Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Διατὶ ἀπεδοκιμάσθησαν οἱ Ἰουδαῖοι



Κυριακή Ε΄ Ματθαίου (Ρωμ. ι΄ 1-10)

† Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος
Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν φρόντισαν νὰ γνωρίσουν τὴν δικαίωση, ποὺ ἀπὸ ἀγαθότητα δίνει ὁ Θεὸς καὶ ζητοῦν νὰ στήσουν τὴ δική τους ἀντίληψη περὶ δικαιώσεως. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑποτάχθηκαν στὴν δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι πεισματικὰ ἀγνόησαν τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι δὲν τοὺς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες καὶ τὰ μέσα νὰ τὴν γνωρίσουν, ἀλλὰ διότι δὲν θέλησαν νὰ τὴν γνωρίσουν. Ἡ ἀπιστία τους εἶναι ἄρνηση ὑποταγῆς στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τὴν κατὰ Χάριν, «τὴν διὰ τῆς πίστεως γινομένην», λέγει ὁ Θεοδώρητος. Καὶ εἶναι δικαιοσύνη κατὰ χάριν, διότι, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «διὰ τὸ ὁλόκληρον αὐτὴν ἐκ τῆς ἄνωθεν εἶναι χάριτος καὶ οὐχὶ πόνοις (κόποις), ἀλλὰ Θεοῦ δικαιοῦσθαι δωρεά». 

Οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦντες, πεισματικὰ νὰ στήσουν τὴν δική τους δικαιοσύνη, δηλ. τὴν ἐκ τοῦ Νόμου ἀπορρέουσα, ἡ ὁποία ἔπεσε καὶ πλέον δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ, οὔτε αὐτὴν ἔστησαν, οὔτε στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὑποτάχθηκαν. Ἰδίαν δικαιοσύνην ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος ἐκείνη τῶν ἀπιστησάντων στὸν Χριστὸ Ἰουδαίων. Καὶ τὸ «ἀγνοοῦντες» ποὺ λέγει στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ Ἰουδαϊκὴ φιλόνικη διάθεσι καὶ ἀρχομανία, διότι ἡ ἄγνοια θὰ συνηγοροῦσε γιὰ συγγνώμη, καὶ ὅπως λέει ὁ Θεοδώρητος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ θεληματικὴ ἀγνωσία. Δηλαδὴ ἐκεῖνοι μὲ τὴν θέλησή τους καὶ ἐν γνώσει τους παραλείπανε τὰ ἀναφερόμενα στὴν γνώση καὶ στὴν πίστη περὶ τῆς δικαιώσεως τοῦ Θεοῦ. «Ἰουδαῖοι γάρ… ἑκουσίᾳ τῇ γνώμῃ τὴν μάθησιν αὐτοῦ παρελίμπανον», γράφει, ὁ ἅγιος Θεοδώρητος. Ἐν γνώσει τους παραλείπανε νὰ γνωρίζουν τὴν δικαίωση ποὺ εἶναι καρπὸς πίστεως στὸν Σωτῆρα Χριστό. Ἀπὸ ἰσχυρογνωμοσύνη ἐπιμένουν νὰ δικαιωθοῦν διὰ τοῦ Νόμου, κι ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσαν, δὲν ἔλαβαν τὴν ἐκ πίστεως δικαίωση. Καὶ ἀφοῦ διὰ τοῦ Νόμου δὲν μπόρεσαν νὰ δικαιωθοῦν, ἀπὸ παντοῦ ἐξέπεσαν. Δηλαδή, ὁ Χριστὸς ἔδωσε τέλος στὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ Νόμου, ὥστε τώρα πετυχαίνει τὴν δικαίωση καθένας ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ὅποιος ἐξαρτᾶ τὴν δικαίωσή του ἀπὸ τὸν Νόμο, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἀπιστήσαντες Ἑβραίους.
«Τὸν τοῦ νόμου πληροῖ σκοπὸν ὁ πιστεύων τῷ δεσπότῃ Χριστῷ», σημειώνει ὁ Θεοδώρητος. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιλέγει τὴν διὰ τῆς πίστεως δικαιοσύνη, ἐξεπλήρωσε καὶ ἐκείνη τοῦ Νόμου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ περιφρόνησε αὐτήν, τὴν διὰ τῆς πίστεως, μαζὶ μὲ αὐτήν, ἐξέπεσε καὶ ἀπὸ ἐκείνη. Διότι, ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τοῦ Νόμου, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τὸν Χριστό, καὶ ἐὰν νομίζη ὅτι ἔχει ἐκείνη τὴν ἀρετὴ τοῦ Νόμου, δὲν τὴν ἔχει. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει τὸν Χριστό, καὶ ἐὰν ἀκόμα δὲν ἐφήρμοσε τὸν Νόμο, ἔλαβε τὸ πᾶν.
Ἡ δικαιοσύνη εἶναι μία. Καὶ ἡ ἰατρικὴ ἔχει σκοπὸ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας. Ὅπως λοιπὸν συμβαίνει, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ θεραπεύση, κι ἂν ἀκόμη δὲν ἔχει τὴν ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, τὸ πᾶν ἔχει, ὁ δὲ μὴ γνωρίζων νὰ θεραπεύη, κι ἂν ἀκόμη φαίνεται ὅτι μετέρχεται τὴν ἰατρικὴ τέχνη, ἀπ’ ὅλα ἐξέπεσε, ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐπὶ τοῦ Νόμου καὶ τῆς Πίστεως. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν πίστη, ἔχει καὶ τὸ τέλος τοῦ Νόμου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ αὐτή, εἶναι ξένος ἀπὸ τὰ δύο.
Τί ἤθελε ὁ Νόμος; Νὰ κάνη δίκαιο καὶ ἐνάρετο τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσε, γιατί κανένας δὲν τὸν ἐφήρμοσε πλήρως. Αὐτό, λοιπόν, ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ Νόμου, καὶ σ’ αὐτὸ ἀπέβλεπαν ὅλα καὶ γι’ αὐτὸ γίνονταν ὅλα, καὶ γιορτὲς καὶ ἐντολὲς καὶ θυσίες καὶ ὅλα τ’ ἄλλα, γιὰ νὰ δικαιωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ αὐτὸν τὸν σκοπὸ τὸν ἔφερε σὲ πέρας ὁ Χριστός, διὰ τῆς πίστεως. Σκοπὸς ἀλλὰ καὶ τέλος τῆς ἀποστολῆς τοῦ Νόμου εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ δίνει τὴν δικαίωση σὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς διακρίσεις, στὸν καθένα ποὺ πιστεύει σ’ Αὐτόν, «παντὶ τῷ πιστεύοντι». Διότι, ὅπως ἐπικυρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ Μωϋσῆς φανερώνει σ’ ἐμᾶς τὴν ἐκ τοῦ Νόμου δικαιοσύνη». Ποιὰ εἶναι λοιπὸν αὐτὴ καὶ ἀπὸ τί συν­ίσταται; «Ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς» (Λευτ. 2, ιη΄ 5). Ἀλλὰ κανένας δὲν ἐπέτυχε νὰ ἐκπληρώση ὅλα τὰ νομοθετηθέντα. Αὐτὸ τὸ ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Οἰκουμένιος, καὶ λέγει: «Ἐπεὶ οὐδείς τῶν ἀνθρώπων ἐπλήρωσεν, ἐξέπεσεν ἡ διὰ νόμου δικαιοσύνη». Γράφει ὁ Μωϋσῆς στὸ Δευτερονόμιο:
  • Ἐγγύς σου ἐστι τὸ ρῆμα σφόδρα, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ταῖς χερσὶ τοῦ ποιεῖν αὐτὸ» (Δευτ. λ΄ 12-14). Δηλαδή, ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά σου, στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου, ἐπειδὴ διὰ μέσου τοῦ Νόμου ὅλα τὰ πρέποντα σοῦ τὰ ἔδειξε ὁ Θεός, ὥστε νὰ Τὸν ἀγαπήσης καὶ νὰ Τὸν ὁμολογῆς. «Ἡ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη δὲν ζητάει ἀδύνατα πρά­γματα. Τὰ μεγάλα καὶ θαυμάσια, ποὺ ἦσαν ἀναγκαῖα διὰ τὴν σωτηρίαν, συνετελέσθησαν ἤδη ἀπὸ τὸν Χριστό. Τί εἶναι λοιπὸν τὸ ζητούμενο; Εἶναι ἡ πίστη! Καὶ εἶναι εὐκολώτερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Νόμου, ποὺ ἀπαιτοῦσε τὴν ἐφαρμογὴ ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου. Στὴν διάνοιά σου καὶ στὴν γλῶσσα σου εἶναι ἡ σωτηρία. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21), λέγει ὁ Χριστός.
Ὅμως, καὶ ἡ διὰ πίστεως δικαίωση ἀπαιτεῖ ἀγῶνες. Διότι ὅπως ἀκριβῶς στὴν ἀρετή, ποὺ ἀποκτᾶται καὶ ἐπιβεβαιώνεται μὲ ἔργα, ἀντιστέκεται ἡ ὀκνηρία ὅπου παραλύει τὰ νεῦρα καὶ τὴν ζωηρότητα τῆς ψυχῆς, ποὺ χρειάζεται νὰ εἶναι ἄγρυπνη, ὥστε νὰ μὴ ὑποχωρῆ, ἔτσι καὶ ὑπάρχουν λογισμοί, ποὺ θορυβοῦν καὶ ἀναστατώνουν τὸ μυαλὸ τῶν πολλῶν, καὶ χρειάζεται γενναία ψυχή, γιὰ νὰ τοὺς ἀποκρούση καὶ πίστη. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν χαρακτηριστικὸ τῆς πίστεως; Εἶναι τὸ νὰ ἀφήσουμε τὴν ἐδῶ κάτω γήϊνη λογική, νὰ ἀφήσουμε ὅλη τὴν κάτω συνάφεια τῶν πραγμάτων, νὰ παραμελήσουμε ὅλα ὅσα θέλουν νὰ δέσουν τὴν σκέψη σὲ ἔννοιες ὑλιστικές, νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ πέραν τοῦ φθαρτοῦ καὶ ὑλικοῦ τούτου κόσμου, κι ἀφοῦ ἐκδιώξουμε τὴν ἀσθένεια τῶν λογισμῶν, νὰ παραδεχώμεθα ὅτι ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς δισταγμοὺς καὶ διαλογισμοὺς σκανδαλισμοῦ καὶ ὀλιγοπιστίας, χωρὶς ἀμφιβολίες καὶ ταλαντεύσεις, ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ.
Γράφει ὁ μεγαλοφωνότατος Ἡσαΐας: «Πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ, οὐ μὴ καταισχυνθῇ». Ἐκεῖνος πίστεψε ὅτι θὰ γίνη πατέρας καὶ δὲν ὀλιγοπίστησε στὴν ἐπαγγελία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὰ βαθειὰ γηρατειά του, παρὰ τὸ σῶμα του τὸ νενεκρωμένον… καὶ τὴν νέκρωση τῆς μήτρας τῆς Σάρρας. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖται τώρα εἶναι νὰ ἐργασθοῦμε μέσα μας. Νὰ φροντίσουμε ὥστε νὰ κρατοῦμε τὴν καρδιά μας θερμὴ στὴν πίστη καὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε μὲ τὸ στόμα μας.
Χρειάζεται καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὸ στόμα. Διότι ἡ πίστη, ποὺ κρύβεται μέσα στὴν καρδιὰ δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ στὴν διὰ τοῦ στόματος ὁμολογία βρίσκεται ἡ τέλεια σωτηρία. Ἡ πίστη λάμπει, ὅταν εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν ὁμολογία. Καὶ ὁμολογία πλατυτέρα σημαίνει βίος ἀφοσιωμένος στὸν Χριστό. Πίστη μὲ λόγια καὶ ἔργα κηρυττομένη.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ» (ι΄ 9), καὶ «πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (ι΄ 11-13). Αὐτὴν ὅμως τὴν δικαίωση διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν ἀπέρριψαν οἱ Ἰουδαῖοι.