Μιὰ κοπέλα, πρὶν
παντρευτῆ, μπορεῖ νὰ κοιμᾶται μέχρι τὶς δέκα τὸ πρωὶ καὶ νὰ θέλη καὶ τὸ
γάλα της νὰ τὸ ἑτοιμάζη ἡ μάνα της. Βαριέται νὰ κάνη καμμιὰ δουλειά. Τὰ
θέλει ὅλα ἕτοιμα· θέλει ὅλοι νὰ τὴν περιποιοῦνται. Ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὴν
μάνα, ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν πατέρα, καὶ ἐκείνη νὰ ἔχη τὸ χουζούρι της. Ἐνῶ
ὑπάρχει στὴν φύση της ἡ ἀγάπη, δὲν ἀναπτύσσεται, γιατὶ συνέχεια δέχεται
βοήθεια καὶ εὐλογίες ἀπὸ τὴν μάνα της, ἀπὸ τὸν πατέρα της, ἀπὸ τὰ
ἀδέλφια της.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ γίνεται μάνα, μοιάζει μὲ μηχανάκι
πού, ὅσο ζορίζεται, τόσο φορτίζεται, γιατὶ δουλεύει συνέχεια ἡ ἀγάπη.
Πρῶτα σιχαινόταν, ὅταν ἄγγιζε κάτι βρώμικο, καὶ ἔπαιρνε μοσχοσάπουνα γιὰ
νὰ πλυθῆ. Ὕστερα, ὅταν λερώνεται τὸ παιδάκι καὶ πρέπη νὰ τὸ καθαρίση,
λὲς καὶ πιάνει... μαρμελάδες! Δὲν σιχαίνεται. Πρῶτα, ἂν τὴν ξυπνοῦσες,
φώναζε, γιατὶ τὴν ἐνόχλησες. Ὕστερα, ὅταν κλαίη
τὸ παιδί, ὅλη νύχτα ξενυχτάει καὶ δὲν δυσκολεύεται. Τὸ φροντίζει καὶ
χαίρεται. Γιατί; Γιατὶ παύει νὰ εἶναι παιδί. Ἔγινε μάνα καὶ ἦρθε ἡ
θυσία, ἡ ἀγάπη.