Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου (Ματθ. 8,5-13)
6 Ἰουλίου 2025
«Κύριε, οὔκ εἰμι ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς» (Ματθ. 8,8)
* * *
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ.
8,5-13). Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός μας· ὅτι μέσα
σ᾽ ἕνα λεπτὸ θεράπευσε ἕνα παλληκάρι, τὸν δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου.
Ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἀκούει ἢ διαβάζει τὰ θαύματα αὐτά,
ἀπορεῖ καὶ ῥωτάει· Αὐτά, ποὺ γίνονταν τότε, γιατί σήμερα δὲν γίνονται;
Τί συμβαίνει; μήπως λιγόστεψε ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ;… Αὐτὸ καὶ νὰ τὸ
σκεφτοῦμε ἀκόμα εἶνε ἁμαρτία. Μπορεῖ ὅλα νὰ λιγοστεύουν· τὰ «πάντα
ῥεῖ», ὅπως εἶπε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος (Ἡράκλειτος παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ Ε97
σ. 191, Π405 σ. 365)· ἕνα ὅμως δὲν μεταβάλλεται, μένει ἀμετάβλητο εἰς
αἰῶνας αἰώνων· εἶνε ὁ «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», ὅπως λέει ἡ θεία
Λειτουργία, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶνε «χθὲς καὶ
σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος
(Ἑβρ. 13,8). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶπε «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς»
(Γέν. 1,3), ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε στὴ θάλασσα νὰ γαληνέψῃ βλ.
Ματθ. 8,26), καὶ στὸν Πέτρο νὰ περπατήσῃ ἐπάνω στὰ κύματα (βλ. Ματθ.
14,28-29 & Μάρκ. 6,48), καὶ στὸ νερὸ νὰ γίνῃ κρασί (βλ. Ἰω. 2,1-11)
καὶ στὰ πέντε ψωμιὰ νὰ πολλαπλασιαστοῦν (βλ. Ματθ. 14,17-21. Μάρκ.
6,37-44. Λουκ. 9,13-17), ὁ λόγος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μένει
ἀμετάβλητος. Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μεθαύριο μπορεῖ νὰ κάνῃ θαύματα
καὶ μάλιστα μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο.
Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· Ὅποιος ἔχει πίστι «ὡς
κόκκον σινάπεως» (βλ. Ματθ. 13,31-32· 17,20. Μάρκ. 4,31-32. Λουκ. 17,6)
–ἐννοεῖ πίστι θερμή, ζωογόνο–, μπορεῖ νὰ ξερριζώσῃ καὶ βουνὸ ἀκόμα καὶ
νὰ τὸ ῥίξῃ στὴ θάλασσα. Ἀπίστευτο; Τί ἐννοοῦσε; Ἐννοοῦσε ὄχι φυσικὰ
βουνά –μολονότι οἱ βίοι τῶν ἁγίων διηγοῦνται ὅτι συνέβη καὶ αὐτό–, ἀλλὰ
ἐμπόδια ἀνυπέρβλητα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δύναμι· κι αὐτὰ τὰ ὑπερπηδᾷ ἡ
δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, στὴν περίπτωσι τοῦ ἑκατοντάρχου, βλέπουμε ὅτι ἡ
πίστις κάνει θαύματα. Εἶδε σ᾽ αὐτὸν ὁ Κύριος μιὰ πίστι τόσο μεγάλη,
ὥστε τὴ θαύμασε, τὴν ἐπαίνεσε καὶ εἶπε· Τέτοια πίστι δὲν βρῆκα οὔτε στὸν
Ἰσραήλ, στὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. 8,10). Καὶ λόγῳ αὐτῆς τῆς
πίστεως θεράπευσε τὸν δοῦλο του.
Γεννᾶται τώρα τὸ ἐρώτημα· Ποῦ φυτρώνει ἡ πίστις; Ἡ πίστις, οὐράνιο φυτό,
θέλει κατάλληλο ἔδαφος. Ποῦ φυτρώνει; Φυτρώνει στὴν ταπεινὴ καρδιά. Ἐὰν
σήμερα δὲν ὑπάρχῃ πίστις, εἶνε διότι οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἐγωισταί,
φοβερὰ ἐγωισταί. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωσις, ἐκεῖ ὑπάρχει πίστις· ὅπου
δὲν ὑπάρχει πίστις, ἐκεῖ ὑπάρχει ἐγωισμὸς καὶ ἀθεΐα, καὶ ὄχι ἔλλειψι
ἐπιχειρημάτων ὑπὲρ τῆς πίστεως.
Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὸν ἑκατόνταρχο. Πίστεψε, γιατὶ ἦταν ταπεινός.
Ἀξιωματικὸς αὐτός, ἑκατόνταρχος ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ βαθμὸ τοῦ
λοχαγοῦ. Καὶ τί ἀξιωματικὸς ἦταν; Ὄχι ἑνὸς μικροῦ ἀσημάντου κράτους,
ἀλλὰ μιᾶς τεραστίας μονοκρατορίας, ὅπως ἦταν ἡ ῾Ρωμαϊκή, ποὺ καὶ ὁ
στρατιώτης της ἀκόμα εἶχε τιμὴ καὶ ὑπόληψι σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸς
λοιπόν, ὁ φρούραρχος τῆς πόλεως, τὸν βλέπεις καὶ σκύβει μπροστὰ στὸ
Χριστό. Καὶ μόνο σκύβει; Ὅταν τοῦ λέει ὁ Χριστὸς Θά ᾽ρθω στὸ σπίτι σου
νὰ κάνω καλὰ τὸ δοῦλο σου, τί εἶπε αὐτός; Λόγια μεγάλα, ποὺ δὲν ὑπάρχει
ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Κύριε, λέει, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔρθῃς στὸ
σπίτι μου (Ματθ. 8,8). Γιατί; Καταλάβαινε τὸν ἑαυτό του. Σύ, Κύριε,
εἶσαι καθαρός· ἐγὼ εἶμαι ἀκάθαρτος, ἁμαρτωλός, δὲν ἀξίζω νὰ ἔρθῃς μέσ᾽
στὸ σπίτι μου, εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους. Ὅσοι κοινωνεῖτε τῶν ἀχράντων
μυστηρίων γνωρίζετε στὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως τὴν εὐχὴ πρὸ
τῆς θείας κοινωνίας «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα, ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος οὐδὲ
ἱκανὸς ἴνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς…» (εὐχ. Γ΄
βλ. & Δ΄)· γιὰ νὰ αἰσθανώμαστε κ᾽ ἐμεῖς τὸ δέος ποὺ αἰσθανόταν ὁ
ἑκατόνταρχος.
Ὑπερήφανοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τώρα, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πιστεύουν.
Ὑπερήφανοι ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά. Καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ ἀκόμα ἔχει
μέσα του τὸ ἀδαμιαῖο σύμπλεγμα τῆς ὑπερηφανείας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἀλλὰ
σήμερα θὰ ἐντοπίσω τὸν λόγο στὶς γυναῖκες, θὰ πῶ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια
τῶν γυναικῶν.
* * *
Σπάνιο πρᾶγμα τώρα, ἀγαπητοί μου, νὰ
συναντήσῃς γυναῖκα ταπεινή. Στὴν Ἀθήνα κάνουν συλλαλητήριο καὶ
φωνάζουν γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν γυναικῶν· Τί εἶνε ὁ ἄντρας; τίποτα. Κάτω
πλέον ὁ ἄντρας, ἐπάνω ἐμεῖς. Γυναικεῖος ἐγωισμὸς καὶ ὑπερηφάνεια, ποὺ
δὲν ἀναγνωρίζει πλέον καμμία ἄλλη αὐθεντία.
Θέλετε παραδείγματα ὑπερηφανείας τῶν γυναικῶν; Μὲ συγχωρεῖτε, θὰ κάνω ἀποκαλυπτήρια τῆς ἐπηρμένης γυναίκας τοῦ αἰῶνος μας.
� Οἱ γυναῖκες ὑπερηφανεύονται καὶ καυχῶνται κυρίως γιὰ τὸ κάλλος, τὴν
ὀμορφιά τους. Λησμονοῦν, ὅτι «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ
παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος» (Νεκρ. ἀκόλ., ἰδιόμ. Ἰω. Δαμασκ.,
ἦχ. β΄)· ἡ νεότης εἶνε ἕνα λουλούδι ποὺ σήμερα ἀνθίζει καὶ μοσχοβολᾷ,
αὔριο μαραίνεται. Ἦρθε στὴ μητρόπολι μὲ δεκανίκια μιὰ γριὰ 85 ἐτῶν·
κάτι ζητοῦσε. Βγάζει ἀπὸ τὸν κόρφο της μιὰ φωτογραφία καὶ μοῦ τὴ
δείχνει. Ἦταν μία ὡραία κοπέλλα ντυμένη μὲ ἀρχαία Μακεδονικὴ στολή. Λέω·
–Ποιά εἶνε αὐτή, ἡ ἐγγόνα σου εἶνε; –Ὄχι ἡ ἐγγόνα μου· τί λές, παπούλη·
ἐγώ εἶμαι. –Ἐσύ; ὤ, ἀγνώριστη!… Τί καυχᾶσαι, παιδί μου, γιὰ τὴν
ὀμορφιά σου; Φεύγει, «μαραίνεται».
� Τί καυχᾶσαι, σὺ ἡ ἄλλη κόρη; γιὰ τὴν καταγωγή σου; ὅτι ἔχεις
ἀριστοκράτες γονεῖς, ὑπουργούς, καθηγητάς, νομάρχες; Ξεχνᾷς, ὅτι τὰ
«πάντα ῥεῖ»· ὅτι αὔριο – μεθαύριο πέφτει ὁ πατέρας σου ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, ὁ
πλούσιος γίνεται φτωχός, κουρελῆς, ἐλεεινὸ κι ἀξιοθρήνητο πτῶμα τῆς
κοινωνίας.
� Καυχᾶται ἡ ἄλλη γιὰ τὴ γνῶσι, τὴν ἐπιστήμη της. Σπουδάζει πλέον, δὲν
εἶνε σὰν τὶς χωριάτισσες. Πάει στὸ χωριὸ καὶ κοιτάζει περιφρονητικὰ τὶς
γυναῖκες ποὺ σκάβουν τὴ γῆ, βόσκουν τὰ πρόβατα, ἀρμέγουν τὶς ἀγελάδες.
Κατ᾽ ἐμὲ αὐτὲς ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ γυναῖκες τῆς ἐπιστήμης·
πολλὲς δὲν προσφέρουν, μᾶλλον τρέφονται μὲ τὸν κόπο ἐκείνων. Οἱ
γυναῖκες τῶν χωριῶν –ἅμα τὶς βλέπω δακρύζω– ντυμένες φτωχά, σηκώνονται
πρωί, πᾶνε στὸ χωράφι· κι ὅταν γυρίζουν τρέφουν ἕνα τεμπελοχανεῖο
ὁλόκληρο, ὅπως κατήντησε ἡ χώρα. Καὶ ἡ δεσποινίδα ποὺ πάει στὸ χωριό
της δὲν καταδέχεται νὰ μπῇ στὸ στάβλο ν᾽ ἁρμέξῃ. Μοῦ ἔλεγε μιὰ
χωριάτισσα· –Εἶχα ἕνα κοριτσάκι καὶ μὲ βοηθοῦσε. –Τώρα; –Δὲν βοηθάει.
–Γιατί; –Ἂμ τώρα εἶνε φοιτήτρια· κάνει, φοιτήτρια ν᾽ ἀρμέγῃ τὴν
ἀγελάδα;… Μπράβο, ὡραία ἀντίληψις. Τὸ γάλα τὸ πίνει, ἀλλὰ ν᾽ ἀρμέξῃ
δὲν καταδέχεται. Μὰ πρέπει ν᾽ ἀλλάξῃ τὸ σύστημα· μιὰ γυναίκα ποὺ βοσκάει
ἀγελάδες καὶ σκάβει τὴ γῆ, νά ᾽χῃ ἀξία μεγαλύτερη ἀπὸ ἕνα
τεμπελχανᾶ, ἕνα κοπρίτη, ὁ ὁποῖος πῆρε ἕνα δίπλωμα καί, ἀντὶ ν᾽
ἀρμέγῃ ἀγελάδες, ἀρμέγει τὴ μεγάλη ἀγελάδα ποὺ λέγεται Ἑλλάδα. Ἔτσι
εἶνε. Σκληρὸς ὁ λόγος, ἀλλὰ μιὰ πραγματικότης.
Ὑπερηφανεύεται, λοιπόν, ἡ σπουδασμένη. Ὅπως ἔλεγε ἕνας μακαρίτης
χρονογράφος, σὰν μιὰ Μαντὰμ Σουσοὺ βλέπει ἀφ᾽ ὑψηλοῦ, ὡς ἀσήμαντους τοὺς
γύρω της. Ἀλλ᾽ ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι αὐτὴ εἶνε ὄχι ψεύτικη ἀλλὰ
πραγματικὴ ἐπιστήμων, εἶνε ἄριστος φιλόλογος, θεολόγος, μαθηματικός,
φυσικός, ἀστρονόμος…· μπορεῖ λοιπὸν νὰ καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστήμη; Ὁ
Νεύτων ἔλεγε· Τί εἴμαστε οἱ ἐπιστήμονες; –ὁ Νεύτων παρακαλῶ– μοιάζουμε
σὰν μικρὰ παιδάκια ποὺ παίζουν στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ μ᾽ ἕνα κόχυλα, ἕνα
κενὸ κέλυφος ἀπὸ μεγάλο κοχύλι, λένε πὼς θ᾽ ἀδειάσουν τὴ θάλασσα.
Παιδικὴ φαντασία. Σ᾽ ἕνα ποτήρι, ἕνα ῥακοπότηρο, δὲν χωράει ὁ ὠκεανός·
καὶ στὴ μικρὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἕστω καὶ ἂν εἶνε Ἀριστοτέλης, δὲν
χωράει ἡ ἐπιστήμη. Σταγόνες εἶνε ἡ γνῶσι ποὺ ἀποκομίζει μὲ πολὺ κόπο ὁ
ἐπιστήμονας.
� Λοιπόν, τί καυχᾶσαι; γιὰ τὴν ὀμορφάδα σου; ἄνθος καὶ μαραίνεται· γιὰ
τὴν καταγωγή σου; «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν» (Ψαλμ. 33, 11)·
γιὰ τὴ γνῶσι σου; «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα». Ἂν βέβαια πιστεύῃς στὸ
Χριστὸ καὶ ζῇς χριστιανικὴ ζωή, μήπως τότε ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὴν ἀρετή
σου; – ἄλλο ἀγκάθι αὐτό. Ἡ ἀρετὴ στὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ εἶνε πράγματι
ἀγαθὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅλος ὁ
χρυσὸς τῆς γῆς «ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος» (Πλάτ. Νόμ. 5,728Α· Μιχ. Ἰατροῦ,
Πόθεν καὶ διατί σ. 70). Καυχᾶσαι λοιπόν, παιδί μου, γιὰ τὴν ἀρετή σου;
Ποιά ἀρετή; ὅτι εἶσαι Χριστιανή, πιστή, ἐνάρετη; Ὅ,τι καὶ νὰ εἶνε, μὴν
καυχᾶσαι· αὐτὰ δὲν εἶνε κάτι δικό σου· τοῦ Θεοῦ εἶνε. Μέσα στὶς τόσες
γυναῖκες, σ᾽ ἐσένα ἔπεσε αὐτὸς ὁ κλῆρος. Ὅπως αὐτὸς ποὺ τοῦ πέφτει τὸ
λαχεῖο δὲν κοπίασε, ἀλλὰ τὸ δέχεται σὰν δῶρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ πίστι.
Δὲν κοπίασε ἄνθρωπος. Αὐτὸ εἶνε ἄνωθεν, δῶρο Θεοῦ, πῶς μέσα στοὺς
χίλιους ἀνθρώπους ἕνας πιστεύει. Ὁ ἄλλος ἔρχεται τυπικὰ στὴν ἐκκλησία,
στέκεται ἐκεῖ καὶ ἡ σκέψι του εἶνε ἀλλοῦ, δὲν βλέπει τὴν ὥρα πότε νὰ
φύγῃ. Σὺ ποὺ πιστεύεις στὸ Χριστό, ἀκοῦς τὰ λόγια του καὶ δακρύζεις
καὶ κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων, κέρδισες λαχεῖο. Ἔτσι λέει ὁ
ἀπόστολος (βλ. Β΄ Πέτρ. 1,1). Δὲν μπορεῖς λοιπὸν γιὰ τὸ λαχεῖο νὰ
καυχᾶσαι ὅτι κοπίασες. Σήμερα μέσ᾽ στὶς χίλιες γυναῖκες μία πιστεύει.
Οἱ ἄλλες; Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ. Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμός τους ὁδηγεῖ σὲ
πτῶσι καὶ ἀπιστία.
Ἔχουμε παραδείγματα. Ὑπερηφανεύθηκε ὁ ἑωσφόρος καὶ ἔπεσε, ἔγινε
διάβολος· ὑπερηφανεύθηκαν ἄγγελοι καὶ ἔγιναν δαίμονες· ὑπερηφανεύθηκε ἡ
Εὔα καὶ ἔπεσε· ὑπερηφανεύθηκε ἕνας Δαυΐδ καὶ ἔπεσε, ὑπερηφανεύθηκε ἕνας
Πέτρος καὶ ἔπεσε, ὑπερηφανεύθηκαν ἀσκηταὶ καὶ ἔπεσαν. Καὶ ἂν ἀκόμα,
παιδί μου, ἀνεβῇς στὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κι ἀκοῦς ἀγγελικοὺς ὕμνους,
καὶ πάλι νὰ φοβᾶσαι, μήπως πέσῃς. Καὶ ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνεις, τόσο
περισσότερο νὰ ταπεινώνεσαι· «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ.
10,12). Τί εἶνε ἡ ἀρετή σου; σκιά, ψίγμα, τίποτε. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας
λέει, ὅτι ὅλη ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε «ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης», σὰν
ἕνα βδελυρὸ καὶ ἀκάθαρτο γυναικεῖο ἐξάρτημα (Ἠσ. 64,5), καὶ κάτι
χειρότερο. Καὶ ἂν ὅλα ὅσα μᾶς λέει ὁ Χριστὸς τὰ ἐφαρμόσουμε, πάλι νὰ
λέμε ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).
* * *
Ὄχι λοιπὸν ὑπερηφάνεια· οὔτε γιὰ ὀμορφιά, οὔτε γιὰ καταγωγή, οὔτε γιὰ γνῶσι καὶ ἐπιστήμη, οὔτε γιὰ ἀρετή. Ταπεινὸ φρόνημα.
Πόσο ταπεινό; Σεῖς οἱ γυναῖκες ἔχετε πρότυπο ταπεινώσεως. Ὅπως μέσ᾽ στὶς
τσάντες σας ἔχετε καθρεφτάκι –δὲν σᾶς κατηγορῶ–, ἔτσι νά ᾽χετε κ᾽ ἕνα
ἄλλο ἀπείρως ἀνώτερο καθρεφτάκι, κι αὐτὸ εἶνε ἡ εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας
Θεοτόκου. Κοιτάξτε τὴν Παναγία. Ἐὰν ὑψώθηκε μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε ἡ
τιμιωτέρα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, εἶνε καὶ γιὰ ἄλλες ἀρετές, ἀλλὰ κατ᾽
ἐξοχὴν γιὰ τὴν ταπείνωσι. Ὁ Θεὸς εἶδε «τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ»
(Λουκ. 1,47). Αὐτὸ τὸ πρότυπο τῆς ταπεινώσεως νὰ ἔχετε μπροστά σας καὶ
νὰ εἶστε ταπεινές.
Καὶ ὅπου ὑπάρχει ταπείνωσις, ἐκεῖ πίστις! Ὅσο πιὸ βαθειὰ εἶνε ἡ
ταπείνωσι, τόσο πιὸ δυνατὴ εἶνε ἡ πίστι. Εἶνε ποσὰ ἀνάλογα, γιὰ νὰ τὸ
ποῦμε μὲ τὴ γλῶσσα τῶν μαθηματικῶν. Ὅσο αὐξάνει ἡ ταπείνωσις, τόσο
αὐξάνει ἡ πίστις. Δός μας πίστι, Κύριε! νὰ ζητᾶτε στὴν προσευχή σας.
Δός μας τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, τῶν προγόνων μας, τὴν πίστι ποὺ ἔχουν
σήμερα κάτι ἁπλοϊκὲς ἀγράμματες γυναῖκες, ποὺ γονατίζουν στὴν ἐκκλησιὰ
κι ἀκοῦς ἀπὸ τὰ βάθη τους μιὰ προσευχὴ μεγάλη. Ἕνας ἀρχαῖος
μαθηματικός, ὁ Ἀρχιμήδης, ἔλεγε· «Δός μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω»·
δός μου ἕνα μέρος νὰ σταθῶ καὶ μπορῶ νὰ κινήσω τὸν πλανήτη Γῆ μὲ μοχλὸ
καὶ ὑπομόχλιο. Δός μου πίστι. Κ᾽ ἐσεῖς, γυναῖκες, ἂν ἔχετε πίστι, καὶ
τὸν Ὄλυμπο ἀκόμα κινεῖτε, καὶ τὰ ἄστρα κατεβάζετε, καὶ τὸ πρόσωπο τῆς
γῆς μεταμορφώνετε. Καὶ τότε αὐτὴ ἡ γῆ δὲν θὰ εἶνε πλέον κόλασις, ἀλλὰ θὰ
γίνῃ παράδεισος. Καὶ σ᾽ αὐτὸν τὸν παράδεισο θὰ συντελέσετε ἐσεῖς, εἴτε
ὡς μητέρες, εἴτε ὡς ἱεραπόστολοι, ἐργαζόμενοι μὲ πίστι ἀκράδαντη πρὸς
δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία εἶνε τὸ
πρότυπο τῆς ταπεινώσεως, νὰ φυτεύσῃ μέσ᾽ στὶς καρδιές μας τὴν πίστι καὶ
τὴν ταπείνωσι· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης τὴν 12-7-1981 πρωὶ μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-6-2025.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μελλοντικὰ θὰ μπορῆτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις σὲ cd τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).