Ἡ ἀλκυὼν εἶναι πουλὶ θαλασσινό. Αὐτὴ συνηθίζει νὰ κλωσσάει στὶς παραλίες καί νὰ τοποθετεῖ τά αὐγὰ τῆς πάνω στὴν ἄμμο. Καὶ κλωσσάει στὴ μέση περίπου τοῦ χειμῶνα, ὅταν ἡ θάλασσα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καί βίαιους άνεμους χτυπάει μέ ὁρμὴ πάνω στὴν ξηρά. 'Αλλ' ὅμως τὶς ἡμέρες ποῦ κλωσσάει ἡ άλκυών ἠρεμοῦν ὅλοι οί ἄνεμοι καί ἡσυχάζει τό κῦμα τῆς θάλασσας. Διότι ἑπτὰ μόνο ήμέρες θέλει, γιά νά βγάλει τά πουλάκια τῆς άπό τό τσόφλι.
Ἐπειδὴ ὅμως χρειάζονται καί άνατροφή, ό μεγαλόδωρος Θεὸς ἔδωσε στὸ μικρότατο αὐτὸ ζῶο ἄλλες ἑπτὰ ήμέρες, γιά νά μεγαλώσουν οί νεοσσοί. 'Έτσι καί οί ναυτικοὶ ὅλοι γνωρίζουν τὸ γεγονός καί ὀνομάζουν τὶς ἡμέρες έκείνες αλκυονίδες.
Οί φυσικοὶ αὐτοὶ νόμοι νομοθετήθηκαν άπό τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ σὲ προτρέπουν νὰ ζητεῖς καί σύ τα πρὸς σωτηρίαν σοῦ άπο τό Θεό. Τί ἤ ποιό, ἀπὸ τὰ πιὸ παράδοξα δέν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ὁ Θεὸς γιὰ σένα, ποῦ δημιουργήθηκες κατ' Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν καί γιὰ πτηνὸ τόσο μικρὸ συγκρατεῖ τὴν μεγάλη καὶ φοβερὴ θάλασσα, ποὺ παίρνει διαταγὴ νὰ γαληνεύει στὴ μέση τοῦ χειμῶνα;