«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κατάγομαι ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ἀρκαδίας Πελοποννήσου. Ἐκεῖ, ἐδῶ καί 15 χρόνια, ἦλθαν νά κατοικήσουν ὁριστικῶς, ἀναχωρήσαντες ἀπό τήν Ἀθήνα, ἕνας συμπατριώτης μου ὁ Ἀναστάσιος Κ. καί ἡ σύζυγός του. Ὁ Ἀναστάσιος γεννήθηκε καί μεγάλωσε στό χωριό μας. Κατόπιν γιά καλλίτερη ζωή ἀνέβηκε στήν Ἀθήνα. Ἐργάσθηκε σάν ὑδραυλικός καί νυμφεύθηκε τήν κ. Μαρία, καταγομένη ἀπό χωριό τῆς Θεσσαλίας. Στήν συνέχεια δέν θά γράψω τίποτε δικό μου. Θά ἀφήσω τήν Μαρία νά μᾶς διηγηθῆ ἡ ἴδια τήν «ὀδύσσεια», τῆς ζωῆς της:
«Ἤμουν στήν Ἀθήνα παντρεμμένη μέ τόν κ. Ἀναστάσιο. Στήν ἡλικία τῶν 25 ἐτῶν ἦλθαν κάποιοι συγγενεῖς τοῦ ἀνδρός μου καί μοῦ ἔφεραν κάτι δωράκια, τά ὁποῖα καί πολύ ἀγαποῦσα. Τό ἀγαπημένο μου φροῦτο ἦταν τό μῆλο καί ἀνάμεσα στά γλυκά ἡ σοκολάτα. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη πού ἦλθαν αὐτοί οἱ συγγενεῖς μας, ὅταν ἔτρωγα μῆλο ἤ σοκολάτα, ἐπνιγόμουν. Αἰσθανόμουν ὑπερκόπωσι καί μέ πολλή δυσκολία ἔκαμα τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ μας.
Μία ἡμέρα ἐπῆγα μέ τόν ἄνδρα μου καί τά τρία παιδιά μου στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς του. Μᾶς ἐκέρασαν. Κατόπιν ἀρχίσαμε νά παίζουμε χαρτιά γιά νά περάσει καί ἡ ὥρα. Μ᾿ ἔπιασαν ταχυπαλμίες. Σταματήσαμε τό παιγνίδι. Καί στίς ἄλλες ἡμέρες ἐμούδιαζε τό πόδι καί τό χέρι μου. Πάντα τό ἀριστερό. Πονοῦσε καί τό κεφάλι μου.
Ἕνα πρωϊνό ἤμουν στό σπίτι καί τάϊζα τήν μικρή μου κόρη. Ὁ ἄνδρας μου εἶχε φύγει γιά τήν δουλειά. Καί πάλι ταχυπαλμίες μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχω δύσπνοια. Ἀνησύχησα. Ἔβαλα τό μωρό στήν κούνια καί βγῆκα στό μπαλκόνι νά ἀνασάνω καλλίτερα. Ἔριχνα νερό στό κεφάλι μου. Ζαλιζόμουν. Ἔπεσα στό κρεββάτι. Ἡ μεγάλη κόρη μου εἰδοποίησε τόν πατέρα της. Ἦλθε καί μαζί ἐπήγαμε στόν γιατρό. Ἐκεῖνος μοῦ ἔκανε ὑπέρηχο στήν περιοχή τῆς καρδιᾶς καί μοῦ ἔδωσε χάπια γιά τίς ζαλάδες. Ὁ ὑπέρηχος δέν ἔδειξε τίποτε. Οἱ ζαλάδες μου ἦταν πιό συχνές καί δυνατές. Ὁ γιατρός μοῦ ἐπρότεινε νά μή πίνω ἄλλα χάπια καί νά μή πηγαίνω στό μπαλκόνι καί πέσω κάτω, ἄν χάσω τήν ἰσορροπία μου.
Ἐπί ἕνα χρόνο ἐπήγαινα στούς γιατρούς, χωρίς νά εὑρίσκουν κάτι. Οἱ ταχυπαλμίες ὁλονέν καί δυνατώτερες. Ἔτρεμα ὁλόκληρη. Τά πόδια μου εἶχαν παγώσει. Καί πάλι σέ ἕνα καλό γιατρό μας. Μᾶς εἶπε νά μήν πᾶμε σέ νευρολόγο, διότι θά μᾶς καταστρέψει μέ τά ψυχοφάρμακα. Μοῦ ἔκανε μόνο μία ἔνεσι γιά νά ἠρεμίσω καί ἐφύγαμε γιά τό σπίτι μέ τόν ἄνδρα μου. Ἐκείνη τήν νύκτα δέν ἔκλεισα μάτι. Τό σῶμα μου αἰσθανόμουν ὅτι καιγόταν. Ἄρχισα νά φωνάζω: Καίγομαι, καίγομαι! Μία γειτόνισσα μέ ἄκουσε καί μοῦ εἶπε νά πάω σέ ἱερέα νά μέ διαβάσει καί νά μέ σταυρώσει. Ἐπήγαμε σέ δύο ἱερεῖς. Μέ σταύρωσαν καί δέν μοῦ εἶπαν τίποτε.
Μία ἄλλη γυναῖκα μᾶς συμβούλευσε νά πᾶμε σέ μάγισσα. Ἐκείνη μᾶς εἶπε ὅτι μοῦ ἔχουν κάνει μάγια. Μοῦ ἔδωσε ἕνα ὑγρό νά ἀλείφωμαι καί ὅτι σύντομα θά γίνω καλά. Τελικά καθημερινά ἐγινόμουν χειρότερα. Καί τελικά δαιμονίσθηκα. Τό εἶπα τό πρόβλημά μου σέ μία φίλη μου. Μοῦ ἐπρότεινε νά πάω σέ κάποιον Πνευματικό. Ἐκεῖνος μέ ἐρώτησε ἄν ἔχω ἐξομολογηθῆ. Τοῦ εἶπα: «Ὄχι». Μοῦ ἔδωσε ἕνα σχετικό βιβλίο γιά τήν ἐξομολόγησι νά τό διαβάσω καί μετά νά ἐξομολογηθῶ. Μετά τήν ἐξομολόγησί μου μέ ἔφερε κοντά σέ μία ἄλλη κοπέλλα πού εἶχε κι αὐτή δαιμόνιο. Γονατίσαμε μπροστά του καί ἄρχισε ὁ Πατήρ νά μᾶς διαβάζει εὐχές. Ξαφνικά ἡ ἄλλη κοπέλλα εἶπε στόν παππᾶ ὅτι δέν ἀντέχει, διότι τήν ἔπιασαν ταχυπαλμίες. Μ᾿ ἐρώτησε κι ἐμένα πῶς εἶμαι καί τοῦ εἶπα ὅτι ἔχω κι ἐγώ ταχυπαλμίες.
Μετά μοῦ εἶπε: Σοῦ ἔχουν κάνει μαγικά τῆς μαύρης μαγείας, ἀπό τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποθάνει. Ἀλλά μή φοβᾶσαι. Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Ὅλα θά πᾶνε καλά. Ἀπό σήμερα νά ἔρχεσαι γιά ἐξορκισμούς. Ἀκόμη νά εἰπῆς στόν ἄνδρα σου νά ἐξομολογηθῆ. Ἀκόμη νά πηγαίνετε στήν ἐκκλησία κάθε Κυριακή. Θά κάνεις Ἁγιασμό στό σπίτι σου καί τακτικά θά ραντίζεις τό σπίτι σας.
Μετά τήν ἐξομολόγησι ἐσταμάτησαν οἱ ταχυπαλμίες, τό μούδιασμα, τό πάγωμα καί οἱ ζαλάδες. Κάποια στιγμή πού ἐδιάβαζα τήν Ἁγία Γραφή βγῆκε ξαφνικά μία φωνή ἀπό μέσα μου. Μία δυνατή καί ἄγρια φωνή. Ταράχθηκα. Τά ἔχασα! Σηκώθηκα. Ἄρχισα νά λιβανίζω. Καί ξαφνικά ἔσβησε τό φῶς. Τηλεφώνησα τόν ἱερέα καί μοῦ εἶπε ἀμέσως νά πάω στήν ἐκκλησία νά μοῦ διαβάσει ἐξορκισμούς.
Ἐπῆγα μέ τόν ἄνδρα μου. Τήν ὥρα πού μέ ἐδιάβαζε, αἰσθάνθηκα τέτοια δύναμι μέσα μου πού θά ἠμποροῦσα νά σπάσω καί σίδερα. Ἄρχισα νά τρέμω. Τήν ἑπομένη ἐπῆγα καί πάλι γιά ἐξομολόγησι, διότι εἶχα ἐντολή ἀπό τόν Πνευματικό νά ἐνθυμηθῶ τά πάντα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία καί νά τά εἰπῶ. Πράγματι εἶχα ἐτοιμασθῆ καί εἶχα γράψει τίς ἁμαρτίες μου σέ χαρτάκι. Γιά νά μή τίς ξεχάσω. Στάθηκα ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ σέ μία καρέκλα καί ὅμως δέν μποροῦσα νά ἐξομολογηθῶ. Ἄρχισα νά φωνάζω. Νά ὑβρίζω τόν ἱερέα. Νά κτυπιέμαι. Νά λέω καί νά κάνω πολλά! Ὁ ἱερεύς ἐπῆρε τό χαρτί καί ἄρχισε νά διαβάζει τίς ἁμαρτίες μου. Ξαφνικά ἡ καρέκλα πού καθόμουν ἐπήγαινε ἄλλοτε μπροστά καί ἄλλοτε πίσω καί ἤμουν ἔτοιμη νά πέσω κάτω. Ἔπεσα κάτω καί μέ τό κεφάλι μου στό δάπεδο. Καί στεκόμουν στήν στάσι αὐτή, ὅση ὥρα ὁ ἱερεύς ἐδιάβαζε τούς ἐξορκισμούς καί ἄλλες εὐχές.
Μέ τόν ἄνδρα μου ἀρχίσαμε ἕνα ἐντονώτερο πνευματικό ἀγῶνα. Ἀρχίσαμε νά πηγαίνουμε σέ μοναστήρια, σέ προσκυνήματα, σέ ἀγρυπνίες. Μία ἄλλη ἡμέρα ἐπήγαμε μέ τόν ἄνδρα μου στήν μονή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης. Καθώς ἔμπαινα μέσα στήν ἐκκλησία, ἔπεσα κάτω καί κτυπιόμουν. Καί ἔλεγα: «Ἦλθε αὐτός, Νᾶτος! Δέν τόν ἀντέχω. Φῦγε! Φῦγε!» Ἔβλεπα τόν Ἅγιο νά ἔρχεται καί τοῦ ἔλεγα νά φύγει. Διότι ἔτσι μοῦ ἔλεγε τό κακό πνεῦμα πού εἶχα μέσα μου.
Οἱ ἄλλοι μ᾿ ἔπιασαν ἀπό τά χέρια καί μέ ἐπῆγαν νά προσκυνήσω τά Λείψανα τοῦ Ἁγίου. Βλέπω τόν ἑαυτό μου νά εἶμαι κάτω στό πάτωμα. Ἐκεῖνοι μέ τραβοῦν. Ξαφνικά νομίζω ὅτι εἶμαι πάνω ἀπ᾿ αὐτούς καί ὅτι βλέπω ὅλο τόν κόσμο. Ἀναρρωτιώμουν τί μοῦ συμβαίνει καί γιατί εἶμαι καί κάτω ἀπό ὅλους καί πάνω τους; Ἀφοῦ προσκυνήσαμε, ἦλθα στόν ἑαυτό μου. Ἐρώτησα τόν Πνευματικό μου πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶμαι κάτω καί ταυτόχρονα νά βλέπω ὅλο τόν κόσμο ἀπό πάνω. Καί ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε βγῆ ἡ ψυχή μου ἀπό τό σῶμα μου.
Μία ἄλλη φορά εἴχαμε πάει σέ ἀγρυπνία. Μετά τά μεσάνυκτα ἤλθαμε στό σπίτι, διότι τό πρωΐ ἔπρεπε ὁ ἄνδρας μου νά πάει στήν δουλειά του. Καθώς ἤμουν στό σπίτι μόνη μου, ἄρχισα νά διαβάζω τήν Παράκλησι τῆς Θεοτόκου. Ἐνῶ ἐδιάβαζα, βλέπω δίπλα μου νά στέκεται ὁ διάβολος. Φοροῦσε μαντήλι στό κεφάλι καί ροῦχα μακριά. Εἶχε μύτη μεγάλη καί γαμψή, ἐνῶ τά χέρια του ἦταν μακριά μέ μεγάλα νύχια. Αὐτός ἤθελε νά μέ σταματήσει ἀπό τήν προσευχή μου. Ἄρχισα νά φωνάζω: «Παναγία μου, σῶσε με». Ἀπό τήν ἀγωνία μου ἔτρεμα. Ἐπειδή ἔχω σέ εὐλάβεια τήν ἁγία Παρασκευή, τήν ἐφώναξα: «Ἁγία μου Παρασκευή, σῶσε με. Δέν ἀντέχω ἄλλο». Ἀμέσως ἦλθε δίπλα μου ἡ ἁγία Παρασκευή. Καί ὁ διάβολος ἐξαφανίσθηκε. Ἔφυγε ὁ φόβος ἀπό μέσα μου. Συνέχισα τήν προσευχή μου μέχρι τέλους, χωρίς κάποιο πρόβλημα. Ἐπῆγα πρός τήν κουζίνα. Ἡ Ἁγία μέ συνώδευσε μέχρι ἐκεῖ. Μετά ἐξαφανίσθηκε.
Τό ἄλλο βράδυ ἐδιάβασα πάλι τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μας. Καί ἦλθε δίπλα μου πάλι ὁ διάβολος στήν ἴδια θέσι του καί μέ τήν ἴδια μορφή. Ἐγώ συνέχισα νά διαβάζω. Καί ὁ διάβολος ἐξαφανίσθηκε. Καί ἄλλες φορές πού ἔκανα τήν προσευχή μου, ἐρχόταν ὁ διάβολος καί μέ τραβοῦσε ἀπό τά μαλλιά μου νά μέ ρίξει κάτω καί νά μέ διακόψει ἀπό τήν προσευχή μου.
Μία ἄλλη ἡμέρα ἐδιάβαζα τήν Ἁγία Γραφή. Ἀκούω κτύπημα στήν πόρτα ἐξόδου τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἐρωτῶ ποιός εἶναι καί ἀκούω τήν ἀπάντησι «ἐγώ». Ἄνοιξα τήν πόρτα καί δέν ἦταν κανένας. Ἀλλά μετά δέν εἶχα τήν διάθεσι νά διαβάσω. Ὁ διάβολος μοῦ εἶχε προκαλέσει τεμπελιά καί ὑπνηλία.
Τίς Κυριακές ἐπηγαίναμε σέ κάποιο μοναστήρι. Ὅταν ἐπρόκειτο νά κοινωνήσω ἔπρεπε νά μέ κρατοῦν 4-5 ἄτομα. Τό ἴδιο συνέβαινε καί, ὅταν ἐπρόκειτο νά μέ διαβάσει ὁ ἱερεύς τούς ἐξορκισμούς. Μία Κυριακή, τήν ὥρα πού μέ ἐδιάβαζε ὁ ἱερεύς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, βγῆκε ἡ ψυχή μου. Αἰσθανόμουν ὅτι ἤμουν δύο Μαρίες. Μία κάτω μέ τούς ἀνθρώπους καί μία ἐπάνω καί τούς ἔβλεπα ὅλους ἀπό ψηλά. Ὁ ἱερεύς συνέχισε νά διαβάζει καί ἐγώ κτυπιόμουν καί οὐρλιαζα. Ξαφνικά βλέπω τόν Χριστό νά βγαίνει ἀπό τήν Ὡραία Πύλη μέ ὁλόχρυση στολή. Μ᾿ ἐκύτταζε πῶς κτυπιόμουν μέχρις ὅτου ἐτελείωσε ὁ παπᾶς τούς ἐξορκισμούς. Μετά ἔφυγε ὁ Χριστός.
Μία ἄλλη φορά εἶχα πάει μέ τόν ἄνδρα μου στό Μετόχιο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, πού ἀνήκει στήν Μονή Παναγίας Φανερωμένης τῆς Σαλαμῖνος καί εἶναι στήν Ἀττική. Ὅταν μπῆκα μέσα, ἄρχισε νά κουνιέται τό καντήλι τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Τήν ὥρα πού ἐπήγαινα στό προσκυνητάρι τοῦ Ἁγίου, τό ἀκάθαρτο πνεῦμα μ᾿ ἔριξε κάτω. Ἄρχισα νά οὐρλιάζω. Ἐκείνη τήν στιγμή ἐμπῆκαν μέσα δύο βαμμένες κοπέλλες. Καί τό δαιμόνιο τούς εἶπε: «Ποῦ πᾶτε ἐσεῖς μέ τά βαμμένα χείλη καί δάκτυλά σας; Δικές μου εἶσθε! Δικές μου».
Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔπεσα κάτω. Ἔκανα τοῦμπες ἐδῶ καί ἐκεῖ. Ἐκτυπιόμουν καί ξαφνικά εὑρέθηκα κάτω καί μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Ἦλθαν οἱ μοναχές κοντά μου καί ἐδιάβασαν τήν Παράκλησι τοῦ Ἁγίου. Σηκώθηκα καί εἰρήνευσα. Οἱ Ἀδελφές μοῦ εἶπαν ὅτι, ὅταν κινεῖται τό καντήλι του, αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι ἦλθε κοντά μας ὁ Ἅγιος.
Εἶχα πάει καί στήν ἑορταστική ἡμέρα τοῦ Ἁγίου. Εἶχε ἔλθει πολύς κόσμος. Ἄρχισα νά φωνάζω καί νά λέγω διάφορα λόγια. Ἐνθυμοῦμαι ἤμουν πεσμένη κάτω σάν παράλυτη. Ἦλθε κοντά μου ὁ πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως καί ἄρχισε νά μέ διαβάζει. Γιά τρίτη φορά ἔνοιωσα ὅτι βγῆκε ἡ ψυχή μου. Καί εὑρέθηκα πολύ ὑψηλά μαζί μέ τόν ἅγιο Στέφανο. Ἔβλεπα τόν ἄνδρα μου καί τίς μοναχές πού μέ κρατοῦσαν καί ὅλους τούς ἀνθρώπους στήν Μονή. Ξαφνικά εἶδα τόν Χριστό ντυμένον μέ λευκή στολή νά περνᾶ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Μέ πλησίασε. Γονάτισε καί ἔβαλε τά χέρια του ἐπάνω μου. Τότε μοῦ συνέβη ἕνα παράξενο πρᾶγμα. Δέν ἐνδιαφερόμουν καθόλου γιά τό σῶμα μου πού ἦταν πεσμένο κάτω καί κτυπιόταν. Καί ἔλεγα: «Γιατί τήν κρατοῦν ἔτσι; Ἐκεῖ ψηλά πού ἤμουν ἦταν πολύ ὡραῖα. Δέν ἠμπορῶ νά σᾶς περιγράψω. Ἤθελα νά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ. Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ψυχή μου στό σῶμα μου, ὁ ἄνδρας μου μοῦ εἶπε ὅτι κάποια στιγμή ἤμουν νεκρή...
Μία ἄλλη φορά εἴχαμε πάει μέ τόν ἄνδρα μου σέ ἄλλο μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ὁ ἱερεύς ἄρχισε νά μέ διαβάζει καί ἕνας χριστιανός μέ κρατοῦσε μέ τό χέρι του πολύ σφικτά. Ἐκείνη τήν στιγμή ἔννοιωσα ὅτι ἔπαυσε νά κτυπᾶ ἡ καρδιά μου. Τότε εἶπα μέσα μου: «Χριστέ μου, ὅ,τι ἦταν νά ἰδοῦν ἀπό μένα οἱ ἄνθρωποι, τό εἶδαν. Καί τώρα σέ παρακαλῶ, βοήθησέ με νά συνέλθω, διότι δέν ἀντέχω ἄλλο. Θά ἀποθάνω. Καί ξαφνικά εἶδα τόν Χριστό νά περνᾶ ἐμπρός ἀπό τήν Ὡραία Πύλη. Στάθηκε ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου. Ἄνοιξε ἕνα βιβλίο. Μέ ἐκύτταξε μέ χαμόγελο. Κι ἐγώ ἄνοιξα τά μάτια μου καί ἤμουν εἰρηνική.
Στό διάστημα αὐτό ἐπήγαινα καί σέ μία ἄλλη ἐκκλησία, τήν Παναγία τήν Γιάτρισσα, πού εἶναι ἐνορία, ἀλλά ἐκτός Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας πολύ καλός ἱερεύς καί μέ ἐδιάβαζε. Κάθε φορά, ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου μέχρι τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἤμουν πεσμένη κάτω. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἐκτυπιόμουν πολύ. Αὐτή τήν ὥρα εἶδα τόν Χριστό νά ἔρχεται κοντά μου, χωρίς κεφάλι καί μέ πράσινη ὁλόχρυση στολή!
Ὅταν ἦταν ἡ πανήγυρις αὐτῆς τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας μας, εἴχαμε πάει καί ἐμεῖς μέ τόν ἄνδρα μου. Εἶχε ἔλθει πολύς κόσμος. Ἀστυνομικοί νά ἐπιβλέπουν τήν τάξι, δεξιά καί ἀριστερά σχοινιά νά ὁριοθετοῦν τήν πομπή τῆς φιλαρμονικῆς καί τῶν ἱερέων πού συνώδευαν τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀνθοστόλιστη καί δαφνοστεφανωμένη. Ἐστεκόμουν μαζί μέ τό πλῆθος. Ξαφνικά περνῶ, κάτω ἀπό τά σχοινιά καί «μπουσουλώντας», ἐπῆγα δίπλα στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἐκτυπιόμουν! Μέ κρατοῦσαν ἄνθρωποι. Ἐκτυπιόμουν μέχρις ὅτου ἐτελείωσε ἡ πομπή καί ἡ λιτανεία.
Μία ἄλλη φορά στήν ἴδια ἐκκλησία ἐπῆγα νά διαβαστῶ, ἀλλά ἔλλειπε ὁ γνωστός μας ἱερεύς. Μέ ἐδιάβαζε κάποιος ἄλλος. Ἐκείνη τήν ὥρα βλέπω νά μπαίνει μέσα ὁ γνωστός μου ἱερεύς. Ἦλθε κοντά μου. Ἄκουσα πού μοῦ εἶπε: «Ἦλθα, παιδί μου. Ἡ Παναγία μ᾿ ἔστειλε. Ἄκουσα τήν φωνή της πού μοῦ εἶπε: «Τρέξε, στήν ἐκκλησία, τό παιδί μας, ἡ Μαρία, εἶναι ἐκεῖ καί ὑποφέρει...».
Ὁ διάβολος προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά μέ φοβίσει. Ἐνῶ ἤμουν στό κρεββάτι τοῦ σπιτιοῦ μου, ἐρχόταν μέ διαφορετικές μορφές κάθε φορά. Ἔπαιρνε τίς μορφές συγγενῶν μου πού εἶχαν ἀποθάνει. Ἄλλοτε τήν μορφή ἑνός ἀγνώστου ἱερέως. Ἐνῶ ὁ ἄνδρας μου ἦταν στήν δουλειά του, ἐρχόταν καί μέ τήν δική του μορφή καί ἤθελε νά καθίσει δίπλα μου. Ὅταν στίς ἀρχές εἶχα αὐτά τά προβλήματα, δέν ἤθελα ὁ ἄνδρας μου νά ἔρχεται κοντά μου. Ἐάν ἐρχόταν, ἔφευγα κλαίοντας, χωρίς νά ξέρω γιά ποιό λόγο. Ἄλλοτε ἤθελα νά φύγω ἔξω ἀπό τό σπίτι. Μία φορά ἐστεκόμουν ὄρθια δίπλα στόν ἄνδρα μου καί ξαφνικά ἦλθε ὁ διάβολος καί στάθηκε ἀνάμεσά μας. Ἦταν ψηλός, κατάμαυρος μέ τρίχινο σῶμα καί κόκκινα μάτια. Ὁ ἄνδρας μου δέν κατάλαβε τίποτε. Ἐγώ γιά νά μή τόν φοβίσω, δέν τοῦ εἶπα τίποτε. Ἄρχισα νά λέγω τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», κι ἀμέσως ὁ διάβολος ἐξαφανίσθηκε.
Ἔχω ἰδεῖ πολλές φορές τήν ἁγία Παρασκευή. Τήν αἰσθάνομαι Προστάτιδά μου.Τήν παρακαλοῦσα κάθε φορά, ὅταν δέν ἠμποροῦσα νά ὑπομείνω τό πρόβλημά μου. Καί ἐρχόταν ἡ Ἁγία μέ ἕνα Σταυρό στό χέρι της, τό ὁποῖο ἔλαμπε καί ἐξέπεμπε ἀκτῖνες. Κάθε φορά πού μέ ἐπισκεπτόταν, μοῦ ἔλεγε νά κάνω ὑπομονή. Ὅτι ὁ Χριστός παρεχώρησε νά δοκιμάζομαι ἔτσι σκληρά ἀπό τόν διάβολο, διότι θέλει νά σώσει πολύ κόσμο πού δέν πιστεύει στόν διάβολο καί στήν αἰώνια ζωή. Ἀκόμη μία φορά μοῦ εἶπε ὅτι μοῦ ἔχει ἐτοιμάσει τόπο ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς μου στήν ἄλλη ζωή, ἀρκεῖ νά κάνω ὑπομονή.
Κάθε φορά πού μέ ἐσταύρωνε ὁ ἱερεύς, ἔβγαινε φωτιά ἀπό τόν Σταυρό πού κρατοῦσε. Δέν ἠμποροῦσα νά τόν ἀντικρύσω. Ἔστρεφα τά μάτια μου ἀλλοῦ. Μέ ἔκαιγε ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Τότε ὁ ἱερεύς ἔριχνε ἁγιασμό ἐπάνω μου καί τά μάτια μου ἐπέστρεφαν στήν θέσι τους.
Ὁ Χριστός μοῦ ἐχάρισε μία ἰδιαίτερη εὐλογία σ᾿ αὐτή τήν δοκιμασία μου. Ὁ διάβολος ἔπαιρνε τό στόμα μου καί ἔλεγε τά δικά του χυδαῖα καί ἀλλόκοτα λόγια καί ἐγώ μέσα μου μποροῦσα νά προσεύχωμαι στόν Χριστό μας! Ἐσκεπτόμουν καί ἐνθυμόμουνα τά πάντα. Πολύ σπάνια ἔχασα τίς αἰσθήσεις μου καί δέν ἐνθυμόμουν τίποτε.
Ἀκόμη τήν περίοδο αὐτή ὁ Κύριός μας μέ ἀξίωσε καί προσκύνησα τούς Ἁγίους Τόπους. Σχεδόν σέ ὅλα τά Προσκυνήματα πού ἐπῆγα μέ τόν ἄνδρα μου, ἔπεφτα κάτω καί ἐκτυπιόμουν. Ὅταν ἐπήγαμε στήν φυλακή τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἔχασα τελείως τίς αἰσθήσεις μου. Δέν ἐνθυμόμουν τίποτε. Ὅταν ἐπήγαμε στόν Προφήτη Ἠλία νά προσκυνήσουμε μία δύναμι μέ πετοῦσε μακριά καί δέν ἠμποροῦσα νά προσκυνήσω. Αὐτό μοῦ συνέβη ἀρκετές φορές!
Μία ἄλλη φορά εἶχα πάει στήν Ρωσσία νά προσκυνήσουμε μέ τόν ἄνδρα μου τήν μονή τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Τήν ὥρα πού μέ ἐδιάβαζε ἕνας ἱερεύς, ἦλθε ἀπό τό Ἱερό Βῆμα στό κέντρο τῆς ἐκκλησίας ὁ Ἅγιος. Κρατοῦσε ἕνα λυχναράκι. Ἐπλησίασε καί προσκύνησε τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας μας! Κατόπιν μπῆκε στό Ἅγιο Βῆμα. Ἐτοίμασε θυμίαμα καί βγῆκε ἔξω καί μᾶς ἐλιβάνιζε.
Μία ἄλλη φορά εἶχα πάει στήν μονή τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, πού εἶναι στόν νομό Χαλκιδικῆς τῆς Μακεδονίας μας. Μόλις ἐμπήκαμε μέσα στήν ἐκκλησία ἄρχισαν ὅλα νά τρίζουν. Οἱ πόρτες τά παράθυρα, χωρίς νά ὑπάρχει ἀέρας. Ὁ ἱερεύς πού μᾶς καλοδέχθηκε μᾶς εἶπε ὅτι αὐτό συμβαίνει πρώτη φορά.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑπέφερα πολύ ἀπό τόν διάβολο πού μέ χρησιμοποιοῦσε σάν ὄργανό του νά περνάει τά δικά του μηνύματα στόν κόσμο. Ἀλλά εὐχαριστῶ καί τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους μας, διότι μέ παρηγοροῦσαν πολύ. Κι αὐτή ἡ παρουσία καί ἡ ἀγάπη τους μοῦ ἔδινε πολλή δύναμι.
Κάθε φορά πού μέ ἐδιάβαζαν οἱ ἱερεῖς καί ἐξώρκιζαν τόν δαίμονα νά φύγη ἀπό πάνω μου, ὁ διάβολος ἀγρίευε πολύ. Ὕβριζε τόν ἱερέα. Τόν ἔλεγε τραγόπαππα. Τόν ἔφτυνε μέ τό δικό μου σάλιο βέβαια. Τοῦ ἔλεγε: «Μέ διώχνεις; Καί ποῦ νά πάω. Δέν ἔχω πουθενά νά πάω. Ἄφησέ με ἥσυχο. Δέν πάω πουθενά. Δέν πάω στήν ἔρημο πού μέ διατάζεις, Μοῦ ἀρέσει νά κατοικῶ μέσα στούς ἀνθρώπους».
Ὅταν ὁ ἱερεύς ἔλεγε: «Χριστέ μου, βοήθησε τήν δούλη σου Μαρία», Ὁ διάβολος ἐφώναζε καί ἔλεγε μέ τό στόμα μου: «Ἦλθε, ἦλθε Αὐτός ὁ Ναζωραῖοοοοος! Δέν ἀντέχω. Μ᾿ ἔκαψε». Ὅταν ὁ ἱερεύς καλοῦσε τήν Παναγία καί πάλι τό δαιμόνιο ἐκραύγαζε μέ τά ἴδια παρίπου λόγια. Ὅταν ἐρχόταν ἡ ἁγία Παρασκευή, τό δαιμόνιο τήν ἀνέφερε μέ τό ὄνομά της λέγοντας: «Ἦλθε τώρα καί ἡ Παρασκευή. Αὐτή τά κάνει ὅλα, πού τήν ἀγαπᾶ καί θέλει νά τήν σώσει». Ἄλλοτε ἔλεγε τό δαιμόνιο: «Δέν ἀντέχω ἄλλο. Πρέπει νά τά εἰπῶ. Μέ διατάζει ὁ Ναζωραῖος. Καί ἀκοῦστε τί σᾶς λέγει: «Μετανοεῖστε. Ἔρχεται τό τέλος». Αὐτά δέν μέ συμφέρει νά σᾶς τά λέγω, ἀλλά μέ διατάζει ὁ Ναζωραῖος».
Γνωρίζω προσωπικά αὐτή τήν οἰκογένεια. Ἀπό τά τρία παιδιά τους τό πρῶτο κορίτσι ἔγινε μοναχή, τό δεύτερο ὑπαντρεύθηκε καί τό τρίτο ἀγόρι ἔγινε μοναχός καί τώρα εἶναι διάκονος.
Αὐτά μοῦ τά ἔδωσε γραπτῶς ἡ μητέρα τους Μαρία. Ὑπέφερε περί τά 25 χρόνια. Ἐπίστευε βαθειά καί ἔκανε ἀσκητική ζωή μέ νηστεῖες καί προσευχές. Ἤξερε ὅτι μέσῳ αὐτῆς κάνει τό θέλημά του ὁ Θεός γιά νά βοηθήσει τόν κόσμο νά πιστεύσουν καί νά σωθοῦν. Οὐδέποτε παραπονέθηκε στόν Θεό γιά τά μαρτύρια πού περνοῦσε. Προσευχόταν νά τῆς δίνει κουράγιο ὁ Θεός καί ἡ Παναγία. Εἶναι σίγουρο ὅτι χιλιάδες ἄνθρωποι ὠφελήθηκαν ἀπ᾿ αὐτή τήν δοκιμασία της, κατά τήν ὁποία ὁ διάβολος ἅρπαζε τό στόμα της καί ἔλεγε τά δικά του μηνύματα στόν κόσμο. Ἀλλά καί ὁ Χριστός ἔκαμε τό δικό του ἔργο στέλλοντας τό βασικώτερο μήνυμα στούς ἀνθρώπους, ὅτι πράγματι ὑπάρχει ὁ κόσμος τῶν κακῶν ἀοράτων πνευμάτων, τά ὁποῖα σήμερα πολύς κόσμος τά ἀρνεῖται.
Ἦλθε κάποτε καί ἐδῶ στήν Μονή μας ἕνας ἐπισκέπτης, ὁ ὁποῖος ἔλεγε δημοσίως ὅτι δέν ὑπάρχουν δαίμονες. Μ᾿ αὐτό πού μᾶς εἶπε, ἐπρόδιδε τόν ἑαυτό του, διότι εἶχε κατορθώσει νά τόν πείσει ὁ διάβολος ὅτι δέν ὑπάρχει. Ἔτσι, ἀνενόχλητος τόν ὑποδουλώνει στά πάθη του, χωρίς ποτέ νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι πίσω ἀπό τά πάθη κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Καί εἶναι φοβερό, νά μή γνωρίζεις τόν ἐχθρό σου. Ἀνεμπόδιστα πλέον αὐτός σοῦ σκάβει τόν λάκκο καί σέ ρίχνει στήν κόλασι.
Μία ἄλλη φορά ἔστειλα σέ στενό συγγενικό μου πρόσωπο μερικά πνευματικά βιβλία καί μέσα μία ἐπιστολή μου. Τοῦ ἔγραφα ὅτι πίσω ἀπό τά πάθη, ὅπως τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ ἀλκοολισμοῦ, τῆς πορνείας κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Ὅταν μετά ἀπό ὀλίγους μῆνες συναντηθήκαμε, ἔπαιξε ὁ ἴδιος τόν ρόλο δικηγόρου τοῦ διαβόλου. Κρατοῦσε τήν ἐπιστολή μου στά χέρια του καί μέ ἄγριο ὕφος καί φωνές μέ ὕβριζε, διότι τοῦ ἔγραψα ὅτι ἔχει τόν διάβολο μέσα του. «Ντροπή σου νά μέ λέγεις ἐμένα δαιμονισμένον. Ἐσύ ἔχεις τόν διάβολο καί ὄχι ἐγώ! Τί μοῦ ἔγραψες ἐδῶ; Νά ἡ ἐπιστολή σου! Οὔτε ἐγωϊσμό, οὔτε τόν διάβολο ἔχω μέσα μου, ὅπως με κατηγορεῖς...». Ἡλίου φαεινώτερον ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος δικηγορεῖ γιά τά δικαιώματα τοῦ σατανᾶ. Ὑπεραπίζεται τόν διάβολο, πού δέν θέλει μέ κανένα τρόπο νά πιστεύσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐνεργεῖ πίσω ἀπό ὅλα τά πάθη! Τί κρῖμα! Μόνο ἕνα θαῦμα ἠμπορεῖ νά φωτίσει τέτοιες σκοτισμένες ψυχές. Καί τό ἔργο αὐτό εἶναι μόνον τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά τόν παρακαλοῦμε στίς προσευχές μας γι᾿ αὐτά τά πλανεμένα πλάσματά Του.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
17-5.2021.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου