«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ
ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ
Στήν ένορία τοῦ ἁγίου Ιωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στό χωριό Φουγκουροῦμε έφημέριος είναι ό π. Φώτιος καί κατηχητής ο υποδιάκονος Παναγιώτης. (νύν ιερεύς π. Παντελεήμων). Ο δεύτερος πρίν από τρία χρόνια μοῦ διηγήθηκε ένα θαυμαστό περιστατικό πού συνέβη στήν γυναίκα του.
Ἡ σύζυγος του Μαρία υπέφερε μέ ισχυρούς πόνους στό στομάχι της. Διάφοροι Χριστιανοί μας τήν παρηγορούσαν καί τήν συμβούλευαν νά προσεύχεται. Εκείνη τούς ἀπαντοῦσε: «Προσεύχομαι στόν Θεό, άλλά δέν μέ άκούει. Πήγα στό νοσοκομείο, άλλά δέν είδα καλλιτέρευσι. Πήγα στόν π. Φώτιο κι εκείνος μοῦ είπε νά νηστεύσω τρεις ημέρες καί νά κάνω μόνο προσευχή, άλλά καί πάλι δέν είδα τήν γιατρειά μου...»
Ἕνα βράδυ στίς 7 ἡ ώρα μπήκε μόνη της στήν έκκλησία. Έκλεισε τήν πόρτα νά μή τήν ένοχλήσουν άλλοι καί γονάτισε μπροστά στήν εικόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, λέγοντάς της: «Παναγία μου, όπως βοηθάτε τίς άλλες γυναίκες σάς παρακαλώ βοηθήστε καί μένα. Βλέπετε, Παναγία μου, ότι υποφέρω άπό τήν άρρώστεια μου". Κατόπιν πήγε καί γονάτισε μπροστά στήν εικόνα τοῦ άγίου Ιωάννου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ είπε: «Αγιε Ιωάννη είσαι ὁ προστάτης τῆς έκκλησίας μας. Πώς μάς φυλάγεις, ἀφοῦ έγώ είμαι άρρωστη καί δέν μέ προστατεύεις, δέν θεραπεύεις τήν άρρώστεια μου; Προσευχήσου στόν Θεό γιά μένα τήν άμαρτωλή! Δέν έχω νά πάω κάπου ἀλλοῦ. Καταφεύγω σέ σένα γιά νά μέ βοηθήσεις. Υποφέρω πολύ...». Καί άρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς ἡ καημένη, χωρίς νά κινείται άπό τήν θέσι της. "Ηθελε κ' άλλο νά προσευχηθή, άλλά ξαφνικά κάποιος άνοιξε τήν πόρτα τῆς έκκλησίας. Ήταν ένας ρασοφόρος. Μέ πολλή εύλάβεια καί περπατώντας άνάλαφρα μπήκε μέσα στό Ιερό. Εβαλε θυμίαμα στό θυμιατήρι καί έτοιμαζόταν νά θυμιατίσει τόν ναό. Αφθονο άρωμα ξαπλώθηκε παντού στήν έκκλησία. Ἡ γυναίκα φοβήθηκε καί έφυγε τρεχάτη έξω. Πήγε καί ξύπνησε τόν άνδρα της στόν όποιον καί διηγήθηκε όλη αύτή τήν θαυμαστή έπίσκεψι τοῦ Άγίου Ιωάννου. Εκείνος τήν μάλωσε, διότι έφυγε. Όμοίως καί ό παπαΦώτιος τά ίδια τῆς είπε ότι δέν έπρεπε νά φύγει. Επρεπε νά μείνει νά πάρει τήν εύχή τοῦ Άγίου.
Πήγαν μετά όλοι στήν εκκλησία, ὅπου αισθάνθηκαν ακόμη τήν εύωδία άπό τήν έπίσκεψι τοῦ Άγίου. Άπό κείνη τήν νύκτα έγινε τελείως καλά καί πιστεύει πλέον ακράδαντα ότι οί Άγιοι τῆς Έκκλησίας μας μᾶς άγαπούν, μᾶς βοηθούν καί είναι κοντά μας.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου