Γερω–Ἀρσένιος Σιμωνοπετρίτης
Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ήταν
Ἠπειρώτης στήν καταγωγή. Γεννήθηκε τό 1913 στήν Φορτῶσα,
ἕνα χωριό τῶν Ἰωαννίνων, ἀπό τόν Δημήτριο καί τήν Χρυσαυγή.
Οἱ γονεῖς του ἦταν ταπεινοί καί πτωχοί ἀλλά πιστοί καί
εὐγενεῖς. Τόν βάπτισαν δίδοντάς του τό ὄνομα Νικόλαος καί τόν
ἀνέθρεψαν μέ τήν ἁπλή, παραδοσιακή εὐλάβεια τῆς ὑπαίθρου.
Ἔμαθε λίγα γράμματα καί βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς
ποικίλες δουλειές τοῦ σπιτιοῦ. Σάν παιδί εἶχε ἕνα ἀτύχημα.
Βρέθηκε ξαφνικά στά πόδια ἑνός ταύρου καί αὐθόρμητα
ἐπικαλέστηκε τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας. Ὁ ταῦρος πέρασε
ἀπό πάνω του χωρίς νά πάθη ὁ ἴδιος κάτι. Ἔκτοτε θεωροῦσε τήν
Παναγία μας προστάτιδά του.
Ὁ Νικόλαος ἄφησε τό χωριό του μικρό παιδί καί ἦλθε στήν Ἀθήνα, κοντά στόν θεῖο του πού εἶχε φοῦρνο.
Τό
πρωΐ ἀπό πολύ ἐνωρίς ὁ Νικόλαος μαζί μέ τόν θεῖο του
βρίσκονταν στό ἐργαστήριο καί ἔβγαζαν τό ψωμί καί τά
κουλούρια. Ὅταν τελείωνε αὐτή ἡ ἐργασία, ἔπαιρνε τόν
δίσκο μέ τά κουλούρια καί ἔβγαινε στόν δρόμο πρωΐ–πρωΐ γιά νά τά
πουλήση στούς πρωϊνούς δουλευτάδες καί περαστικούς.
Σέ
μία γωνιά ἑνός δρόμου τόν βρῆκε ὁ Ἀρχιμ. Ἱερώνυμος,
Ἡγούμενος τότε τῆς Σιμωνόπετρας, πολύ ἐνάρετος καί
πνευματικός. Στήν πρόσκληση τοῦ μικροῦ νά ἀγοράση κουλούρια
τοῦ λέει χαριτολογώντας: «Ἐγώ ἐσένα θέλω, ὄχι τά
κουλούρια», καί ἀγόρασε κουλούρια. Διακρίνοντας βαθειά τίς
ἀναζητήσεις του, τοῦ μίλησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τήν
Παναγία μας, γιά τούς ἁγίους, τούς ἀσκητές, τούς μοναχούς,
τήν Σιμωνόπετρα, κι ἔτσι ἄναψε ἀπό τότε μέσα του μία
καινούργια φωτιά, τήν ὁποία διατηροῦσε ἀναμμένη μέ τίς
μετέπειτα συναντήσεις του μέ τόν ἅγιο γέροντα Ἱερώνυμο στό
Μετόχι τῆς Μονῆς, στήν Ἀνάληψη Βύρωνος, ὅταν αὐτός κατέβαινε
ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά ἐξομολόγηση.
Κάθε
μοναχική κλήση ξεκινᾶ μέ θαυμαστό καί ἰδιαίτερο γιά τήν
κάθε ψυχή τρόπο. Ἐδῶ ὁ λόγος καί τό παράδειγμα τοῦ γέροντος
Ἱερωνύμου ἔκαναν τό νέο παιδί νά σκεφθῆ τόν μοναχισμό καί
τήν ἀφιέρωση στόν Θεό. Τά σκέφθηκε, τά καλλιέργησε, καί ὅταν
πλέον ὡρίμασαν, ἀποφάσισε νά πραγματοποιήση τόν σκοπό
του, δηλαδή νά ἀφήση τόν κόσμο, νά ἔρθη στό Ἅγιον Ὄρος καί νά
γίνη μοναχός–ἀσκητής.
Βρῆκε
κάποιον τρόπο κι ἔφθασε μέχρι τήν Θεσσαλονίκη κι ἀπό ἐκεῖ
μέ τά πόδια στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔκανε τρεῖς μέρες δρόμο. Γιά νά μπῆ
ὅμως στό Ἅγιον Ὄρος ἔπρεπε νά ἔχη τά ἀπαραίτητα «χαρτιά»,
πιστοποιητικόν γεννήσεως, ταυτότητα κ.λπ. Αὐτός δέν τά εἶχε
κι ἐπειδή ἦταν καί «παιδί» δέν τόν ἄφηναν οἱ Ἀρχές νά μπῆ. Τότε
αὐτός, ὡς Ἠπειρώτης πού ἦταν σκληραγωγημένος, γενναιόψυχος
καί ἄφοβος, μπῆκε ἀπό τήν Βόρεια πλευρά τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τά
πόδια καί διά ξηρᾶς ἔφθασε στήν Σιμωνόπετρα τό 1929, ὅπου
ἔγινε δεκτός ἀπό τόν γέροντα Ἱερώνυμο.
Ἐκεῖνο
τόν καιρό ὅμως ἐπικρατοῦσε στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ἐπάρατος
«τοπικισμός». Τό κάθε Μοναστήρι εἶχε μοναχούς μόνον ἀπό τήν
ἴδια τοπική περιφέρεια. Ἄν κάποιος ἀπό ἄλλο μέρος πήγαινε
νά μονάση, ἔστω κι ἄν τόν χρειάζονταν, δέν τόν κρατοῦσαν. Ἀλλά
κι ἄν προσωρινά τόν κρατοῦσαν, λόγῳ τῶν πολλῶν ταπεινωτικῶν
χλευασμῶν, τόν ἀνάγκαζαν νά φύγη. Ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ
γέροντος Ἀρσενίου, ὅταν τό Μοναστήρι, λόγῳ τοῦ
ἡμερολογιακοῦ, πέρασε μία βαθειά κρίση, ἡ ὁποία εἶχε ὡς
ἀποτέλεσμα νά διώξουν τόν ἡγούμενο Ἱερώνυμο, παρ᾿ ὅλη τήν
πνευματικότητά του καί τήν οὐσιαστική του συμβολή στήν
ἐπάνδρωση τῆς Μονῆς, τότε ὁ μέν π. Ἱερώνυμος βρέθηκε
ἐξόριστος στήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου καί ἀπό ἐκεῖ στό
Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως, τά δέ πνευματικά του παιδιά
«καλογέρια του», πού δέν ἦταν Μικρασιάτες, βρέθηκαν ἐκτός
Μονῆς. Ὁ πατήρ Ἀρσένιος, νέος μοναχός τότε, βρέθηκε στά
Καυσοκαλύβια, ὅπου ἄκουσε ὅτι ἦταν ἅγιοι μοναχοί καί
ἀσκητές, στήν Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στήν ὑπακοή τοῦ
γέροντος Μιχαήλ.
Ἡ
ζωή σέ μία Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι σκληρή καί ἐπίπονη.
Μόνος του ὁ μοναχός θά πρέπει νά κάνη τίς περισσότερες
ἐργασίες καί, μάλιστα, ἄν ἡ Συνοδεία εἶναι λίγα ἄτομα, τό
πιό πολύ βάρος τό σηκώνει ὁ νεώτερος, ὅπως καθημερινές
ἀκολουθίες, προσωπικός κανόνας, τά τρέχοντα ζητήματα καί
διακόνημα–ἐργόχειρο γιά τά πρός τό ζῆν.
Στήν
Καλύβη πού πῆγε ὁ π. Ἀρσένιος εἶχαν ὡς διακόνημα νά κάνουν
κουτάλια ξύλινα. Εὔκολα ἔμαθε τήν τέχνη, ἀλλά ὅσο μάθαινε
τήν τέχνη καί τήν δούλευε, τόσο ἡ φλόγα τῆς ἀσκήσεως ἔσβηνε
μέσα του. Ἔκρυψε λοιπόν τήν σπίθα τῆς ἀσκήσεως στήν προσδοκία
καλυτέρων ἡμερῶν.
Σέ
αὐτόν λοιπόν τόν χῶρο ἔζησε ὁ π. Ἀρσένιος, ἀπό τό 1930 ἕως τό
1941, ἐργαζόμενος, ὑπακούοντας, ἐξαγιαζόμενος.
Ὁ
πόλεμος ὅμως τοῦ 1940 καί ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ πεῖνα, ἡ
μή πώληση τῶν ἐργοχείρων κ.λπ. ἀνάγκασε τούς ἀσκητές νά
βγοῦν σέ ἀναζήτηση τοῦ «ἐπιουσίου ἄρτου». Ὁ Θεός μέσα στό
κακό τοῦ πολέμου εὐλόγησε τήν σοδειά τοῦ χρόνου ἐκείνου καί
τά ἐλαιόδενδρα εἶχαν πολύν καρπό. Οἱ ἀσκητές λοιπόν ἦλθαν στά
Μοναστήρια, πῆραν μέρη τοῦ ἐλαιῶνος καί τά δούλευαν
«μισιακά», 50–50. Ὁ π. Ἀρσένιος μετά ἀπό 10 χρόνια
ξαναβρέθηκε στήν ἀγαπημένη του Σιμωνόπετρα. Ἐργάσθηκε
καί, ὅταν τελείωσε ἡ ἐλαιοσυγκομιδή, ζήτησε νά μείνη γιά
πάντα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπό τό Μοναστήρι αὐτό ξεκίνησε
καί τό ἔνιωθε πάντα σάν τήν μετάνοιά του. Οἱ παλαιοί πατέρες,
λίγοι–λίγοι, εἶχαν «φύγει» γιά τόν Οὐρανό καί οἱ
ἐναπομείναντες, βλέποντας τήν ἔλλειψη τῶν ἀνθρώπων, τόν
κράτησαν πρός μεγάλη χαρά αὐτοῦ καί ἀνακούφιση αὐτῶν.
Πάλι
ὅμως ἡ ἐσωτερική κατάσταση τοῦ Μοναστηριοῦ τήν ἐποχή αὐτή
δέν ἦταν καλή. Λόγῳ τῶν Γερμανῶν εἶχε φύγει ὁ ἡγούμενος
Καισάριος καί τό Μοναστήρι περνοῦσε δύσκολες μέρες. Ὁ π.
Ἀρσένιος πέρασε ἀπό πολλά διακονήματα. Ἔκανε στήν
Ἐκκλησία, στό Ἀρχονταρίκι, στήν Τράπεζα, στόν Ἀρσανᾶ, στήν
Δάφνη. Παντοῦ ἐργαζόταν μέ προθυμία, ἀλλά ὅπως ἔλεγε, χωρίς
πνευματική ἐνασχόληση κι ἐμβάθυνση. «Ὅ,τι γίνεται σήμερα.
Ἔχει ὁ Θεός γιά τήν αὔριο». Ἡ σπίθα τῆς ἀσκήσεως, γιά τήν
ὁποία ξεκίνησε, ἦταν βαθειά σκεπασμένη στήν στάκτη τοῦ
περισπασμοῦ τῆς καθημερινότητος καί κινδύνευε νά σβήση
παντελῶς. Μέσα ὅμως σέ ὅλη τήν παραζάλη τῆς ἀκαταστασίας, ὁ
Θεός μέ κάποια δικά Του σημάδια, τοῦ ἔδειχνε τήν παρουσία
Του, τήν πρόνοιά Του καί τήν προσδοκία τῆς ἐπιστροφῆς του στόν
πρῶτο σκοπό τῆς ἀναχωρήσεώς του, κατά τό τοῦ Μεγάλου
Ἀρσενίου, «Ἀρσένιε, δι᾿ ὅ ἐξῆλθες».
Ἦταν
Ἀρσανάρης καί βγῆκε γιά ψάρεμα. Κάποια στιγμή ἔνιωσε τήν
βάρκα ἀκυβέρνητη καί χωρίς νά ὑπακούη στίς προσπάθειές του.
Τό ρεῦμα τῆς θάλασσας τόν παρέσερνε κι ὅλο ἀπεμακρυνόταν
ἀπό τήν στεριά. Νύχτωσε. Ἔχασε κάθε ἐπαφή. Τότε στράφηκε
ἔνδακρυς πρός τήν προστάτιδά του τήν Θεοτόκο καί τόν ἅγιο
Νικόλαο, τοῦ ὁποίου τό παρεκκλήσιο ὑπάρχει στόν Ἀρσανᾶ καί
καθημερινῶς τοῦ ἄναβε τό κανδήλι. Ζήτησε τήν βοήθειά τους καί
ἀνελπίστως βρέθηκε ἀνοικτά στόν Ἀρσανᾶ ὄχι τῆς Μονῆς, ἀλλά
αὐτόν τῆς Δάφνης.
Τά
χρόνια περνοῦσαν καί ἐκεῖνος συνέχισε νά ζῆ μέ πλήρη
πνευματική ἀδιαφορία. «Οὔτε καί τά στοιχειώδη καλογερικά
δέν ἔκανα», ἔλεγε. Ἡ καλογερική ζωή θέλει νά ἔχη συνεχῆ
προτροπή παραδείγματος, λόγου, προσπαθείας. Ὅπως μία
φωτιά, ἄν σταματήσης νά τήν τροφοδοτῆς, σβήνει, ἔτσι καί ἡ
καλογερική, ἄν λείψουν τά ἀνωτέρω, ἐπικρατεῖ ἡ
ἀδιαφορία, ἡ ἀκηδία, ἡ παράλυση, ὁ θάνατος.
Διηγεῖτο
ὁ ἴδιος τήν ἔξοδό του ἀπό τήν πνευματική ἀδιαφορία καί τήν
ἔνταξή του στό καλογερικό πρόγραμμα. Ἔγινε μέ θαυμαστό
τρόπο κατά παραχώρηση Θεοῦ. Γνώριζε ὁ Θεός τά βάθη τῆς ψυχῆς
του καί δέν ἤθελε νά χαθῆ. Φρόντισε λοιπόν γιά τήν ἔξοδό του.
«Ἤμουν
Οἰκονόμος στήν Δάφνη. Ἐποχή πού εἶχε πολλούς ἐργάτες, γιατί
δέν εἶχε ”ἀνοίξει” ἀκόμη ἡ Γερμανία. Δέν θέλανε πολλά γιά νά
βοηθοῦν στίς διάφορες ἐργασίες. Ἔκανα κήπους, εἶχα κότες,
πολλά αὐγά καί πετεινάρια. Τά πουλοῦσα καί μέ τά χρήματα πού
ἔπαιρνα πλήρωνα τούς ἐργάτες κι ἔκανα στά δόντια χρυσῆ
στεφάνη. Ἦτο τότε “τῆς μόδας”, γιά νά μήν χαλοῦν τά δόντια.
Ἀσκητική ζωή καθόλου. Ἀπό τήν καλοπέραση ”ἐπαχύνθην… καί
ἀπελάκτισα τόν Ἠγαπημένον”.
»Μετά
μέ κάλεσαν καί ἀνέλαβα τραπεζάρης. Καί πάλι λίγη ἐργασία.
Δέν ἤμασταν πολλοί πατέρες. Πολύς χρόνος ἐλεύθερος. Ἡ ”ἀργία
μήτηρ πάσης κακίας”. Θυμήθηκα τά παιδικά μου χρόνια στό
χωριό πού ἔπιανα πουλιά μέ παγίδες. Τά πάθη καί οἱ ἀδυναμίες
εἶναι φιλεπίστροφα. Ἔτσι λοιπόν ξαναδοκίμασα κι ἔπιασα μία
μέρα 2–3 ἀγριοπερίστερα. Τά ἔβρασα. Ὁ κάθε κοινοβιάτης
μποροῦσε νά ἔχη μία γκαζιέρα μέ πετρέλαιο, γιά νά κάνη
κάποιο ζεστό στίς ”ἐνάτες”, δηλαδή στήν μονοφαγία τῆς
Δευτέρας, Τετάρτης καί Παρασκευῆς. Ἐγώ τήν χρησιμοποίησα
γιά νά βράσω τά θηράματά μου. Ἀφοῦ τά ἔφαγα, ἤπια κρασί κι
ἔπεσα νά κοιμηθῶ. Ἐκεῖ πού μέ πῆρε ὁ ὕπνος ἔνιωσα ἕνα βάρος
στήν κοιλιά μου καί μία δυσφορία. Σάν νά ἦρθε κάποιος καί νά
ἔκατσε πάνω μου. Ἀνοίγω τά μάτια μου καί τί νά δῶ! Ἦτο ὁ ”ἔξω
ἀπό δῶ” διάβολος, μέ μία ἄσχημη μορφή, μάτια κατακόκκινα καί
δυό κέρατα στό κεφάλι. Μέ κοίταξε καί μέ κορόϊδευε
βγάζοντας τήν γλῶσσα ἔξω καί γελώντας σαρκαστικά. Ἐγώ
φοβήθηκα, προσπαθοῦσα νά ἀπαλλαγῶ διά τῆς προσευχῆς, ἀλλά
τίποτε. Στό τέλος κάνοντας τόν σταυρό μου ἔγινε ἄφαντος ὁ
τρισκατάρατος.
»Σηκώθηκα
συγκλονισμένος. Ἔτρεμα ὁλόκληρος. Ἔνιωσα ἐκείνη τήν
στιγμή ὅτι, ἄν πέθαινα, θά κολαζόμουν. Τά εἶχα χαμένα. Δέν
ἤξερα τί πρέπει νά κάνω, ἀπό ποῦ νά ζητήσω βοήθεια. Σέ αὐτήν
τήν κατάσταση μέ εἶδε ὁ γερω–Ἀθανάσιος, ἀδελφός κατά σάρκα
τοῦ γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Τόν εἴχαμε προσλάβει ὡς
διαβαστή λόγῳ λειψανδρίας. Μισθωτός ἐφημέριος, μισθωτός
διαβαστής, μισθωτοί… δέν προλαβαίναμε διαφορετικά.
–Τί ἔχεις, μοῦ λέει, καί εἶσαι τόσο ταραγμένος; Τί σοῦ συμβαίνει;
–Αὐτό κι αὐτό τοῦ λέω, καί τοῦ ἐξιστόρησα τό συμβάν.
–Ἄ,
μοῦ λέει, ἦταν ὁ πονηρός ὁ ὁποῖος σέ βρῆκε σέ ἀμέλεια· τό
ἐπέτρεψε ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη νά τόν δῆς γιά νά βάλης ἀρχή
σωτηρίας.
–Τί νά κάνω, τοῦ λέω. Ὅ,τι μοῦ πεῖς θά τό κάνω, διότι διαφορετικά θά κολασθῶ.
–Νά
βρῆς Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆς –εἶχα χρόνια νά
ἐξομολογηθῶ καί νά κοινωνήσω– καί νά κοινωνήσης ἀφοῦ κάνεις
τόν κανόνα πού θά σοῦ βάλει.
–Ποῦ θά βρῶ Πνευματικό; Ἐγώ δέν ξέρω κανέναν! Ὅπου μοῦ πεῖς θά πάω!
–Ἐγώ θά σοῦ πῶ τρεῖς καί σύ κανόνισε μόνος σου ποῦ θά πᾶς.
»Δέν εἶχαν τότε τήν συνήθεια νά ἐξομολογοῦνται στόν Ἡγούμενο. Ἔφερναν Πνευματικό ἀπό ἔξω, ἀπό τήν ἔρημο.
–Στή
Νέα Σκήτη, μοῦ λέγει, ἐξομολογεῖ ὁ παπα– Ἐφραίμ (μετέπειτα
Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου) καί ὁ παπα–Χαραλάμπης
(μετέπειτα Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου,
παραδελφοί καί οἱ δύο τοῦ γερω–Ἀθανασίου, δηλαδή
ὑποτακτικοί καί αὐτοί τοῦ γέροντος Ἰωσήφ), καί στά
Κατουνάκια ὁ παπα–Ἐφραίμ, ὁ γνωστός Κατουνακιώτης. Αὐτούς
ἐγώ γνωρίζω καί μπορῶ νά σοῦ τούς συστήσω. Τώρα ἐσύ διάλεξε
καί ἀποφάσισε.
»Τί
νά κάνω; Πῶς νά ἀποφασίσω δέν ἤξερα! Τελικῶς ἀποφάσισα νά
κάνω παράκληση στήν προστάτιδά μου τήν Παναγία, νά γράψω τά
τρία αὐτά ὀνόματα σέ χαρτάκια καί ὕστερα νά πάρω ἕνα·ὅποιο
ὄνομα τύχει ἐκεῖ νά πάω νά ἐξομολογηθῶ καί νά κάνω ὅ,τι μοῦ
πεῖ ὁ Πνευματικός. Τό ἔκανα καί βγῆκε τό ὄνομα τοῦ
παπα–Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτη. Εἰρήνευσα καί εἶπα ”ἔτσι
θέλει ὁ Θεός”. Ξεκίνησα γιά τά Κατουνάκια, ἀλλά τελικῶς πῆγα
νά ἀπελπιστῶ
ἀφοῦ ὁ παπα–Ἐφραίμ ἦταν ὑποτακτικός κι ὄχι Γέροντας, κι ἔτσι
δέν μποροῦσε νά ἀναλάβη ὡς Γέροντας καί Πνευματικός ἄλλο
μοναχό, ἔξω ἀπό τήν ἀδελφότητα. Ἡ καλωσύνη του ὅμως καί ἡ
ἐμφανής μοναχική του ἀγάπη μέ παρηγόρησαν· ἔτσι
ἀκούγοντάς τον πῆγα καί ἐξομολογήθηκα στόν
παπα–Χαράλαμπο. Ἤμουν πολύ εὐχαριστημένος, ἀναπαυμένος,
καί ἀπό τότε προσπαθοῦσα νά ἐφαρμόζω καθημερινά τίς
συμβουλές του. Ἔκανα 300 μετάνοιες κάθε μέρα, 12 κατοστάρια
κομποσχοίνια, ἔτρωγα ὅ,τι εἶχε στήν τράπεζα καί τίποτε ἐκτός
ἀπό αὐτήν, πλήν τῶν ”ζεστῶν”. Κοινωνοῦσα πλέον κάθε 15 μέρες
μετά ἀπό τριήμερον ἀλάδωτο νηστεία καί διακονοῦσα, ἐκτός
τοῦ κανονικοῦ διακονήματος τοῦ τραπεζάρη, καί ὡς ψάλτης
στόν δεξιό χορό. Ἄρχισε νά ξαναζωντανεύη ὁ πόθος τῆς
ἀσκητικῆς ζωῆς γιά τήν ὁποία ἦλθα στό Ἅγιον Ὄρος. Ξανάρχισα
νά λέω καθημερινά τούς χαιρετισμούς στήν Παναγία μας, τούς
ὁποίους εἶχα μάθει ὡς ἀρχάριος ἀλλά παρέλειψα ὡς μοναχός
ἀμελής».
Προσπαθοῦσε πλέον νά ζῆ σύμφωνα μέ τόν κανόνα πού τοῦ εἶχε βάλει ὁ παπα–Χαραλάμπης ὁ Πνευματικός του.
Ἄρχισε
νά διαβάζη τόν ἅγιο Νικόδημο, τόν ὁποῖο δυσκολεύτηκε νά
παραδεχθῆ ὡς Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, διάβαζε τόν ἅγιο
Συμεών τό Νέο Θεολόγο
καί ἄλλα ἀσκητικά βιβλία, καί ἄρχισε νά δέχεται τό
πρόγραμμα τῶν νέων πατέρων πού ἦρθαν καί ἐπάνδρωσαν τήν
Σιμωνόπετρα, καί νά τό υἱοθετῆ καί ὁ ἴδιος.
Ἀποφάσισε νά ζῆ κοινοβιακά. Ἔδωσε τό δεύτερο κελλί
πού τό εἶχε ὡς κουζινάκι. Δέν κράτησε τίποτα. Καί τό «ζεστό»
πού χρειαζόταν τό ἔκανε ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες στό κοινό
κουζινάκι τοῦ ὀρόφου.
Ἐμπιστεύθηκε
τόν γέροντα Αἰμιλιανό καί πολλαπλασίασε τόν ἀγῶνα του.
Ρουφοῦσε σάν σφουγγάρι κάθε διδαχή καί κατήχησή του. Ἔκανε
πολλές μετάνοιες, πού λόγῳ τοῦ συμπαγοῦς τοῦ κτιρίου τῆς
Σιμωνόπετρας ἀκούγονταν στούς ἄλλους ὀρόφους.
Ἀπό
τόν ἐντατικό ἀγῶνα του ξύπνησε καί ἡ πρώτη ἐπιθυμία τῆς
νεότητός του περί ἀσκητικῆς ζωῆς. Τώρα ὅμως εἶχε καί τίς
κατάλληλες συνθῆκες καί τόν «ἀλείπτη» τέτοιου ἀγῶνος, τόν
γέροντα Αἰμιλιανό. Συζήτησαν μαζί καί ἄρχισε νά ψάχνη τόπο
μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί στόν Γέροντα ὅτι κάπου θά
ἀναπαυθεῖ. Πῆγε στόν Ἅγιο Μόδεστο στόν Καραβασαρᾶ, τόν βρῆκε
κλειστό καί τό πῆρε ὡς σημάδι ὅτι δέν πρέπει νά μείνη. Πῆγε
στήν Ἀμπελικιά, ἀλλά ἡ ἔλλειψη νεροῦ, ἡ ὕπαρξη χώρου γιά
δουλειές καί ἡ ὡραία θέα στό ἄνοιγμα τοῦ Αἰγαίου Πελάγους
δέν τοῦ φάνηκαν ἀσκητικά. Πῆγε στόν Ἀρσανᾶ, ἀλλά ὁ
διερχόμενος κόσμος τόν ἐμπόδιζε ἀπό τήν ποθητή του ἡσυχία.
Τέλος, κατέληξε στό Καλαμίτσι, παλαιό μικρό ἐργατόσπιτο
ἑνός μόνον δωματίου, ἀλλά μέ ἥσυχο περιβάλλον, ὅπως τό
ἤθελε.
Τό
συζήτησε μέ τόν Γέροντα. Τό ἐπισκεύασαν, διότι εἶχε πολλά
χρόνια ἀκατοίκητο, ἔκαναν μία μικρή δεξαμενή γιά νερό ἀπό
τό ρέμα, ἀφοῦ δέν εἶχε πηγή, καί τήν Καθαρά Ἑβδομάδα
ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ. Ἄρχισε νά ζῆ πραγματικά ἀσκητικά,
ἥσυχα, μυστικά καί μυστικῶς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Τό
πρόγραμμά του ἦταν: Ἀπό Δευτέρα ἕως Σάββατο στό ἀσκητήριό
του. Νήστευε τρώγοντας ἀλάδωτο μετρημένο φαγητό. Ἀγρυπνοῦσε
ὅλη νύκτα κατά τήν τάξη τοῦ γέροντος Ἰωσήφ, ξεκουραζόταν
λίγο τό πρωΐ, ἔκανε ἐργόχειρο (κομποσχοίνια) καί διάβαζε.
Τό Σάββατο μεσημέρι πήγαινε στό Μοναστήρι, ἔτρωγε μαζί μέ
τούς πατέρες στήν τράπεζα, συμμετεῖχε στήν Κυριακάτικη
ἀκολουθία στό Ναό καί στήν τράπεζα, τελειώνοντας ἔπαιρνε τά
ἀπαραίτητα τῆς ἑβδομάδος καί πήγαινε στό ἀσκητήριό του μέ
τά πόδια.
Τό
ἀσκητήριο ἀπέχει ἀπό τό μοναστήρι 1 ἕως 1.30 ὥρα. Εἶναι
κάτω στήν θάλασσα· μέ κάποια εὐκολία γίνεται ἡ κατάβαση,
ἀλλά πολύ δύσκολη εἶναι ἡ ἀνάβαση, καί μάλιστα ὅταν
προηγῆται ἑβδομαδιαία ἄσκηση νηστείας καί ἀγρυπνίας.
Τήν καλοκαιρινή περίοδο τό ρέμα σταματοῦσε νά ἔχη νερό καί
ἀφοῦ τελείωνε καί αὐτό τῆς στέρνας περνοῦσε τόν ὑπόλοιπο
χρόνο μέ δύο μπετόνια τῶν 20 λίτρων, τά ὁποῖα κάποιος πατέρας
τοῦ μετέφερε μέ ἕνα ζῶο κάθε Κυριακή στό ἀσκητήριό του.
Πάντα
ἦταν χαρούμενος, πολύ εὐγενής καί εὐγνώμων στόν Γέροντα καί
στούς πατέρες πού τόν φρόντιζαν. Ἀπό τό στόμα του δέν ἔλειπαν
οἱ εὐχές, εὐχαριστίες καί εὐλογίες. Ὄντως ἦταν ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ. Ταπεινός, ἀσκητικός, φιλάδελφος, εὐγενής καί βαθειά
πιστός μοναχός, μέ πρόγραμμα καί φρόνημα μοναχικόν, πρότυπο
γιά ὅλους τούς νεώτερους μοναχούς. Ἦταν πρόσχαρος καί
σιωπηλός. Εἶχε κάτι τό διαφορετικό ἀπό τούς ἄλλους. Ἦταν
κοντός, στρογγυλοπρόσωπος, μέ λίγα λευκά γένια. Τά χρυσᾶ
του δόντια φαίνονταν ὅταν χαμογελοῦσε. Φοροῦσε ἄσπρες
κάλτσες, «τσουράπια», μέ παντοῦφλες καί ἄσπρη φανέλλα χονδρή
ἁγιορείτικη, χειμῶνα–καλοκαίρι.
Κάποια
περιστατικά στήν συνέχεια δείχνουν τήν λεπτότητα τοῦ
χαρακτῆρος του, τήν καλλιέργεια τῆς συνειδήσεως καί τήν
ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν
ἔγινε ἡ ἐκλογή τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ ὡς Ἡγουμένου τῆς
Σιμωνόπετρας, ὁ γερω–Ἀρσένιος ἦταν παρών, ἀλλά λόγῳ
συνειδησιακοῦ προβλήματος δέν ψήφισε. Ὅταν τελείωσαν τά
τῆς ἐκλογῆς πῆγε καί ἔβαλε μετάνοια στόν Γέροντα λέγοντάς του:
«Ἐγώ δέν σέ ψήφισα, ἀλλά, ἀφοῦ ἡ Ἀδελφότητα σέ ἐξέλεξε ὡς
Ἡγούμενο, βάζω μετάνοια καί θά ᾿μαι πάντα ὑποτακτικός σου».
Τά
χρυσᾶ δόντια τοῦ θύμιζαν τίς παλαιές κακές ἡμέρες τῆς
ἀμελείας του. Ὅταν, λοιπόν, προέκυψε κάποιο ὀδοντιατρικό
πρόβλημα, πῆγε σέ ὀδοντίατρο στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖνος τοῦ
εἶπε ὅτι πρέπει νά κάνη κάποιες ἐξαγωγές, σφραγίσματα,
ἀπονευρώσεις κ.λπ. Τότε ὁ γερω–Ἀρσένιος τοῦ πρότεινε νά τά
βγάλη ὅλα καί νά βάλη μασέλα. Κατόπιν συζητήσεων καί
πιέσεών του ὁ γιατρός δέχθηκε. Ὅταν λοιπόν τά ἔβγαλε, λέγει
στόν γιατρό: «Κράτα τόν χρυσό καί κάνε τον ὅ,τι θέλεις. Θέλω μόνον
τά δόντια γιά νά τά θάψω στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς. Δέν εἶναι
σωστό νά πεταχτοῦν. Ὅπου θά εἶναι ὅλο τό σῶμα, ὅταν πεθάνω,
ἐκεῖ νά βρίσκωνται καί αὐτά». Πράγματι ἔτσι ἔγινε. Πίστευε
βαθειά στήν ἱερότητα καί τόν συνολικό ἁγιασμό τοῦ σώματός του,
καί αὐτό δείχνει πόσο προσεκτικοί πρέπει νά εἴμαστε.
Ὅταν
μέ τό καλό πῆγε στό ἀσκητήριό του, εἶχε πολύ χρόνο. Εἶχε
κάνει στήν ἔρημο 10 χρόνια καί ἀγάπησε τήν φυσική ζωή. Τόν
ἐλεύθερο χρόνο, καί γιά νά ξεφεύγη λίγο, θέλησε νά
ἀσχοληθῆ μέ κάποιον κῆπο, κλήματα, δένδρα κ.λπ. Βρῆκε ἕνα
παλιό κλῆμα, ἀπομεινάρι τῶν παλαιῶν κατοίκων τοῦ σπιτιοῦ· τό
περιποιήθηκε, τό ἔκανε καταβολάδα, πῆρε ζωή καί
ἀναπτύχθηκε πολύ. Ἐπίσης βρῆκε κάτι ἄγριες συκιές καί
θέλησε νά τίς μπολιάση. Τοῦ ἔδειξε ὁ παπα–Μύρων, πῆρε μπόλια
καί τίς μπόλιασε. Παρά τήν μεγάλη δυσκολία πού ἔχουν τά μπόλια
τῆς συκιᾶς, τά δικά του ἔπιασαν ὅλα. Ἔσπειρε καί κάποια
χορταρικά καί αὐτά πῆγαν πολύ καλά. Γιά ὅλα αὐτά ἦταν πολύ
χαρούμενος. Ὅταν ὅμως πήγαινε νά κάνη προσευχή καί τά ἄλλα
πνευματικά του καθήκοντα, τό μυαλό του συνεχῶς περιεσπᾶτο
στό τί θά κάνει γιά τίς καλλιέργειές του καί ἐκλέπτετο ἡ καρδιά
ἀπό τήν ἐνασχόληση μέ τόν Θεό στά βιωτικά. Αὐτό δέν τοῦ
ἄρεσε. Ὅταν, λοιπόν, πῆγε στόν πνευματικό του τόν
παπα–Χαράλαμπο καί τοῦ τά εἶπε, ἐκεῖνος τοῦ θύμισε τόν σκοπό
γιά τόν ὁποῖο βγῆκε στήν ἄσκηση λέγοντάς του πώς ὁ «πειρασμός»
φροντίζει ὅλα νά πᾶνε καλά, γιά νά κλέπτεται ὁ νοῦς του ἀπό τόν
Θεό. Γυρίζοντας λοιπόν στό ἀσκητήριό του τά «χάλασε» ὅλα,
ἐπιρρίπτοντας τήν μέριμνά του στόν Κύριο ὅτι αὐτός θά τόν
διαθρέψει. Ἔτσι ἡσύχασε καί συνέχισε τήν ἄσκησή του
ἀπερίσπαστος.
Ὁ
Γέροντας τοῦ συνέστησε νά διαβάση τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Τόν
διάβαζε καί ἡ ἄσκησή του ἀπέκτησε περισσότερο ζῆλο. Ἔκανε
μετάνοιες καί ὁλονύκτια προσευχή. Γιά νά μπορῆ νά κρατιέται
ὄρθιος ἔκανε κρεμαστῆρες ἀπό τήν ὀροφή τοῦ κελλιοῦ ἤ
χρησιμοποιοῦσε τό κοινῶς λεγόμενον «ἀκουμπιστήρι». Στό κεφάλι
του ἀπό τίς πολλές μετάνοιες ἔκανε καρούμπαλο. Ὅταν
ἔβγαζε τόν σκοῦφο του φαινόταν, καί στίς ἐρωτήσεις τί εἶναι
αὐτό, ἔλεγε: «Αὐτό τό κεφάλι φταίει γιά ὅλα. Ἡ σειρά του
τώρα». Τά χρόνια περνοῦσαν κι αὐτός ἦταν πολύ ἀναπαυμένος.
Ἄρχισε ὅμως νά λιγοστεύη τό φῶς του καί δυσκολευόταν νά
διαβάζη. Τό εἶπε στόν Γέροντα καί τόν ἔστειλε σέ ὀφθαλμίατρο
στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖνος διεπίστωσε «καταρράκτη»· εἶπε νά
τόν ἀφήσουμε νά ὡριμάση καί μετά νά τόν χειρουργήσουμε.
Πράγματι ἔτσι ἔγινε. Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ καιρός τοῦ
χειρουργείου, ὁ γιατρός διεπίστωσε γλαύκωμα ἀθεράπευτο.
Ὡς ἐκ τούτου ὁ γερω–Ἀρσένιος θά παρέμενε τυφλός. Τό δέχθηκε
ἀγογγύστως. Μόνον πού λυπήθηκε ὅτι δέν θά μποροῦσε νά πάη στό
ἀσκητήριό του. Στόν λόγο τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, «τί κρῖμα!
Ἔπρεπε νά πᾶμε καί σέ ἄλλο γιατρό», ὁ γερω–Ἀρσένιος εἶπε, «ἄν
ἦταν πρός τό συμφέρον μου θά σέ φώτιζε ὁ Θεός νά τό κάνης. Τώρα
ἔτσι σέ φώτισε, ἔτσι ἔγινε, αὐτό θέλει ἀπό μένα ὁ Θεός. Ἄς
εἶναι δοξασμένο τό ὄνομά Του». Ἦλθε στό Μοναστήρι καί
συνέχισε τό ἴδιο ἀσκητικό πρόγραμμα προσθέτοντας τώρα τόν
ἐκκλησιασμό του καί τήν συχνή θεία Κοινωνία. Στόν Πνευματικό
δέν μποροῦσε νά πάη, ἀλλά ὁ παπα–Χαραλάμπης, παρά τά
ἡγουμενικά του καθήκοντα, ἐπειδή ἔβλεπε τήν πρόοδό του καί
χαιρόταν, ἐρχόταν καί τόν ἐξωμολογοῦσε.
Τήν
Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ 1981 ἔκανε τό τριήμερο,
κοινώνησε, ἔφαγε τήν σούπα τῆς Καθαρᾶς Τετάρτης, ἀλλά
ἔκανε ἐμετό καί ταράχτηκε. Ζήτησε τόν Πνευματικό. Ἦλθε ὁ
παπα–Χαράλαμπος, τόν ἐξωμολόγησε, τόν παρηγόρησε, τόν
ἑτοίμασε κι ἔφυγε λέγοντάς του: «Νά μή σέ ἐμποδίζη τίποτε
ἀπό τό νά κοινωνᾶς συχνά». Τήν ἄλλη ἑβδομάδα ἔπαθε κάποιο
ἐγκεφαλικό καί στίς 15 Μαρτίου 1981, κατά τήν ὥρα τοῦ
Εὐχελαίου παρέδωσε τήν ψυχή του εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου
Χριστοῦ μας, ὡς καλός ἀγωνιστής.
«Ἀποθανών δίκαιος ἔλιπε μετάμελον»[1].
Καί ὁ γερω–Ἀρσένιος ἀγωνίσθηκε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς
του μέ ὅλη του τήν καρδιά καί μέ αὐταπάρνηση. Ἔφυγε
προετοιμασμένος γιά τήν αἰώνια ζωή καί ἄφησε σέ μᾶς ἄριστο
παράδειγμα μετανοίας καί ἀσκήσεως.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.