Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Παραβαίνεται ἡ βούλησις τοῦ ἱδρυτοῦ Ἁγίου, Ἱ. Κανόνες, Ἀρχιεπισκοπικὴ – Συνοδικὴ Ἀπόφασις καὶ ΦΕΚ!

ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Ὁ Μακαριώτατος ὀφείλει νὰ ἔλθη εἰς συνεννόησιν μὲ ἀδελφότητας μοναζουσῶν καὶ ἔγκριτα πρόσωπα σχετιζόμενα μὲ τὸν Ἅγιον, σεβόμενος πρωτίστως τὸ παρὸν Ἡγουμενοσυμβούλιον διὰ τὴν ἀποφυγὴν σκανδαλισμοῦ.

   Προειδοποιεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν σημερινὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμον ὅτι ἡ διαχείρισις τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων δὲν γίνεται διὰ τῆς ἀρχῆς «ὅπερ ἐγὼ βούλομαι, τοῦτο κανὼν νομιζέσθω· οὕτω γάρ μου λέγοντος ἀνέχονται οἱ ἐπίσκοποι» (Περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν 33,7). Ἡ ὑπακοὴ εἰς τὰς Οἰκουμενικάς Συνόδους καὶ τοὺς Ἁγίους Θεοφόρους Πατέρας δεικνύει, ἐὰν ὁ ἐκκλησιαστικὸς οἰακοστρόφος διαθέτει ὄντως διάκρισιν. Ἡ τήρησις ἀπαρεγκλίτως τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δεικνύει, ἐὰν ὁ Προκαθήμενος αὐτῆς διακρίνεται ἀπὸ συν­έπειαν.

  Σήμερον λοιπὸν δοκιμάζεται «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὄχι μόνον διὰ τῶν μειζόνων ζητημάτων, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅσων ὑπάγονται εἰς τὴν κληρωθεῖ­σαν εἰς αὐτὸν ποιμαντικὴν διακονίαν, διὰ νὰ εὑρεθῆ δόκιμος ἢ ἀδόκιμος ἔναντι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων πρὸς ὑπηρεσίαν τῶν ἐμπεπιστευμένων εἰς αὐτὸν ὑποθέσεων.

  Δὲν εἶναι ἑπομένως δυνατὸν νὰ ἀφεθῆ ἐκτὸς μερίμνης ἡ φθίνουσα πορεία τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος» εἰς Μήλεσιν Ἀττικῆς, τὸ ὁποῖον, ἐπειδὴ ἵδρυσεν ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἕλκει τὸ ἐνδιαφέρον, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀμέριστον προσοχὴν τῶν χιλιάδων τακτικῶν προσκυνητῶν καὶ τῶν ἑκατομμυρίων εὐλαβουμένων τὴν μνήμην Αὐτοῦ χριστιανῶν ἀνὰ τὴν ὑφήλιον. Οἱ χειρισμοὶ ὅμως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου φανερώνουν τὸ μέγεθος τῆς τραγωδίας, ἡ ὁποία ἐκτυλίσσεται εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τὶς ὁ ἐγκαθιδρυθείς;

  Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀπέστειλεν εἰς τὸ Ἱ. Ἡσυχαστήριον τὸν π. Ἰωσὴφ Κουτσούρη καὶ τὴν συνοδείαν του πρὸς ἐγκαταβίωσιν. Πότε καὶ πόθεν ἀπέκτησε συνοδείαν, ὅταν μάλιστα τυγχάνη νεώτατος; Πῶς εὑρέθη εἰς Μήλεσι;

  Ὁ π. Ἰωσὴφ ἀρχικῶς προσῆλθε νὰ βάλη μετάνοιαν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὴν περιώνυμον Μονὴν τοῦ Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους. Γινόμενος μέλος τῆς ἀδελφότητος οὐ μετὰ πολὺ ἀπῆλθεν ἐκ τοῦ Μοναστηρίου, διὰ νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὸν κόσμον. Ἔλαβεν εὐλογίαν; Ἐδόθη εἰς αὐτὸν ἄδεια παρὰ τὰς αὐστηράς προβλέψεις τῶν Κανόνων καὶ τῶν τυπικῶν περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἢ μήπως ἀπεχώρησεν ἀνευλόγητος; Πῶς ἀπῆλθε μοναχός, ἀλλὰ ἐχειροτονήθη εἰς Ἀθήνας;

  Εἴτε ἔλαβεν εἴτε ὄχι, ἡ εἰσδοχή του εἰς τὴν Ἱ. Ἀ. Ἀθηνῶν τυγχάνει λίαν προβληματική. Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει εἰδικὸν καθεστὼς καὶ ἀπαγορεύεται οἱοσδήποτε νὰ λάβη ἀπολυτήριον, διὰ νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ὡρκίσθη τὴν ἐσαεὶ παραμονήν, καθὼς ἀκόμη καὶ ὁ ἀπελθών διὰ τὰς οὐρανίους σκηνάς ὀφείλει νὰ ἐνταφιασθῆ ἐκεῖ. Ἡ Δισενιαύσιος Διπλῆ Σύνοδος τοῦ 1946, ἡ ὁποία ἔχει νομοθετικὸν ρόλον, διετύπωσε ρητῶς διὰ δεσμευτικῆς ἀποφάσεως τὸ παλαιὸν αὐτὸ ἔθος, προσκτώμενον οὕτως κανονιστικὸν καὶ ἀμετάκλητον χαρακτῆρα, ὥστε οὐδεὶς νὰ λαμβάνη ἀπολυτήριον, παρὰ μόνον διὰ νὰ μετεγκατασταθῆ ἐντός τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας. Μὲ ποῖον ἀπολυτήριον, λοιπόν, ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον;

  Ἴσως ἐγένετο συμφωνία (μεταξὺ ποίων μερῶν;) διὰ τὴν συμπερίληψίν του εἰς τὴν Ἱ. Ἀρχιεπισκοπήν. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν παρεκάμφθη ἡ διαδικασία, δὲν ἐλύθη πλήρως ὁ «γόρδιος δεσμός», διότι ὑπάρχουν Συνοδικαὶ ἀσφαλιστικαὶ δικλεῖδες, αἱ ὁποῖαι οὐχὶ μόνον ἀποτρέπουν τοιούτου εἴδους μεταπηδήσεις, ἀλλὰ καὶ προβλέπουν κυρώσεις πρὸς τοὺς ἀποπειρωμένους καὶ συνεργοὺς αὐτῶν τῶν ἐγχειρημάτων.

  Αἱ περιπτώσεις εἶναι δύο: εἴτε ἦλθε καὶ ἐνεγράφη εἰς Ἱ. Μονὴν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς εἴτε δὲν ἐνεγράφη. Ἂν δὲν ἐνεγράφη τότε ἰσχύει ὅτι «ὁ λαβών ἀπολυτήριον ἐξ Ἱ. Μονῆς καὶ μὴ ἐγκαταβιώσας εἰς ἑτέραν παύει νὰ ἔχη τὴν μοναχικὴν ἰδιότητα» [συμφώνως πρὸς ἀποφάσεις: Β΄ Πρωτοδευτέρας, Ν. ΓΥΙΔ/1909. Κανον. 39/1972, ἀρ. 9, (4852/72ΝΚ/2482/5-12-2000 Ἱ. Συνόδου)]. Εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν ἔχει ἀπολέσει πλήρως τὴν μοναχικὴν ἰδιότητα καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ἀποσταλῆ εἰς τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου.

  Ἂν ἐνεγράφη εἰς μοναστήριον τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς, τότε ἀπαιτεῖται ὑποχρεωτικῶς «ἀπολυτήριον γράμμα ἐξ ἧς προῆλθεν Ἱ. Μονῆς» [συμφώνως πρός: 2563/3382/1368 /20-10-1993 Ἱ. Συνόδου], τὸ ὁποῖον μάλιστα εἶναι «ἄκυρον, ἐὰν δὲν ἀναφέρει τὴν νέαν Μονήν, εἰς ἥν θὰ ἐγκαταβιώση» [συμφώνως πρός: (Ν. 590/1977 ἀρ. 56, 6. ΦΕΚ 146 Α΄ Κανον. 39/1972, ἀρ. 10 ΦΕΚ 103 Α΄ (4852/72ΝΚ/2482/5-12-2000 Ἱ. Συνόδου)]. Ὑπάρχει τοιοῦτον ἀπολυτήριον ἐφ’ ὅσον ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος; Ἀκόμη ὅμως καὶ -παραδόξως- νὰ ὑπάρχη, ὁ π. Ἰωσὴφ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ παραμείνη εἰς τὴν νέαν Ἱ. Μονὴν, τὴν ὁποίαν ἀνέγραφε(;) τὸ ἀπολυτήριον καὶ οὐχὶ βεβαίως νὰ μεταπηδήση εἰς τρίτην Ἱ. Μονήν, αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, παραβαίνων οὕτως διὰ δευτέραν φορὰν τοὺς μοναχικοὺς κανόνας. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐγγεγραμμένος εἰς ἑτέραν Μονὴν, ἀλλὰ νὰ διαβιοῖ εἰς ἄλλην; Ἐὰν τὸ «δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ», τὸ δίς ἀψηφεῖν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας κατὰ συρροὴν «παραβάτην ἑαυτὸν» συνιστᾶ.

Ἀπαγορεύεται ἡ συνοίκησις μοναχῶν μετὰ μοναζουσῶν

  Αἱ ἐκκλησιαστικαὶ παρεκτροπαὶ δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Δύναται ὁ π. Ἰωσὴφ καὶ ἡ συνοδεία του νὰ ἐγκαταβιοῦν εἰς τὸ αὐτὸ μοναστήριον, ὅπου ἤδη εἶναι ἐγκατεστημέναι μοναχαί;

  Κατ’ ἀρχάς, προκύπτει ἕνα τυπικὸν πρόβλημα. Αἱ Ἱ. Μοναὶ διαθέτουν «Μοναχολόγια», τὰ ὁποῖα πιστοποιοῦνται ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου [συμφώνως πρός: 588/6533ΝΚ/223/5-3-97 Ἱ. Συνόδου]. Θὰ ἦτο καινοφανὲς εἰς τὰ χρονικὰ νὰ συμπεριλαμβάνωνται ὁμοῦ ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ποῖος ἄλλωστε ἐχέφρων Ἀρχιερεὺς θὰ ἐβεβαίωνε τοιοῦτον, θέτων τὸν ἑαυτὸν του αὐθωρεὶ ὡς καθαιρετέον;

  Ἂν ὅμως ἡ συνοδεία αὐτὴ τῶν μοναχῶν, δὲν εἶναι ἐγγεγραμμένη εἰς τοὺς μοναχικοὺς καταλόγους τοῦ Ἡσυχαστηρίου, μὲ ποία ἰδιότητα εὑρίσκεται ἐκεῖ; Τῶν φιλοξενουμένων; Ἡ «διανυκτέρευσις γυναικῶν εἰς ἀνδρώας, ἀνδρῶν εἰς γυναικείας Μονὰς» ἀπαγορεύεται ρητῶς [συμφώνως πρός: 1485/4159/1551/19-10-1967 Ἱ. Συνόδου].

  Εἶναι ὅμως «ἡλίου φαεινότερον» ὅτι ὁ π. Ἰωσὴφ καὶ ἡ συνοδεία του μετέβησαν ἐκεῖ ὡς μοναχοὶ, διὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὸ Ἡσυχαστήριον. Ἐπιτρέπεται ἡ συνοίκησις μὲ τὰς ἀπὸ δεκαετίας μοναζούσας;

  Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἔχει ἀπασχολήσει διαφόρους Οἰκουμενικάς καὶ Τοπικάς Συνόδους, ἀλλὰ καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ νὰ μὴ ταλαιπωρήσωμεν τοὺς ἀποδέκτας τοῦ παρόντος ἀναφέρομεν μόνον τὴν τελευταίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἡ ὁποία ἐπελήφθη ἰδιαιτέρως τοῦ θέματος διὰ τοῦ ΙΗ΄ καὶ Κ΄ Ἱ. Κανόνος καὶ ἀπέρριψε διὰ παντὸς τοιαύτην δυνατότητα, ὁρίζουσα μάλιστα αὐστηροὺς περιορισμοὺς ἀκόμα καὶ διὰ τὰς συνομιλίας γειτνιαζόντων μοναστηρίων. Ἑπομένως, ἡ μόνιμος παρουσία τῶν μοναχῶν εἰς γυναικεῖο μοναστήριον ἀποτελεῖ ἀθέτησιν Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ποία ἀκρίβεια τῆς πίστεως θὰ διδάξουν αὐτοὶ ὡς μοναχοί;

  Ἴσως τὶς ἐξ αὐτῶν ἐπικαλεσθῆ δικαιολογίας, λέγων ὅτι εἶναι ἀπαραίτητος ὁ ἱερεὺς, διὰ νὰ τελῆ τὴν Θ. Λειτουργίαν εἰς τὰς καλογραίας. Ὡστόσο, ὁ τοιοῦτος κανονίζεται ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ, προβλεπομένου εἰς τὸν ΚΒ΄ αὐτοῦ Κανόνα ὅτι:

  «Ἀνίσως τινὰς Ἱερομόναχος νέος ὑπηρετῆ τὰς Καλογραίας, λειτουργῶν καὶ μεταλαμβάνων αὐτάς, δὲν πρέπει νὰ μεταλαμβάνωμεν ἀπ’ αὐτὸν τὰ θεῖα Μυστήρια»!

  Ἠκούσατε πόσον αὐστηρὸς εἶναι ὁ λόγος; Διά τοῦτο ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶχε πεῖ ὅτι διά τήν διακονίαν αὐτή θά ἔπρεπε νά ἔρχεται ἕνας ἔγγαμος καί ἡλικιωμένος ἱερεύς, ὁ ὁποῖος νά μή μένη ἐκεῖ. Διά τάς ὑπολοίπους ἀκολουθίας εἰς τάς γυναικείας Μονάς δέν ἀπαιτεῖται κληρικός. Ἴσως πάλιν τὶς προβάλλη ὑποτιθεμένην τινὰ «οἰκονομίαν», ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ προβεβηκυία ἡλικία τῶν μοναζουσῶν δὲν ἐνέχει οὐδένα ἀπολύτως κίνδυνον διὰ τοὺς νεαροὺς ἄρρενας μοναχούς. Ὡσαύτως λελυμένον τυγχάνει καὶ τοῦτο τὸ ζήτημα καὶ μάλιστα ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Πατρὸς καὶ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίου Βασιλείου. Ἀπευθυνόμενος «Πρὸς Γρηγόριον Πρεσβύτερον» διὰ «Κανονικῆς Ἐπιστολῆς» θέτει κατεπεῖγον δίλημμα εἰς αὐτὸν (τρόπον τὸν ὁποῖον μετῆλθε εἰς τὸ πρόσφατον παρελθὸν ἀσμένως καὶ ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἀπὸ τοῦ θρόνου τοῦ Καθεδρικοῦ τῶν Ἀθηνῶν): «ἀπὸ ἐδῶ ὁ πνευματικὸς τάφος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἡ σύνεσις», γράφων χαρακτηριστικὰ τὰ ἀκόλουθα (κατὰ τὴν παράφρασιν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὥστε νὰ εἶναι εὔληπτα πρὸς ὅλους):

  «οὔτε ἐγὼ πιστεύω ποτέ, πὼς ἐσὺ ὁ ἑβδομηκοντούτης γέρων συγκατοικεῖς μὲ τὴν γυναῖκα ἐμπαθῶς καὶ ἡδονικῶς. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐδιδάχθημεν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον νὰ μὴ προξενοῦμεν σκάνδαλον εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ὅπου ἄλλοι κάμνουσι χωρὶς πάθος καὶ ἁμαρτίαν, ὁποῖον δηλαδὴ κάμνεις καὶ τώρα ἐσύ, τοῦτο τὸ ἴδιον εἰς ἄλλους ἐμπαθεῖς γίνεται αἰτία καὶ παράδειγμα πρὸς ἁμαρτίαν. Διὰ ταῦτα πάντα σὲ ἐπροστάξαμεν νὰ διώξης ἀπὸ τὸν οἶκον σου τὴν γυναῖκα, ἀκολουθοῦντες εἰς τὸν γ΄ Κανόνα τῆς ἐν Νικαίᾳ… ὅλαι αἱ μυριάδες τῶν προφάσεων, ὅπου λέγεις, δὲν θέλουν σὲ ὠφελήσουν, ἀλλὰ θέλεις ἀποθάνεις ἀργός τῆς Ἱερωσύνης σου… ἐὰν δὲ τολμήσης πρὸ τοῦ νὰ διορθωθῆς, νὰ ἐνεργήσης τί ἱερατικόν, θέλεις ἀναθεματισθῆς ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν, καὶ ὅσοι σὲ δεχθοῦν, ἔχουν ἀπὸ κάθε Ἐκκλησίαν νὰ ἀποδιωχθοῦν».

  Καθίσταται, λοιπόν, ἐναργὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα περιθώριον συνοικήσεως, οὐδεμία πρόφασις ἢ ἑτέρα δικαιολογία. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀκούουν τὸν Μέγα Βασίλειον, τὸν καὶ θεσπίσαντα εἰς τοὺς «Ὅρους κατὰ πλάτος» τὰ τῆς μοναχικῆς βιοτῆς, ποῖον θὰ ἀκούσουν; Ἂς εἰσακούσουν τὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου ἱδρυτοῦ τοῦ Ἡσυχαστηρίου.

Παραβιάζεται τὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καὶ τῆς Ἱ. Συνόδου

  Ὁ Γ. Ἀρβανίτης, τὸ στενὸν πνευματικὸν τέκνον τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, κατέγραψε μὲ λεπτομέρειαν, ὥστε νὰ μὴ δύναται νὰ ἀμφισβητηθῆ αὐτή, τὴν βούλησιν τοῦ Ἁγίου διὰ τὸ Ἡσυχαστήριόν του, εἰς τὸ πόνημα «Ἕνα Ἡσυχαστήριο γεννιέται», ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει:

  «Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες ποὺ ἐγκαταστάθηκε ὁ Γέροντας στὸ τροχόσπιτο, ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε γιὰ τὴ νομικὴ μορφὴ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἤθελε νὰ ἱδρύσει. Εἶχε ἱδρυθεῖ πρόσφατα τὸ Ἡσυχαστήριο μοναζουσῶν «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς» στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης καὶ τὸ Ἡσυχαστήριο Κεχαριτωμένη, τοῦ πατρὸς Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου στὴν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου. Ζήτησα καὶ μοῦ ἔστειλαν ἀντίγραφα τῶν Καταστατικῶν… διάβασα στὸν Γέροντα, περπατώντας στὸ δάσος, τὰ ἄρθρα τῶν καταστατικῶν τῆς Σουρωτῆς καὶ τοῦ π. Ἐπιφανίου καὶ ἔλεγε «ἐντάξει, προχωρᾶμε, ἐγκρίνεται…»… ἐζήτησε τὴν ἔγκριση τοῦ μακαριωτάτου Σεραφείμ, νὰ τὸ ὑπαγάγει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν. Πράγματι ὁ μακαριώτατος ἔδωσε τὴν εὐλογία του… ὁ Γέροντας Πορφύριος ὁλοκλήρωσε τὸ σχέδιο τοῦ καταστατικοῦ, ὑπογράψαμε τὴν ἱδρυτικὴ πράξη στὴν συμβολαιογράφο Πιπεράκη-Καβάγια καὶ ὑποβάλαμε τὸ σχέδιο τοῦ καταστατικοῦ στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ πρὸς ἔγκρισιν. Ὁ Μακαριώτατος τὸ ἐνέκρινε καὶ τὸ διεβίβασε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, νὰ δώσει κι αὐτὴ τὴν ἔγκρισή της. Ἔδωσε καὶ ἡ Σύνοδος τὴν ἔγκριση»

  Καὶ ἀλλοῦ συμπληρώνει:

  «Ὄνειρο παλιό τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου ἦταν τὸ νὰ φτιάξει ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι. Ἤθελε νὰ μαζέψει μερικὲς ἀδελφὲς μοναχές, μὲ πνεῦμα μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ θὰ ἦταν ὅλες κοντά του μὲ ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἤθελε νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα πνευματικὸ ἐργαστήριο, ὅπου θὰ ἁγιάζονται καὶ θὰ καλλιεργοῦνται ψυχὲς ποὺ θὰ δοξάζουν ἀδιαλείπτως τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ… Νὰ μποροῦν νὰ καταφεύγουν ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας ἄνθρωποι τραυματισμένοι ἀπὸ διάφορες θλίψεις, σωματικὲς ἢ ψυχικές, κι ἀπ’ τὴν ἁμαρτία.»

  Ἀπὸ τὰ παρατεθέντα διαπιστώνει ὅστις ἀντιλαμβάνεται τὸ σκεπτικόν τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καὶ διαθέτων τὴν κοινὴν λογικὴν ὅτι:

  α) μετὰ ἀπὸ πολλὴν ἐξέτασιν ἐδημιούργησεν Ἡσυχαστήριον,

  β) ἀπέβλεπε εἰς τὸ νὰ εἶναι διὰ μοναζούσας,

  γ) κατωχύρωσεν αὐτὸ Συνοδικῶς καὶ νομικῶς,

  δ) ἐπιθυμία του ἦτο νὰ εἶναι τόπος πνευματικῆς οἰκοδομῆς.

  Ἀπεναντίας, ἡ ἐπέμβασις τώρα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀνατρέπει παντελῶς τὰ σχέδια τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου:

  α) ἡ ἀποστολὴ τῆς συνοδείας τοῦ π. Ἰωσὴφ θὰ χρησιμοποιηθῆ ὡς μετάβασις ἀπὸ τὸν θεσμὸν τοῦ Ἡσυχαστηρίου εἰς κοινὸν Μοναστήριον, καθὼς Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία καταργοῦν τὰ Ἡσυχαστήρια, ἐνεργώντας ἐνάντια εἰς τὴν βούλησιν τῶν Ἁγίων ἱδρυτῶν αὐτῶν (Νεκταρίου, Πορφυρίου κ.ἄ.). Δὲν συγκινεῖται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀπὸ τὴν προσ­φυγὴν τόσων πολλῶν Ἡσυχαστηρίων ἐναντίον τῆς ἀποφάσεως; Ποῖος συνήνεσεν διὰ τὴν κατάργησιν; Ἠρωτήθη ἡ Ἱεραρχία ἤ ἐδόθη προσωπικὴ ὑπόσχεσις εἰς τὴν Κυβέρνησιν;

  β) τὸ μοναστήριον μετατρέπεται εἰς ἀνδρώων κοιτῶνα καὶ μάλιστα, ἐνῶ εὑρίσκονται ἐν ζωῇ αἱ μοναχαί!,

 γ) παραβαίνεται ἡ εὐλογία τοῦ κυροῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, παρακάμπτεται ἡ Συνοδικὴ κύρωσις καθὼς καὶ ἀγνοεῖται σκοπίμως τὸ σχετικὸ ΦΕΚ (Α1 τῆς 8ης Ἰανουαρίου 1981), καθιστώντας τὰς καινοφανεῖς αὐτὰς παρεμβάσεις ὄχι ἁπλῶς ἀντικανονικάς, ἀλλὰ ἐκνόμους! Τὸ ΦΕΚ ἱδρύσεως τοῦ Ἡσυχαστηρίου δὲν προβλέπει καμίαν τοιαύτην ἐξουσίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, πόθεν ἔλαβεν αὐτήν; Ἀπὸ τὸν θεομάχον Πρωθυπουργόν; Ἐκοιμήθη ὁ δεινὸς περὶ τὸν νόμον Γ. Ἀρβανίτης καὶ «ἀρβανιτιὰ πλάκωσε στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο»; καὶ

 δ) ὁ τόπος δὲν δύναται νὰ ἀποτελέση πλέον χῶρον πνευματικῆς οἰκοδομῆς, καθὼς ἀφ’ ἑνὸς ὁ π. Ἰωσὴφ καὶ ἡ συνοδεία του εἶναι νεαροὶ ἄνευ τῆς προαπαιτουμένης πνευματικῆς πείρας (ἡ ἀδιαφορία διὰ τοὺς Ἱ. Κανόνας καταμαρτυρεῖ τὴν ἔλλειψιν στοιχειώδους ὑποβάθρου). Ἄνθρωποι μὴ ὥριμοι ὡς οἱ νεοσύλλεκτοι στρατιῶται δὲν δύναται νὰ ἐπιτελέσουν τὰ καθήκοντα πεπαιδευμένων εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ μάλιστα εἰς μίαν τόσον ἐμβληματικὴν μονήν, ἐπειδὴ ἔχετε προσωπικὴν γνωριμίαν μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ π. Ἰωσήφ. Ἀφ’ ἑτέρου τὸ «πνευματικό» τους ἔργον εἶναι δεδηλωμένον καὶ κατάκριτον, καθὼς ὁ ὀργανισμὸς «Ἀπαρχὴ», μὲ τὸν ὁποῖον δραστηριοποιοῦνται, προβάλλει ἀντιεκκλησιαστικάς ἀπόψεις. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος δὲν ἐδέχετο σχισματικοὺς ἤ αἱρετικοὺς κληρικούς, διὰ τοῦτο ὁ ἑκάστοτε λειτουργὸς πρέπει νὰ ὀρθοφρονεῖ. Δὲν ἐδέχετο ὅτι οὗτοι ἔχουν μυστήρια καὶ εἶχε διαφωνήσει μὲ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου εἰς τὴν Ρώμην. Ἐκεῖ πού ἐλειτούργει ὁ Ἅγιος, θὰ ἔλθουν τώρα ἄνθρωποι ἄνευ ἱερωσύνης νὰ παίζουν θέατρον;

Ἔκκλησις πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον  καὶ τὴν Ἱεραρχίαν

  Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ἅγιος ἐπανῆλθεν εἰς τὰ τέλη του εἰς τὸ Ὄρος, λέγων «δὲν θέλω νὰ μὲ βάλουν σὲ μία λάρνακα καὶ νὰ μὲ προσκυνοῦν», καθὼς διέβλεπε τὸν κίνδυνον μετατροπῆς τοῦ Ἡσυχαστηρίου εἰς θησαυροφυλάκιον ἐπὶ τῆς γῆς. Πολὺ φοβούμεθα ὅτι, τόσο ἡ ἀπειρία, ὅσο καὶ ἡ εἰσπήδησις εἰς ξένον ἀμπελῶνα τῆς συνοδείας αὐτῆς θὰ ἐπαληθεύσουν δι’ ἀκόμη μίαν φορὰν τὸ προορατικὸν χάρισμα τοῦ Ἁγίου πρὸς ζημίαν τοῦ Ἡσυχαστηρίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν δὲν διέθεσεν οὔτε τὸ δίλεπτον τῆς χήρας, διὰ νὰ ἀπολέση καὶ αὐτό. Θὰ ἀπολέση ὅμως τὴν ἀξιοπιστίαν του καὶ ὁ ἑπόμενος Ἀρχιεπίσκοπος δὲν θὰ διστάση νὰ ἐκθεμελιώση ὁ,τιδήποτε πράττει ὁ νῦν, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τώρα δὲν σέβεται τὸ ἔργον ἑνὸς Ἁγίου.

  Μακαριώτατε, καλῶς μεριμνᾶται διὰ τὸ Ἡσυχαστήριον, ἀλλὰ θὰ ἦτο θεάρεστον πρὸ πάσης ἐνεργείας Ὑμῶν νὰ ἔλθετε εἰς συνεννόησιν μὲ σημαίνοντας ἀνθρώπους καὶ μοναστικάς ἀδελφότητας, αἱ ὁποῖαι ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ἁγίου, συνεδέοντο μαζί του, ἦσαν γνῶσται τῶν προβληματισμῶν καὶ ὁραματισμῶν του, ἐβοήθησαν εἰς τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ἡσυχαστηρίου, συνέδραμον εἰς κάθε περίστασιν πνευματικὴν καὶ ὑλικήν.  Ἀφοῦ προηγηθῆ διαβούλευσις καὶ ἔρευνα, ἔπειτα νὰ τοποθετηθῆ ἐνταῦθα μία πεπειραμένη γυναικεία συνοδεία, μὲ τὴν σύμφωνον γνώμην τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ Ἡσυχαστηρίου καὶ μὲ σεβασμὸν εἰς τὴν ὑπάρχουσα Ἡγουμένη, διὰ νὰ ὑπάρξη ἀνάπαυσις συνειδήσεων.

  Ὅσοι Ἱεράρχαι εὐλαβοῦνται εἰλικρινῶς τὸν Ἅγιον ἂς συνδράμουν.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ

https://orthodoxostypos.gr