ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Γυναiκες, ἀκουστε· ὅπου ταπεiνωσις, ἐκεi πiστις!

++ 

Κυριακὴ Δ΄ Ματθαίου (Ματθ. 8,5-13)
6 Ἰουλίου 2025

«Κύριε, οὔκ εἰμι ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς» (Ματθ. 8,8)

Ἀρχίζω, ἀγαπητοί μου, μὲ μιὰ ἐρώτησι· Ἀ­κοῦτε; ἔχετε αὐτιά; Περίεργη ἐρώτησι, θὰ πῆτε, γιατὶ ὅλοι δόξα τῷ Θεῷ ἔχουμε αὐ­τιά, ἀκοῦμε. Ἀλλ᾽ ὅταν λέω αὐτιά, δὲν ἐν­νοῶ τὰ σωματικά· ἐννοῶ ἐκεῖνα ποὺ ἐννοεῖ ὁ Χριστός ὅταν λέει «Εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀ­κου­έτω» (Μάρκ. 4,23 βλ. & Ματθ. 11,15· 13,9,43. Μάρκ. 4,9. Λουκ. 8,8· 14,35)· ἐννοῶ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς, τὰ μυστικὰ αὐτιά. Δηλαδή, τὴν προσοχὴ ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ ἄν­θρωπος ἀ­κούοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ἔ­χε­τε τέτοια αὐτιά.

* * *

Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ. 8,5-13). Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔ­κανε ὁ Χριστός μας· ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα λεπτὸ θεράπευσε ἕνα παλληκάρι, τὸν δοῦ­λο τοῦ ἑκατον­­τάρχου.
Ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἀ­κούει ἢ διαβάζει τὰ θαύματα αὐτά, ἀπορεῖ καὶ ῥωτάει· Αὐτά, ποὺ γίνονταν τότε, γιατί σήμερα δὲν γίνονται; Τί συμβαίνει; μήπως λιγόστε­ψε ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ;… Αὐτὸ καὶ νὰ τὸ σκεφτοῦμε ἀκόμα εἶνε ἁμαρτία. Μπορεῖ ὅλα νὰ λι­γοστεύουν· τὰ «πάντα ῥεῖ», ὅπως εἶπε ἕ­νας ἀρχαῖος φιλόσοφος (Ἡράκλειτος παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ Ε97 σ. 191, Π405 σ. 365)· ἕνα ὅμως δὲν μεταβάλλεται, μένει ἀ­με­τάβλητο εἰς αἰῶνας αἰώνων· εἶνε ὁ «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», ὅπως λέει ἡ θεία Λειτουργία, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶ­νας», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 13,8). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶπε «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς» (Γέν. 1,3), ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε στὴ θάλασσα νὰ γαληνέψῃ βλ. Ματθ. 8,26), καὶ στὸν Πέτρο νὰ περπατήσῃ ἐπάνω στὰ κύματα (βλ. Ματθ. 14,28-29 & Μάρκ. 6,48), καὶ στὸ νερὸ νὰ γίνῃ κρασί (βλ. Ἰω. 2,1-11) καὶ στὰ πέντε ψωμιὰ νὰ πολλαπλασιαστοῦν (βλ. Ματθ. 14,17-21. Μάρκ. 6,37-44. Λουκ. 9,13-17), ὁ λόγος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μένει ἀ­μετάβλητος. Καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μεθαύριο μπορεῖ νὰ κάνῃ θαύματα καὶ μάλιστα μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο.

Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· Ὅποιος ἔχει πίστι «ὡς κόκκον σι­νάπεως» (βλ. Ματθ. 13,31-32· 17,20. Μάρκ. 4,31-32. Λουκ. 17,6) –ἐν­νοεῖ πίστι θερμή, ζωογόνο–, μπορεῖ νὰ ξερριζώσῃ καὶ βουνὸ ἀκόμα καὶ νὰ τὸ ῥίξῃ στὴ θάλασσα. Ἀπίστευτο; Τί ἐννοοῦσε; Ἐννοοῦσε ὄχι φυσι­κὰ βουνά –μολονότι οἱ βίοι τῶν ἁγίων δι­ηγοῦνται ὅτι συνέβη καὶ αὐτό–, ἀλλὰ ἐμ­πόδια ἀν­υπέρβλητα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δύναμι· κι αὐ­τὰ τὰ ὑπερπηδᾷ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, στὴν περίπτωσι τοῦ ἑκατον­τάρχου, βλέπουμε ὅτι ἡ πίστις κάνει θαύματα. Εἶδε σ᾽ αὐτὸν ὁ Κύριος μιὰ πίστι τόσο μεγάλη, ὥστε τὴ θαύμασε, τὴν ἐπαίνεσε καὶ εἶπε· Τέτοια πίστι δὲν βρῆκα οὔτε στὸν Ἰσ­ραήλ, στὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. 8,10). Καὶ λό­γῳ αὐτῆς τῆς πίστεως θεράπευ­σε τὸν δοῦλο του.
Γεννᾶται τώρα τὸ ἐρώτημα· Ποῦ φυτρώνει ἡ πίστις; Ἡ πίστις, οὐράνιο φυτό, θέλει κατάλληλο ἔδαφος. Ποῦ φυτρώνει; Φυτρώνει στὴν ταπεινὴ καρδιά. Ἐὰν σήμερα δὲν ὑπάρχῃ πίστις, εἶνε διότι οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἐ­γωισταί, φοβε­ρὰ ἐγωισταί. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωσις, ἐκεῖ ὑπάρχει πί­στις· ὅπου δὲν ὑ­πάρχει πίστις, ἐκεῖ ὑπάρχει ἐγωισμὸς καὶ ἀθεΐα, καὶ ὄχι ἔλλειψι ἐπιχειρημάτων ὑπὲρ τῆς πίστεως.
Τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὸν ἑκατόνταρχο. Πίστεψε, γιατὶ ἦταν ταπεινός. Ἀξιωματικὸς αὐ­τός, ἑκατόνταρχος ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ βα­­θμὸ τοῦ λοχαγοῦ. Καὶ τί ἀξιωματικὸς ἦταν; Ὄ­χι ἑ­νὸς μικροῦ ἀσημάντου κράτους, ἀλ­λὰ μιᾶς τεραστίας μονοκρατορίας, ὅπως ἦ­ταν ἡ ῾Ρωμα­ϊκή, ποὺ καὶ ὁ στρατι­ώτης της ἀκόμα εἶ­χε τιμὴ καὶ ὑπόληψι σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸς λοιπόν, ὁ φρούραρχος τῆς πόλεως, τὸν βλέπεις καὶ σκύβει μπροστὰ στὸ Χριστό. Καὶ μόνο σκύβει; Ὅταν τοῦ λέει ὁ Χριστὸς Θά ᾽ρθω στὸ σπίτι σου νὰ κάνω καλὰ τὸ δοῦλο σου, τί εἶ­πε αὐτός; Λόγια μεγάλα, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Κύριε, λέει, δὲν εἶ­μαι ἄξιος νὰ ἔρθῃς στὸ σπίτι μου (Ματθ. 8,8). Γιατί; Καταλάβαινε τὸν ἑαυτό του. Σύ, Κύριε, εἶσαι καθαρός· ἐγὼ εἶμαι ἀκάθαρτος, ἁ­μαρτωλός, δὲν ἀξίζω νὰ ἔρθῃς μέσ᾽ στὸ σπίτι μου, εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους. Ὅσοι κοινωνεῖτε τῶν ἀχράν­των μυστηρίων γνωρίζετε στὴν Ἀκολου­θία τῆς Θείας Μεταλήψεως τὴν εὐχὴ πρὸ τῆς θείας κοι­νωνίας «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶ­δα, ὅτι οὔκ εἰ­μι ἄξιος οὐδὲ ἱκανὸς ἴνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσ­έλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς…» (εὐχ. Γ΄ βλ. & Δ΄)· γιὰ νὰ αἰσθανώμαστε κ᾽ ἐ­μεῖς τὸ δέος ποὺ αἰ­σθανόταν ὁ ἑκατόνταρχος.
Ὑπερήφανοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τώρα, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πιστεύουν. Ὑπερήφανοι ὅλοι, ἄν­τρες γυναῖκες παιδιά. Καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ ἀ­κόμα ἔχει μέσα του τὸ ἀδαμιαῖο σύμπλε­γμα τῆς ὑπερηφανείας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἀλλὰ σή­μερα θὰ ἐντοπίσω τὸν λόγο στὶς γυναῖκες, θὰ πῶ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια τῶν γυναικῶν.

* * *

Σπάνιο πρᾶγμα τώρα, ἀγαπητοί μου, νὰ συναντήσῃς γυναῖ­κα ταπεινή. Στὴν Ἀθήνα κάνουν συλ­λαλητήριο καὶ φωνάζουν γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν γυναικῶν· Τί εἶνε ὁ ἄν­τρας; τίποτα. Κάτω πλέον ὁ ἄντρας, ἐπάνω ἐμεῖς. Γυναικεῖος ἐγωισμὸς καὶ ὑπερηφάνεια, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει πλέον καμμία ἄλλη αὐθεντία.
Θέλετε παραδείγματα ὑπερηφανείας τῶν γυ­ναικῶν; Μὲ συγχωρεῖτε, θὰ κάνω ἀποκα­λυ­πτήρια τῆς ἐπηρμένης γυναίκας τοῦ αἰῶνος ­μας.
� Οἱ γυναῖκες ὑπερηφανεύονται καὶ καυ­χῶν­­ται κυρίως γιὰ τὸ κάλλος, τὴν ὀμορφιά τους. Λησμονοῦν, ὅτι «ὡς ἄν­θος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος» (Νεκρ. ἀκόλ., ἰδιόμ. Ἰω. Δαμασκ., ἦχ. β΄)· ἡ νεότης εἶνε ἕνα λουλούδι ποὺ σήμερα ἀνθίζει καὶ μοσχοβολᾷ, αὔριο μαραίνεται. Ἦρθε στὴ μητρόπολι μὲ δε­­κανίκια μιὰ γριὰ 85 ἐτῶν· κάτι ζητοῦσε. Βγάζει ἀπὸ τὸν κόρφο της μιὰ φωτογραφία καὶ μοῦ τὴ δείχνει. Ἦταν μία ὡραία κοπέλλα ντυμένη μὲ ἀρχαία Μακεδονικὴ στολή. Λέω· –Ποιά εἶνε αὐτή, ἡ ἐγγόνα σου εἶνε; –Ὄχι ἡ ἐγγόνα μου· τί λές, παπούλη· ἐγώ εἶμαι. –Ἐ­σύ; ὤ, ἀ­γνώριστη!… Τί καυχᾶσαι, παιδί μου, γιὰ τὴν ὀ­μορφιά σου; Φεύγει, «μαραίνεται».
� Τί καυχᾶσαι, σὺ ἡ ἄλλη κόρη; γιὰ τὴν καταγωγή σου; ὅτι ἔχεις ἀριστοκράτες γονεῖς, ὑπουργούς, καθηγητάς, νομάρχες; Ξεχνᾷς, ὅτι τὰ «πάντα ῥεῖ»· ὅτι αὔριο – μεθαύ­ριο πέφτει ὁ πατέρας σου ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, ὁ πλούσι­ος γίνεται φτωχός, κουρελῆς, ἐλεεινὸ κι ἀξιοθρήνητο πτῶμα τῆς κοινωνίας.
� Καυχᾶται ἡ ἄλλη γιὰ τὴ γνῶσι, τὴν ἐπιστή­μη της. Σπουδάζει πλέον, δὲν εἶνε σὰν τὶς χωριάτισσες. Πάει στὸ χωριὸ καὶ κοιτάζει περι­φρονητικὰ τὶς γυναῖκες ποὺ σκάβουν τὴ γῆ, βόσκουν τὰ πρόβατα, ἀρμέγουν τὶς ἀγελάδες. Κατ᾽ ἐμὲ αὐτὲς ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ γυναῖκες τῆς ἐπιστήμης· πολλὲς δὲν προσ­­φέρουν, μᾶλλον τρέφονται μὲ τὸν κόπο ἐ­κείνων. Οἱ γυναῖκες τῶν χωριῶν –ἅμα τὶς βλέπω δακρύζω– ντυμένες φτωχά, σηκώνον­­ται πρωί, πᾶνε στὸ χωράφι· κι ὅταν γυρίζουν τρέφουν ἕ­να τεμπελοχανεῖο ὁλόκληρο, ὅπως κατήν­τησε ἡ χώρα. Καὶ ἡ δεσποινίδα ποὺ πάει στὸ χωριό της δὲν καταδέχεται νὰ μπῇ στὸ στάβλο ν᾽ ἁρμέξῃ. Μοῦ ἔλεγε μιὰ χωριάτισσα· –Εἶχα ἕνα κοριτσάκι καὶ μὲ βοηθοῦσε. –Τώρα; –Δὲν βοηθάει. –Γιατί; –Ἂμ τώρα εἶνε φοιτή­­τρια· κά­­νει, φοιτήτρια ν᾽ ἀρμέγῃ τὴν ἀγελά­δα;… Μπράβο, ὡραία ἀντίληψις. Τὸ γάλα τὸ πίνει, ἀλ­λὰ ν᾽ ἀρ­μέξῃ δὲν καταδέχεται. Μὰ πρέπει ν᾽ ἀλλάξῃ τὸ σύστημα· μιὰ γυναίκα ποὺ βοσκάει ἀγελάδες καὶ σκάβει τὴ γῆ, νά ᾽χῃ ἀξία μεγαλύ­τερη ἀπὸ ἕνα τεμ­πελ­χανᾶ, ἕνα κοπρίτη, ὁ ὁ­ποῖος πῆρε ἕνα δίπλωμα καί, ἀντὶ ν᾽ ἀρμέγῃ ἀγελάδες, ἀρ­μέγει τὴ μεγάλη ἀγελάδα ποὺ λέ­γεται Ἑλλάδα. Ἔτσι εἶ­νε. Σκληρὸς ὁ λό­γος, ἀλλὰ μιὰ πρα­γματικότης.
Ὑπερηφανεύεται, λοιπόν, ἡ σπουδασμένη. Ὅπως ἔλεγε ἕνας μακαρίτης χρονογράφος, σὰν μιὰ Μαντὰμ Σουσοὺ βλέπει ἀφ᾽ ὑψηλοῦ, ὡς ἀσήμαντους τοὺς γύρω της. Ἀλλ᾽ ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι αὐτὴ εἶνε ὄχι ψεύτικη ἀλλὰ πρα­γματι­κὴ ἐπιστήμων, εἶνε ἄριστος φιλόλογος, θεολόγος, μαθη­ματικός, φυσικός, ἀστρονόμος…· μπορεῖ λοιπὸν νὰ καυχᾶ­ται γιὰ τὴν ἐπιστήμη; Ὁ Νεύτων ἔλεγε· Τί εἴμαστε οἱ ἐ­πιστήμονες; –ὁ Νεύτων παρακαλῶ– μοιάζουμε σὰν μικρὰ παιδάκια ποὺ παίζουν στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ μ᾽ ἕνα κόχυλα, ἕνα κενὸ κέλυφος ἀπὸ μεγάλο κοχύλι, λένε πὼς θ᾽ ἀδειάσουν τὴ θάλασσα. Παιδικὴ φαντασία. Σ᾽ ἕνα ποτήρι, ἕνα ῥακοπότηρο, δὲν χωράει ὁ ὠκεανός· καὶ στὴ μικρὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἕστω καὶ ἂν εἶ­νε Ἀριστοτέλης, δὲν χωράει ἡ ἐπιστήμη. Σταγόνες εἶνε ἡ γνῶσι ποὺ ἀποκομίζει μὲ πολὺ κόπο ὁ ἐπιστήμονας.
� Λοιπόν, τί καυχᾶσαι; γιὰ τὴν ὀμορφάδα σου; ἄνθος καὶ μαραίνεται· γιὰ τὴν καταγωγή σου; «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν» (Ψαλμ. 33, 11)· γιὰ τὴ γνῶσι σου; «ἕν οἶ­δα, ὅτι οὐδὲν οἶδα». Ἂν βέβαια πιστεύῃς στὸ Χριστὸ καὶ ζῇς χριστιανικὴ ζωή, μήπως τότε ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὴν ἀρετή σου; – ἄλλο ἀγκάθι αὐτό. Ἡ ἀρετὴ στὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ εἶνε πρά­γματι ἀγαθὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλ­λο. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅλος ὁ χρυσὸς τῆς γῆς «ἀρε­τῆς οὐκ ἀντάξιος» (Πλάτ. Νόμ. 5,728Α· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 70). Καυχᾶσαι λοιπόν, παιδί μου, γιὰ τὴν ἀρετή σου; Ποιά ἀρετή; ὅτι εἶ­σαι Χριστιανή, πιστή, ἐνάρετη; Ὅ,τι καὶ νὰ εἶνε, μὴν καυ­χᾶσαι· αὐτὰ δὲν εἶνε κάτι δικό σου· τοῦ Θεοῦ εἶνε. Μέσα στὶς τόσες γυναῖ­κες, σ᾽ ἐσένα ἔ­πε­σε αὐτὸς ὁ κλῆρος. Ὅπως αὐτὸς ποὺ τοῦ πέφτει τὸ λαχεῖο δὲν κοπίασε, ἀλλὰ τὸ δέχεται σὰν δῶρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ πίστι. Δὲν κοπίασε ἄν­θρωπος. Αὐτὸ εἶνε ἄ­νωθεν, δῶρο Θεοῦ, πῶς μέσα στοὺς χίλιους ἀνθρώπους ἕνας πιστεύει. Ὁ ἄλλος ἔρχεται τυπικὰ στὴν ἐκκλησία, στέ­κεται ἐκεῖ καὶ ἡ σκέψι του εἶνε ἀλλοῦ, δὲν βλέπει τὴν ὥρα πότε νὰ φύγῃ. Σὺ ποὺ πιστεύ­εις στὸ Χριστό, ἀκοῦς τὰ λόγια του καὶ δακρύ­ζεις καὶ κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων, κέρδισες λαχεῖο. Ἔτσι λέει ὁ ἀπόστολος (βλ. Β΄ Πέτρ. 1,1). Δὲν μπορεῖς λοιπὸν γιὰ τὸ λαχεῖο νὰ καυ­­χᾶσαι ὅτι κοπίασες. Σήμερα μέσ᾽ στὶς χίλιες γυναῖκες μία πιστεύει. Οἱ ἄλλες; Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ. Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμός τους ὁδηγεῖ σὲ πτῶσι καὶ ἀπιστία.
Ἔχουμε παραδείγματα. Ὑπερηφανεύθη­­κε ὁ ἑωσφόρος καὶ ἔπεσε, ἔγινε διάβολος· ὑπερηφανεύθηκαν ἄγγελοι καὶ ἔγιναν δαίμονες· ὑπερηφανεύθηκε ἡ Εὔα καὶ ἔπεσε· ὑπερηφανεύθηκε ἕνας Δαυΐδ καὶ ἔπεσε, ὑπερηφανεύθηκε ἕνας Πέτρος καὶ ἔπεσε, ὑ­περηφα­νεύθηκαν ἀσκηταὶ καὶ ἔπεσαν. Καὶ ἂν ἀκόμα, παιδί μου, ἀνεβῇς στὰ ἄ­στρα τοῦ οὐ­ρανοῦ κι ἀκοῦς ἀγγελικοὺς ὕμνους, καὶ πάλι νὰ φοβᾶσαι, μήπως πέσῃς. Καὶ ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀ­νε­βαίνεις, τόσο περισσότερο νὰ ταπεινώνεσαι· «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. 10,12). Τί εἶνε ἡ ἀρετή σου; σκιά, ψίγμα, τίποτε. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας λέει, ὅτι ὅλη ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀν­θρώπου εἶ­νε «ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης», σὰν ἕνα βδε­λυρὸ καὶ ἀκάθαρτο γυναικεῖο ἐξάρτημα (Ἠσ. 64,5), καὶ κάτι χειρότερο. Καὶ ἂν ὅλα ὅσα μᾶς λέει ὁ Χριστὸς τὰ ἐφαρμόσουμε, πάλι νὰ λέμε ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).

* * *

Ὄχι λοιπὸν ὑπερηφάνεια· οὔτε γιὰ ὀμορφιά, οὔτε γιὰ καταγωγή, οὔτε γιὰ γνῶσι καὶ ἐ­πιστήμη, οὔτε γιὰ ἀρετή. Ταπεινὸ φρόνημα.
Πόσο ταπεινό; Σεῖς οἱ γυναῖκες ἔχετε πρότυπο ταπεινώσεως. Ὅπως μέσ᾽ στὶς τσάντες σας ἔχετε καθρεφτάκι –δὲν σᾶς κατηγο­ρῶ–, ἔτσι νά ᾽χετε κ᾽ ἕνα ἄλλο ἀπείρως ἀ­νώτερο καθρεφτάκι, κι αὐτὸ εἶνε ἡ εἰκόνα τῆς ὑπερα­γίας Θεοτόκου. Κοιτάξτε τὴν Παναγία. Ἐὰν ὑψώθηκε μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε ἡ τιμιωτέρα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, εἶνε καὶ γιὰ ἄλλες ἀρετές, ἀλλὰ κατ᾽ ἐξοχὴν γιὰ τὴν ταπείνωσι. Ὁ Θεὸς εἶδε «τὴν ταπείνωσιν τῆς δού­λης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,47). Αὐτὸ τὸ πρότυπο τῆς ταπεινώσεως νὰ ἔχετε μπροστά σας καὶ νὰ εἶστε ταπεινές.
Καὶ ὅπου ὑπάρχει ταπείνωσις, ἐκεῖ πίστις! Ὅσο πιὸ βα­θειὰ εἶνε ἡ ταπείνωσι, τόσο πιὸ δυνα­τὴ εἶνε ἡ πίστι. Εἶνε ποσὰ ἀνάλογα, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ τὴ γλῶσσα τῶν μαθηματικῶν. Ὅσο αὐξάνει ἡ ταπείνωσις, τόσο αὐξάνει ἡ πίστις. Δός μας πίστι, Κύριε! νὰ ζητᾶτε στὴν προσ­ευχή σας. Δός μας τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, τῶν προγόνων μας, τὴν πίστι ποὺ ἔχουν σήμε­ρα κάτι ἁπλοϊκὲς ἀγράμματες γυναῖκες, ποὺ γονατίζουν στὴν ἐκκλησιὰ κι ἀκοῦς ἀπὸ τὰ βάθη τους μιὰ προσευχὴ μεγάλη. Ἕνας ἀρ­χαῖος μαθηματικός, ὁ Ἀρχιμήδης, ἔλεγε· «Δός μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινά­σω»· δός μου ἕνα μέρος νὰ σταθῶ καὶ μπορῶ νὰ κινήσω τὸν πλανήτη Γῆ μὲ μοχλὸ καὶ ὑπομόχλιο. Δός μου πίστι. Κ᾽ ἐσεῖς, γυναῖκες, ἂν ἔχετε πίστι, καὶ τὸν Ὄλυμπο ἀκόμα κινεῖτε, καὶ τὰ ἄστρα κατεβάζετε, καὶ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς μεταμορφώνετε. Καὶ τότε αὐτὴ ἡ γῆ δὲν θὰ εἶνε πλέον κόλασις, ἀλλὰ θὰ γίνῃ παράδεισος. Καὶ σ᾽ αὐτὸν τὸν παράδεισο θὰ συντελέσετε ἐσεῖς, εἴτε ὡς μητέρες, εἴτε ὡς ἱεραπόστολοι, ἐργαζόμενοι μὲ πίστι ἀκράδαντη πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου, ἡ ὁποία εἶνε τὸ πρότυπο τῆς τα­πεινώσεως, νὰ φυτεύσῃ μέσ᾽ στὶς καρδιές μας τὴν πίστι καὶ τὴν ταπείνωσι· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης τὴν 12-7-1981 πρωὶ μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-6-2025.

Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μελλοντικὰ θὰ μπορῆτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις σὲ cd τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

https://www.augoustinos-kantiotis.gr