«Τα μεγάλα πράγματα δημιουργούνται
αθόρυβα… Οι ήρεμες δυνάμεις
είναι οι ουσιαστικά ισχυρές»
(Γκουαρντίνι)
Ο Ιωσήφ, ο δίκαιος, ο μνήστορας, άθελά του αναλαμβάνει μία υψηλή αποστολή. Εμπλέκεται στο ύψιστο θεϊκό σχέδιο της ενανθρώπησης του Θεού. Σαν προπομπός αναλαμβάνει το σκληρό έργο της διάνοιξης και βαθειάς ανίχνευσης του πεδίου της θείας υποδοχής. Προχωρά μόνος με την συνδρομή όμως του Αγίου Πνεύματος, που τον καθοδηγεί διεξοδικά. Η αγγελική υπόμνηση «Ἰωσήφ, μή φοβηθῆς…» (Ματ. 1,20) αποτελεί το θεϊκό πρόσταγμα, προκειμένου να επιτελέσει το χρέος του χωρίς φόβο. Κάποια πράγματα, και ειδικά τα μεγάλα, κάπως έτσι ξεκινούν.
Απλά, πεζά, φτωχά, μέσα στην παραδοξότητα, υποκείμενα στην υλιστική ειρωνεία και περιφρόνηση, όμως κάποια στιγμή αποκαλύπτουν την ουσιαστική τους ισχύ. Κάπως έτσι ξεκίνησε υπό του Χριστού η αλιεία των φτωχών ψαράδων και των αμόρφωτων, για να εξυπηρετήσει το μεγαλείο του θεϊκού σχεδίου. Κάπως ανάλογα λοιπόν εκτυλίσσεται καθαρά και σταθερά το μεγαλεπήβολο θεϊκό σχέδιο σε όλους τους τομείς. Έτσι λοιπόν και ο φτωχός μαραγκός αυτή την ώρα, υποτάσσεται σε μία απλότητα. Αρχίζει να καταλαβαίνει πως διεισδύει παράξενα στα ενδότερα ενός μυστηρίου κατανυκτικής απλότητος. Προστατευτικά λοιπόν ανεβάζει την Μαρία στο χαμηλόσωμο υποζύγιό του και παίρνει τον δρόμο προς την Βηθλεέμ. Αφήνουν την κακόφημη Ναζαρέτ πίσω· «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;» (Ιω. 1,47). Την ίδια ώρα όμως η εν λόγω κωμόπολη αρχίζει και περνάει στην διασημότητα της αιωνιότητος, καθότι θα καταστεί τόπος διαμονής της αγίας οικογένειας και μυριάδες άνθρωποι έκτοτε θα εξαρτώνται συναισθηματικά μαζί της με βαθειά αισθήματα.
Αλλά όπως τον Ιωσήφ τον καθοδηγεί η σκέψη «Ἰωσήφ, μή φοβηθῆς…» (Ματ. 1,20), κάπως ανάλογα στηρίζει και την Μαρία ο θείος απόηχος του αγγελικού ρήματος· «μή φοβοῦ, Μαριάμ» (Λουκ. 1,30). Ξάφνου λοιπόν ο Ιωσήφ επιστρέφει στην αγαπημένη του Βηθλεέμ, που αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει χάρη της εμπορικότερης Ναζαρέτ. Άρα ήταν η απογραφή ο λόγος; Η εσωτερική του διαίσθηση τον ενημερώνει για έναν μοναδικό και μάλλον τελευταίο σταθμό στην ταπεινή ζωή του. Έναν σταθμό όμως που θα σημάνει την ψυχική εκκίνηση όλης της ανθρωπότητος. Ο γηραιός σκυταλοδρόμος παραδίδει την σκυτάλη της σωτηρίας σε όλη την ανθρωπότητα. Ο ένας, στους πολλούς. Πάντοτε οι λίγοι κάνουν τα θαύματα. Λίγοι είναι οι ήρωες. Λίγοι οι μάρτυρες. Ακόμη λιγότεροι οι άγιοι.
Ο Ιωσήφ όμως καθότι άνθρωπος, κάποια στιγμή ξεφεύγει από τις θείες σκέψεις και ξανάρχεται στον κόσμο των ανθρωπίνων συναισθημάτων και των ανησυχιών, που τον πιέζουν παράξενα. Το συγκεκριμένο πρόβλημα της Μαρίας, η περίεργη εγκυμοσύνη της, θολώνει τον απλοϊκό νου του. Κοιτάζει λυπημένα την Μαρία, θέλοντας να δικαιολογήσει την σκέψη του. Ένα ύφος αθώου δραπέτη τον συνεπαίρνει. Βρίσκεται σε μία ψυχική εμπόλεμη κατάσταση που τον προστάζει να την εγκαταλείψει. Όμως το αγγελικό πρόσωπο της παρθένου τον αποτρέπει. Αλλά ο πόλεμος δεν διακόπτεται έτσι εύκολα. Η φουσκωμένη κοιλιά της Μαρίας τον δημιουργεί μία αναστάτωση. Όμως η αγαθότης του, επιτάσσει να σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό, όπως κάνουν οι μάγοι ακολουθούντες τον αστέρα, οπότε γρήγορα φωτίζεται και η φωνή μέσα του επαναλαμβάνεται «Ἰωσήφ, υἱός Δαυίδ μή φοβηθῆς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναίκα σου· τό γάρ ἐξ αὐτῆς γεννηθέν ἐκ πνεύματος ἐστίν Ἁγίου» (Ματ. 1,20). Η φράση «την γυναίκα σου», τον καθησυχάζει και η προέλευση του παιδίου εκ Πνεύματος, τον ενσαρκώνει. Όπως ο Μωυσής κάποια στιγμή βρέθηκε προ της καιομένης βάτου αναζητώντας τον Θεό, κάπως έτσι τώρα και ο Ιωσήφ βρίσκεται μπροστά στην βάτο της παρθένου, αισθανόμενος οριστικά ότι εξυπηρετεί ένα θεϊκό μυστήριο. Τώρα πηγαίνει μπροστά καθοδηγώντας το γαϊδουράκι πάνω στο οποίο βρίσκεται η Μαρία. Σε λίγο θα στέκεται στη σεμνή σκιά της παρθένου και του «γιου του» σιωπηλός προστάτης. Ήδη από τώρα η Μαρία φαντάζει δίπλα του σαν φωτεινός ναός, σαν ιερό βήμα, μέσα στο οποίο κρύπτεται επιμελώς ο Ιησούς.
Αποφασιστικά πλέον ο Ιωσήφ καθότι δάμασε τις σκέψεις του, οδηγώντας τες ιεραρχημένες στον θείο δρόμο, επιταχύνει για την Βηθλεέμ μήπως και αργοπορήσει το θεϊκό σχέδιο. Παράλληλα και η παρθένος απόλυτα αποφασισμένη, συνεχίζει τον δρόμο της ψελλίζοντας «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38).
Επιτέλους εισέρχονται στην Βηθλεέμ την πολύκοσμη με υποδοχή την παντελή απάθεια των απογραφομένων. Η κατάσταση μιας εγκύου δεν συγκινεί κανένα. Από την πρώτη στιγμή αρχίζει και διαγράφεται το μυστήριο της ταπείνωσης. «Οὐκ ἦν τόπος αὐτοῖς» (Λουκ. 2,7). Ο ίδιος ο δημιουργός δεν βρίσκει τόπο να γεννηθεί για την σωτηρία της δημιουργίας του. Έτσι ένα φυσικό σπήλαιο προσφέρεται ευγενικά στον δημιουργό του. Ένα άψυχο κτίσμα «πονάει» και συμπαρίσταται με την φιλοξενία του. Η νύχτα προχωράει, αλλά ξάφνου ένα περίεργο φως, αυτό του θείου βρέφους, φωτίζει εκθαμβωτικά τα πάντα. Ένα θείο μυστήριο επιτελείται που διώχνει οριστικά «την ζάλη των λογισμών των αμφιβόλων» του Ιωσήφ.
Πιο κάτω όμως στην πόλη η ψυχική νύχτα συνεχίζει απτόητη, μέσα στα οργιαστικά γέλια, τις βραχνές φωνές των μεθυσμένων αρχόντων και τα βακχικά τραγούδια στο παλάτι του Ηρώδη, ολοκληρώνοντας την νύχτα των κολασμένων.
Εκεί ψηλά όμως, απόμερα, στο σπήλαιο, στην φυσική απλότητα, η Παρθένος, ο Ιωσήφ και οι ποιμένες, αγάλλονται γονατιστοί μπροστά στο μειδίαμα του θείου βρέφους. Το υπερφυσικό πλέον θέαμα ολοκληρώνεται με το αγγελικό· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Η ταραγμένη ζωή της καταραμένης φυλής των ανθρώπων, πλουτίστηκε από νέα σύμβολα αιώνια. Σύμβολα που θα δαιμονίζουν πολλούς στο μέλλον. Μία παρθένος μητέρα, ένας Θεός παιδί και ένα άστρο που καθοδηγεί στον δρόμο της αγάπης. Ο Ιωσήφ επιτέλους ηρέμησε. Η σεμνή και απέριττη μορφή του στέκεται στο σύνορο ανάμεσα στην αφάνεια και τη δόξα. Η παράσταση εκλάπη από το θείο βρέφος, την Παρθένο, τους αγγέλους, τους ποιμένες, τους μάγους, το σπήλαιο, τον αστέρα, την Βηθλεέμ, ακόμη και τα αθώα ζώα παίρνοντας μερίδα. Ο Ιωσήφ παρέμεινε ένας αφανής ήρωας μέσα στην σιωπή του. Όμως χωρίς αυτόν ίσως να μην είχε διασωθεί και μετέπειτα επιτευχθεί τίποτα. Γιατί ποιος τίμιος άντρας θα δεχόταν σαν αλήθεια το «ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματ. 1,18); Γιατί να μην ήταν δύσπιστος ένας άντρας πριν 20 αιώνες και δη ανατολίτης; Εδώ όμως διαφαίνεται η μεγαλοσύνη του Ιωσήφ. Με την πίστη του στα λόγια του Θεού, αποκτά ένα ανυπέρβλητο μεγαλείο, διαγράφοντας τις σκέψεις του για εγκατάλειψη της εγκύου γυναίκας.
Γράφει ο Γκουαρντίνι: «Είναι ένα μεγαλείο τόσο τεράστιο, ώστε σε εκείνο που δεν ξεκινά από την αγάπη, να φαίνεται σαν ανοησία, σαν τρέλλα».
Πού ακούστηκε πατέρας χωρίς πατρότητα; Σύζυγος με μια κόρη δίπλα του, που κατ’ ουσίαν δεν είναι γυναίκα του; Από αυτό όμως το σημείο της αγάπης και όχι της τρέλλας, ο Ιωσήφ εμπλέκεται άμεσα στην ζωή της Παρθένου και μοιράζεται μαζί της, όχι μόνο τα βέλη των βλασφήμων για την παρθενική γέννηση του Χριστού, αλλά και την δόξα της με ένα επίθετο που του χάρισε η χριστιανική συνείδηση «Δίκαιος»! Αυτός ο δίκαιος δεν θα μπορούσε ποτέ να υποψιασθεί, ότι θα αξιωνόταν να ονομαστεί πατέρας του Χριστού στη γη και ο Χριστός να ονομάζεται γιός του. «ἰδού ὁ πατήρ σου καγώ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμεν σε» (Λουκ. 2,48).
Όμως μία εύλογη ανθρώπινη καλόβουλη απορία διαφαίνεται στον εν λόγω ορίζοντα. Τι συζητούσαν οι δύο άντρες στις ατελείωτες ώρες της δουλειάς μέσα στο φτωχό ξυλουργείο; Σαν πατέρας, όπως κάθε πατέρας, έτρεφε κάποια επαγγελματική φιλοδοξία για το γιό του; Πώς αισθάνονταν αλήθεια οι δύο τους, πατέρας και γιός, όταν πλάνιζαν τις σανίδες; Μήπως όμως Εκείνος, κρατώντας την πλάνη και το σκεπάρνι, δεν είχε καμία επαφή εργασιακή, λόγω του ότι ταξίδευε και οργάνωνε το σχέδιο πλανίσματος των ανθρώπινων ψυχών; Μήπως εκείνη την ώρα ταξιθετούσε τις βαριές φροντίδες και πρωτόφαντες έγνοιες του μέλλοντος;
Αλλά επανερχόμενοι στον ταπεινό μαραγκό αντικρίζουμε ένα ανεξιχνίαστο είδος πατέρα, του ιδίου του Θεού. Πρόσφερε τόσα πολλά, χωρίς να αρθρώσει λέξη. Μέσα στην σιωπή του. Μία σιωπή που την τήρησε και ο ίδιος ο «γιός» του κατά την πορεία του στο σταυρικό μαρτύριο. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ήταν καιρός πλέον να μιμηθεί τον ταπεινό πατέρα του Ιωσήφ, άσχετα αν του κατελόγιζαν οι σταυρωτές του ένα σωρό ψευδείς κατηγορίες. Αυτός ο Ιωσήφ λοιπόν, που στην αρχή προπορευόταν και μετά ακολουθούσε, δεν πρόφθασε να ακολουθήσει τον διδάσκαλο γιό του στις πορείες του, ούτε να αντικρύσει τον ιδρυτή της θρησκείας της αγάπης στην οποία συνετέλεσε και ο ίδιος με την ανιδιοτελή αγάπη και συνεισφορά του. Πέθανε πριν, χωρίς πάλι να τον αναφέρει κανείς. Μέσα στην αφάνειά του και την παντελή σιωπή του.
Ίσως όμως τον παρέλαβε η θεία πρόνοια στα βαθειά γεράματά του, για να μην αντικρύσει τον λατρευτό του γιο, βασανισμένο, αιμόφυρτο, σταυρωμένο από την κακία του κόσμου. Αυτός τελικά είχε κατορθώσει να τον προστατέψει και να τον διασώσει απ’ αυτήν την κακία, όταν έπρεπε.
Ολοκληρώνουμε το μικρό μας πόνημα με μία ευγενή απορία. Τυχαίο είναι που η πρόνοια του Θεού διάλεξε δύο Ιωσήφ για να σημαδέψουν την αρχή και το τέλος του Ιησού, στη γέννησή του και στον θάνατό του; Γιατί, ο Ιωσήφ ο μνήστορας άνοιξε το κεφάλαιο της ζωής και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας το έκλεισε, τυλίγοντας τον Χριστό μέσα σε λευκό σεντόνι.
Και τους δύο τους απεκάλυψαν τα ίδια τα γεγονότα, της γεννήσεως και της σταυρώσεως. Δύο αφανείς ήρωες «ολοκλήρωσαν» το επί γης σχέδιο της ενανθρώπησης του Κυρίου μας.
«Λάθε βιώσας» αποτελεί και το σύνθημα, για όσους προσπαθούν στους δύσκολους καιρούς μας να παραμείνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι!