ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ἀκολουθιες Νυχθημερου και Μεγα Ἀποδειπνο

π. Αυγουστ. 2000

Καθαρὰ Δευτέρα βράδυ
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου Καντιώτου

Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ἀγαπητοί μου, ποὺ μᾶς ἀξίωσε ἀπόψε ν᾽ ἀκούσουμε τὸ πρῶτο Μέγα Ἀπόδειπνο. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρα­κοστὴ εἶνε ἡ πιὸ ἁ­γία περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ θερμαίνει τὶς ψυχές μας. Ὅπως ἀ­κοῦ­με στοὺς στίχους τοῦ «Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός…», «ὁ λαὸς ὁ πορευ­ό­μενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Μέγ. Ἀπόδ. = Ἠσ. 9,2. Ματθ. 4,16). Καὶ ὅπως στὴν Προηγι­ασμένη Λειτουρ­γία ὁ ἱερεὺς λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», ἔτσι ἀπὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες φῶς ἐ­πέρχε­ται στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ Χριστιανοῦ.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ψυχὲς ποὺ ἀντιδροῦν, δὲν θέλουν τὸ φῶς τῆς Ἐκκλησίας· θέλουν τὸ σκο­τάδι. Αὐτοί, ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, μοιάζουν μὲ τὶς νυχτε­ρίδες καὶ κουκουβάγιες, ποὺ ἀ­γαποῦν ὄχι τὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι, ἔτσι εἶνε οἱ ἄπιστοι. «Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο», εἶπε ὁ ἴδι­ος ὁ Χριστός, «καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισ­σότερο τὸ σκοτάδι παρὰ τὸ φῶς, γιατὶ τὰ ἔργα τους ἦ­ταν πονηρά» (Ἰω. 3,19). Ἂς μὴ μιλήσουμε ὅμως τώρα γι᾽ αὐ­τούς· ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὶς ὡραῖ­ες ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

* * *

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀγαπᾷ τὴν προσ­ευχή· καλεῖ τώρα τὰ παιδιά της νὰ προσεύχων­ται ὄχι μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ συχνότε­­ρα. Ὁ Δαυ­ῒδ λέει· «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε» (Ψαλμ. 118,164)· ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα, Θεέ μου, σὲ δοξολογῶ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Ἀ­δι­α­λείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17). Ὁ πιστὸς δὲν περιμένει νὰ ἔρθῃ Κυριακὴ γιὰ νὰ πάῃ στὸ ναὸ νὰ προσευχηθῇ· εἶ­νε διαρκῶς σὲ μιὰ κατάστασι προσευχῆς.
Ὥρισε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας, νὰ προσ­ευχώμαστε ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ γι᾽ αὐτὸ στὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο ποὺ ὀνομάζεται Ὡρολόγιον τὸ μέγα ἔχει ἑ­πτὰ ἀκολουθίες.
• Ἡ πρώτη ἀκολουθία εἶνε τὸ Μεσονυκτικόν. Τὸ κάνουν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ στὰ μοναστήρια· σπα­νίως σὲ ἐνορίες καὶ σὲ σπίτια. Εἶνε ὡραία ἀκολου­θία, στὴν ὁποία λέγεται καὶ τὸ ἀ­πολυτίκιο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέ­σῳ τῆς νυκτός…». Σ᾽ ἕνα χωριὸ στὴν Καρατζόβα συνάντησα –τί διαμάντια κρύβει αὐτὴ ἡ κοινωνία!– ἕνα χωρικό, ποὺ δούλευε στὰ χωράφια, καὶ μοῦ λέει·
–Ξέρεις, πάτερ, τί χαρὰ νιώθω ὅταν σηκώνωμαι νύχτα καί, ἐνῷ κοιμοῦνται ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου, ἐγὼ διαβάζω ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιο τὸ Μεσονυκτικό!…
–Καὶ ποῦ ἔμαθες ἐσὺ αὐτὴ τὴ συνήθεια;
–Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας, καὶ θυμᾶμαι τὸν πατέρα καὶ τὸν παπποῦ μου, ποὺ σηκώνονταν νύχτα καὶ τὸ διάβαζαν.
• Ἡ δευτέρα ἀκολουθία εἶνε ὁ Ὄρθρος. Προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, χτυπάει ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ λένε τὸν Ἑξάψαλμο, τὸ Συναξάριο τῆς ἡ­μέρας, τὸν κανόνα, τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰρήνη…» (Λουκ. 2,14) καὶ τοὺς αἴνους.
• Μετὰ τὸν Ὄρθρο ἀκολουθεῖ ἡ Πρώτη (Α΄) ὥ­ρα, σύμφωνα μὲ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο, καὶ εἶνε ἀντίστοιχη μὲ τὴ δική μας 6η πρωινή.
• Ἀργότερα ἔρχεται ἡ Τρίτη (Γ΄) ὥρα, ποὺ ἀν­τιστοιχεῖ μὲ τὴ δική μας 9η πρωινή.
• Μετὰ εἶνε ἡ Ἕκτη (ΣΤ΄) ὥρα, ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ μεσημέρι, τὴ δική μας 12η μεσημβρινή.
• Τὸ ἀπόγευμα γίνεται ἡ Ἐνάτη (Θ΄) ὥρα καὶ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὶς 3 μ.μ.. Ἡ Ἐνάτη συχνὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Ἑσπερινό, ὁ ὁποῖος γίνεται τὴν ὥρα ποὺ δύει ὁ ἥλιος, ὅπως ἀκοῦμε στὸν ἀρ­χαῖο ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πα­τρός, οὐ­ρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόν­τες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν…».
• Τέλος μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ δεῖ­πνο ἀκολουθεῖ τὸ μικρὸ Ἀ­πόδειπνον, τὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ διαβά­ζουν προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν.
Τὸ ἀποψινὸ Ἀπόδειπνο ὅμως διαφέρει. Ὀ­νομάζεται Ἀπόδειπνον τὸ μέγα. Εἶνε «τραπέ­ζι» πιὸ πλούσιο. Τί περιέχει; Τὸ Ἀπόδειπνο αὐ­τό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Τρισάγιο, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» κ.λπ., περιέχει δέκα ψαλμούς (τοὺς 4, 6, 12, 24, 30, 90, 50, 101, 69 καὶ 142), τρεῖς σύντομους ὕ­μνους («Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός…», «Ἡ ἀσώ­ματος φύ­σις, τὰ Χερουβίμ…» καὶ «Παναγία Δέσποι­να Θεοτόκε…»)· περιέχει ἀκόμα τὸ «Πιστεύω», κα­τανυκτικὰ τροπάρια, τὴ Δοξολογία· περιέχει ἐ­πίσης μία Εὐχὴ τοῦ μεγά­λου Βασιλείου καὶ μιὰ Προσευχὴ τοῦ βασιλιᾶ Μανασσῆ (βλ. Δ΄ Βασ. 21,1-18. Β΄ Παρ. 33,-20)· αὐτός, ἀφοῦ ἁμάρτησε πολὺ καὶ τιμωρήθηκε, μετανόησε, κ᾽ ἐδῶ ἀ­κοῦ­­με τὴ φωνή του· «Ἐπλήθυναν αἱ ἀνομίαι μου, Κύριε… Ἡ­μάρτηκα…· ἀλλ᾽ αἰτοῦμαι δεόμενος· Ἄ­νες μοι, Κύριε». Ἁμάρτησα, Κύριε, μετανοῶ, συχώ­ρεσέ με. Ὁ πιὸ χαρακτηριστικὸς ὕ­μνος τοῦ Μεγά­λου Ἀποδείπνου εἶνε τὸ γνωστό μας «Κύ­ριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ· ἄλ­λον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔ­χομεν…».
Ψάλλεται ἐπίσης ἀπόψε ὁ Μέγας Κανών (μέ­ρος, ὄχι ὁλόκληρος), ποὺ ἔγρα­­ψε ὁ ἅγι­ος Ἀν­δρέας Κρήτης, κι ἀκοῦμε τὸ κατανυκτι­κὸ «Ψυ­χή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».

* * *

Σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες, ἀγαπητοί μου, ἔ­τρεχαν ἄλλοτε οἱ Χριστιανοί. Τώ­ρα τρέχουν στὰ γήπεδα καὶ παραληροῦν. Ὅ­πως λέει κάποιος θυμό­σοφος ἐδῶ, μέσα στὴ μπάλλα ἔκλει­σε ὁ διάβολος ὅ­λη τὴν τρέλλα. Θεός τους τώρα εἶνε τὸ μηδέν. Ὅ­ταν ὅμως μηδενίζῃς τὸ Θεό, σὲ μηδενίζει κ᾽ ἐκεῖ­νος, καὶ πέφτεις στὴν ἀν­αρχία, πού ᾽νε μέγα κακό.
Παλαιότερα δὲν εἴχαμε τόσα σχολεῖα· ἡ Ἐκκλη­σία ἦταν τὸ μεγάλο σχολειὸ ποὺ ἐμόρφωνε τὸ λαὸ μὲ λόγια ἁπλᾶ· καὶ οἱ ἄνθρωποι ἁγιάζανε. Δὲν εἶχαν αὐτὰ τὰ μέσα, τὰ κομφὸρ τῆς ζωῆς. Ζοῦσαν σὲ σπιτάκια ταπει­νά, ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἐκεῖνες τὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἄνθρωποι μεγάλοι καὶ ὑψη­λοί. Ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιὰ μὲ καρδιο­χτύπι καὶ τὰ μάτια τους γέμιζαν δάκρυα.
Καὶ ὄχι μόνο οἱ δικοί μας πρόγονοι· καὶ σ᾽ ὅ­λα τὰ Βαλκάνια, Σέρβοι, ῾Ρουμᾶνοι, Βούλγαροι, τ᾽ ὁ­μο­λογοῦν· Ὅ,τι εἴμαστε τὸ ὀφείλουμε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὴ γλυκειὰ μάνα ποὺ μᾶς μάζεψε στὴν ἀγκαλιά της καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά μας. Πῶς σταθήκαμε κάτω ἀπ᾽ τὴν Τουρ­κιὰ πεντακόσα ὁλόκληρα χρόνια, περιφρονημένοι ἀπὸ τὴν Εὐ­ρώπη τῶν Φράγκων, καὶ κρα­τήσαμε πίστι, γλῶσσα, ἐθνικὴ συνεί­δησι! Εὐγνωμονοῦμε τοὺς δύο Ἕλ­ληνες ἱεραποστόλους, Κύριλλο καὶ Μεθόδιο.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἡ Ἐκκλησία κρατοῦσε τὸ λαὸ κοντά της. Καὶ πῶς; Μὲ τὸ Ψαλτήρι, τ᾽ Ὀ­κτωήχι, τὴ λατρεία της· μὲ τ᾽ Ἀπόδειπνα, τὸν Ἀ­κάθιστο ὕμνο, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…», τὸ «Ἄ­σπιλε ἀμόλυντε…», τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων…».
Γιωρτάζουμε τὴν ἐπέτειο τῆς Ἑλληνικῆς ἐ­παναστάσεως. Ἔβγαλε καὶ ἡ Ἐθνικὴ Τράπεζα ἕνα σπουδαῖο Λεύκωμα, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο κάτι θὰ σᾶς μεταφέρω. Ἀλλ᾽ ἀμφιβάλλω ἂν νιώθουμε τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι. Πῶς τόλμησαν νὰ ξεσηκωθοῦν! Τότε σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο θαύμαζαν τὴν πατρίδα μας· ὅπου ἔβρισκαν Ἕλληνα, στὸ Παρίσι, Σικάγο, Νέα Ὑόρκη, Μόσχα, Στάλινγκραντ, Βερολῖνο, τὸν σή­κωναν στὰ χέ­ρια. Λίγο πρὶν τὴ ναυμαχία τοῦ Ναυ­αρίνου (1827), ἡ κυβέρνησι τῆς Γαλλίας ἔστειλε τρι­άντα ἀξιωματικοὺς μὲ ἐν­τολή· Πηγαίνετε στὴν Ἑλ­λάδα καὶ ἐξετάστε τί λαὸς εἶν᾽ αὐτός, ποιό εἶ­νε τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώς του… Καὶ ἦρ­θαν. Πῆ­γαν σὲ διάφορα μέρη. Μέρες περπατοῦσαν στὸ Μοριά, σὲ κατεστραμμένη γῆ.
Νύχτωνε ὅταν φτάσαμε, λέει ἕνας Γάλλος ἀ­ξιωματικός, σ᾽ ἕνα χωριουδάκι ἑφτακόσα μέ­τρα ὑψόμετρο. Χτυπᾶμε σ᾽ ἕνα σπιτάκι, μᾶς ἀ­­νοίγουν καὶ μὲ νεύματα μᾶς καλοῦν νὰ φιλο­ξε­νηθοῦμε. Δὲν εἶχαν ὅμως τίποτα. Ἄναψαν ἕ­να δᾳδὶ γιὰ φῶς. Εἶχαν ἕξι – ἑφτὰ παιδιὰ στὸ κα­λυβάκι. Τρέχουν ἀ­μέσως, μαζεύουν χόρτα, ἡ μάνα τά ᾽­βρασε, τά ᾽βα­λε σ᾽ ἕνα ξύλινο πιάτο, καὶ καθήσαμε καταγῆς ὀκλαδόν – ποῦ καρέκλα! Φάγαμε τὰ χόρτα μὲ καμμιὰ ἐ­λιά, δυὸ κρεμ­μύδια καὶ μαῦρο ψωμὶ κριθάρινο. Καὶ μετὰ τὸ φαγητὸ πῆγαν γιὰ προσευχή. Τὰ μικρὰ ἦ­ταν γύρω – γύρω στὸ κρεβάτι. Τὸ μεγάλο ἀγοράκι, καμμιὰ δεκαριὰ ἐτῶν, ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ…». Καὶ κάθε φορὰ ὅλοι ἔκαναν μετάνοιες…
Γονάτισε κι ὁ Γάλλος. Καὶ εἶπε μέσα του· Νά τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώς τους, εἶνε λαὸς ποὺ πιστεύει στὸ Θεό! Ναί. Ἄντε τώρα πηγαί­νετε στὰ σπίτια πλουσίων καὶ φτωχῶν καὶ ψάξ­τε νὰ βρῆτε τέτοιο μεγαλεῖο.

* * *

Ὅταν ἐλευθερωθήκαμε καὶ ἦρθε ὁ Ὄθωνας, κάποιοι κακοῦργοι ἔκαναν ἐγκλήματα κι ὁ βασιλιᾶς εἶπε, νὰ τιμωρηθοῦν μερικοὶ παραδει­γματικὰ μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ ὁ τόπος. Παρήγγειλαν λοιπὸν στὴν Ἰταλία καρμανιό­λα, καὶ τὴν ἔφεραν γιὰ ν᾽ ἀ­ποκεφαλί­ζουν αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν ἄνθρωπο. Τὴν ἔ­στησαν στὸ Ναύπλιο καὶ προκήρυξαν τὴ θέσι· Ποιός θέλει νὰ γίνῃ δήμιος, νὰ δουλεύῃ τὴν καρ­μανιόλα; Κανείς δὲν ἀ­πήντησε. Ποιός; ξα­­ναφώ­­ναξαν. Τίποτα. Διπλασί­α­σαν, τριπλασί­ασαν τὸ μισθό. Δὲν βρέθηκε οὔτε ἕ­νας Ἕλ­ληνας! Ἀ­­­ναγ­κάστηκαν κ᾽ ἔφεραν ξένο, Ἰ­ταλό, κ᾽ ἔ­κοψε τὰ πρῶτα κεφάλια κακούργων. Ἔ, δὲν μπό­ρεσε νὰ μείνῃ ἕνα μῆνα. Δὲν τοῦ μιλοῦσε καν­είς. Σηκώθηκε κ᾽ ἔφυγε (βλ. Δήμιος δὲν εὑρίσκετο, «Σπίθα» φ. 52/20-9-1946, καὶ στὰ βιβλία Ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός, σ. 52 καὶ Φλογέρα Β΄ σ. 9). Αὐτὴ ἦταν ἡ πατρίδα μας.
Πῶς τώρα, μιὰ Ἑλλάδα ποὺ οἱ ἄνθρωποι σέ­βον­ταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ μυρμήγκι δὲν πατοῦσαν, ὕστερα ἀδέρφια μεταξύ τους ἔστη­σαν καρμανιόλες κ᾽ ἔκοψαν κεφάλια; Ἔβγαλαν τὸ Θεὸ μέσ᾽ ἀ­πὸ τὶς καρδιές, κι ὅταν βγῇ ὁ Θεὸς μπαίνει ὁ διάβολος, ὁ «ἀνθρωποκτόνος» (Ἰω. 8,44· βλ. & Α΄ Ἰω. 3,15), καὶ κάνει καὶ τὸν ἄνθρωπο ὅμοιό του. Πῶς ἔφυγε ὁ Θεός, ἡ χάρις, ἡ προσευχή, ἡ ἀ­γάπη; Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε, ὁ σατα­νᾶς ἔσπει­ρε παντοῦ σπόρο ἀ­πιστίας. Καὶ ὅ,τι σπεί­ρῃ κανείς, αὐτὸ θερίζει. Ἀγκάθια ἔ­σπειρε, ἀγκά­θια βρῆκαν. Ὅσοι Ἕλληνες ἀ­φανίστηκαν ἀπὸ χέρια ἀδελφικὰ στὰ νεώτερα χρόνια, δὲν ἀφανίστηκαν οὔτε ἀπὸ Βουλγάρους οὔτε ἀπὸ Γερμανούς· μεταξύ μας σκοτωθήκαμε.

* * *

Αὐτά, ἀδελφοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Τὰ νιώθετε. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, μὴν ἀκοῦτε τί λένε ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις. Ἐλᾶτε στὴν Ἐκ­κλησιὰ ὅ­πως οἱ πρόγονοί μας. Ἂν ζήσουμε ὡς ἔθνος, θὰ ζήσουμε μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μας.
Ἐμπρός, νὰ κοπιάσουμε. Κι ἂν ἐγὼ χαθῶ, κι ἂν πάω ἐξορία, δὲν πειράζει· ἕνα μ᾽ ἐνδιαφέρει, ὁ λαός μας νὰ πιστεύῃ στὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀγαπᾷ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πατρίδα μας.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντα μαζί μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

πομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης [ὑπόγειο τοῦ ὑπὸ ἀνέγερσιν νέου] τὴν 21-2-1972 Καθαρὰ Δευτέρα βράδυ μὲ νέο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-1-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=101102#more-101102