Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Επισκέψεις του οσίου Αρσενίου στον άγιο Παΐσιο

 

Την χρονιά που ο Γέροντας Παΐσιος πήγε στο Στόμιο αποφάσισε να κάνη την ανακομιδή των Λειψάνων του οσίου Αρσενίου. Είχαν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια και ακόμη ήταν θαμμένος στο κοιμητήρι της Κερκύρας. Άφησε την φροντίδα του Μοναστηριού στον αδελφό του Ραφαήλ και τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα. Εκεί αναζήτησε τον παλαιό φίλο και συστρατιώτη του Παντελή Τζέκο. Τον βρήκε στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν. Ο κ. Παντελής δεν τον γνώρισε και σκυμμένος στο γραφείο του τον ρώτησε: «Πάτερ, τι θέλετε;». Ο Γέροντας δεν μιλούσε. «Θέλετε να σας εξυπηρετήσω σε τίποτε;», τον ρώτησε πάλι. «Σε τούτο», του είπε και έδειξε τα δυο του μεγάλα δάχτυλα. Τότε τον αναγνώρισε και γεμάτος χαρά και συγκίνηση, που απρόσμενα έβλεπε τον φίλο και σωτήρα του, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε.

Στο σπίτι είπε στην μητέρα του και την σύζυγό του να ετοιμάσουν πλούσιο τραπέζι και παρακαλούσε τον Γέροντα να του κάνη την χάρη να μείνη.

– Αφού εγώ θα σου κάνω αυτή την χάρη, να μου κάνης και συ μια χάρη.

– Όσες θέλεις.

Του ζήτησε να φάη μόνο χόρτα, στα οποία έρριξε τρεις σταγόνες λάδι και δυο-τρεις ελιές. Τίποτε άλλο.

Κοιμήθηκαν στο ίδιο δωμάτιο. Τρεις φορές κατά τη νύχτα, αφού κοίταζε και έβλεπε αν κοιμάται ο κ. Παντελής ο οποίος έκανε ότι κοιμόταν, σηκώθηκε, γονάτισε και προσευχόταν.

Το πρωί ξεκίνησαν με καταρρακτώδη βροχή για το κοιμητήρι. Λέγει ο Γέροντας στον κ. Παντελή: «Μη φοβάσαι· στον δρόμο που πάμε θα σταματήσει η βροχή». Σιγά-σιγά λιγόστευε η βροχή, μέχρι που σταμάτησε τελείως.

Κατά την ανακομιδή έπλενε ο Γέροντας τα οστά με κρασί και νερό, τα τύλιγε εν συνεχεία σε άσπρα κομμάτια από καθαρό σεντόνι και τα έβαζε σε ένα μαύρο κιβώτιο, όμοιο με βαλίτσα. Βρήκε και την πόρπη από την ζώνη του οσίου Αρσενίου. Κάποια στιγμή γλίστρησε και έπεσε πάνω στον κ. Παντελή. Εκείνος στηρίχθηκε με το χέρι του στον τοίχο.

Επειδή ο νεκροθάφτης διαμαρτυρόταν που πήγαν τέτοια βροχερή ημέρα, ο Γέροντας, παρ’ όλο που είχε πάρει άδεια από τον Δεσπότη, από ευαισθησία λέγει στον κ. Παντελή: «Επειδή στενοχωριέται ο άνθρωπος, ας μείνουν και δυο-τρία οστά και, όταν θάρθω του χρόνου, τα βγάζομε».

Μετά την ανακομιδή, μια ακτίνα ηλίου πέρασε ανάμεσα από τα κυπαρίσσια και φώτισε τον τάφο.

Όταν τελείωσαν, πήγε και έμεινε σε ξενοδοχείο. Δεν θέλησε να πάη με τα Λείψανα στο σπίτι του κ. Παντελή, γιατί ήταν νιόπαντρος, μήπως το παρεξηγήσουν οι γυναίκες. Το πρωί που συναντήθηκαν, ο κ. Παντελής τον είδε αλλοιωμένο από την θεία χάρι. Του έλεγε: «Πολύ όμορφος είσαι σήμερα! Μα είσαι πραγματικά όμορφος».

Ο Γέροντας του διηγήθηκε τα εξής: «Να σου πω τι έπαθα χθες βράδυ. Πήγα να ανοίξω να προσκυνήσω τα Λείψανα και μια δύναμη με πίεζε για να με πνίξη. Και εκείνη την ώρα είπα: “Άγιε Αρσένιε, βοήθησέ με”, και αμέσως ελευθερώθηκα».

Επέστρεψε χαρούμενος με τα άγια Λείψανα στην Κόνιτσα και διανυκτέρευσε στο σπίτι της Κέτης Πατέρα. Εκεί τα τοποθέτησε κάτω από το εικονοστάσι. Αυτή άναψε το καντήλι και ύστερα ασχολήθηκε με τις δουλειές του σπιτού. Έβλεπε όμως στο δωμάτιο που ήταν τα Λείψανα φως σαν να αστράφτη, και νόμιζε ότι θα βρέξει. Βιαζόταν να πάη να πάρη ομπρέλλα, γιατί την επομένη το πρωί ήθελε να πάη στην κάτω Κόνιτσα να λειτουργηθή. Ο Γέροντας προσπαθούσε να της εξηγήση ότι αυτές οι «αστραπές» δεν είναι από τον ουρανό, γιατί έξω ήταν καλός καιρός και είχε άστρα, αλλά από τα άγια Λείψανα. «Ήταν», κατά την μαρτυρία της, «το φως παράξενο σαν να άστραφτε, όχι όπως να αναλάμπει».

Στις 21 Φεβρουαρίου 1971 ο Γέροντας καθόταν στην αυλή της Καλύβης του και διάβαζε από το χειρόγραφο τον βίο του οσίου Αρσενίου, που είχε πρωτογράψει, για να επισημάνη τυχόν λάθη.

«Ήθελε δύο ώρες ο ήλιος να βασιλέψη», γράφει, «κι ενώ διάβαζα, με επισκέφθηκε ο πατήρ Αρσένιος· και όπως ο καθηγητής χαϊδεύει τον μαθητή που έγραψε καλά το μάθημα, το ίδιο μου έκανε και αυτός. Παράλληλα με άφησε με μια ανέκφραστη γλυκύτητα και αγαλλίαση ουράνια στην καρδιά μου, που ήταν αδύνατο να την αντέξω. Έτρεχα έξω μετά στην περιοχή του Καλυβιού μου σαν τρελλός και τον φώναζα, γιατί νόμιζα ότι θα τον εύρισκα».

Τον συγκλόνισε η εμφάνιση του Αγίου. Έκανε ο ίδιος το σχέδιο με μολύβι και οι αδελφές στην Σουρωτή την εικόνα του. Όμως, όπως ανέφερε ο Γέροντας: «Η πρώτη εικόνα δεν έμοιαζε πολύ με τον Όσιο. Ύστερα κάθησα πάνω από το κεφάλι τους όλη την ώρα και τις έλεγα έτσι και έτσι να την κάνετε». Και έγινε η γνωστή εικόνα του οσίου Αρσενίου, που αποδίδει πλήρως τα χαρακτηριστικά του.

Ο Γέροντας πίστευε ακράδαντα στην αγιότητα του οσίου Αρσενίου. Παρ’ όλα αυτά είπε να μη βάλουν φωτοστέφανο στην εικόνα του ούτε την τοποθέτησε στο προσκυνητάρι με τις εικόνες των Αγίων, αλλά από κάτω. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν την βάζει επάνω, απάντησε: «Αν θέλη, ας ανεβή μόνος του». Δηλαδή να ενεργήση να γίνη η αγιοποίησή του. Ομοίως κατεσκεύασε χωρίς φωτοστέφανο και την ατσάλινη μήτρα με την οποία έκανε τα σταμπωτά εικονάκια του Οσίου. Και στον βίο του έβαλε τίτλο: «Ο πατήρ (όχι ο Άγιος) Αρσένιος ο Καππαδόκης». Περίμενε να τον αναγνωρίση πρώτα η Εκκλησία ως Άγιο και τότε έβαλε φωτοστέφανο στην εικόνα και στην μήτρα, και έγραψε πλέον «Άγιος Αρσένιος».

Πριν από την επίσημη αναγνώριση είχε σημειώσει στο προσωπικό του Μηναίο του Οκτωβρίου στις 28 με φαρασιώτικη διάλεκτο τα εξής: «Σήμερα, στις 10-11-1924 με το νέο ημερολόγιο και με το παλαιό στις 28 του Οκτωβρίου, εκοιμήθη ο καλός άνθρωπος του Θεού, ο Ιερομόναχος Αρσένιος (Χατζηεφεντής) από τα Φάρασα της Καισαρείας. Την ευχή του να έχουμε. Παΐσιος μοναχός».

 Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 127 και 213.