Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΙΝΟΒΟΙΟ…

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΗ

     Φθάνοντας κάποτε σ΄ ένα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερή και εκπληκτική κρίσι ενός καλού κριτού και ποιμένος. Ενώ ευρισκόμουν εκεί, έτυχε να έλθη για μοναχός κάποιος πού ήταν προηγουμένως ληστής. Αυτόν λοιπόν ο άριστος εκείνος ιατρός και ποιμήν διέταξε να απολαύση επί επτά ημέρες κάθε ανάπαυσι, και μόνη απασχόλησι να έχη το να παρατηρή την ζωή και την τάξι της Μονής. Μετά δε την εβδόμη ημέρα τον εκάλεσε ιδιαιτέρως ο ποιμήν και τον ερώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήση μαζί τους. Όταν δε τον είδε να συγκατατίθεται με όλη του την ειλικρίνεια, τον ερώτησε πάλι τι αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο.

Αφού λοιπόν τον είδε να τα εξομολογήται την ίδια στιγμή και με προθυμία όλα, για να τον δοκιμάση του είπε πάλι: «Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης εμπρός σε όλη την αδελφότητα». Και εκείνος έχοντας μισήσει ολωσδιόλου την αμαρτία του και περιφρονώντας κάθε εντροπή του το υποσχέθηκα αδίστακτα. «Και αν θέλης ακόμη, του λέγει, τα εξομολογούμαι και στο κέντρο της Αλεξανδρείας». Ύστερα απ’ αυτό, ο Ποιμήν συναθροίζει στο Κυριακό όλα τα (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τον αριθμό. Και ενώ ετελείτο η θεία Λειτουργία -ήταν ημέρα Κυριακή- μετά την ανάγνωσι του Ευαγγελίου, δίδει εντολή και οδηγείται προς τον Ναό ο αθώος πλέον εκείνος κατάδικος. Τον έσυραν μερικοί αδελφοί κτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι του. Και μόνη η θέα του δυστυχισμένου αυτού εδημιούργησε κατάπληξι σε όλους, ώστε αμέσως να ξεσπάσουν σε δάκρυα και ολολυγμούς, εφ’ όσον κανείς δεν εγνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Έπειτα μόλις επλησίασε στην πύλη της Εκκλησίας, η ιερά εκείνη κεφαλή, ο φιλάνθρωπος κριτής, του εφώναξε με δυνατή φωνή: «Στάσου! Είσαι ανάξιος να εισέλθης εδώ μέσα».

Εκείνος τότε εταράχθηκε από την φωνή του Ποιμένος πού την άκουσε από το Ιερό. (Όπως αργότερα μας εβεβαίωνε με όρκους, του εφάνηκε ότι άκουσε βροντή και όχι φωνή ανθρώπου). Πέφτει αμέσως έντρομος με το πρόσωπο στην γη, συγκλονισμένος ολόκληρος από τον φόβο. Ενώ δε εκείτετο κάτω και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του, εκείνος ο θαυμάσιος ιατρός, ο οποίος μεταχειριζόταν τα πάντα για την σωτηρία του, και συγχρόνως έδιδε σε όλους ένα υπόδειγμα σωτηρίας και αληθινής ταπεινώσεως, τον προστάζει να ειπή εμπρός σε όλους όλα τα αμαρτήματά του ένα-ένα ξεχωριστά.

Τότε αυτός άρχισε να εξομολογήται με τρόμο όλα του τα αμαρτήματα ένα- ένα λέγοντας πράγματα που εξένιζαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύσιν, κατά φύσιν, με ανθρώπους, με ζώα, αλλά ακόμη και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να ακούση ούτε να γράψη κανείς. Έπειτα από την εξομολόγησι αυτή, προστάζει ο Ποιμήν να καρή αμέσως μοναχός και να συγκαταριθμηθή στους αδελφούς.

Εγώ τότε εθαύμασα την σοφία του Οσίου εκείνου και τον ερώτησα ιδιαιτέρως, για ποιο λόγο προέβη στην παράδοξη αυτή ενέργεια. Εκείνος δε πού ήταν πράγματι ιατρός ψυχών, μου απήντησε ότι το έκανε αυτό για δύο λόγους:

«Πρώτον, χάριν αυτού του ιδίου, ώστε με την εντροπή της παρούσης εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από την μέλλουσα εντροπή – πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν εσηκώθηκε από το έδαφος, μέχρις ότου επέτυχε την άφεσι όλων των αμαρτιών του. Και μην αμφιβάλλης γι΄αυτό, διότι κάποιος από τους αδελφούς πού παρευρίσκονταν εκεί πήρε θάρρος και μου είπε: «Έβλεπα την ώρα εκείνη κάποιον φοβερό και επιβλητικό άνδρα πού κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί γραμμένο και ένα κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά πού ο ριγμένος στο έδαφος εξωμολογείτο μία αμαρτία του, εκείνος με το κοντύλι την διέγραφε». Αυτό είναι πολύ φυσικό, σύμφωνα και με τα λόγια (του Δαβίδ): «Είπα, εξαγορεύσω κατ΄εμού την ανομίαν μου τώ Κυρίω, και σύ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγησι, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεσι των αμαρτιών του».

Είδα και άλλα πολλά αξιοθαύμαστα και αξιομνημόνευτα πράγματα, κοντά στον αείμνηστο εκείνο Ποιμένα και το ποίμνιό του, από τα οποία τα περισσότερα θα προσπαθήσω να σας τα παρουσιάσω. Διότι έμεινα κοντά τους αρκετό καιρό, εξετάζοντας την ζωή τους, η οποία μου προξενούσε υπερβολικό θαυμασμό καθώς έβλεπα πώς οι επίγειοι εκείνοι άγγελοι εμιμούντο τους ουρανίους!

Συνδέονταν μεταξύ τους με αδιάρρηκτο δεσμό αγάπης, χωρίς η μεγάλη αυτή αγάπη -πράγμα πολύ θαυμαστό- να έχη δημιουργήσει μεταξύ τους παρρησία ή αργολογία. Πριν από όλα εφρόντιζαν να μη τραυματίσουν σε τίποτε την συνείδησι του αδελφού. Εάν τυχόν ευρισκόταν κανείς με μίσος προς τους άλλους, ο Ποιμήν τον εξώριζε ως κατάδικο στο ιδιαίτερο και απομονωμένο Μοναστήρι. Όταν κάποτε ένας αδελφός ωμίλησε στον Ποιμένα υβριστικά εις βάρος άλλου αδελφού, την ίδια στιγμή διέταξε ο οσιώτατος Ποιμήν να εκδιωχθή. «Δεν ανέχομαι -είπε- να υπάρχη στην Μονή και ορατός και αόρατος διάβολος».

Δεν θα σας αποσιωπήσω και το ασυνήθιστο και θαυμαστό έργο του μαγείρου τους. Βλέποντάς τον να έχη παντοτεινή περισυλλογή και δάκρυα στο διακόνημά του, τον ικέτευα να μου ειπή πώς αξιώθηκε να λάβη ένα τέτοιο χάρισμα, και εκείνος στην επιμονή μου αποκρίθηκε: «Ποτέ δεν σκέφθηκα ότι υπηρετώ ανθρώπους, αλλά τον Θεόν. Έκρινα τον εαυτόν μου ανάξιο για κάθε είδους ανάπαυσι και η θέα αυτής της φωτιάς μου ενθυμίζει συνεχώς την μελλοντική φλόγα της κολάσεως».

Ακούσατε και άλλο παράδοξο κατόρθωμα των μοναχών αυτών: Ακόμη και την ώρα της τραπέζης, δεν διέκοπταν την νοερά εργασία της προσευχής. Με κάποιο συγκεκριμένο αλλά μυστικό νεύμα υπενθύμιζαν οι μακάριοι ο ένας στον άλλον την επιμέλεια της εσωτερικής προσευχής. Και αυτό, όχι μόνο στην τράπεζα, αλλά και σε κάθε συνάντησι και σύναξί τους. Όταν τυχόν έπεφτε κάποιος σε παράπτωμα, τότε τον παρακαλούσαν και τον ικέτευαν πολύ οι άλλοι, να επιτρέψη να μεριμνήσουν αυτοί, να απολογηθούν αυτοί στον Ποιμένα και να δεχθούν την επίπληξι.

Ο μέγας εκείνος Ποιμήν το αντελήφθηκε αυτό και τους έβαζε ελαφρότερες τιμωρίες, γνωρίζοντας ότι ο τιμωρούμενος είναι αθώος. Ωστόσο όμως δεν επιζητούσε να μάθη τον πραγματικό ένοχο. Πού να συναντήσης σ΄εκείνους εκδηλώσεις πού να ενθυμίζουν αργολογία ή αστειολογία! Εάν επίσης άρχιζε κάποιος να φιλονική με τον πλησίον του, ο τρίτος που τύχαινε να περάση από εκεί έβαζε μετάνοια και διέλυε την οργή. Όταν δε αντιλαμβανόταν πώς έμενε μέσα τους μνησικακία, το ανέφερε αμέσως στον Δεύτερο -μετά τον Γέροντα- και αυτός εφρόντιζε να συμφιλιωθούν πριν δύση ο ήλιος (πρβλ. Έφ. δ΄ 26). Εάν όμως εσκλήρυναν την στάσι τους και επέμεναν, τότε ετιμωρούντο με αποχή από το φαγητό έως ότου συμφιλιωθούν, ή απεβάλλοντο από την Μονή. Η διαγωγή τους αυτή, η τόσο αξιέπαινος και προσεκτική, δεν ήταν πράγμα μάταιο και ανωφελές, αλλά αντιθέτως παρουσίαζε πολλούς εμφανείς καρπούς.

Πολλοί από τους οσίους εκείνους αναδείχθηκαν σπουδαίοι στην πρακτική και στην θεωρητική ζωή, στην διάκρισι και στην ταπεινοφροσύνη. Αντίκρυζε δε κανείς σ΄αυτούς ένα θέαμα εκπληκτικός και αγγελοπρεπές: Ολόλευκοι ηλικιωμένοι μοναχοί, σεβάσμιοι και ιεροπρεπείς, να τρέχουν δεξιά και αριστερά, ασκώντας την υπακοή και έχοντας ως μεγαλύτερό τους καύχημα την ταπείνωσί τους.

Είδα εκεί άνδρας πού είχαν πενήντα περίπου χρόνια στην υπακοή, και τους ικέτευα να μου ειπούν ποια πνευματική παρηγορία απέκτησαν ύστερα από τόσο κόπο. Άλλοι ωμολογούσαν ότι έφθασαν σε άβυσσο ταπεινοφροσύνης και με αυτήν αποκρούουν επιτυχώς κάθε επίθεσι του εχθρού. Άλλοι έλεγαν ότι υπομένουν αναίσθητα και ανώδυνα κάθε κακολογία και ύβρι. Είδα και άλλους ανάμεσα σ΄αυτούς τους αειμνήστους, οι οποίοι ήταν ολόλευκοι από το γήρας και αγγελοειδείς. Είχαν φθάσει σε βαθύτατη ακακία και απλότητα, απλότητα «σεσοφισμένη», κατωρθωμένη με την αγαθή τους προαίρεσι και την βοήθεια του Θεού, όχι αλογίκευτη και ασύνετη σαν εκείνη ωρισμένων κοσμικών γερόντων, πού τους ονομάζουν φλύαρους και «ξεκουτιασμένους». Εφαίνοντο δε εξωτερικά τελείως ήπιοι, προσηνείς, φαιδροί, χωρίς τίποτε το επίπλαστο και επιτηδευμένο κα νοθευμένο στους λόγους και στην συμπεριφορά τους. Πράγματα πού δεν συναντώνται εύκολα! Εσωτερικά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νήπια τον Θεόν και τον Γέροντα. Το δε νοερό τους βλέμμα το είχαν στραμμένο – ωργισμένο και αλύγιστο – εναντίον των δαιμόνων και των παθών.

Δεν θα επαρκέση όμως, ώ ιερέ φίλε μετά της θεοφιλούς συνοδίας σου, ο χρόνος της ζωής μου, προκειμένου να εξιστορήσω τις αρετές και την ουρανομίμητη ζωή των μακαρίων εκείνων μοναχών. Αλλά είναι προτιμότερο να κοσμήσω τον ακόσμητο λόγο μου με τους ιδρώτας εκείνων, και να σας διεγείρω έτσι σε θεάρεστο ζήλο και μίμησι, παρά με τις ιδικές μου πτωχές παραινέσεις, διότι «χωρίς πάσης αντιλογίας το έλαττον υπό του κρείττονος κατακοσμείται» (πρβλ. Εβρ. ζ΄ 7).

Μόνο σας παρακαλώ, μην υποψιασθήτε καθόλου ότι σας γράφω κάτι πλαστό, διότι μία τέτοια δυσπιστία καταστρέφει την ωφέλεια.

Ας συνεχίσωμε λοιπόν την προηγούμενη διήγησι. Στο Κοινόβιο αυτό είχε κοινοβιάσει πρίν από μερικά έτη κάποιος Ισίδωρος που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, από αρχοντική τάξι. Αυτόν τον επρόλαβα και εγώ εκεί. Όταν τον υποδέχθηκε ο οσιώτατος εκείνος Ποιμήν, είδε ότι ήταν κακότροπος, σκληρόκαρδος, φοβερός, επιβλητικός και αγέρωχος. Και εσκέφθηκε με ένα ανθρώπινο τέχνασμα να νικήση την πανουργία των δαιμόνων.

Λέγει λοιπόν στον Ισίδωρο: «Αν πραγματικά απεφάσισες να σηκώσης τον ζυγό του Χριστού, εκείνο πού πριν απ΄ όλα σου ζητώ είναι να ασκής την υπακοή». «Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό, έτσι αγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στην υπακοή», αποκρίθηκε εκείνος. Ικανοποιημένος τότε ο μέγας Ποιμήν από την απάντησι και την παρομοίωσι, προχώρησε αμέσως και έδωσε στον σιδερένιο Ισίδωρο το γύμνασμά του:

«Θέλω, αδελφέ, να κάθεσαι στην πύλη της Μονής και με φυσικότητα σε καθέναν πού θα εισέρχεται ή θα εξέρχεται, να βάζης μετάνοια λέγοντας, «προσευχήσου για μένα, πάτερ, διότι είμαι επιληπτικός». Ο Ισίδωρος υπήκουσε σαν άγγελος στον Κύριον.

Συνεπλήρωσε επτά χρόνια σ΄αυτήν την άσκησι, και έφθασε έτσι σε βαθύτατη ταπείνωσι και κατάνυξι.

Τότε ο αείμνηστος εκείνος Ποιμήν, αφού πέρασε η «νομική επταετία» και μετά από την αφάνταστη υπομονή του Ισιδώρου, απεφάσισε να τον συγκαταριθμήση στους αδελφούς -ήταν υπεράξιος- και επι πλέον να τον χειροτονήση κληρικό. Εκείνος όμως μέσω άλλων αδελφών, καθώς και εμού του ταπεινού, ικέτευσε τον Ποιμένα να τον αφήση να τελειώση τον δρόμο του με την ίδια άσκησι. Στην παράκλησί του αυτή άφινε να υποδηλωθή κάπως αμυδρά ότι έφθανε στο τέλος του, ότι επλησίαζε η ώρα πού θα τον καλούσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι και έγινε. Ο Διδάσκαλος τον άφησε στην ίδια θέσι, και ύστερα από δέκα ημέρες «δι΄αδοξίας ενδόξως εξεδήμησε» προς τον Κύριον. Επτά δε ημέρες μετά την κοίμησί του παρέλαβε κοντά του και τον θυρωρό της Μονής. Του είχε ειπεί, ότι «εάν βρω παρρησία στον Κύριον, σύντομα θα σε έχω κοντά μου, για να είμαστε και εκεί αχώριστοι». Έτσι και έγινε, ώστε να φανερωθή απόλυτα και να επικυρωθή (από τον Θεόν) η ακαταίσχυντος υπακοή και η θεομίμητος ταπείνωσίς του.

Όταν ακόμη ζούσε ο μέγας αυτός Ισίδωρος, τον ερώτησα τι εργασία είχε ο νους του, καθώς ευρισκόταν εκεί εμπρός στην πύλη της Μονής. Και δεν μου το απέκρυψε ο αείμνηστος θέλοντας να με ωφελήση. «Στην αρχή μέν, μου είπε, συλλογιζόμουν ότι πωλήθηκα για τις αμαρτίες μου και ως έκ τούτου με πολλή πικρία και βία και αιματηρό αγώνα έκανα τις μετάνοιες. Όταν όμως συμπληρώθηκε ένας χρόνος, τότε πλέον η καρδιά μου δεν αισθανόταν λύπη, αλλά επερίμενα από τον Θεόν τον μισθό της υπομονής μου. Και όταν επέρασε άλλος ένας χρόνος, τότε ένοιωθα τον εαυτό μου με βαθειά συναίσθησι ως ανάξιο να διαμένη στην Μονή, να βλέπη και να συναντά τους πατέρες, να μεταλαμβάνη των θείων Μυστηρίων και να αντικρύζη οποιοδήποτε πρόσωπο. Ρίχνοντας δε κάτω το βλέμμα και πιο κάτω ακόμη την σκέψι περί του εαυτού μου, ικέτευα τους εισερχομένους και εξερχομένους να προσεύχωνται για μένα».

Κάποτε, ενώ καθόμαστε μαζί στην τράπεζα, ο μέγας εκείνος Ηγούμενος έγειρε στο αυτί μου το άγιό του στόμα και μου λέγει: «Θέλεις να σου δείξω θεϊκό φρόνημα μέσα σε βαθύτατο γήρας»; Αφού δε εγώ τον παρεκάλεσα γι΄αυτό, φωνάζει ο δίκαιος κάποιον από το δεύτερο τραπέζι, πού ωνομαζόταν Λαυρέντιος και είχε σαράντα οκτώ περίπου χρόνια στο Μοναστήρι -ήταν μάλιστα και ο δεύτερος κατά σειράν πρεσβύτερος στο ιερατείο της Μονής. Ήλθε λοιπόν ο Λαυρέντιος, έβαλε μετάνοια στον Ηγούμενο και εκείνος του έδωσε την ευλογία του. Αφού όμως σηκώθηκε, δεν του είπε τίποτε απολύτως, αλλά τον άφησε να ίσταται όρθιος εμπρός στο τραπέζι και χωρίς να τρώγη (ενώ ευρισκόμεθα ακόμη στην αρχή του γεύματος). Και έμεινε στην θέσι αυτή όρθιος μία ολόκληρη ώρα, ίσως και δύο, ώστε εγώ έφθασα στο σημείο να εντρέπωμαι και να ατενίσω ακόμη κατά πρόσωπον τον εργάτη αυτόν της αρετής, πού ήταν ολόλευκος γέρων ογδόντα ετών. Περίμενε εκεί, χωρίς να λάβη απάντησι, μέχρι τέλους του φαγητού, οπότε, όταν εμείς σηκωθήκαμε, τον στέλνει ο Όσιος στον μέγα Ισίδωρο, πού ανέφερα ενωρίτερα, να του ειπή την αρχή του τριακοστού ενάτου Ψαλμού, (δηλ.: «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου»).

Ύστερα από αυτό εγώ σαν πονηρότατος δεν παρέλειψα να εξετάσω και να δοκιμάσω τον γέροντα. Τον ερώτησα λοιπόν, τι σκεπτόταν όλη αυτή την ώρα, όρθιος, εμπρός στο τραπέζι. «Ουδέποτε -μου απήντησε- έβαλα στο νου μου ότι με διατάζει ο Ηγούμενος, αλλ΄ ο Θεός, διότι στο πρόσωπο του Ποιμένος ετοποθέτησα την εικόνα του Χριστού. Διά τούτο, πάτερ Ιωάννη, την ώρα εκείνη προσευχόμουν στον Θεόν, σαν να ευρισκόμουν όχι εμπρός σε τραπέζι ανθρώπων, αλλ΄ ενώπιον του θείου θυσιαστηρίου. Δεν δέχθηκα κανέναν πονηρό λογισμό εναντίον του Ποιμένος, εξ αιτίας της εμπιστοσύνης και της αγάπης πού τρέφω απέναντί του, διότι, όπως έχει λεχθή, «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 5). Επί πλέον όμως, γνώριζε και τούτο, πάτερ, ότι αυτός πού θα παραδώση τον εαυτόν του αυτοπροαίρεται στις αρετής της απλότητος και της ακακίας, δεν παραχωρεί πλέον στον πονηρό «χώραν ή ώραν», για να τον βλάψη».

Ας ακούσωμε τώρα και ας θαυμάσωμε θεϊκή σοφία πού ευρέθηκε μέσα σε «οστράκινα» σώματα. Όσο καιρό ήμουν εκεί, εκαμάρωνα την πίστι και την υπομονή και την αδάμαστη καρτερία των νεωτέρων αδελφών στις επιτιμήσεις, στις περιφρονήσεις και στις διώξεις -μερικές φορές- όχι μόνο εκ μέρους του Γέροντος, αλλά και των πολύ μικροτέρων αδελφών. Και χάριν πνευματικής οικοδομής ερώτησα έναν αδελφό, που λεγόταν Αββάκυρος και είχε δεκαπέντε χρόνια στην Μονή.

Τον αδελφό αυτόν έβλεπα να τον μαλώνουν όλοι σχεδόν, και μερικές φορές μάλιστα να τον διώχνουν ακόμη και από την τράπεζα οι διακονηταί, επειδή είχε έκ φύσεως το ελάττωμα να είναι ολίγο φλύαρος.

Του είπα λοιπόν: «Γιατί, αδελφέ Αββάκυρε, βλέπω κάθε ημέρα να σε διώχνουν από την τράπεζα και πολλές φορές να κοιμάσαι νηστικός»; Εκείνος μου αποκρίθηκε: «Πίστεψέ με, πάτερ, ότι με δοκιμάζουν οι πατέρες μου, αν κάνω για μοναχός. Αλλά δεν το κάνουν στα αληθινά. Και εγώ γνωρίζοντας τον σκοπό του μεγάλου, (δηλαδή του Γέροντος), και των αδελφών, τα υπομένω όλα χωρίς κόπο. Και να, πού συμπλήρωσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια με τον λογισμό αυτόν. Έτσι άλλωστε μου είπαν από την πρώτη στιγμή πού ήλθα εδώ, ότι μέχρι τριάντα χρόνια δοκιμάζουν αυτούς που απαρνούνται τον κόσμο και εισέρχονται στην Μονή. Και δικαίως, πάτερ Ιωάννη! Διότι εάν δεν υποβληθή σε δοκιμασία ο χρυσός, δεν θεωρείται καθαρός».

 Αυτός λοιπόν ο γενναίος Αββάκυρος αγωνίσθηκε δύο ακόμη χρόνια -μετά την επίσκεψί μου στο Μοναστήρι-, και έτσι εξεδήμησε προς Κύριον. Και πριν ξεψυχήση είπε προς τους πατέρας: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ τον Κύριον και σας. Διότι με το να με πειράζετε εσείς για να με σώσετε, δεν με επείραξαν οι δαίμονες δεκαεπτά ολόκληρα έτη»! Ο ποιμήν, που πάντοτε έκρινε δίκαια, διέταξε να τον ενταφιάσουν σαν ομολογητή -του άξιζε- ανάμεσα στους πρό αυτού Αγίους της Μονής.

Θα ζημιώσω οπωσδήποτε τους ζηλωτάς των καλών, εάν θάψω στο μνήμα της σιωπής το κατόρθωμα και άθλημα του Μακεδονίου, του πρώτου διακόνου της Μονής.  Αυτός, ο ιδιαίτερα ηγαπημένος από τον Κύριον, όταν κάποτε επλησίαζε η εορτή των αγίων Θεοφανείων, παρεκάλεσε τον ποιμένα -δύο ημέρες πριν από την εορτή- να μεταβή στην Αλεξάνδρεια για κάποια του ανάγκη, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψη το γρηγορώτερο, για την Ακολουθία και ετοιμασία της εορτής.

Ο μισόκαλος όμως διάβολος έφερε εμπόδιο στον αρχιδιάκονο και ωδήγησε τα πράγματα έτσι ώστε, αφού επήρε την ευλογία του Ηγουμένου και έφυγε, να μη προφθάση να επιστρέψη στην Μονή την ημέρα της αγίας εορτής, σύμφωνα με την διορία πού είχε λάβει από τον Γέροντα. Όταν λοιπόν επέστρεψε, μία ημέρα αργότερα, τον βγάζει ο Ποιμήν από την θέσι των διακόνων και τον κατεβάζει στην τάξι των τελευταίων αρχαρίων. Και ο καλός υπηρέτης και διάκονος της υπομονής και αρχιδιάκονος της καρτερίας δέχεται τον ορισμό και την απόφασι του Πατρός χωρίς την παραμικρή λύπη, σαν να επιτιμήθηκε άλλος και όχι αυτός. Και όταν συμπλήρωσε σαράντα ημέρες στην θέση αυτή, ο σοφός Γέροντας τον επανέφερε πάλι στην κανονική του σειρά. Την επομένη όμως ημέρα ο αρχιδιάκονος τον ικετεύει να τον τοποθετήση πάλι στην ίδια τιμωρία και ατιμία, διότι -έλεγε- έπεσε στην Αλεξάνδρεια σε ασυγχώρητο αμάρτημα. Ο Όσιος κατάλαβε βεβαίως ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια και ότι του το ζητούσε από ταπείνωσι, ωστόσο όμως υποχώρησε στην καλή επιθυμία του εργάτου. Έτσι έβλεπε κανείς έναν ολόλευκο και σεβάσμιο γέροντα να ευρίσκεται στην τάξι των αρχαρίων και να τους παρακαλή όλους από καρδίας να προσεύχωνται γι’ αυτόν, επειδή -όπως έλεγε- έπεσε στην πορνεία της παρακοής. Ο μέγας αυτός Μακεδόνιος εμπιστεύθηκε στην ταπεινότητά μου την αιτία για την οποία προσέτρεξε στην ταπεινωτική αυτή κατάστασι: «Ποτέ άλλοτε, μου είπε, δεν αισθάνθηκα μέσα μου, όπως τώρα, τόση ανακούφισι από πολέμους και τόση γλυκύτητα από το θεϊκό φως»!

Ίδιον των αγγέλων είναι το να μη πέφτουν, ίσως διότι και δεν μπορούν (πλέον) να πέσουν, όπως λέγουν ωρισμένοι. Των ανθρώπων είναι ίδιον να πέφτουν, αλλά και να σηκώνονται πάλι όταν πέσουν. Μόνο στους δαίμονας συμβαίνει, αφού μια φορά έπεσαν, να μην υπάρχη πλέον περίπτωσις να σηκωθούν.

 Σε κάθε είδος κτισμάτων παρατηρούνται, όπως λέγουν μερικοί, πολλές διαφορές. Και μεταξύ των αδελφών μιας συνοδίας παρατηρούνται διαφορές στην πνευματική πρόοδο και στον τρόπο της σκέψεως και διαθέσεως. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν ο ιατρός των ψυχών, (ο Γέροντας δηλαδή του Κοινοβίου εκείνου), διέκρινε σε μερικούς αδελφούς την τάσι να επιδεικνύωνται στους κοσμικούς επισκέπτες της Μονής, τους εξευτέλιζε εμπρός σ’ εκείνους και τους ανέθετε περιφρονητικές υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτόν τους έκανε, ώστε να εξαφανίζωνται άλλη φορά, όταν έρχονταν κοσμικοί επισκέπτες. Και μπορούσε να ιδή κανείς ένα πράγμα ανέλπιστο και θαυμαστό: Η κενοδοξία των μοναχών αυτών να εκδιώκη τον εαυτόν της και να τους κάνη να απομακρύνωνται από τους ανθρώπους ολοταχώς.

Μη θέλοντας ο Κύριος να μου στερήση την ευχή ενός οσίου μοναχού, μία εβδομάδα πριν αναχωρήσω από το Μοναστήρι αυτό, εκάλεσε κοντά του τον δεύτερο, μετά τον Ηγούμενο, ένα θαυμάσιο άνδρα που ωνομαζόταν Μηνάς. Αυτός έζησε πενήντα εννέα έτη στο Κοινόβιο και πέρασε από όλα τα διακονήματα. Την Τρίτη λοιπόν ημέρα μετά την κοίμησί του, ενώ ετελούσαμε την καθωρισμένη Ακολουθία, ξαφνικά γεμίζει ευωδία όλος ο χώρος, όπου είχε ενταφιασθή ο Όσιος. Τότε ο μέγας, (ο Ηγούμενος δηλαδή), επέτρεψε να ξεσκεπάσωμε τον τάφο. Και μόλις ανοίξαμε, βλέπομαι να ξεχύνεται από τα ευλογημένα πέλματά του, σαν από δύο πηγές, ευωδιαστό μύρο! Λέγει τότε σ’ όλους ο διδάσκαλος:

«Κοιτάτε! Να, οι ιδρώτες από τα πόδια του και τους κόπους του! Σαν μύρο προσεφέρθησαν στον Θεόν και σαν μύρο έγιναν πράγματι δεκτοί»!

Και άλλα πολλά κατορθώματα του οσίου τούτου Μηνά μου διηγήθηκαν οι εκεί πατέρες. Μου είπαν και το εξής: «Κάποτε ο Γέροντας θέλησε να δοκιμάση την μεγάλη υπομονή που του είχε χαρίσει ο Θεός. Ένα βράδυ λοιπόν, όταν ανέβηκε στο ηγουμενείο και του έβαλε μετάνοια ζητώντας την καθιερωμένη ευλογία, εκείνος τον άφησε γονατιστό μέχρι την ώρα πού ξύπνησαν οι μοναχοί για τον κανόνα τους. Τότε μόνο του έδωσε την ευλογία του και του επέτρεψε να σηκωθή, αφού τον ωνόμασε υβριστικά φιλενδείκτη και ανυπόμονο! Και όλα αυτά, διότι εγνώριζε ο Όσιος ότι τα υπομένει με γενναιότητα. Γι’ αυτό και του δημιούργησε την σκηνή αυτή, ώστε όλοι να ωφεληθούν. Ο δε μαθητής του οσίου Μηνά γνωρίζοντας καλά την ζωή του διδασκάλου του, μας ανέφερε σχετικώς: «Τον εξέτασα καλά μήπως αποκοιμήθηκε στην θέσι πού είχε βάλει μετάνοια στον Ηγούμενο, και με διαβεβαίωσε ότι -γονατισμένος όπως ήταν- απήγγειλε νοερά ολόκληρο το Ψαλτήριο»!

Κάποτε ο Ηγούμενος έδιωξε έναν αδελφό, ο οποίος του κατηγόρησε κάποιον άλλον ως φλύαρο και πολυλογά. Αυτός τότε περίμενε καρτερικά στην πύλη της Μονής επτά ημέρες, παρακαλώντας θερμά να συγχωρηθή και να γίνη πάλι δεκτός. Μόλις το έμαθε αυτό ο φιλόψυχος εκείνος Ηγούμενος, εξέτασε καλά και όταν άκουσε ότι δεν είχε φάγει τίποτε στις ημέρες πού πέρασαν, του εδήλωσε ότι, αν ήθελε οπωσδήποτε να παραμείνη στην Μονή, θα τον κατέτασσε στην τάξι των μετανοούντων. Ο μετανοημένος αδελφός το δέχθηκε με ευχαρίστησι. Τότε ο Ποιμήν διέταξε να τον οδηγήσουν στο ιδιαίτερο Μοναστήρι, όπου έμεναν όσοι πενθούσαν για διάφορες πτώσεις τους. Αυτό και έγινε.

Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο τρόπος της ζωής, η κατάστασις και η πολιτεία «αυτών πού επιζητούσαν πραγματικά να αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ» (Ψαλμ. κγ΄ 6)

 ΚΛΙΜΑΞ – ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Περί υπακοής (Διά την μακαρίαν και αείμνηστον υπακοήν)

ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ.ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ