾶ, λέγει μία παλαιά παροιμία, μέ δυσκολία θεραπεύονται". Ἐνῶ ὁ ὅσιος Δωρόθεος μᾶς συμβουλεύει τά ἑξῆς: Νά κόβουμε γρήγορα τά πάθη γιά νά μή τά συνηθίσουμε....διότι, ἐάν τά ἀφήσουμε νά μᾶς αἰχμαλωτίσουν, τότε μόνοι μας δέν θά ἠμπορέσουμε πλέον νά τά ξερριζώσουμε, ὅσο κόπο κι ἄν καταβάλλουμε". Διότι στήν ἀρχή εἶναι μικρά καί ἀδύνατα, σάν ἕνα μυρμῆγκι, ἀλλ᾿ὅμως κατόπιν μεγαλώνουν καί δυναμώνουν σάν λέοντες καί δέν ἠμποροῦμε νά τά νικήσουμε. Αὐτή ἡ κατάστασις εἶναι πλέον δουλεία στήν ἁμαρτία, θάνατος τῆς ψυχῆς πρό τοῦ φυσικοῦ θανάτου καί ἀρραβῶνας τῆς αἰωνίου κολάσεως.
Σ'αὐτή τήν κατάστασι τῆς ἀδυναμίας παραιτεῖται πλέον ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάθε πνευματική προσπάθεια κατά τῆς ἁμαρτίας καί ἀπελπίζεται λέγοντας: "Δέν ἠμπορῶ πλέον νά σωθῶ. Εἶμαι χαμένος!" Τότε συνηγορεῖ καί ὁ νοητός ἐχθρός ψιθυρίζοντας στ'αὐτί του: "Βλέπεις; Ἁμάρτησες ἀνεπανόρθωτα. Δέν ἠμπορεῖς πλέον νά κάνεις τίποτε. Ὁ Θεός σέ ἐγκατέλειψε". Ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται πλέον μέ τήν μαύρη σημαία τῆς ἀπελπισίας στίς ἀπόκρημνες ὄχθες τῆς κολάσεως.
Αὐτός εἶναι ὁ γκρεμός πού ἡ ἀξίνα τῆς ἁμαρτίας ὡδήγησε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί φοβᾶται νά βγῆ ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν τυραννική δύναμι τοῦ κακοῦ, ἡ πτῶσις του εἶναι σίγουρη.
Βέβαια μέ τίς ἰδικές του δυνάμεις μόνο, δέν ἠμπορεῖ νά ξεφύγη ἀπό τήν ὑποδούλωσι στήν ὁποία εὑρίσκεται. Τί θά κάνη; Ἄς θυμηθοῦμε τόν Τελώνη. Αὐτός ἀντικρύζει τήν κόλασι τῆς ψυχῆς του. Θορυβεῖται, τρέμει, ἀλλ᾿ ἀμέσως ταπεινώνεται καί γρήγορα κράζει: "Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ". Ἐάν, ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά συναισθανθῆ τήν κατάστασι τῆς πτώσεώς του καί δέν θέλει νά προστρέξη πρός τόν Θεό, τότε τί γίνεται; Αὐτό εἶναι γεγονός πού συμβαίνει συχνά.
Ἡ Δευτέρα Κυριακή τοῦ Τριωδίου θέτει ἐνώπιόν μας τό παράδειγμα τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, τοῦ νέου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἐξώδευσε στήν ἀκολασία ὅλη τήν πατρική κληρονομία πού τοῦ ἀνῆκε καί κατήντησε νά γίνει βοσκός τῶν χοίρων, δηλαδή δοῦλος τῶν ἐλεεινῶν παθῶν. Καί τί τόν ἔκανε νά ἐνθυμηθῆ τόν πατέρα του; Ἡ στέρησις, ἡ πεῖνα, ἡ δυστυχία τῆς ζωῆς. Ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ταπεινώνεται μέ τήν καλή του θέλησι, ὁ Θεός ὅμως δέν τόν ἐγκαταλείπει τελείως. Τοῦ στέλλει στενοχώριες, δοκιμασίες, ἀσθένειες, πόνους γιά νά τόν ξυπνήση ἀπό τόν ὕπνο τῶν παθῶν. Καί τοῦτο διότι ἡ σωματική κακουχία καί ταπείνωσις ἐπιφέρουν εὐκολώτερα τήν πνευματική ταπείνωσι καί ὁ ἄνθρωπος "ξυπνᾶ καί ἔρχεται στόν ἑαυτό του". Οἱ ἀσκήσεις τῶν ἡσυχαστῶν, ὅπως σκληρές νηστεῖες, ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, σωματικοί κόποι ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό, νά ταπεινώσουν τό σῶμα καί ἔτσι εὐκολώτερα νά ταπεινωθῆ ἡ ψυχή. Κι ἄν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος δέν τό κάνει ἀπό καλή θέλησι, ἀρκεῖ ν᾿ἀντιληφθῆ ἔστω καί λίγο τήν κατάστασι τῆς δουλείας καί ἀδυναμίας πού εὑρίσκεται καί ἀμέσως νά προστρέξη στόν Θεό, τόν μόνον δυνάμενον νά τόν σώση.
Αὐτοί οἱ δύο παράγοντες εἶναι στενά συνδεδεμένοι καί ἀπολύτως ἀπαραίτητοι γιά τήν σωτηρία. Ὁ ληστής ἐπί τοῦ σταυροῦ συναισθάνθηκε τίς ἀνομίες του καί μέ ὅλη τήυν ψυχή του ἔκραξε: "Μνήσθητί μου, Κύριε..."! Γι᾿ αὐτό καί ἄκουσε τόν παρήγορο λόγο τοῦ Κυρίου: "Ἀπό σήμερον ἔσῃ μετ᾿ἐμοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ".(Λουκ.23,43). Ὁ Ἰούδας, ὅμως, παρότι μεταμελήθηκε γιά τήν προδοσία του, ἀντί νά τρέξη πρός τόν Διδάσκαλο, ἐπῆγε στό ἱερό, ἐπέταξε κάτω τά ἀργύρια, ἐπῆγε μετά ἔξω καί κρεμάσθηκε (Ματ.27,5).
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ αὐτόν τόν σκοπό ἔχει ἀκριβῶς: Νά μᾶς προτρέψη γιά νά προστρέχουμε γρήγορα στόν Πατέρα, ἀφοῦ γνωρίσουμε ποιοί εἴμεθα, γιά νά μή πέσουμε στήν ἀπελπισία. Καί προκειμένου, νά διώχνουμε ἀπό κοντά μας τήν ἀμφιβολία, τόν φόβο, τήν ἐντροπή, βάζει ἐνώπιόν μας τήν τέλεια εἰκόνα τῆς εὐσπλαγχνίας καί θείας ἀγαθότητος. Ὅσεσδήποτε ἁμαρτίες κι ἄν κάνουμε, ποτέ νά μή ἀμφιβάλλουμε γιά τήν δυνατότητα συγχωρήσεώς μας. Ποτέ δέν ἐξαντλεῖται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος "οὕτως ἠγάπησεν τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν..." (Ἰωάν.3,16). Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι πῦρ φλέγον. Ὤ, ἐάν εἴχαμε ἐμεῖς τόση φλόγα ἀγάπης γι᾿ αὐτόν, ἄλλη τόση καί περισσότερη πατρική στοργή ἔχει Αὐτός γιά ἐμᾶς!"
Εἶδα κάποτε μιά συγκινητική εἰκόνα αὐτῆς τῆς εὐσπλαγχνίας. Ἕνα σπίτι στήν μέση τῆς πεδιάδος κι ἕνας δρόμος νά περνᾶ ἀπ᾿ἔξω, τοῦ ὁποίου τό μῆκος νά μήν ἔχει τέλος. Ἐπάνω στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ νά στέκεται ἕνας γέροντας ἀσπρομάλλης, στηριζόμενος στό ραβδί του, νά κλίνη ἐλαφρά πρός τά ἐμπρός, μέ τήν παλάμη πάνω ἀπό τά βλέφαρά του, ἀγναντεύοντας στό βάθος τοῦ ὁρίζοντος. Τί θέλει νά μᾶς εἰπῆ αὐτή ἡ εἰκόνα; Μᾶς φέρει ἐνώπιόν μας τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει στό πατρικό του σπίτι. "Ἔτι δέ αὐτοῦ μακράν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτόν ὁ πατήρ αὐτοῦ καί εὐσπλαγχνίσθη, καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν". (Λουκ.15,20). Ἀλλά, πῶς ἔμαθε ὁ πατήρ τήν ἐπιστροφή τοῦ υἱοῦ του; Ἐδῶ εἶναι ὅλη ἡ σημασία τῆς ἐπιμόνου προσδοκίας τοῦ γέροντος, ὁ ὁποῖος ἀγνάντευε στόν ὁρίζοντα. Ἦτο τόση ἡ ἀγάπη του γιά τόν υἱό του, ὥστε ποτέ δέν ἠμποροῦσε νά φαντασθῆ, ὅτι θά τόν ἔχανε γιά πάντα. Γι᾿ αὐτό πάντοτε τόν ἐπερίμενε, πάντοτε ἐκύτταζε πρός τόν ὁρίζοντα, ἔχοντας τό χέρι του στό μέτωπό του. Τέτοιο εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Δέν ἀποκάμνει. Δέν ἐλαττώνεται. Πάντοτε παρακολουθεῖ τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Πάντοτε μᾶς περιμένει. Καί σκέπτεται ὁ Θεός: "Δέν μπορεῖ νά μήν ἔλθη! Ἔκαμα τόσα γι᾿ αὐτόν. Ἔδωσα τήν ἴδια τήν ζωή μου γιά χάριν του. Πρέπει νά ἐπιστρέψη! "
Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, πού νά νικᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, ὅσο φοβερή κι ἄν εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ἁμαρτωλότητός μας, δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Ὁ Θεός μᾶς περιμένει γιά νά μᾶς συγχωρήση, νά μᾶς βάλη στήν πατρική Του ἀγκαλιά. Κι ὄχι μόνο νά μᾶς ἀγκαλιάση-πού εἶναι αὐτό σημεῖο συγχωρήσεως-ἀλλά νά μᾶς ἐνδύση μέ τήν πρώτη στολή, μέ τήν στολή τῆς ἁγνότητος. Νά μᾶς φορέση στό δάκτυλο τό δακτυλίδι, πού εἶναι σημάδι ἐλευθερίας ἀπό τήν ἁμαρτία καί υἱοθεσίας. Νά μᾶς δώση σαντάλια γιά τά πόδια, δηλαδή, νά μᾶς ἐνισχύση στήν ὁδό τῆς ἀρετῆς, ὥστε νά μή μᾶς τρυπήσουν τ᾿ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας καί, ἀφοῦ σφάξει τό παχύτερο μοσχάρι, δηλαδή τόν Υἱό Του-τήν Θεία Εὐχαριστία-νά τελέση μεγάλη γιορτή γιά νά χαροῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις καί ὁ Ἴδιος ὁ Οὐράνιος Πατήρ γιά τόν ἁμαρτωλό υἱό Του, ὁ ὁποῖος μετενόησε (Λουκ.15,10).
Στόν ὄρθρο αὐτῆς τῆς Κυριακῆς ψάλλεται καί ὁ 136ος ψαλμός τοῦ Δαβίδ: "Ἐπί τόν ποταμόν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καί ἐκλαύσαμεν, ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τήν Σιών...ἄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ὠδῶν Σιών. Πῶς ἄσομεν τήν ὠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας; 'Ἐάν ἐπιλαθομαί σου Ἰερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐάν μή σοῦ μνησθῶ...θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος! Μακάριος ὅς κρατήσει καί ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτραν! "
Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι μία συγκινητική εἰκόνα τοῦ ὑποδουλωμένου στήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπου καί τῆς λυτρώσεώς του. Ὁ δοῦλος τῶν παθῶν ξενητεύθηκε ἀπό τήν χώρα τῆς χαρᾶς-τήν Σιών-καί μετέβη μακριά, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, στά σκοτάδια καί στήν δουλεία τῆς Βαβυλῶνος. "Ψάλλετε καί ἐδῶ ἐκ τῶν ὠδῶν τῆς Σιών", διατάζει καί ὁ διάβολος. "Νά χαίρεσαι στήν ἁμαρτία, δόξαζε καί μένα, ὅπως δοξάζεις τόν Θεό". Ἀλλά πῶς νά ψάλλουμε τούς ὕμνους τοῦ Κυρίου σέ ξένη πατρίδα; Ἡ ὠδή τοῦ Κυρίου ἀντηχεῖ μόνο γι᾿ αὐτόν καί στόν Οἶκο Του. Μόνον, ὅταν εἴμεθα κοντά Του καί ἐκπληρώνουμε τίς ἐντολές Του. Στήν χώρα τῆς ἁμαρτίας, ὅμως, ὅπου ὑποδουλωθήκαμε, δέν ἠμποροῦμε νά κάνουμε τό θέλημά Του. Εἴμεθα ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ τυράννου, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπέταξε. Πῶς λοιπόν, νά χαρῆς, ὅταν πράττεις τήν ἁμαρτία; Ἡ ἀληθινή χαρά μόνο στόν πατρικό οἶκο εὑρίσκεται. Μόνο στήν Σιών ἠμποροῦμε νά ψάλλουμε τήν "ὠδήν Κυρίου".
Ὁ φοβερός ὅρκος τῶν Ἑβραίων: "Νά κοπῆ τό δεξιό μου χέρι καί νά κολληθῆ ἡ γλῶσσα μου στόν λάρυγγά μου", δηλαδή νά παραλύσουν τά χέρια μου καί νά βουβαθῆ τό στόμα μου, ἐάν σέ ξεχάσω Ἰερουσαλήμ, ἐάν θά σέ ξεχάσω, Κύριε...", μᾶς προτρέπει δηλαδή νά μή ἐγκαταλείψουμε ποτέ τόν Κύριο, ὅσο ὀδυνηρή κι ἄν εἶναι ἡ δουλεία καί μετανάστευσις πού μᾶς ὡδήγησε στήν ἁμαρτία. Μόνον ἡ Ἰερουσαλήμ νά εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς μας. Μόνο κοντά στόν Κύριο ν᾿ἀγάλλεται ἡ καρδιάμας.
Μακάριος ὅμως εἶναι αὐτός πού κτυπᾶ ἐπάνω στήν πέτρα τά βρέφη τῆς κόρης Βαβυλῶνος! Διότι ἐάν σκοτώση τά βαβυλωνιακά βρέφη, πρίν μεγαλώσουν, δέν θά σέ αἰχμαλωτίσουν πάλι. Αὐτά, ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες, συμβολίζουν τά πάθη, τά ὁποῖα πρέπει νά τά φονεύουμε ἀπό τήν ἀρχή καί νά μή τά ἀφήνουμε νά μεγαλώσουν. Νά τά κτυπᾶμε στήν Πέτρα-τόν Χριστό-μέ τήν ἀκατάπαυστη προσευχή καί ἔτσι δέν θά πᾶμε πάλι στήν βαβυλωνιακή αἰχμαλωσία τῶν ἁμαρτιῶν καί παθῶν.
Πόσο ὁμοιάζει ὁ σημερινός κόσμος μέ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ! Ἡ ἀνθρωπότητα ξενητεύθηκε ἀπό τόν Θεό, μετέβη στήν ἀλλοτρία γῆ τῆς ἁμαρτίας καί ἐξώδευσε ἐκεῖ ὅλη τήν πατρική της κληρονομία, τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, στήν ἀσωτία. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά εἶναι εὐτυχής, ἐλεύθερος ἀπό στενοχώριες καί συμφορές. Νά χαίρεται καί νά ζῆ πολλά χρόνια, ἀλλά μακριά ἀπό τόν πατρικό οἶκο. Κι ἔτσι ἔγινε δοῦλος στά ἀδιάντροπα πάθη, ἀναζητώντας λυσσαλέα τροφή γιά νά ἱκανοποιήση τήν ἀνεξάντλητη πεῖνα του, ὄντας κενός στήν ψυχή καί ντροπιασμένος. Θά ἠμπορέση ἄρα γε νά ἔλθη ξανά στόν ἑαυτό του; Νά ἀντιληφθῆ ὅτι "οἱ μίσθιοι τοῦ Πατρός περισσεύουσιν ἄρτων" καί νά ἀποφασίση τό: "Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου"! Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν πατρική οἰκία.
"Ἀγκάλας πατρικάς διανοῖξαι μοι σπεῦσον· ἀσώτως τόν ἐμόν κατηνάλωσα βίον· εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν Σου Σωτήρ, νῦν πτωχεύουσαν, μή ὑπερίδῃς καρδίαν· σοί γάρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω· Ἥμαρτον, Πάτερ εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου". Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ὁδός τῆς ταπεινώσεως, τήν ὁποία μᾶς ὑπέδειξε ὁ Τελώνης καί μᾶς καταξιώνει τόσων χαρισμάτων, ὅπως: Τήν χορήγησι τῆς συγχωρήσεως, τήν ἐπαναφορά μας στήν πρώτη κατάστασι τῆς υἱοθεσίας, τόν πνευματικό ἐξοπλισμό στόν ἀγῶνα μας κατά τοῦ κακοῦ καί τήν δύναμι γιά τήν πορεία στήν ὁδό τῶν ἀρετῶν.
Νά μή ξεχνᾶμε ὅμως μέ κανένα τρόπο αὐτές τίς δύο μορφές τῆς ταπεινώσεως: Τήν συναίσθησι τῆς ἀναξιότητός μας καί ἀδυναμίας μας, πού εἶναι στενά ἑνωμένη μέ τήν πεποίθησι τῆς ἐξαρτήσεώς μας ἀπό τόν Θεό, μέ συνεχῆ ἐνατένισι καί πορεία πρός Αὐτόν. Μόνον ἔτσι ἠμποροῦμε νά ὑψωθοῦμε, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ἐπειδή, μόνον, ὅποιος ταπεινώνεται, ὑπερυψώνεται. "'Εγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα, ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν...ἐάν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τό κλῆμα καί ἐξηράνθη...καί εἰς τό πῦρ βάλλουσι καί καίεται" (Ἰωάν.15,5). Ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποκόπτει ἀπό τό κλῆμα τῆς ζωῆς, τό ὁποῖον εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ταπείνωσις μᾶς ἐπανασυνδέει πάλι.
Ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου, ἀφοῦ μᾶς ἐφανέρωσε ὅτι ἡ ταπείνωσις εἶναι μία πηγή οὐρανίων εὐεργεσιῶν, κατόπιν μᾶς ὑπεγράμμισε ἰδιαίτερα τήν πρώτη μορφή της, δηλαδή, τήν συναίσθησι τῶν προσωπικῶν μας ἁμαρτιῶν, τῶν ἀδυναμιῶν καί ἀναξίων ἔργων μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κυριακή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ μᾶς παρουσίασε μιά ἄλλη πλευρά: τήν ἀνάγκη νά τρέχουμε στόν Θεό, πού εἶναι Παντοδύναμος καί ὁ Λυτρωτής μας.
Ὁ ἄσωτος υἱός τίποτε μεγάλο δέν ἔκανε παρά μόνο ἐπέστρεψε στό πατρικό του σπίτι καί ἔλαβε τήν συγχώρησι καί τήν πρώτη του θέσι καί ἀξία. Ὁ Πατήρ του τόν περίμενε πάντοτε, ἀλλά δέν ἐπῆγε ὁ ἴδιος νά τόν συναντήση. Δέν ἠμποροῦμε νά συναντηθοῦμε μέ τόν Θεό στήν χώρα τῆς ἀμαρτίας, ἀλλά μόνο μέσα στόν Οἶκο Του, στήν Ἐκκλησία Του. Ἐκεῖ εἶναι ἕτοιμη ἡ καινούργια στολή, ἐκεῖ τό δακτυλίδι, ἐκεῖ τά καλά ὑποδήματα, ἐκεῖ ὁ μόσχος ὁ σιτευτός. Ἐκεῖ γίνεται ἡ χαρά μέ τίς οὐράνιες ταξιαρχίες καί ἡ πανήγυρις μέ τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
"Ὡς ὁ ἄσωτος υἱός ἔσφαλα καί ἐγώ, Οἰκτίρμον! Δέξαι με μετανοοῦντα ὁ Θεός καί ἐλέησόν με!"
Ἀξίωσέ με, Κύριε, νά σέ χαροποιήσω κι ἐγώ μέ τήν ἐπιστροφή μου!
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου