Αὐτός λοιπόν πού θά μέ ἀκολουθήσει, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Αὐτός λοιπόν ἄν θέλει πράγματι νά εἶναι δικός μου, νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, νά σηκώσει τόν σταυρό καί νά μέ ἀκολουθεῖ. Καί ἐδῶ εἶναι πού πρέπει κάθε χριστιανός νά βάλει κάτω τόν ἑαυτό του καί νά σκεφθεῖ σοβαρά. Δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα μας νά ξεγελοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ὄχι μόνο ἐμεῖς πού εἴμαστε ἐδῶ τώρα, ἀλλά σχεδόν ὅλοι, ὅσους συναντήσουμε ἔξω στούς δρόμους τώρα πού θά βγοῦμε, ἐάν τούς ποῦμε· «Ξέρεις; Δέν εἶσαι χριστιανός», θά διαμαρτυρηθοῦν· «Πῶς δέν εἶμαι χριστιανός; Εἶμαι».
Ἐλάχιστοι, πολύ ἐλάχιστοι, θά εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιθανόν νά ποῦν· «Ναί, δέν εἶμαι, δέν θέλω νά εἶμαι». Οἱ περισσότεροι, καί οἱ πλέον ἀδιάφοροι, θά ποῦν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Καί ἄν μάλιστα τό ἀμφισβητήσεις, μπορεῖ νά παρεξηγηθοῦν. Ἄν τό ἀμφισβητήσεις, μπορεῖ νά θυμώσουν, νά τά βάλουν μαζί σου, νά σοῦ κάνουν ἐπίθεση.
Πολύ περισσότερο, ἄς ποῦμε, ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι πηγαίνουμε σέ συνάξεις, πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, πηγαίνουμε στίς λειτουργίες, ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι, πού καί πού, ἐξομολογούμαστε, κοινωνοῦμε, δέν θά θέλαμε ν᾿ ἀμφισβητήσουν ὅτι εἴμαστε χριστιανοί. Λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, λέμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό. Ἔ, ἄν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό -ὁ καθένας νά βάλει κάτω τόν ἑαυτό του καί νά σκεφθεῖ σοβαρά- ἐάν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, μή μένεις σ᾿ αὐτό ὅτι «νά, ἀκολουθῶ τόν Χριστό». Θά προσέξεις τί λέει ἐδῶ· «…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ὀφείλουμε δηλαδή συνεχῶς ν᾿ ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας καί συνεχῶς νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας. Ὅταν λέει «τόν σταυρόν αὐτοῦ», δέν ἐννοεῖ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά σηκώνει ὁ καθένας τόν δικό του σταυρό, καί ἔτσι ν᾿ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.