Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Η εξέγερση της σιωπής: οι μοναχοί του Σινά απέναντι στην εξουσία


Η ομόφωνη απόφαση της Σιναϊτικής Αδελφότητας να παύσει από τη θέση του Ηγουμένου και Αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραϊθώ τον 91χρονο Δαμιανό συνιστά γεγονός σπάνιο και με τεράστιο θεολογικό βάρος. Η ηλικία και η μακροχρόνια διακονία του προσώπου του καθιστούν την πράξη ακόμη πιο δραματική, διότι δείχνει ότι η Αδελφότητα δεν ενήργησε με κριτήριο την προσωπική ιστορία ή την ανθρώπινη συμπάθεια, αλλά με κριτήριο την προστασία του χαρίσματος της κοινότητας.

Η Ορθόδοξη μοναστική παράδοση, αν και εμμένει στην υπακοή ως θεμέλιο του μοναχικού βίου, αναγνωρίζει ότι η υπακοή δεν είναι τυφλή· είναι σχέση χαρισματική, που προϋποθέτει τον σεβασμό στην αλήθεια και την πνευματική ευθύνη (Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, Λόγος Δ΄). Η απόφαση των μοναχών, επομένως, δεν είναι μια απλή «διοικητική καθαίρεση», αλλά μια κίνηση με προφητική διάσταση: αρνήθηκαν να επιτρέψουν την παράταση μιας ηγεσίας που, κατά την κρίση τους, δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες της Μονής και της αποστολής της.

Η Εκκλησία, ήδη από τα πρώτα της χρόνια, γνώρισε αντίστοιχες στιγμές όπου η «βάση» αντιστάθηκε στην «κορυφή» για λόγους πίστεως και ζωής. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τόλμησε να σταθεί απέναντι σε Πατριάρχες και Αυτοκράτορες, γιατί πίστευε ότι η αλήθεια της πίστης προηγείται της τυπικής υπακοής (PG 90, 108C). Στο ίδιο πνεύμα, οι μοναχοί του Σινά έδρασαν όχι για να καταργήσουν τον θεσμό, αλλά για να υπερασπιστούν το ίδιο του το νόημα.

Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης αποτελεί μοναστική κοινότητα με ιστορική αυτονομία, αναγνωρισμένη από τον 6ο αιώνα (χρυσόβουλο Ιουστινιανού) και άμεσα υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ιδιαίτερη αυτή θέση δεν είναι μόνο διοικητική αλλά πνευματική: το Σινά είναι τόπος ησυχίας και θεοπτίας, όπου η εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο υπηρεσίας της κοινότητας και του τόπου ως «γῆς ἁγίας» (Ἔξ. 3,5).

Η Αδελφότητα, αντιλαμβανόμενη ότι η πνευματική ζωή της Μονής και η εξωτερική της θέση (λόγω των δικαστικών εξελίξεων στην Αίγυπτο) κινδυνεύουν, ανέλαβε ευθύνη η ίδια, χωρίς να περιμένει εξωτερική επιβεβαίωση. Αυτό θυμίζει την εκκλησιολογία της πρώτης Εκκλησίας, όπου η κοινότητα είχε ενεργό λόγο στην εκλογή και παύση ποιμένων: «Ἐξελέξαντο… χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς κατ᾿ ἐκκλησίαν πρεσβυτέρους… παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ» (Πρ. 14,23). Η παύση του 91χρονου ηγουμένου, έτσι, δεν ήταν απλή έκφραση δυσαρέσκειας, αλλά ανάληψη πνευματικής ευθύνης: μια απόφαση που σκοπό είχε να διαφυλάξει τον χαρακτήρα του μοναστηριού ως χώρου άσκησης, φιλοξενίας και αδιάλειπτης προσευχής.

Η ηλικία του ηγουμένου δεν είναι απλώς βιολογικό δεδομένο· έχει εκκλησιολογική σημασία. Στην Ορθόδοξη παράδοση, ο γηραιός ποιμένας τιμάται, αλλά η κοινότητα έχει δικαίωμα να κρίνει εάν η πνευματική και διοικητική του ικανότητα ανταποκρίνεται ακόμη στις ανάγκες της αποστολής. Όπως σημειώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Μηδένα χειροτονεῖν ἢ ἔχειν ἄρχοντα τῆς Ἐκκλησίας ὃν ἡ Ἐκκλησία οὐκ ἀνεχέται» (PG 36, 427).

Η απόφαση, επομένως, είναι πράξη προληπτική και θεραπευτική: οι μοναχοί δεν αμφισβήτησαν το παρελθόν του ηγουμένου αλλά την τρέχουσα ικανότητά του να ανταποκριθεί σε μια περίοδο όπου η Μονή βρίσκεται υπό εξαιρετική πίεση – νομική, πολιτική και πνευματική. Η κρίση με το αιγυπτιακό κράτος, η καθυστέρηση της ελληνικής κυβέρνησης και η επιφυλακτικότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου δημιούργησαν ένα πλαίσιο όπου η εσωτερική πνευματική καθαρότητα έγινε ακόμη πιο αναγκαία.

Η υπόθεση του Σινά δεν είναι απομονωμένη. Αποκαλύπτει ένα δομικό πρόβλημα: την αδυναμία της Εκκλησίας της Ελλάδος και της ελληνικής κυβέρνησης να αντιληφθούν έγκαιρα τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το προσχέδιο συμφωνίας του Δεκεμβρίου 2024, που θα διασφάλιζε την αυτονομία της Μονής, δεν υπογράφηκε ποτέ. Αυτή η «διοικητική αδράνεια» δείχνει αυτό που αποκαλείται «εξουσία μέσω αναβολής»: η σιωπή και η καθυστέρηση είναι και αυτές μορφές κυριαρχίας, που αφήνουν το πεδίο σε άλλες δυνάμεις να επιβληθούν.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την παραδοσιακή του στρατηγική ισορροπιών, τήρησε στάση επιφυλακτική, ώστε να διατηρήσει τις σχέσεις του με το αιγυπτιακό κράτος. Όμως αυτή η στάση είχε ως αποτέλεσμα ένα κενό αφήγησης: όταν η Εκκλησία δεν μιλά, τότε άλλοι ορίζουν το πλαίσιο του λόγου, αντιμετωπίζοντας τη Μονή ως απλό «πολιτιστικό μνημείο». Η πράξη των μοναχών, λοιπόν, λειτούργησε και ως μήνυμα προς την ίδια την εκκλησιαστική ιεραρχία: ότι η σιωπή και η αναμονή δεν αρκούν όταν το Άγιο γίνεται αντικείμενο διαχείρισης.

Η απόφαση της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι μια σπάνια μορφή εσωτερικής κυριαρχίας. Ο Carl Schmitt σημείωνε ότι η ουσία της κυριαρχίας είναι η ικανότητα λήψης απόφασης σε κατάσταση εξαίρεσης (Πολιτική Θεολογία, 1922). Η Αδελφότητα λειτούργησε ακριβώς έτσι: δεν περίμενε να «λυθεί το ζήτημα» από έξω, αλλά πήρε την κατάσταση στα χέρια της, διαφυλάσσοντας την πνευματική καθαρότητα της κοινότητας.

Αυτό είναι θεολογικά σημαντικό, διότι αποκαλύπτει ότι η Εκκλησία δεν είναι μόνο ιεραρχική πυραμίδα αλλά και «σύναξη προσώπων» (Αγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Σμυρναίους) όπου το πλήρωμα έχει ευθύνη να διασφαλίζει το χάρισμα της κοινότητας. Η Αδελφότητα, με την παύση του ηγουμένου, υπενθύμισε ότι η πνευματική εξουσία είναι διακονία και όχι ιδιοκτησία.

Το Σινά, τόπος της Θεοφανείας, είναι ιστορικά συνδεδεμένο με την εμπειρία του Θεού ως φωτιάς που καίει αλλά δεν καταναλώνει (Ἔξ. 3,2). Αυτή η εμπειρία μεταφέρεται στο σήμερα: η Αδελφότητα λειτούργησε σαν «προφητική φωνή» μέσα στην Εκκλησία, υπενθυμίζοντας ότι το Άγιο δεν είναι «πολιτιστικό προϊόν» ούτε «νομική παραχώρηση».

Η απόφαση να παυθεί ένας γηραιός ηγούμενος είναι δύσκολη, αλλά η δυσκολία αυτή της προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο πνευματικό βάρος. Είναι η απόδειξη ότι η κοινότητα δεν φοβάται να θυσιάσει την ησυχία της για να προστατεύσει το ίδιο της το νόημα: ότι είναι κοινότητα προσευχής, ασκήσεως και φιλοξενίας, όχι θεσμός που απλώς συντηρείται για ιστορικούς λόγους.

Η εξέγερση των μοναχών του Σινά δεν είναι άρνηση της Εκκλησίας αλλά υπεράσπισή της. Είναι η υπενθύμιση ότι η Εκκλησία είναι ζωντανή μόνο όταν το πλήρωμα της τολμά να υπερασπίζεται την αλήθεια, ακόμη και απέναντι στις ίδιες τις διοικητικές της δομές. Το Σινά, τόπος όπου ο Θεός είπε «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Ἔξ. 3,14), μιλά σήμερα ξανά, όχι με την ησυχία της αδράνειας αλλά με τη φωνή της πράξης.

Αυτή η φωνή είναι φωτιά: δεν καταστρέφει αλλά καθαρίζει. Υπενθυμίζει ότι το Άγιο δεν ανήκει σε τίτλους, ούτε σε ισορροπίες ισχύος, αλλά σε εκείνους που το ζουν με θυσιαστικό πνεύμα. Η Σιναϊτική Αδελφότητα, με την πράξη της, γίνεται σημείο αναφοράς: δείχνει ότι ακόμη και σε εποχές φόβου και σιωπής, η Εκκλησία μπορεί να είναι προφητική, δυνατή, ελεύθερη.
 
π.Γεώργιος-Προσκυνητής είπε...

Στο Άρθρο 8 του Θεμελιώδους Κανονισμού (1971) Λειτουργίας της Ιεράς Μονής Σινά, ρητά προβλέπεται ότι:
«Η Σιναϊτική Αδελφότης ανεξάρτητος, αδούλωτος και αυτοδέσποτος εν τε τοις διοικητικοίς και οικονομικοίς ζητήμασιν, υπό πνευματικόν αρχηγόν και πατέρα τον
Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Σιναίον, τον και Ηγούμενον αυτής, είναι η Ανωτάτη Αρχή της Ιεράς Μονής, έχει δι’ αποκλειστικόν και αναφαίρετον το δικαίωμα να επαγρυπνή ανυστάκτως και να υπερασπίζη ενθέρμως τα πατροπαράδοτα δίκαια και προνόμια της Ιεράς Μονής του Όρους Σινά, να αποφασίζη περί πάσης υποθέσεως, να φρουρή τα ιερά Σκηνώματα, τα εν τω Σιναίω όρει και τη Σιναιτική Χερσονήσω, τα εν Αιγύπτω και εν ταις ξέναις επικρατείαις ευρισκόμενα, εντός των ορίων των κατά τόπους, Σιναιτικών Μετοχίων, είτε και εκτός τούτων εν ταις πόλεσι, να οικονομή, διοική και διαχειρίζεται την περιουσίαν της Μονής, την τε εν τη Πετραία Αραβία Αιγύπτω και εν ταις άλλαις επικρατείαις κειμένην, κινητήν και ακίνητον, συμφώνως προς τας των παρόντων θεμελιωδών Κανονισμών διατάξεις, να ενοικιάζη αυτήν, υφ’ ους αν εγκρίνη όρους, να υποθηκεύη και πωλή αυτήν και να καταθέτει τα εκ της ενοικιάσεως είτε πωλήσεως ποσά εις τας Τράπεζας και να αποσύρη αυτά, να καταθέτη εις τας Τράπεζας παντός είδους χρεώγραφα και να υποθηκεύη και να πωλή ταύτα, να συνάπτη δάνεια και να παρέχη εις τους δανειστάς, είτε ιδιώται ήθελον είναι ούτοι, είτε νομικά πρόσωπα, πάσαν εγγύησιν επί υποθήκη ακινήτου περιουσίας της Μονής και να παρέχη παντός είδους εγγυήσεις και
υπογράφη παντός είδους εξοφλητικάς αποδείξεις.»