ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Μᾶς λέγει ὁ Κύριος: «οὐ δύνασθε Θεῷ
δουλεύειν καὶ μαμωνᾶ» (Λουκ. ιστ΄, 13). Δὲν δύνασθε λέγει ὁ Κύριος, νὰ
εἶσθε δοῦλοι συγχρόνως καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ. Ἡ φιλαργυρία εἶναι
θανάσιμη ἁμαρτία. Μεγάλο πάθος.
• Στὴν Κλίμακα διαβάζουμε:
Ἡ φιλαργυρία εἶναι προσκύνησις τῶν εἰδώλων, θυγατέρα τῆς ἀπιστίας,
προφασίστρια νόσων, μάντις γηρατειῶν, ὑποβολεὺς ἀνομβρίας, προμηνυτὴς
λιμῶν.
Μὴ ἰσχυρίζεσαι ὅτι μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς πτωχούς. Διότι δυὸ μόνο λεπτὰ ἀγόρασαν τὴν οὐράνιο βασιλεία (πρβλ. Λουκ. κα´ 2).
• Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει γιὰ τὸ φοβερὸ πάθημα τοῦ Ἰούδα:
«Καταλήφθηκε (ὁ Ἰούδας) ἀπὸ τρέλλα καί, ἀφοῦ μὲ τὴ φιλαργυρία του
δέχτηκε μέσα του τὸ σατανᾶ, ἔγινε προδότης στὴν ψυχή του κι ἔκανε τὸ πιὸ
μεγάλο ἀπ’ τὰ κακά, πουλώντας τέτοιο αἷμα γιὰ τριάντα ἀργύρια καὶ
προδίνοντας τὸν Κύριο μὲ φίλημα δόλιο». [Ἀπ’ τὴν Ὁμιλία του «ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ
ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΘΕΝΤΑΣ»]
Καί στὴν ὁμιλία του «Εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα» σημειώνει: «Ὁ Κύριος
τοῦ πρόσφερε ὅλα τὰ φάρμακα τῆς σωτηρίας, ὅμως ὁ Ἰούδας δέν θέλησε νά τή
δεχθῆ, ἀλλά, γνωρίζοντας μόνο τή φιλαργυρία, ἀγάπησε περισσότερο τόν
χρυσό παρά τόν Χριστό».
Καὶ συνεχίζει:
«Ἀκοῦστε, φιλάργυροι, κατανοῆστε τί ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Πώς καὶ τὰ χρήματα
ἔχασε καὶ τὴν ἁμαρτία διέπραξε καὶ τὴν ψυχὴ του ἀπώλεσε. Τέτοια εἶναι ἡ
τυραννία τῆς φιλαργυρίας. Οὔτε τὸ ἀργύριο χάρηκε, οὔτε τὴν παροῦσα ζωή,
οὔτε τὴν μέλλουσα, ἀλλὰ τὰ ἔχασε ὅλα μαζί, κι ἀφοῦ πῆρε πονηρὴ δόξα ἀπ’
αὐτοὺς τούς ἴδιους, ἀπαγχονίστηκε».
• Στὸ Εὐεργετινὸ (Δ΄ τόμο) διαβάζουμε:
«Τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας εἶναι πάρα πολὺ φοβερὸν καὶ καταστρεπτικόν·
διότι εἶναι τελείως ἀδύνατον, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὰς ἡδονὰς καὶ τὸ χρῆμα
νὰ ζήση κατὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ πάθος, ὅταν εὕρη τὴν
ψυχὴν χωρὶς τὸν θερμὸν ζῆλον τῆς ἀρετῆς καὶ χωρὶς τὴν πίστιν, ἀρχίζει νὰ
τὴν ἐνοχλῆ μὲ ὡρισμένας εὐλόγους προφάσεις, διὰ νὰ δικαιολογήση τὴν
κλίσιν πρὸς τὰ χρήματα· τοιαῦται, παραδείγματος χάριν, προφάσεις εἶναι
τὰ γηρατεῖα, ἡ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ
θάλασσα δὲν γεμίζει, παρ’ ὅλον ὅτι δέχεται πολλοὺς ποταμούς,
τοιουτοτρόπως καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ φιλαργύρου οὐδέποτε ἱκανοποιεῖται ἀπὸ
τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα διαρκῶς ἐπιζητεῖ».
• Στὸ Γεροντικό, ἐκδ. Ρηγόπουλου βλέπουμε ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας:
Κοντὰ σ’ ἕνα κοινόβιο εἶχε τὴν καλύβα του κάποιος Ἐρημίτης, ποὺ φαινόταν
πολὺ φτωχός, γιατί γύριζε ξυπόλυτος καὶ κουρελιασμένος. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ
Κοινοβίου, ποὺ ἦταν πολὺ ἐλεήμων, συχνὰ τοῦ ἔστελνε ροῦχα καὶ τρόφιμα
κι ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀνάγκη. Κάποτε ὁ Ἐρημίτης ἀρρώστησε βαριὰ κι οἱ
ἀδελφοί τοῦ Κοινοβίου, ποὺ τὸν νόμιζαν πολὺ φτωχὸ καὶ ὑστερημένο τὸν
περιποιήθηκαν μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ προθυμία. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος πέθανε,
βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα του ἕνα πουγκὶ γεμᾶτο χρυσὰ νομίσματα.
Μόλις τὸ εἶδε ὁ Ἡγούμενος, ἔβγαλε βαθὺ στεναγμὸ καί, κουνώντας λυπημένος τὸ κεφάλι του, εἶπε στοὺς ἀδελφούς:
– Ἐπειδή, οὔτε ὅσο ζοῦσε, οὔτε καὶ στὶς τελευταῖες του στιγμὲς φανέρωσε
πὼς εἶχε κρυμμένα χρήματα, ἀλλὰ στήριζε σ’ αὐτὰ τὶς ἐλπίδες του καὶ ὄχι
στὸν Θεό, ἐγὼ οὔτε νὰ τὰ ἰδῶ δὲν θέλω. Πάρτε τα καὶ θάψτε τα μαζί του.
Μόλις λοιπὸν ἔβαλαν στὸν φρεσκοσκαμμένο τάφο τὸν φιλάργυρο μοναχό, μαζὶ
μὲ τὸν θησαυρό του, κατέβηκε παρευθὺς φωτιὰ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ κι ἔκαψε μαζὶ
μὲ τὶς πέτρες καὶ τὸ χῶμα κι ἔμεινε σημάδι φοβερὸ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸ
ἔβλεπαν.
• Τί πρέπει νὰ κάνουμε;
Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ (Τόμος 4) ἀντλοῦμε χρήσιμες συμβουλές: «Ἂς ἀποφύγωμεν
λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ φοβερὸν αὐτὸ πάθος, ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ
μὴ αἰσθάνεται συμπάθειαν, τοῦ ἐμπνέει μῖσος πρὸς τοὺς ἄλλους, τοῦ
καταστρέφει ὅλας τὰς πρὸς τὸν Θεὸν ἐλπίδας καὶ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν
κακῶν. Ἂς ἀκούσωμεν τὸν Ἀπόστολον, ποὺ λέγει· «Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν
ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμόθ. ς΄ 10). Ἂς κλείσωμεν μέσα εἰς τὰ στήθη
μας τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ἀκτημοσύνην ὑπακούοντες εἰς τὸν Σωτῆρα μας, ὁ
ὁποῖος μᾶς παραγγέλλει· «Μὴ κτήσησθε χρυσόν, μηδὲ ἄργυρον, μηδὲ χαλκὸν
εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν» (Ματθ. ι΄ 9). Ἡ ἀκτημοσύνη, ἐπειδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη
ἀπὸ τὴν ὕλην καὶ τὰς φροντίδας τῶν χρημάτων, καθιστᾷ τὸν ἀκτήμονα
πρόθυμον εἰς τὰς πνευματικὰς ἀσκήσεις καὶ ἐλαφρὸν καὶ τὸν ἀναβιβάζει εἰς
τὸν οὐρανόν».