
«Ἕνας θεῖος μου ἦταν στρατιώτης στή Μ. Ἀσία. Ἡ ἐνοματία του, ἦταν καμιά δεκαριά ἄντρες, πῆγαν σέ ἕνα τουρκικό πορνεῖο. Ὁ θεῖος μου δέν ἔκανε τίποτε, δηλαδή εἶχε τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅ ἴδιος μοῦ τό ἔλεγε, δέν ἔκανε τίποτε, κάθησε ἥσυχα καί δέν ἐπόρνευσε. Μάλιστα ἔζησε κάπου 90 τόσα χρόνια, πῶς συνέπεσε, ὁ τελευταῖος πνευματικός -γιατί πάντα ἐξομολογεῖτο- ἐξομολογήθηκε σέ μένα ὁ θεῖος ὁ Χρῆστος! [συγκίνηση]. Λοιπόν, ἀκοῦστε. Τήν ἄλλη μέρα ἔδωσαν μάχη μέ τούς Τούρκους. Ἐφονεύθησαν ὅλοι, πλήν τοῦ θείου μου. Εἶχε τό σημεῖο!