Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Ἀπό… διά… ὑπέρ

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Σὲ κάποια του ὁμιλία ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος μᾶς εἶπε: «νὰ ἐφαρμόζετε στὴ ζωή σας τὶς προθέσεις Ἀπό, διά, ὑπέρ». Τί ἐννοοῦσε; Νὰ ξεκινᾶμε τὴ ζωή μας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Νὰ ἐνεργοῦμε διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ἄρξατε, ἀπὸ Χριστοῦ, διὰ Χριστοῦ καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ. Τί ὡραία θὰ ἦταν ἡ ζωή μας ἀφιερωμένη στὸν Χριστό: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄, 20).

Τί ἐννοεῖ; Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὸν Χριστό. Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Χαράλαμπος ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀνέκδοτο. Κάποτε σκέφτηκε κάποιος ὅτι: «Θὰ πάω στὴν ἔρημο, θὰ κάνω ἄσκηση, θὰ ἀγωνισθῶ κατὰ τῶν παθῶν, θὰ ἀποκτήσω ἀρετὲς καὶ ἔτσι θὰ πάω στὸ Παράδεισο καὶ θὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μὲ βάλη μέσα».

Πράγματι πῆγε στὴν ἔρημο, ἀγωνίσθηκε ἀρκετὰ καὶ ὅταν νόμισε ὅτι ἦταν ἕτοιμος, πηγαίνει στὸν Παράδεισο, κτυπᾶ τὴν πόρτα καὶ ἀκούει τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ ἐρωτᾶ. «Ποιὸς εἶναι;» Ἀπαντᾶ: «ἐγὼ εἶμαι, Κύριε». «Δὲν σὲ γνωρίζω», λέγει ὁ Κύριος.

Σκέφτηκε ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν θὰ εἶμαι ἕτοιμος. Ξανὰ ἐπιστρέφει στὴν ἔρημο, νέους ἀγῶνες, νέες ἀσκήσεις καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ λέγει. Τώρα πιστεύω νὰ εἶμαι ἕτοιμος. Κτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ ἀκούει πάλι τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐρωτᾶ «Ποιὸς εἶναι;» Καὶ ἀπαντᾶ ὁ ἄνθρωπος: «Ἐγὼ εἶμαι, Κύριε, δὲν μὲ γνωρίζεις;». «Δὲν σὲ γνωρίζω», ἀκούει τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου.

Φαίνεται σκέφτηκε ὅτι πάλι δὲν θὰ εἶμαι ἕτοιμος. Ξεκινᾶ, πάει πάλι στὴν ἔρημο, νέους ἀγῶνες, νέες προσπάθειες καὶ ὅταν νόμισε ὅτι ἦταν ἕτοιμος πηγαίνει στὸν Παράδεισο, κτυπᾶ τὴν πόρτα καὶ ἀκούει τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ ρωτᾶ: «Ποιὸς εἶσαι;». Τότε ἀπαντᾶ ὁ ἄνθρωπος: «ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ, ΚΥΡΙΕ». Ἀμέσως ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ μπῆκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Κυρίου. Εἴδατε τί εἶπε, ἐσὺ εἶσαι Κύριε, δηλαδὴ ἔγινε ἕνα μὲ τὸν Κύριο.

  • Αὐτὲς λοιπὸν οἱ προθέσεις ἐκεῖ μᾶς ὁδηγοῦν. Νὰ ξυπνᾶμε τὸ πρωϊ, ὅταν φεύγουμε ἀπὸ τὸ σπίτι, νὰ ξεκινᾶμε τὴν ἐργασία μας ἤ κάθε τι στὴ ζωή μας, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μετὰ τὸν σεισμὸ τοῦ 1981 ἔλεγε: Ἐγὼ ὅταν ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔκανα τὸ Σταυρό μου καὶ ἔλεγα, βοήθησέ με, Κύριε. Μετὰ τὸ σεισμὸ ἔλεγε ὅτι τώρα καὶ ὅταν μπαίνω στὸ σπίτι πάλι τὸ σταυρό μου κάνω.

Θυμᾶστε τὸν Εὐλογημένο Συμεών. Κάθε μέρα τὸ πρωΐ πρὶν τὴν ἐργασία ἔμπαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔλεγε «Καλημέρα, Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι, βοήθησέ με καὶ σήμερα». Τὸ βράδυ πρὶν πάη στὸ σπίτι περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μέσα, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ἔλεγε. Καληνύκτα Χριστέ μου, ὁ Συμεὼν εἶμαι σὲ εὐχαριστῶ».

  • Τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Κρονστάνδης:

«Πόσο μεγάλος μπορεῖ νὰ γίνη ἕνας ἄνθρωπος! Ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα του, καὶ αὐτὸς μένει μέσα στὸν Θεό. Ἔτσι, ὁ εὐσεβὴς χριστιανὸς ζῆ ὄχι σὰν ἄνθρωπος, ἀλλὰ σὰν Χριστός. Κι αὐτὸ γιατὶ ὅλη ἡ ψυχή του γίνεται ψυχὴ Χριστοῦ, ὅπως τὸ σίδερο μέσα στὰ ἀναμμένα κάρβουνα γίνεται ὅλο φωτιά, ὅπως καὶ τὸ ἀναμμένο κάρβουνο εἶναι ὅλο φωτιά, ὅλο φῶς.

Καὶ σὲ κάθε ἐνέργεια τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε διὰ τοῦ Κυρίου. Δηλαδή, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε νὰ τὸ κάνουμε μέσῳ τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου.

  • Λέγει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος στὸν Εὐεργετινό:

«ΟΣΑΚΙΣ ἐπιτύχῃς νὰ πραγματοποιήσῃς μίαν ἀρετήν, νὰ ἐνθυμῆσαι Αὐτὸν ποὺ εἶπεν, «ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄, 5)· διότι ἀρχὴ πάσης ἀρετῆς εἶναι ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς αἰτία τοῦ καθημερινοῦ φωτὸς ὁ ἥλιος.

Ἡ μὲν Χάρις -τὴν ὁποίαν ἐπιζητοῦν- ἔχει δωρηθῆ εἰς τοὺς βαπτισθέντας εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τρόπον, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐλέγξῃ ἡ ἀνθρωπίνη λογική· ἡ δὲ ἐνέργειά της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸν προθυμίας, μὲ τὴν ὁποίαν κατεργαζόμεθα τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, καὶ δὲν παύει ποτὲ νὰ μᾶς βοηθῇ εἰς τὸ ἔργον τοῦ ἀγαθοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Ὡστόσον εἶναι εἰς τὸ αὐτεξούσιον ἡμῶν νὰ κάμωμεν ἤ νὰ μὴ κάμωμεν τὸ ἀγαθόν, κατὰ τὸ μέτρον τῆς δυνάμεως ἡμῶν».

Ὑπὲρ τοῦ Κυρίου

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε στὴν ζωή μας, νὰ τὸ κάνουμε πρὸς Χάρη τοῦ Κυρίου. Ἡ ζωή μας, ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι τὸ μέσον τῆς οὐράνιας ζωῆς. Ὅ,τι κάνουμε ἐδῶ εἶναι ὅλα μέσα σωτηρίας. Ἡ ἐργασία μας, τὰ παιδιά, κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς μας εἶναι μέσο σωτηρίας. π.χ. ἐξυπηρετεῖ ἡ ἐργασία μας τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ καὶ βαθμολογούμεθα. Ἐνεργοῦμε μὲ ἀρετὴ ἤ ἐνεργοῦμε μέσῳ κάποιου πάθους. Δηλαδὴ νὰ ἀποκτήσουμε πολλά, νὰ περάσουμε καλὰ κ.λπ.

Ὅταν κάνουμε κάποια ἐλεημοσύνη τὴν κάνουμε γιά μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ποῦν καλὰ λόγια ἢ γιὰ τὸν Κύριο. Γνωρίζουμε ὅτι ὅλα τὰ παραλαμβάνει ὁ Κύριος;

Στὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νήφωνος κάποιος ἐλεήμων εἶχε τὸν προβληματισμὸ στὸ «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν» (Παροιμ. 19, 17) Πῶς τὰ παίρνει ὁ Κύριος: Καὶ περπατώντας βλέπει ἕνα φτωχὸ κουρελὴ πού, ὢ τοῦ θαύματος, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του εἶχε τὴν εἰκόνα τῆς μορφῆς τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν κάποιος ἐλεήμων τοῦ ἔδωσε, ψωμί, ἅπλωσε τὸ χέρι του ὁ Κύριος καὶ πῆρε τὸ ψωμὶ καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν ἐλεήμονα τὸ ἔδωσε στὸν φτωχό.

Κάποιος ἁγιορείτης Πατέρας ἔδωσε ἕνα ροῦχο ὡς ἐλεημοσύνη. Ὅταν τὸν ρώτησαν τί τὸ ἔκανες τὸ ροῦχο, ἀπάντησε: «Τὸ ἔστειλα στὸ παράδεισο, γιὰ νὰ τὸ βρῶ».

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅπου καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε, μὲ ὅποιο τρόπο ἐνεργοῦμε, διάκονοι Κυρίου νὰ εἴμαστε.