αρχ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος
… Αλλά ας ίδωμεν αν αι ανωτέρω «νεονικολαΐτικαι» θεωρίαι, ότι δηλαδή το Ευαγγέλιον μόνον τας «επί χρήμασι» σαρκικάς σχέσεις απαγορεύει, είνε δυνατόν να εύρουν στήριγμα τι εις την Καινήν Διαθήκην. Θα βεβαιωθώμεν ότι και εν τη Καινή Διαθήκη πορνεία είνε η εκτός γάμου σχέσις, αδιαφόρως αν αύτη γίνεται επί χρήμασιν ή… «εξ αγάπης»· Ερωτώμεν τους φρονούντας το αντίθετον: Πώς ερμηνεύουν τον λόγον του Κυρίου «ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε’ 32); Βεβαίως ενταύθα η λέξις δηλοί την μοιχείαν (είπομεν ότι ενίοτε χρησιμοποιείται και με έννοιαν γενικήν και καθολικήν), αλλά το βαρύνον είνε ότι δια της λέξεως πορνεία, χαρακτηρίζεται η παράνομος σαρκική μείξις ασχέτως αν γίνεται επί χρήμασιν ή όχι. Εν εναντία περιπτώσει, αν δηλαδή η λέξις πορνεία εννοή αναγκαίως και αποκλειστικώς την επ’ αμοιβή σχέσιν και δεν αναφέρεται και εις την «εξ αγάπης» τοιαύτην, τότε θα καταλήξωμεν εις συμπέρασμα αληθώς τερατώδες. Ιδού αυτό:
Ή μείνον άγαμος λοιπόν ή νυμφεύσου. Εν εκ των δύο. Ουδέ υπαινιγμός τις περί σχέσεων «εξ αγάπης» έξω του γάμου. Ο Παύλος μόνον την εν αγνότητι αγαμίαν και τον νόμιμον γάμον γνωρίζει ως καταστάσεις εκτός αμαρτίας. Χαρακτηριστική και η εν αμέσω συνεχεία φράσις του: «Και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε». Μέγα και υψηλόν πράγμα η ισόβιος παρθενία. Αλλ’ όμως δεν είνε αμαρτία, λέγει ο Απόστολος, να έλθη εις γάμον ή παρθένος (εννοείται η μη αφιερωθείσα εις τον Θεόν). Τονίζομεν: Η παρθένος! Δεν λέγει απλώς «η γυνή», αλλ’ «η παρθένος», θεωρεί αυτονόητον ο Παύλος ότι είνε παρθένος η ερχόμενη εις κοινωνίαν γάμου χριστιανή γυνή (εκτός βεβαίως εάν είνε χήρα ή εάν προηγουμένως έζη μακράν του Χριστού). Πού λοιπόν οι προ του γάμου «προχωρημένοι δεσμοί»; Πού αι «εξ αγάπης» προγαμιαίαι σχέσεις; Πώς δε θα ήτο δυνατόν να μη ομιλή περί «παρθένου» γυναικός ο Παύλος, πώς θα ήτο νοητόν να μη απαιτήται παρθενία προ του γάμου εν τη Καινή Διαθήκη, η οποία καλεί ημάς εις ισάγγελον πολιτείαν, εις ουράνιον βιοτήν, όταν και εν αύτη τη Παλαιά Διαθήκη, τη και την πολυγαμίαν επιτρεπούση και τα εύκολα διαζύγια ανεχομένη, νομοθετήται αμειλίκτως η υποχρέωσις της γυναικός να ευρεθή παρθένος κατά τον γάμον της επί ποινή λιθοβολισμού της; «…Εάν δε επ’ αληθείας γένηται ο λόγος ούτος (ήτοι η κατηγορία του συζύγου) και μη ευρεθή παρθένια τη νεάνιδι, και εξάξουσι την νεάνιν επί τας θύρας του οίκου του πατρός αυτής και λιθοβολήσουσιν αυτήν εν λίθοις, και αποθανείται, ότι εποίησεν αφροσύνην εν υιοίς Ισραήλ εκπορνεύσαι τον οίκον του πατρός αυτής» (Δευτερ. κβ’, 20-21). Ακούετε, αδελφοί; Ανωτέρας και υψηλότερος ηθικάς επιταγάς είχεν η Παλαιά Διαθήκη και κατωτέρας η Καινή; Αι θυγατέρες των Εβραίων έπρεπε να ζώσιν εν παρθενία μέχρι του γάμου των και αι θυγατέρες των χριστιανών, αι γυναίκες τής Βασιλείας των Ουρανών (ούτω καλείται ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία υπ’ Αυτού του Κυρίου), είνε ελεύθεραι να έχουν προγαμιαίας σχέσεις, αρκεί να μη λαμβάνουν δι’ αυτάς… χρήματα (!), αλλ’ απλώς να ολοκληρώνουν δι’ αυτών την «αγάπην των»;
Πού οδηγούμεθα με αύτας τας νεονικολαϊτικάς επινοήσεις; Οδηγούμεθα όχι απλώς εις «άθεσμον ηδονήν», αλλ’ εις ΑΤΥΠΟΝ ΠΟΛΥΓΑΜΙΑΝ! Διότι είνε αυτονόητον ότι αν επιτρέπονται αι «εξ αγάπης» σαρκικαί σχέσεις, δεν επιτρέπονται «εφ’ άπαξ» δια βίου. Αν δηλαδή αι χριστιανοί νέαι διαφωνήσουν βραδύτερον με το πρόσωπον το οποίον αγαπούν σήμερον και με το οποιον «ολοκληρώνουν την αγάπην των», δεν κωλύονται να το αντικαταστήσουν με άλλο. Εάν και με εκείνο διαφωνήσουν και χωρισθούν, θα αναζητήσουν την «αγάπην» τρίτου, μετέπειτα τετάρτου, πέμπτου, κ.ο.κ., μέχρις ότου «κάπου, κάποτε, με κάποιον» καταλήξουν εις γάμον. Τα όμοια βεβαίως θα πράττουν και οι χριστιανοί νέοι. Όλα δε αυτά είνε αναμάρτητα (!!!), διότι γίνονται… «εξ αγάπης» και όχι δια χρήματα! Ωραίος Χριστιανισμός! «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος»…
Ας επισφραγίσωμεν όμως το άρθρον μας με προσφυγήν εις Αυτόν Τούτον τον Κύριόν μας. Ας ακούσωμεν τι Ούτος διδάσκει περί σχέσεων εκτός γάμου. Νομοθετών το αδιάλυτον του γάμου, παρεκτός λόγου πορνείας, ακούει την αντίδρασιν – διαμαρτυρίαν των μαθητών Του: «Ει ούτως εστίν η αιτία του άνθρωπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι» (Ματθ. ιθ’ 10). Εάν το διαζύγιον είνε τόσον δύσκολον, εάν δια μίαν μόνην αιτίαν δύναται τις να διαζευχθή την γυναίκα του, τότε δεν συμφέρει να έρχεται τις εις γάμον. Προτιμότερον είνε να μένη άγαμος. Τι απαντά ο Κύριος εις αυτά; Ότι πρέπει να έρχεται τις εις γάμον δι’ αυτόν ή εκείνον τον λόγον, π.χ. ίνα συντελέση εις την διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους κ.τ.τ.; Ο χ ι! Η απάντησίς Του είνε κεραυνός: «Ο δε είπεν αυτοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται· εισί γαρ ευνούχοι, οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω- και εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και είσιν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών. Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ’ 11-12).
Δηλαδή ο Κύριος παρουσιάζει την αγαμίαν ως «βουνό». Ως πράγμα μέγα, τεράστιον, δυσχερές, δυσκατόρθωτον. Δεν είνε απλούν και εύκολον να αποφύγη τις τον γάμον, λέγει. Η οδός της αγαμίας είνε δυσχερέστατη και δι’ αυτό είνε βατή μόνον εις ολίγους, εις ελαχίστους. Η αγαμία είναι «δόμα» Θεού, είνε ειδικόν χάρισμα του Ουρανού(*). Αλλά διατί ο Κύριος ομιλεί ούτω; Ποία η δυσκολία της αγαμίας, όταν εν αύτη (τη αγαμία) υπάρχη η δυνατότης τόσον της συναισθηματικής ικανοποιήσεως, όσον και της αισθησιακής απολαύσεως; Όταν, δηλαδή, δύναται και ο εν αγαμία διατελών να συνδέεται προς μίαν γυναίκα με δεσμούς αγάπης και να ικανοποιή ελευθέρως μετ’ αυτής την σαρκικήν του επιθυμίαν; Πού το δυσκατόρθωτον της αγαμίας όταν και το συναίσθημα πληρούται με ένα «δεσμόν», άλλοτε ολιγοχρόνιον, άλλοτε μακροχρόνιον, ενίοτε δε και μόνιμον, και η ικανοποίησις της σαρκικής επιθυμίας επιτρέπεται υπό μόνην την προϋπόθεσιν ότι αύτη (η ικανοποίησις) γίνεται «εξ αγάπης» και όχι επί χρήμασι; Ποίος ή ποία δεν δύναται να εύρη και να ερωτευθή είτε μονίμως είτε -εν ανάγκη- διαδοχικώς, εν πρόσωπον και ούτω να δώση διέξοδον και εις του συναισθήματος τας απαιτήσεις και εις τής σαρκός τα «οιδήματα»;
Που έγκειται η δυσκολία της εν αγαμία «ελευθέρας συμβιώσεως» ενός ζεύγους αγαπωμένων προσώπων; Αυτού του είδους η αγαμία όχι μόνον δεν είνε δυσκολωτέρα του γάμου, αλλά και πολύ ευκολωτέρα. Έχει όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα του γάμου (αγάπην, στοργήν, αφοσίωσιν, σαρκικήν ηδονήν, περιποίησιν κ.τ.τ.), πλην των μειονεκτημάτων του, δηλαδή των υποχρεώσεων του και των δεσμεύσεων του. Και όμως ο Κύριος βροντοφωνεί ότι η αγαμία είνε «βουνό», είνε δυσχερέστατη, είνε δι’ ελαχίστους. Διατί αυτό; Απλούστατα, διότι ο Κύριος θεωρεί αδιανόητον την τοιαύτην αγαμίαν.
Ο Κύριος ταυτίζει την αγαμίαν προς την παρθενίαν.
Δια τον Κύριον η αγαμία σημαίνει ισόβιον «μοναξιάν»,ισόβιον παρθενίαν,
ισόβιον αγνότητα. Το διακηρύσσει, άλλωστε, ρητώς, σαφώς και
απεριστρόφως: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον (της αγαμίας), αλλ’
οις δέδοται… Εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την
βασιλείαν των Ουρανών. Ο δυναμενος χωρείν χωρείτω». Επιλογή της αγαμίας,
λέγει ο Κύριος, σημαίνει, ούτε ολίγον ούτε πολύ, απόφασιν
«ευνουχισμού»! «Ο δυναμενος χωρείν», λοιπόν, ήτοι ο δυνάμενος να
«ευνουχίση εαυτόν» (όχι έργω, εννοείται, αλλά διαθέσει), «χωρείτω»· ας
ακολουθήση την οδόν της αγαμίας. Αγαμία και «ευνουχισμός»
(επαναλαμβάνομεν: ευνουχισμός ηθικός, όχι φυσικός) είνε δύο πράγματα
ταυτόσημα, δια τον Κύριον. Δι’ αυτό επισημαίνει ότι αύτη (η αγαμία) είνε
δυσχερής και δυσεπίτευκτος και προσήκει εις μικρόν αριθμόν ανθρώπων.
Δύο μόνον οδοί, λέγει ο Κύριος υπάρχουν: Ο γάμος, ο οποίος, παρά το
αδιάλυτον και τας εντεύθεν δεσμεύσεις, είνε δια τους πολλούς, και η
αγαμία, η οποία, ως απαιτούσα «ευνουχισμόν», ήτοι ισόβιον παρθενίαν,
ισόβιον και συνεχή και σκληρόν αγώνα προς καθυπόταξιν τής ισχυρότατης
φυσικής γενετησίου ορμής, άμα δε και ως συνεπαγόμενη ισόβιον «μοναξιάν»,
είνε δια τους ολίγους. Τρίτη οδός δεν υπάρχει! Αυτά ορίζει, αυτά
εντέλλεται, αυτά νομοθετεί ο Κύριος, αδελφοί. Μη πειρώμεθα ημείς να
«λύσωμεν» ή να διαστρέψωμεν τας εντολάς Του, ίνα μη «θησαυρίσωμεν την
οργήν» Του «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού»
(πρβλ. Ρωμ. β’ 5).
Ου
μόνον δ’ ενταύθα, αλλά και αλλαχού ο Κύριος διδάσκει σαφέστατα ότι είνε
αδιανόητος η σαρκική σχέσις έκτος ή άνευ νομίμου γάμου. Ας διεξέλθουν
οι πιστοί νέοι, άνδρες και γυναίκες, τον διάλογον του Κυρίου μας μετά
της Σαμαρείτιδος. Ότε είπε προς αυτήν ο Κύριος «Ύπαγε φώνησον τον άνδρα
σου και ελθέ ενθάδε» και εκείνη απήντησεν «Ουκ έχω άνδρα», ο Κύριος
απεκρίθη: «Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες και νυν
ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (Ιωάν. δ’, 16-18). Η
Σαμαρείτις αναμφιβόλως δεν ελάμβανεν ασφαλώς χρήματα δια τας σχέσεις της
με τον άνδρα εκείνον. «Εξ αγάπης» συνέζη μετ’ αυτού. Και όμως! Ο Κύριος
δεν αναγνωρίζει, δεν αποδέχεται αυτήν την «συζυγίαν». Εφ’ όσον δεν είχε
τελεσθή γάμος (κατά τα τότε ισχύοντα, εννοείται), θεωρεί αθέμιτον την
τοιαύτην «ένωσιν». «Και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ», λέγει. Δια τον
Κύριον, δηλαδή, η Σαμαρείτις δεν ζη εν επιτρεπτή συζυγία. Μοιχική και
όχι νόμιμος είνε η μετά ανδρός συνοίκησίς της. Δεν είνε ούτος «ανήρ
αυτής», κατά την τάξιν την οποίαν καθώρισεν ο Θεός απ’ αρχής, θεσπίσας
τον γάμον ως φυσικόν θεσμόν και δεσμόν μέχρις ου, εν τη νέα οικονομία,
ανυψώση τούτον εις ιερώτατον Μυστήριον. Ούτε αυτή είνε «γυνή αυτού». Δεν
είνε σύζυγοι, αλλά ζεύγος μοιχών. Η έλλειψις αμοιβής δια την σαρκικήν
επαφήν, η «εξ αγάπης» συνοίκησις και σχέσις αυτών, δεν ισχύει ουδ’ επ’
ελάχιστον να μεταβάλω την κατάστασιν από αθεμίτου εις θεμιτήν. Ο λόγος
του Κυρίου ηχεί ως βροντή: «Και νυν ον έχεις ούκ έστι σου ανήρ»!
Ποίαν άλλην απόδειξιν θέλομεν περί του ότι ο Κύριος δεν αναγνωρίζει σαρκικάς σχέσεις εκτός νομίμου γάμου, έστω και αν αύται γίνονται άνευ χρημάτων, άλλ’ «εξ αγάπης» και μόνον; Χαρακτηριστικόν μάλιστα είνε ότι και αυτή η Σαμαρείτις, καίτοι συζή «εξ αγάπης» μετά του προσώπου αυτού, εν τούτοις, επειδή δεν έχει τελέσει μετ’ αυτού γάμον (σημειωτέον ότι ηδύνατο αύτη να τελέση και έκτον γάμον, κατά τα τότε ισχύοντα), δεν θεωρεί την συνοίκησιν αυτήν νόμιμον και επιτρεπτήν δεν θεωρεί το πρόσωπον μεθ’ ού συζή «άνδρα της», σύζυγόν της. Δεν τρέφει αυταπάτας. Γνωρίζει τι διαπράττει. Έχει συνείδησιν ότι συνοικεί παρανόμως, εφ’ όσον δεν ετέλεσε γάμον. Δι’ αυτό και δεν τολμά να τον εμφανίση ως σύζυγόν της, καίτοι όχι δια χρήματα, αλλ’ «εξ αγάπης» έχει σχέσεις μετ’ αυτού. «Κύριε, άνδρα ουκ έχω», λέγει. Δεν έχω σύζυγον. Δεν είμαι υπανδρευμένη. Και ομιλεί ούτω ποία; Μία χριστιανή γυνή; Μία Ιουδαία; Όχι! Αλλά μία Σαμαρείτις! Δηλαδή μία γυνή η οποία πλην του Μωσαϊκού Νόμου, πλην τής «Πεντατεύχου», ουδέν άλλο βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης ανεγνώριζεν. Απέρριπτε Ψαλμούς, Προφήτας κ.τ.λ.. Ήρκει ο Μωσαϊκός Νόμος να της δημιουργήση συνείδησιν μοιχαλίδος, εφ’ όσον είχε σχέσεις μετά του ηγαπημένου της, χωρίς να έχη τελέσει γάμον μετ’ αυτού. Και σήμερον έρχονται «χριστιανοί» (;!) νέοι και νεανίδες να υποστηρίξουν «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ», ότι δεν είνε επίμεμπτοι οι άνευ γάμου, δηλαδή, αι προ του γάμου σχέσεις των, εφ’ όσον γίνονται «εξ αγάπης» και όχι επί χρήμασιν!… Όχι πλέον ο Χριστός, όχι οι Προφήται, όχι η Καινή Διαθήκη, όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, όχι οι άγιοι Πατέρες, αλλ’ η Σαμαρείτις Φωτεινή διαμαρτύρεται και φωνάζει προς αυτούς: «Αδελφοί μου, πάσα εκτός νομίμου γάμου σαρκική συνάφεια είνε πορνεία και μοιχεία. Αφήσατε τας σοφιστείας περί δεσμών εξ αγάπης και περί σχέσεων επί χρήμασι. Αι διακρίσεις αύται είνε εμπνεύσεις της κοιλίας σας. Μη σας πλανά ο Διάβολος. Μη απατάτε εαυτούς. Συνέλθετε και ανανήψατε!…»
Αδελφοί, προσοχή!
Όλοι είμεθα αμαρτωλοί και ανάξιοι- όλοι είμεθα εναγείς και τρισάθλιοι.
Όλοι αμαυρούμεν καθημερινώς «της ψυχής το ωραίον ταις των παθών ηδοναίς»
και «σπιλούμεν τον της σαρκός ημών χιτώνα» και «υποπίπτομεν τη των
παθών αχθηδόνι και τη ενύλω φθορά». «Τις καθαρός από ρύπου…»; Ας
προσφέρωμεν όμως την αμαρτωλότητά μας εν ταπεινώσει προς τον Θεόν υπό
μορφήν μετανοίας. Είνε εγκληματικόν, είνε σατανικόν, να την προσφέρωμεν
εν αυταρέσκεια προς τους αδελφούς μας υπό μορφήν «υψηλής θεολογίας »! Ας
καθιστώμεν τας προσωπικάς μας αδυναμίας αντικείμενον εξομολογήσεως-
όχι, προς Θεού!, αντικείμενον διδασκαλίας! Μεταβάλλοντες τας πτώσεις μας
εις «ι δ ε ο λ ο γ ί α ν », και πολλώ μάλλον εις… «θεολογίαν»(!),
καθησυχάζομεν (;) μεν, ή μάλλον ναρκώνομεν την συνείδησίν μας, αυξάνομεν
όμως μυριοπλασίως την έναντι τού Θεού ενοχήν μας.
Αδελφοί,
«στώμεν καλώς· στώμεν μετά φόβου»! Όσοι ηλεήθημεν παρά Θεού να «έχωμεν
την διακονίαν ταύτην», να είμεθα «θεολόγοι», Κληρικοί ή λαϊκοί, ας
απορρίψωμεν μακράν ημών «τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν
πανουργία, μηδέ δολούντες τον λόγον του Θεού, αλλά τη φανερώσει τής
αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του
Θεού» (Β’ Κορ. δ’ 1-2). Μόνον ούτω δεν θα «κηρύσσωμεν εαυτούς, αλλά
Χριστόν Ιησούν» (Αυτόθι, ς’ 5).
(Από το βιβλίο: ΑΡΘΡΑ-ΜΕΛΕΤΑΙ-ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ, ΤΟΜΟΣ Α’ ΑΘΗΝΑ 1986)