Καθαρὰ Δευτέρα βράδυ
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου Καντιώτου
Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ἀγαπητοί μου, ποὺ μᾶς ἀξίωσε ἀπόψε ν᾽ ἀκούσουμε τὸ πρῶτο Μέγα Ἀπόδειπνο. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶνε ἡ πιὸ ἁγία περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ θερμαίνει τὶς ψυχές μας. Ὅπως ἀκοῦμε στοὺς στίχους τοῦ «Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός…», «ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Μέγ. Ἀπόδ. = Ἠσ. 9,2. Ματθ. 4,16). Καὶ ὅπως στὴν Προηγιασμένη Λειτουργία ὁ ἱερεὺς λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», ἔτσι ἀπὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες φῶς ἐπέρχεται στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ Χριστιανοῦ.
* * *
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀγαπᾷ τὴν
προσευχή· καλεῖ τώρα τὰ παιδιά της νὰ προσεύχωνται ὄχι μιὰ φορὰ τὴν
ἑβδομάδα, ἀλλὰ συχνότερα. Ὁ Δαυῒδ λέει· «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε»
(Ψαλμ. 118,164)· ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα, Θεέ μου, σὲ δοξολογῶ. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος λέει· «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17). Ὁ πιστὸς δὲν
περιμένει νὰ ἔρθῃ Κυριακὴ γιὰ νὰ πάῃ στὸ ναὸ νὰ προσευχηθῇ· εἶνε
διαρκῶς σὲ μιὰ κατάστασι προσευχῆς.
Ὥρισε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας, νὰ προσευχώμαστε ἑπτὰ φορὲς τὴν
ἡμέρα καὶ γι᾽ αὐτὸ στὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο ποὺ ὀνομάζεται Ὡρολόγιον τὸ
μέγα ἔχει ἑπτὰ ἀκολουθίες.
• Ἡ πρώτη ἀκολουθία εἶνε τὸ Μεσονυκτικόν. Τὸ κάνουν στὸ Ἅγιο
Ὄρος καὶ στὰ μοναστήρια· σπανίως σὲ ἐνορίες καὶ σὲ σπίτια. Εἶνε ὡραία
ἀκολουθία, στὴν ὁποία λέγεται καὶ τὸ ἀπολυτίκιο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος
ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Σ᾽ ἕνα χωριὸ στὴν Καρατζόβα συνάντησα
–τί διαμάντια κρύβει αὐτὴ ἡ κοινωνία!– ἕνα χωρικό, ποὺ δούλευε στὰ
χωράφια, καὶ μοῦ λέει·
–Ξέρεις, πάτερ, τί χαρὰ νιώθω ὅταν σηκώνωμαι νύχτα καί, ἐνῷ
κοιμοῦνται ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου, ἐγὼ διαβάζω ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιο τὸ
Μεσονυκτικό!…
–Καὶ ποῦ ἔμαθες ἐσὺ αὐτὴ τὴ συνήθεια;
–Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ θυμᾶμαι τὸν πατέρα καὶ τὸν παπποῦ μου, ποὺ σηκώνονταν νύχτα καὶ τὸ διάβαζαν.
• Ἡ δευτέρα ἀκολουθία εἶνε ὁ Ὄρθρος. Προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος,
χτυπάει ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ λένε τὸν Ἑξάψαλμο, τὸ Συναξάριο τῆς
ἡμέρας, τὸν κανόνα, τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη…»
(Λουκ. 2,14) καὶ τοὺς αἴνους.
• Μετὰ τὸν Ὄρθρο ἀκολουθεῖ ἡ Πρώτη (Α΄) ὥρα, σύμφωνα μὲ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο, καὶ εἶνε ἀντίστοιχη μὲ τὴ δική μας 6η πρωινή.
• Ἀργότερα ἔρχεται ἡ Τρίτη (Γ΄) ὥρα, ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴ δική μας 9η πρωινή.
• Μετὰ εἶνε ἡ Ἕκτη (ΣΤ΄) ὥρα, ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ μεσημέρι, τὴ δική μας 12η μεσημβρινή.
• Τὸ ἀπόγευμα γίνεται ἡ Ἐνάτη (Θ΄) ὥρα καὶ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὶς 3
μ.μ.. Ἡ Ἐνάτη συχνὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Ἑσπερινό, ὁ ὁποῖος γίνεται τὴν ὥρα
ποὺ δύει ὁ ἥλιος, ὅπως ἀκοῦμε στὸν ἀρχαῖο ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης,
ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες
ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν…».
• Τέλος μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ δεῖπνο ἀκολουθεῖ τὸ μικρὸ Ἀπόδειπνον, τὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ διαβάζουν προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν.
Τὸ ἀποψινὸ Ἀπόδειπνο ὅμως διαφέρει. Ὀνομάζεται Ἀπόδειπνον τὸ
μέγα. Εἶνε «τραπέζι» πιὸ πλούσιο. Τί περιέχει; Τὸ Ἀπόδειπνο αὐτό,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Τρισάγιο, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» κ.λπ., περιέχει δέκα ψαλμούς
(τοὺς 4, 6, 12, 24, 30, 90, 50, 101, 69 καὶ 142), τρεῖς σύντομους
ὕμνους («Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός…», «Ἡ ἀσώματος φύσις, τὰ Χερουβίμ…» καὶ
«Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε…»)· περιέχει ἀκόμα τὸ «Πιστεύω», κατανυκτικὰ
τροπάρια, τὴ Δοξολογία· περιέχει ἐπίσης μία Εὐχὴ τοῦ μεγάλου
Βασιλείου καὶ μιὰ Προσευχὴ τοῦ βασιλιᾶ Μανασσῆ (βλ. Δ΄ Βασ. 21,1-18. Β΄
Παρ. 33,-20)· αὐτός, ἀφοῦ ἁμάρτησε πολὺ καὶ τιμωρήθηκε, μετανόησε, κ᾽
ἐδῶ ἀκοῦμε τὴ φωνή του· «Ἐπλήθυναν αἱ ἀνομίαι μου, Κύριε… Ἡμάρτηκα…·
ἀλλ᾽ αἰτοῦμαι δεόμενος· Ἄνες μοι, Κύριε». Ἁμάρτησα, Κύριε, μετανοῶ,
συχώρεσέ με. Ὁ πιὸ χαρακτηριστικὸς ὕμνος τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου εἶνε
τὸ γνωστό μας «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός
σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν…».
Ψάλλεται ἐπίσης ἀπόψε ὁ Μέγας Κανών (μέρος, ὄχι ὁλόκληρος),
ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, κι ἀκοῦμε τὸ κατανυκτικὸ «Ψυχή
μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».
* * *
Σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες,
ἀγαπητοί μου, ἔτρεχαν ἄλλοτε οἱ Χριστιανοί. Τώρα τρέχουν στὰ γήπεδα
καὶ παραληροῦν. Ὅπως λέει κάποιος θυμόσοφος ἐδῶ, μέσα στὴ μπάλλα
ἔκλεισε ὁ διάβολος ὅλη τὴν τρέλλα. Θεός τους τώρα εἶνε τὸ μηδέν. Ὅταν
ὅμως μηδενίζῃς τὸ Θεό, σὲ μηδενίζει κ᾽ ἐκεῖνος, καὶ πέφτεις στὴν
ἀναρχία, πού ᾽νε μέγα κακό.
Παλαιότερα δὲν εἴχαμε τόσα σχολεῖα· ἡ Ἐκκλησία ἦταν τὸ μεγάλο
σχολειὸ ποὺ ἐμόρφωνε τὸ λαὸ μὲ λόγια ἁπλᾶ· καὶ οἱ ἄνθρωποι ἁγιάζανε. Δὲν
εἶχαν αὐτὰ τὰ μέσα, τὰ κομφὸρ τῆς ζωῆς. Ζοῦσαν σὲ σπιτάκια ταπεινά,
ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἐκεῖνες τὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἄνθρωποι μεγάλοι
καὶ ὑψηλοί. Ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιὰ μὲ καρδιοχτύπι καὶ τὰ μάτια τους
γέμιζαν δάκρυα.
Καὶ ὄχι μόνο οἱ δικοί μας πρόγονοι· καὶ σ᾽ ὅλα τὰ Βαλκάνια,
Σέρβοι, ῾Ρουμᾶνοι, Βούλγαροι, τ᾽ ὁμολογοῦν· Ὅ,τι εἴμαστε τὸ ὀφείλουμε
στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὴ γλυκειὰ μάνα ποὺ μᾶς μάζεψε στὴν ἀγκαλιά της
καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά μας. Πῶς σταθήκαμε κάτω ἀπ᾽ τὴν Τουρκιὰ
πεντακόσα ὁλόκληρα χρόνια, περιφρονημένοι ἀπὸ τὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων,
καὶ κρατήσαμε πίστι, γλῶσσα, ἐθνικὴ συνείδησι! Εὐγνωμονοῦμε τοὺς δύο
Ἕλληνες ἱεραποστόλους, Κύριλλο καὶ Μεθόδιο.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἡ Ἐκκλησία κρατοῦσε τὸ λαὸ κοντά της. Καὶ πῶς;
Μὲ τὸ Ψαλτήρι, τ᾽ Ὀκτωήχι, τὴ λατρεία της· μὲ τ᾽ Ἀπόδειπνα, τὸν
Ἀκάθιστο ὕμνο, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…», τὸ «Ἄσπιλε ἀμόλυντε…», τὸ «Κύριε τῶν
δυνάμεων…».
Γιωρτάζουμε τὴν ἐπέτειο τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως. Ἔβγαλε καὶ
ἡ Ἐθνικὴ Τράπεζα ἕνα σπουδαῖο Λεύκωμα, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο κάτι θὰ σᾶς
μεταφέρω. Ἀλλ᾽ ἀμφιβάλλω ἂν νιώθουμε τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι. Πῶς
τόλμησαν νὰ ξεσηκωθοῦν! Τότε σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο θαύμαζαν τὴν πατρίδα μας·
ὅπου ἔβρισκαν Ἕλληνα, στὸ Παρίσι, Σικάγο, Νέα Ὑόρκη, Μόσχα,
Στάλινγκραντ, Βερολῖνο, τὸν σήκωναν στὰ χέρια. Λίγο πρὶν τὴ ναυμαχία
τοῦ Ναυαρίνου (1827), ἡ κυβέρνησι τῆς Γαλλίας ἔστειλε τριάντα
ἀξιωματικοὺς μὲ ἐντολή· Πηγαίνετε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐξετάστε τί λαὸς
εἶν᾽ αὐτός, ποιό εἶνε τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώς του… Καὶ ἦρθαν. Πῆγαν
σὲ διάφορα μέρη. Μέρες περπατοῦσαν στὸ Μοριά, σὲ κατεστραμμένη γῆ.
Νύχτωνε ὅταν φτάσαμε, λέει ἕνας Γάλλος ἀξιωματικός, σ᾽ ἕνα
χωριουδάκι ἑφτακόσα μέτρα ὑψόμετρο. Χτυπᾶμε σ᾽ ἕνα σπιτάκι, μᾶς
ἀνοίγουν καὶ μὲ νεύματα μᾶς καλοῦν νὰ φιλοξενηθοῦμε. Δὲν εἶχαν ὅμως
τίποτα. Ἄναψαν ἕνα δᾳδὶ γιὰ φῶς. Εἶχαν ἕξι – ἑφτὰ παιδιὰ στὸ καλυβάκι.
Τρέχουν ἀμέσως, μαζεύουν χόρτα, ἡ μάνα τά ᾽βρασε, τά ᾽βαλε σ᾽ ἕνα
ξύλινο πιάτο, καὶ καθήσαμε καταγῆς ὀκλαδόν – ποῦ καρέκλα! Φάγαμε τὰ
χόρτα μὲ καμμιὰ ἐλιά, δυὸ κρεμμύδια καὶ μαῦρο ψωμὶ κριθάρινο. Καὶ μετὰ
τὸ φαγητὸ πῆγαν γιὰ προσευχή. Τὰ μικρὰ ἦταν γύρω – γύρω στὸ κρεβάτι.
Τὸ μεγάλο ἀγοράκι, καμμιὰ δεκαριὰ ἐτῶν, ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Κύριε τῶν
δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ…». Καὶ κάθε φορὰ ὅλοι ἔκαναν μετάνοιες…
Γονάτισε κι ὁ Γάλλος. Καὶ εἶπε μέσα του· Νά τὸ μυστικὸ τῆς
δυνάμεώς τους, εἶνε λαὸς ποὺ πιστεύει στὸ Θεό! Ναί. Ἄντε τώρα πηγαίνετε
στὰ σπίτια πλουσίων καὶ φτωχῶν καὶ ψάξτε νὰ βρῆτε τέτοιο μεγαλεῖο.
* * *
Ὅταν ἐλευθερωθήκαμε καὶ ἦρθε ὁ
Ὄθωνας, κάποιοι κακοῦργοι ἔκαναν ἐγκλήματα κι ὁ βασιλιᾶς εἶπε, νὰ
τιμωρηθοῦν μερικοὶ παραδειγματικὰ μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ
ἡσυχάσῃ ὁ τόπος. Παρήγγειλαν λοιπὸν στὴν Ἰταλία καρμανιόλα, καὶ τὴν
ἔφεραν γιὰ ν᾽ ἀποκεφαλίζουν αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν ἄνθρωπο. Τὴν ἔστησαν
στὸ Ναύπλιο καὶ προκήρυξαν τὴ θέσι· Ποιός θέλει νὰ γίνῃ δήμιος, νὰ
δουλεύῃ τὴν καρμανιόλα; Κανείς δὲν ἀπήντησε. Ποιός; ξαναφώναξαν.
Τίποτα. Διπλασίασαν, τριπλασίασαν τὸ μισθό. Δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνας
Ἕλληνας! Ἀναγκάστηκαν κ᾽ ἔφεραν ξένο, Ἰταλό, κ᾽ ἔκοψε τὰ πρῶτα
κεφάλια κακούργων. Ἔ, δὲν μπόρεσε νὰ μείνῃ ἕνα μῆνα. Δὲν τοῦ μιλοῦσε
κανείς. Σηκώθηκε κ᾽ ἔφυγε (βλ. Δήμιος δὲν εὑρίσκετο, «Σπίθα» φ.
52/20-9-1946, καὶ στὰ βιβλία Ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός, σ. 52 καὶ Φλογέρα
Β΄ σ. 9). Αὐτὴ ἦταν ἡ πατρίδα μας.
Πῶς τώρα, μιὰ Ἑλλάδα ποὺ οἱ ἄνθρωποι σέβονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο
καὶ μυρμήγκι δὲν πατοῦσαν, ὕστερα ἀδέρφια μεταξύ τους ἔστησαν
καρμανιόλες κ᾽ ἔκοψαν κεφάλια; Ἔβγαλαν τὸ Θεὸ μέσ᾽ ἀπὸ τὶς καρδιές, κι
ὅταν βγῇ ὁ Θεὸς μπαίνει ὁ διάβολος, ὁ «ἀνθρωποκτόνος» (Ἰω. 8,44· βλ.
& Α΄ Ἰω. 3,15), καὶ κάνει καὶ τὸν ἄνθρωπο ὅμοιό του. Πῶς ἔφυγε ὁ
Θεός, ἡ χάρις, ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη; Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε, ὁ
σατανᾶς ἔσπειρε παντοῦ σπόρο ἀπιστίας. Καὶ ὅ,τι σπείρῃ κανείς, αὐτὸ
θερίζει. Ἀγκάθια ἔσπειρε, ἀγκάθια βρῆκαν. Ὅσοι Ἕλληνες ἀφανίστηκαν
ἀπὸ χέρια ἀδελφικὰ στὰ νεώτερα χρόνια, δὲν ἀφανίστηκαν οὔτε ἀπὸ
Βουλγάρους οὔτε ἀπὸ Γερμανούς· μεταξύ μας σκοτωθήκαμε.
* * *
Αὐτά, ἀδελφοί μου, εἶχα νὰ σᾶς
πῶ. Τὰ νιώθετε. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, μὴν ἀκοῦτε τί λένε ῥαδιόφωνα καὶ
τηλεοράσεις. Ἐλᾶτε στὴν Ἐκκλησιὰ ὅπως οἱ πρόγονοί μας. Ἂν ζήσουμε ὡς
ἔθνος, θὰ ζήσουμε μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μας.
Ἐμπρός, νὰ κοπιάσουμε. Κι ἂν ἐγὼ χαθῶ, κι ἂν πάω ἐξορία, δὲν
πειράζει· ἕνα μ᾽ ἐνδιαφέρει, ὁ λαός μας νὰ πιστεύῃ στὸ Χριστὸ καὶ ν᾽
ἀγαπᾷ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πατρίδα μας.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντα μαζί μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης [ὑπόγειο τοῦ ὑπὸ ἀνέγερσιν νέου] τὴν 21-2-1972 Καθαρὰ Δευτέρα βράδυ μὲ νέο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-1-2023.