Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ. Ο ΘΕΟΣ ΥΠΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ;

 

τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ, μέλους τῆς Π.Ε.Γ.

Ἡ πρώτη φορά πού ἄκουσα τό ὄνομα Κάρολος Γιούνκ ἦταν στό σχολεῖο, τό 1952, συγκεκριμένα στήν Ἕκτη Δημοτικοῦ. Τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, πρωί, πρίν τό μάθημα, μᾶς μάζευαν γύρω στά 20 λεπτά στό Ἀμφιθέατρο τοῦ Σχολείου, ὅλες τίς Τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, γύρω στά 350 παιδιά, γιά ἀνακοινώσεις κ.ἄ. Εἰδικά κάθε Παρασκευή εἴχαμε μία θρησκευτική ὁμιλία ἀπό ἕναν ἀπό τούς δυό καθηγητές μας τῶν Θρησκευτικῶν, τούς κ.κ. Κωνσταντῖνο Κούρκουλα καί Εὐάγγελο Θεοδώρου.

Κάποια ἀπ' αὐτές τίς Παρασκευές, ὁ κ. Θεοδώρου, σέ μία προσπάθεια νά καταδείξει ὅτι ἡ ἐπιστήμη δέν ἀντιστρατεύεται τήν Ἐκκλησία, ἀναφέρθηκε καί στόν Κάρολο Γιούνκ τόν ὁποῖο χαρακτήρισε «λαμπρό ἐπιστήμονα καί πιστό ἄνθρωπο».

Ἔπρεπε νά περάσουν ἄλλα 30 χρόνια γιά νά συνειδητοποιήσει τό ἐννιάχρονο τότε παιδί, ὅτι ὁ Γιούνκ κάθε ἄλλο παρά «πιστός ἄν­θρωπος» ἦταν, τουλάχιστον σέ ὅ,τι ἀφοροῦσε τόν Χριστιανισμό.

Βέβαια, παράλληλα γεννιέται τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσε ὁ τότε Καθηγητής μας, καταξιωμένος ἐπιστημονικά καί κοινωνικά ἄνθρωπος -μετέπειτα τακτικός καθηγητής στή Θεολογική Ἀθη­νῶν, κοσμήτορας τῆς Θεολογικῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Ἀθη­νῶν, ἀντιπρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί πρύτανης-, νά θεωρεῖ τόν Γιούνκ «πιστό ἄνθρωπο»;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη, καθώς τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ μας Κλήρου καί τῶν θεολόγων ἀγνοεῖ προκλητικά, ἀκόμη καί σήμερα, τίς λεπτές ἀποχρώσεις τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς παραθρησκείας καί ἀρκεῖται σέ γενικόλογους ἐπί τοῦ θέματος ἀφορισμούς. Τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπου ἐπικυριαρχοῦσε ἡ Ἀκαδη­μα­ϊκή Θεολογία κι οἱ θεολόγοι μας μετεκπαιδεύονταν στήν Ἑ­σπε­ρία, τήν ἐποχή ἐκείνη, πού ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πάσχιζε σχεδόν μόνος νά καταδείξει τήν πατερική καί ἀσκητική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, νά μᾶς βοηθήσει νά ἀνακαλύψουμε τή Ρω­μι­ο­σύνη μέσα μας καί νά μήν χαρίζουμε τή Ρωμανία στόν Πάπα, σέ μία τέτοια ἐποχή, τό λάθος γίνεται κατανοητό.

Ἀλλά, ἄς ἐπανέλθουμε ἐπί τῆς οὐσίας, μέ μικρή ἀναφορά στό βίο καί στήν πολιτεία τοῦ Κάρλ Γιούνκ, σέ σχέση μέ τόν ἀπο­κρυ­φισμό, παραθέτοντας κάποια στοιχεῖα.

Ὁ Κάρλ Γκούσταβ Γιούνκ (Carl Gustav Jung, 1875 - 1961)[1] εἶναι γνωστός στό εὐρύ κοινό ὡς Ἑλβετός ψυχίατρος καί ψυχαναλυτής καί ὁ εἰσηγητής τῆς σχολῆς τῆς ἀναλυτικῆς ψυχολογίας[2].

Γιός προτεστάντη πάστορα, μέ ὀκτώ θείους πάστορες ἐπίσης καί μέ παππού μασόνο[3], βίωσε ταραχές, ἐσωτερικές καί ἐξωτε­ρικές, κατά τήν παιδική του ἡλικία, μέ ἀποτέλεσμα στά 12 του χρόνια νά ὑποφέρει ἀπό νεύρωση καί κρίσεις λιποθυμίας. Ξεπερνώντας τό πρόβλημα, συνειδητοποίησε γιά πρώτη φορά -ὅ­πως ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος στό τελευταῖο ἔργο του «Ἀναμνήσεις, Ὄνειρα, Σκέψεις»- τό τί σημαίνει νεύρωση.

Στό πρόσωπο τοῦ πάστορα πατέρα του ὁ μικρός Κάρλ δέν μπό­ρεσε νά δεῖ παρά ἕναν ἄνθρωπο γεμάτο ἀμφιβολίες, χωρίς πραγματική πίστη, μέ ἀποτέλεσμα νά ζεῖ τή θρησκευτικότητα τοῦ περιβάλλοντός του ὡς καταπίεση.

Παράλληλα, μεγαλώνοντας ἐπέδειξε ἰδιαίτερη ἔφεση στήν ἐκ­μά­θηση γλωσσῶν, φτάνοντας νά γίνει γνώστης πολλῶν σύγχρονων εὐρωπαϊκῶν ὅσο καί ἀρχαίων, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς σανσκριτικῆς.

Ἐπέλεξε τήν ἰατρική ὡς σπουδή καί πρακτική δραστηριότητα τῆς ζωῆς του, ἀπορρίπτοντας τή μελέτη τῶν ἀρχαίων πολιτι­σμῶν, πού ἀποτελοῦσε σταθερό νεανικό του πάθος ἤ τή θεολογία, πού ἦταν οἰκογενειακή παράδοση καί προσανατόλισε τίς ἔ­ρευνες τῶν ψυχικῶν φαινομένων πρός μία κατεύθυνση ἐ­ντελῶς διαφορετική ἀπό αὐτήν τοῦ μέντορά του Φρόϊντ, φέρνοντάς την σέ ἐπαφή καί ἀλληλεπίδραση μέ τόν κόσμο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς παραψυχολογίας[4].

Τήν περίοδο 1895-1899 ὁ Γιουνκ κάνει πειράματα πνευματι­σμοῦ μέ μέντιουμ τήν ἐξαδέλφη του Ἔλεν Πράσβερκ. Τό 1902, ἀκολουθώντας τή συμβουλή τοῦ καθηγητῆ Ὄϊγκεν Μπλέλερ κάνει τά πειράματα αὐτά καί τίς παρατηρήσεις του θέμα τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς μέ τίτλο «Ψυχολογία καί Παθολογία τῶν Ἀποκαλούμενων Ἀπόκρυφων Φαινομένων».

Τό ἐνδιαφέρον του γιά τά «παραψυχικά φαινόμενα» ἔμεινε ἀ­μεί­ωτο ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἐνῶ παράλληλα ἡ προσοχή του ἑστιάστηκε καί στά συγχρονιστικά φαινόμενα[5] στήν κατηγορία τῶν ὁποίων ἀνήκουν κατ' αὐτόν καί οἱ περιπτώσεις τηλεπάθειας, διαίσθησης, προφητείας, κ.ο.κ. Ἀποτέλεσμα τῆς ἔ­ρευ­νάς του ὑπῆρξε, τό 1952, τό ἔργο τοῦ «Συγχρονικότητα: Μία μή αἰτιακή συνδετική ἀρχή» (Synchroni­ci­ty: An Acausal Con­nec­ting Principle), πού ἐκδόθηκε μαζί μέ ἕνα δοκίμιο τοῦ νομπελίστα Αὐστριακοῦ φυσικοῦ Βόλφγκανκ Πάουλι (Wolfgang Pauli), μία θεωρία πού ἐφήρμοσε γιά τήν ἑρμηνεία τῶν μεθόδων μαντείας. Στήν ἴδια περίοδο συνδέθηκε μέ τόν σινολόγο Ρίχαρτ Βίλχελμ (Richard Wilhelm), μέ τόν ὁποῖο συζητοῦσε τούς πειραματισμούς του πάνω στό «Ι Τζίγκ» (I Ching)[6].

Τήν περίοδο 1905-1909 διορίζεται ἀρχίατρος καί προσωπάρχης τῆς Ψυχιατρικῆς Κλινικῆς Μπουργκχόλζλι (Burgholzli), ὅπου δι­ε­ξάγει ἔρευνες ἐπάνω στήν σχιζοφρένεια κι ἐπιχειρεῖ θεραπεία μέ ὑπνωτισμό.

Τό 1907 ξεκινᾶ ἡ συνεργασία του μέ τόν Φρόϊντ γιά νά ἐπέλθει τό 1913 ἡ ρήξη τῶν δυό μετά τήν ὁποία ὁ Γιούνκ ὁρίζει τήν δική του θεωρία ὡς «Ἀναλυτική Ψυχολογία».

Ἡ περίοδος 1913-1919 ὑπῆρξε διαδρομή ἔντονης ἐσωστρέφειας καί χαρακτηρίζεται ὡς ἡ «συνάντηση τοῦ Γιούνκ μέ τό ἀσυνεί­δητο». Τό δέ 1916 ἐκδίδει τό «Ἑπτά Ὁμιλίες πρός τούς Νεκρούς» (Se­ven Sermons to the Dead), συλλογή ἑπτά μυστικιστικῶν ἤ «Γνω­στι­κῶν» κειμένων πού γράφτηκαν ἀπό τόν ἴδιο, ἀλλά ὡς συγ­γραφέα παρουσιάζει τόν Γνωστικό Βασιλείδη τόν Ἀλεξαν­δρέα. Τό ἴδιο ἔτος καταθέτει καί περιγράφει γιά πρώτη φορά τούς ὅρους «ἐνεργητική φαντασία», «Προσωπικό Ἀσυνείδη­το», «συλλογικό/ὑπερπροσωπικό ἀσυνείδητο», «ἐξατομίκευση», «ἄ­νι­μους/ἄνιμα», «προσωπεῖο», «περσόνα» στό ἔργο του «Δομή τοῦ Ἀσυνείδητου», ὅρους σήμερα εὐρύτατα χρησιμοποιούμενους στίς ὁμάδες καί διδασκαλίες τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Ἀπό τό 1918 ἕως τό 1926 ἀσχολήθηκε σοβαρά μέ τή μελέτη τῶν γνωστικῶν συγγραφέων, θεωρώντας πώς ὑπῆρξαν πρωτο­πό­ροι στή συνάντηση μέ τό χῶρο τοῦ ἀσυνειδήτου.

Θέλησε ὅμως νά βρεῖ κι ἕναν ἐνδιάμεσο κρίκο πού νά ἑνώνει τήν ἐποχή τοῦ Γνωστικισμοῦ μέ τή σύγχρονη ἐποχή καί τήν ψυχολογία τοῦ ἀσυνειδήτου καί θεώρησε πώς τή βρῆκε στούς ἀλχημιστές τοῦ Μεσαίωνα. Μελετώντας τό ἔργο τους, θεώρη­σε λανθασμένα πώς ὁ ἀλχημιστής ἀντιπροσώπευε ἕνα ἐσωτε­ρικό, ὑπόγειο ρεῦμα, μέσα στόν Χριστιανισμό, τό ὁποῖο προσπάθησε νά ἐξαλείψει τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις πού ὁ Γιούνκ νόμιζε πώς ἔβλεπε στό ἐπίσημο δόγμα[7].

Εἰσάγει τό 1921, στό βιβλίο τοῦ «Ψυχολογικοί Τύποι», τόν ὄρο «Ἐαυτός», ἕναν ὄρο κλειδί στόν σύγχρονο χῶρο τῆς Ψυχολογίας καί τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, ἐνῶ τό 1958 δημοσιεύει τόν ἀρχικό τό­μο «Ἡ Πράξη τῆς Ψυχοθεραπείας» καί ἐκδίδει τό βιβλίο «Ἱ­πτά­μενοι Δίσκοι, Ἕνας Σύγχρονος Μύθος», ὅπου διαφαίνεται ὅτι «τά UFO συμπεριφέρονται ὄχι σάν σώματα, ἀλλά σάν ἀβα­ρεῖς σκέψεις καί ὅτι εἶναι ἐκδηλώσεις τοῦ ἀσυνείδητου, ἀρχετυ­πικές ἰδέες πού παρουσιάζονται ἀκόμα καί σέ φυσιολογικούς ἀν­θρώπους. Εἶναι τόσο "πραγματικές" καί ὑποβλητικές, ὥστε ὁ πα­ρα­τηρητής ἀρνεῖται ἐνστικτωδῶς νά τίς θεωρήσει ψευδαισθήσεις ἤ παραισθήσεις. Τό μή συνειδητό ὑπόστρωμα, ἀνέκαθεν ἐμφανι­ζό­ταν μέ μαγικές ἤ ὑπερφυσικές ἰδέες»[8].

«Τό φαινόμενο τῶν UFO», κατά τόν Γιούνκ, «εἶναι μία "ὀραματική φήμη". Ἐκφράζεται μέ ὁράματα καί διατηρεῖται στή ζωή ἀπ' αὐτά, ἐπειδή ἴσως ὀφείλει τήν ὕπαρξή του σ' αὐτά. Ἡ πρώτη προϋπόθεση γιά μία ὀραματική φήμη εἶναι πάντα μία ἀσυνήθιστη συγκίνηση. Ἡ συγκινησιακή αὐτή ἔνταση προέρχεται ἀπό μία συλλογική ἀθλιότητα ἤ κίνδυνο ἤ ζωτική ψυχική ἀνάγκη. Λόγω τοῦ ὅτι οἱ συνειρμικές διεργασίες πολλῶν ἀνθρώπων παρουσιάζουν ἕναν παραλληλισμό στό χῶρο καί στό χρόνο, διαφορετικά ἄτομα ἐμφανίζουν ταυτόχρονα καί ἀνεξάρτητα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, τίς ἴδιες νέες ἰδέες - κι ἔτσι παρόμοια γίνονται "συνεργοί" μίας κοινῆς ὀραματικῆς φήμης».

Μετά τά ἀνωτέρω καί πολλά ἄλλα πού δέν κατέστη δυνατόν νά περιληφθοῦν στό ἐν λόγῳ περιορισμένο σημείωμα -ἀλλά στά ὁποῖα μπορεῖ νά καταφύγει ὁ ἀναγνώστης μελετώντας τίς ὑποσημειώσεις- εὔκολα διακρίνει ὁ σημερινός χριστιανός μελετητής τήν τραγικότητα στόν βίο καί στήν «ἐργασία» τοῦ Καρόλου Γουστάβου Γιούνκ.

Ἡ τραγικότητα στόν Γιούνκ ἔγκειται στό ὅτι προσπάθησε νά «χωρέσει» τόν Θεό στόν περιορισμό μίας δῆθεν ἐπιστήμης -ὅ­πως αὐτός τήν κατανόησε-, μίας «ἐπιστήμης» πού οὔτε τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό δέν μπορεῖ νά προσδιορίσει. Μέ τή ζωή του καί τά «πειράματά» του δέν ἔθεσε φυσικά «ὑπό τό μικροσκόπιο» τόν Ἀχώρητο, ἀλλά τό Πνεῦμα τῆς Πονηρίας, τό αὐτό Πνεῦμα πού ταλανίζει ὅσους μέχρι σήμερα ἀκολουθοῦν τίς θεωρίες του καί τό διαβόητο σύνδρομο τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου.

Τά ἔργα του ὑπάρχουν μεταφρασμένα καί ἐν χρήσει ἀπό ἀντι­προ­σωπευτικές προσωπικότητες τοῦ χώρου, ὅπως ἡ Σοφία Ἄν­τζακα, ὁ Κωνσταντῖνος Ζάρρας κ.ἄ.

Τὰ περιεχόμενα τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου ἐκφράζουν θέσεις ἐκκλη­σιαστικὲς καὶ ἀντιαιρετικές καὶ δὲν ἔχουν τὴν πρόθεση νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψη κανενός, τὶς ὁποῖες δηλώνουμε ὅτι σεβόμεθα δεόντως.



[5] Φαινόμενα μέ προφανῶς τυχαῖα ταυτόχρονη ἐμφάνιση μέσα στό χῶρο. Ὁ Γιούνκ ἀνα­φέρει παράδειγμα, ὅπου ὁ ἀριθμός ἑνός εἰσιτηρίου τοῦ τράμ εἶναι ἴδιος μέ τόν ἀριθμό τοῦ εἰ­σι­τηρίου τοῦ θεάτρου καί στή συνέχεια ὁ ἀριθμός τοῦ τηλεφώνου πού χτυπάει εἶναι ὁ ἴδιος.

[6] Yi Jing ἤ «Βιβλίο τῶν Ἀλλαγῶν». Κλασικό ἔργο τῆς κινέζικης φιλοσοφίας. Ἐμφανίστη­κε πρίν πέντε χιλιάδες χρόνια ὡς εἶδος μαντικῆς τέχνης.