Ακούμε συχνά τη δυσάρεστη δήλωση, πού εκφέρεται συνήθως και με κάποια αποτομία:
«Δεν αντέχω άλλο. Δεν πάει άλλο! Έφθασα στα όριά μου. Σταματώ τον αγώνα μου».
Ένας ασθενής, που υποφέρει και ταλαιπωρείται από τις δυσάρεστες συνέπειες της αρρώστιας του, μπορεί να πει τέτοιους ή παρόμοιους λόγους. Ένας άνθρωπος που αδικείται, που συκοφαντείται ή αντιμετωπίζει μία αδικαιολόγητη πολεμική από τούς συνανθρώπους του.
Ένας βιοπαλαιστής, που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και αγωνίζεται με το μεροκάματό του να ζήσει την οικογένεια.
Μία πολύτεκνη μητέρα, που παλεύει όλη μέρα, και όλη τη νύχτα συχνά, να μεγαλώσει τα παιδιά της, να υπηρετήσει τις ποικίλες ανάγκες τους, να υπομείνει τα πείσματά τους, να διορθώνει τα λάθη τους.
Ένας νέος, που πολεμάει σκληρά με τον ασυνθηκολόγητο εχθρό διάβολο, με την αμαρτωλή νοοτροπία του σύγχρονου κόσμου, με τις προσωπικές του εμπάθειες και αδυναμίες, προκειμένου να διατηρήσει την αγνότητα και καθαρότητά του και να μείνει σταθερός στην πίστη του.
Κουράζεται κάποτε ο άνθρωπος, εξαντλούνται οι δυνάμεις, απογοητεύεται η ψυχή και βγαίνει αυθόρμητα ο γεμάτος απογοήτευση και πικρία λόγος: «Δεν αντέχω άλλο». Και όσο το λέει κανείς, τόσο το πιστεύει. Και όσο το πιστεύει, τόσο παραλύουν οι δυνάμεις και παύει ο αγώνας.
Στις δύσκολες αυτές ώρες, που αισθανόμαστε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν και λυγίζει η ψυχή μας, ας σταθούμε με ψυχραιμία και ας σκεφθούμε με νηφαλιότητα.
Έχει πολλές δυνάμεις ο άνθρωπος, που δεν τις δίνει όλες στον αγώνα της ζωής του. Είναι δυνάμεις σωματικές και δυνάμεις ψυχικές, που παραμένουν κρυμμένες μέσα του και αναξιοποίητες.
O καθένας μας έχει αποθέματα, εφεδρείες αντοχής, που δεν τις γνωρίζει, διότι μένουν ανενέργητες, μέχρι τότε που κάτι έκτακτο θα συμβεί και κάποιος ειδικός λόγος θα προκαλέσει την εμφάνισή τους και την ενεργό δράση τους στη ζωή μας.
Ασφαλώς σ’ όλους μας κάποτε θα έχει συμβεί, κάποια στιγμή που νιώθαμε τελείως εξαντλημένοι, να παρουσιάσθηκε ένα έκτακτο γεγονός που μας κράτησε άγρυπνους για πολλές ακόμη ώρες, μάλιστα με έντονη δράση και επίμονες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του.
Και απορούμε τότε:
Πώς άντεξα; Πώς δεν κατέρρευσα κάτω από τον πολύ επιπλέον κόπο; Πού βρήκα τη δύναμη και πάλεψα τότε, με τόσο αντίξοες συνθήκες και έδωσε ο Θεός και τα κατάφερα;
Μάλιστα, έδωσε ο Θεός.
Έδωσε αποθέματα πολλών δυνάμεων στον άνθρωπο. Και αντέχει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και ενώ ίσως πολλές φορές στο παρελθόν είπαμε τον δυσάρεστο λόγο: «Δεν αντέχω άλλο», όμως αντέξαμε και αντέχουμε ακόμη. Και θ’ αντέξουμε και στη συνέχεια.
Πολλές φορές πάλι ακούμε για τις περιπέτειες που πέρασαν κάποιοι συνάνθρωποί μας και λέμε με φόβο: «Εγώ δεν θ’ άντεχα στη θέση τους». Όταν όμως ήλθαν στη ζωή μας περιστάσεις δυσκολότερες ίσως απ’ αυτές, αντέξαμε. Διότι δίνει δύναμη ο Θεός.
Λέει ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, ότι ο Θεός «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α’ Κορ. ι’ 13).
Ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Πατέρας, ο Κύριος και Θεός μας, γνωρίζει τις αντοχές μας και γι’ αυτό επιτρέπει δοκιμασίες όχι μεγαλύτερες από τις δυνάμεις μας αλλά ανάλογες πάντοτε προς τις αντοχές μας.
Και όταν επιτρέπει κάποιο πειρασμό, δίνει και τη δύναμη να τον σηκώσουμε. Και το κάνει αυτό για ν’ αυξήσει τη δύναμή μας, ώστε να αγωνισθούμε περισσότερο και να αμειφθούμε τελικά με μεγαλύτερες αμοιβές.
Δεν επιτρέπει συνεπώς τους πειρασμούς για να ταλαιπωρούμαστε χωρίς λόγο. Αλλά για να δυναμώνουμε και προοδεύουμε. Είναι κοντά μας και με το στοργικό του βλέμμα παρακολουθεί τον αγώνα μας και ενισχύει με την παντοδύναμη Χάρη του κάθε καλή προσπάθεια μας.
Φαίνεται ότι ο θεόπνευστος αποστολικός λόγος απευθύνεται ειδικά σ’ αυτούς που είναι έτοιμοι να καταθέσουν τα όπλα και να παρατήσουν τη μάχη λέγοντας, «δεν αντέχω άλλο» . Το πόσο αντέχεις δεν το γνωρίζεις εσύ. Το γνωρίζει άλλος.
Και Εκείνος, αν πράγματι δεν αντέχεις άλλο, θα πάρει τη δοκιμασία και θα ανακουφισθείς.
Αν όμως δεν σηκώνει ακόμη τον πειρασμό, αυτό θα πει ότι αντέχεις ακόμη, με τη βοήθεια της παντοδύναμης Χάρης Του, και πρέπει να παλέψεις, και να παλέψεις με προθυμία και ενθουσιασμό. Θα βγεις τότε νικητής και δυναμωμένος πολύ από την πάλη σου, θα στεφανωθείς για τη νίκη σου.
Και θα δοξάσεις τον Θεό πιο πολύ για τους μεγάλους πειρασμούς της ζωής σου, μέσα από τους οποίους η πάνσοφη πρόνοιά Του και η άπειρη αγάπη Του δυνάμωνε την ψυχή σου και εργαζόταν τη σωτηρία σου.
Αντέχεις, αδελφέ μου. Αντέχεις. Μη φοβάσαι και δειλιάζεις στις δυσκολίες του αγώνα σου. Μην τις αντιμετωπίζεις αναμετρώντας μόνο τις δικές σου δυνάμεις. Μην ακούς τον διάβολο, που πάντοτε ζητεί ν’ αποθαρρύνει την ψυχή, να παραλύσει τις δυνάμεις της, για να σταματήσει τον αγώνα.
Άκουσε τον παρήγορο και ενισχυτικό λόγο του Θεού που λέει για τον πιστό άνθρωπο: «μετ᾿ αὐτοῦ εἰμι ἐν θλίψει» (Ψαλμ. ϟ’ [90] 15).
Και πάρε την απόφαση ν’ αγωνίζεσαι ανυποχώρητος πάντοτε, με την πεποίθηση ότι τα πάντα μπορείς και πάντοτε αντέχεις με τη δύναμη που σου δίνει η κοινωνία με τον Χριστό, ο Οποίος ενισχύει και βοηθεί κάθε αφοσιωμένο δούλο Του, που με πίστη και ταπείνωση ζητεί τη βοήθειά Του, τη λαμβάνει πλούσια και νικητής με έκπληξη ομολογεί:
Τα πάντα αντέχω και μπορώ με τη δύναμη του Χριστού, που με ενισχύει «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιππ. δ’ 13).
«Δεν αντέχω άλλο. Δεν πάει άλλο! Έφθασα στα όριά μου. Σταματώ τον αγώνα μου».
Ένας ασθενής, που υποφέρει και ταλαιπωρείται από τις δυσάρεστες συνέπειες της αρρώστιας του, μπορεί να πει τέτοιους ή παρόμοιους λόγους. Ένας άνθρωπος που αδικείται, που συκοφαντείται ή αντιμετωπίζει μία αδικαιολόγητη πολεμική από τούς συνανθρώπους του.
Ένας βιοπαλαιστής, που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και αγωνίζεται με το μεροκάματό του να ζήσει την οικογένεια.
Μία πολύτεκνη μητέρα, που παλεύει όλη μέρα, και όλη τη νύχτα συχνά, να μεγαλώσει τα παιδιά της, να υπηρετήσει τις ποικίλες ανάγκες τους, να υπομείνει τα πείσματά τους, να διορθώνει τα λάθη τους.
Ένας νέος, που πολεμάει σκληρά με τον ασυνθηκολόγητο εχθρό διάβολο, με την αμαρτωλή νοοτροπία του σύγχρονου κόσμου, με τις προσωπικές του εμπάθειες και αδυναμίες, προκειμένου να διατηρήσει την αγνότητα και καθαρότητά του και να μείνει σταθερός στην πίστη του.
Κουράζεται κάποτε ο άνθρωπος, εξαντλούνται οι δυνάμεις, απογοητεύεται η ψυχή και βγαίνει αυθόρμητα ο γεμάτος απογοήτευση και πικρία λόγος: «Δεν αντέχω άλλο». Και όσο το λέει κανείς, τόσο το πιστεύει. Και όσο το πιστεύει, τόσο παραλύουν οι δυνάμεις και παύει ο αγώνας.
Στις δύσκολες αυτές ώρες, που αισθανόμαστε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν και λυγίζει η ψυχή μας, ας σταθούμε με ψυχραιμία και ας σκεφθούμε με νηφαλιότητα.
Έχει πολλές δυνάμεις ο άνθρωπος, που δεν τις δίνει όλες στον αγώνα της ζωής του. Είναι δυνάμεις σωματικές και δυνάμεις ψυχικές, που παραμένουν κρυμμένες μέσα του και αναξιοποίητες.
O καθένας μας έχει αποθέματα, εφεδρείες αντοχής, που δεν τις γνωρίζει, διότι μένουν ανενέργητες, μέχρι τότε που κάτι έκτακτο θα συμβεί και κάποιος ειδικός λόγος θα προκαλέσει την εμφάνισή τους και την ενεργό δράση τους στη ζωή μας.
Ασφαλώς σ’ όλους μας κάποτε θα έχει συμβεί, κάποια στιγμή που νιώθαμε τελείως εξαντλημένοι, να παρουσιάσθηκε ένα έκτακτο γεγονός που μας κράτησε άγρυπνους για πολλές ακόμη ώρες, μάλιστα με έντονη δράση και επίμονες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του.
Και απορούμε τότε:
Πώς άντεξα; Πώς δεν κατέρρευσα κάτω από τον πολύ επιπλέον κόπο; Πού βρήκα τη δύναμη και πάλεψα τότε, με τόσο αντίξοες συνθήκες και έδωσε ο Θεός και τα κατάφερα;
Μάλιστα, έδωσε ο Θεός.
Έδωσε αποθέματα πολλών δυνάμεων στον άνθρωπο. Και αντέχει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και ενώ ίσως πολλές φορές στο παρελθόν είπαμε τον δυσάρεστο λόγο: «Δεν αντέχω άλλο», όμως αντέξαμε και αντέχουμε ακόμη. Και θ’ αντέξουμε και στη συνέχεια.
Πολλές φορές πάλι ακούμε για τις περιπέτειες που πέρασαν κάποιοι συνάνθρωποί μας και λέμε με φόβο: «Εγώ δεν θ’ άντεχα στη θέση τους». Όταν όμως ήλθαν στη ζωή μας περιστάσεις δυσκολότερες ίσως απ’ αυτές, αντέξαμε. Διότι δίνει δύναμη ο Θεός.
Λέει ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, ότι ο Θεός «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α’ Κορ. ι’ 13).
Ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Πατέρας, ο Κύριος και Θεός μας, γνωρίζει τις αντοχές μας και γι’ αυτό επιτρέπει δοκιμασίες όχι μεγαλύτερες από τις δυνάμεις μας αλλά ανάλογες πάντοτε προς τις αντοχές μας.
Και όταν επιτρέπει κάποιο πειρασμό, δίνει και τη δύναμη να τον σηκώσουμε. Και το κάνει αυτό για ν’ αυξήσει τη δύναμή μας, ώστε να αγωνισθούμε περισσότερο και να αμειφθούμε τελικά με μεγαλύτερες αμοιβές.
Δεν επιτρέπει συνεπώς τους πειρασμούς για να ταλαιπωρούμαστε χωρίς λόγο. Αλλά για να δυναμώνουμε και προοδεύουμε. Είναι κοντά μας και με το στοργικό του βλέμμα παρακολουθεί τον αγώνα μας και ενισχύει με την παντοδύναμη Χάρη του κάθε καλή προσπάθεια μας.
Φαίνεται ότι ο θεόπνευστος αποστολικός λόγος απευθύνεται ειδικά σ’ αυτούς που είναι έτοιμοι να καταθέσουν τα όπλα και να παρατήσουν τη μάχη λέγοντας, «δεν αντέχω άλλο» . Το πόσο αντέχεις δεν το γνωρίζεις εσύ. Το γνωρίζει άλλος.
Και Εκείνος, αν πράγματι δεν αντέχεις άλλο, θα πάρει τη δοκιμασία και θα ανακουφισθείς.
Αν όμως δεν σηκώνει ακόμη τον πειρασμό, αυτό θα πει ότι αντέχεις ακόμη, με τη βοήθεια της παντοδύναμης Χάρης Του, και πρέπει να παλέψεις, και να παλέψεις με προθυμία και ενθουσιασμό. Θα βγεις τότε νικητής και δυναμωμένος πολύ από την πάλη σου, θα στεφανωθείς για τη νίκη σου.
Και θα δοξάσεις τον Θεό πιο πολύ για τους μεγάλους πειρασμούς της ζωής σου, μέσα από τους οποίους η πάνσοφη πρόνοιά Του και η άπειρη αγάπη Του δυνάμωνε την ψυχή σου και εργαζόταν τη σωτηρία σου.
Αντέχεις, αδελφέ μου. Αντέχεις. Μη φοβάσαι και δειλιάζεις στις δυσκολίες του αγώνα σου. Μην τις αντιμετωπίζεις αναμετρώντας μόνο τις δικές σου δυνάμεις. Μην ακούς τον διάβολο, που πάντοτε ζητεί ν’ αποθαρρύνει την ψυχή, να παραλύσει τις δυνάμεις της, για να σταματήσει τον αγώνα.
Άκουσε τον παρήγορο και ενισχυτικό λόγο του Θεού που λέει για τον πιστό άνθρωπο: «μετ᾿ αὐτοῦ εἰμι ἐν θλίψει» (Ψαλμ. ϟ’ [90] 15).
Και πάρε την απόφαση ν’ αγωνίζεσαι ανυποχώρητος πάντοτε, με την πεποίθηση ότι τα πάντα μπορείς και πάντοτε αντέχεις με τη δύναμη που σου δίνει η κοινωνία με τον Χριστό, ο Οποίος ενισχύει και βοηθεί κάθε αφοσιωμένο δούλο Του, που με πίστη και ταπείνωση ζητεί τη βοήθειά Του, τη λαμβάνει πλούσια και νικητής με έκπληξη ομολογεί:
Τα πάντα αντέχω και μπορώ με τη δύναμη του Χριστού, που με ενισχύει «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιππ. δ’ 13).