* Από την Ερμιόνη Σεληγκούνα

Το ζήτημα της θέσης εν αμφιβόλω του μέχρι τώρα ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά που αναδείχθηκε με την εφετειακή απόφαση του δικαστηρίου της Αίγυπτου μετά από πολυετή δικαστικό αγώνα στο όνομα της ανάπτυξης της πέριξ του Σινά περιοχής τείνει να δημιουργήσει τετελεσμένο, το οποίο αντίκειται στο Διεθνές Δίκαιο, καταφέρει σοβαρότατο πλήγμα στα πνευματικά όρια του ελληνισμού και θέτει σε διακινδύνευση ένα οικουμενικό τοπόσημο πολιτιστικής κληρονομιάς παγκόσμιας εξαιρετικής αξίας. Η απόφαση, όση έχει μεταφραστεί μέχρι στιγμής, θέτει εν αμφιβόλω σαφώς το status quo ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά από τη στιγμή που ορίζει ότι το κράτος της Αιγύπτου, ως φερόμενος «ιδιοκτήτης», εκχωρεί το δικαίωμα χρήσης και άσκησης λατρευτικού έργου χωρίς να αναγνωρίζει την, από τον 6ο αι της δημιουργίας της Μονής από τον Ιουστινιανό, ιδιοκτησία των μοναχών και ευρύτερα της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας επί των ακινήτων της Μονής.

Η Μονή αποτελεί εξαιρετικής οικουμενικής αξίας μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, προστατευόμενο από την Unesco από το 2002, με την απόφαση καταχώρησής του στη λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως αγαθό ανήκον στην ανθρωπότητα. Η εγγραφή του μνημείου στη λίστα έγινε κατόπιν αίτησης του κράτους της Αιγύπτου, στην οποία το κράτος-μέλος αναγνωρίζει εγγράφως και σε αντίθεση με αυτό που έκρινε η αιγυπτιακή εφετειακή απόφαση της 28ης Μαΐου του 2025 ότι: «Η Μονή υπάγεται στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και ότι η περιουσία της ανήκει στην Αρχιεπισκοπή της Μονής του Σινά. Υπό το ιεραρχικό σύστημα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι αυτοδιοικούμενη και ανεξάρτητη, υπό τη διοίκηση του Ηγούμενου, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου». Η μοναδικότητα, δε, του μνημείου, όπως αποτυπώνεται στα πληρούντα κριτήρια καταχώρησης στη λίστα των μνημείων, που τα κράτη-μέλη, εκ των οποίων και η Αίγυπτος, λόγω της προσχώρησής τους στη Σύμβαση του 1972 για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, έχουν αποδεχθεί και δεσμεύονται να προστατεύουν και να διατηρούν στην ολότητά τους, έγκειται στο ότι «αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα ανθρώπινης δημιουργικής ιδιοφυΐας λόγω της αρχιτεκτονικής της Μονής και των καλλιτεχνικών θησαυρών που φυλάσσονται εκεί, ένα εξαιρετικό παράδειγμα χριστιανικού μοναστικού οικισμού ζώντος για 15 αιώνες αδιαλείπτως σε απομακρυσμένη περιοχή, καταδεικνύοντας μια στενή σχέση φυσικού μεγαλείου και πνευματικής αφοσίωσης, και τέλος, στο γεγονός ότι η Μονή είναι ιερός τόπος για 3 παγκόσμιες θρησκείες, Χριστιανισμός, Ισλάμ, Ιουδαϊσμός», καθιστώντας τη σύμβολο θρησκευτικού πλουραλισμού και ειρηνικής συνύπαρξης σε τόπους που είναι συνεχώς υπό ανάφλεξη.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα υπερβαίνει τις διακρατικές σχέσεις Ελλάδας-Αιγύπτου και πρέπει να διευθετηθεί και για την Ελλάδα, αλλά και διεθνώς ως ένα ζήτημα Διεθνούς Δικαίου. Το νομικό καθεστώς της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά ρυθμίζεται κανονιστικώς από τις οικείες διατάξεις της Σύμβασης της Unesco του 1972 για την Παγκόσμια Πολιτιστική και Φυσική Κληρονομιά. Η ανωτέρω Σύμβαση στην οποία έχουν προσχωρήσει πάνω από 191 κράτη-μέλη του ΟΗΕ θεσπίζει ολοκληρωμένο ενιαίο σύνολο κανόνων του Διεθνούς Δικαίου για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, το οποίο δεσμεύει στο ακέραιο όλα τα κράτη που έχουν προσχωρήσει, συμπεριλαμβανομένης και της Αιγύπτου, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών. Το Διεθνές Δίκαιο -όπως η Σύμβαση της UNESCO- έχει άνευ άλλου τινός υπέρτερη τυπική ισχύ σε σχέση με τις διατάξεις των κρατών που το έχουν καταστήσει μέρος της έννομης τάξης τους. Συνεκδοχικά, το γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις της Μονής τελούν υπό καθεστώς αδιάλειπτης χρήσης από την ορθόδοξη μοναστική κοινότητα για 15 αιώνες έως σήμερα μπορούν να ενισχύσουν τον διεθνή διάλογο στο ήδη καθορισμένο από τη Διεθνή Σύμβαση της Unesco νομικό πλαίσιο.

Συνεπώς, η Αίγυπτος δεν μπορεί επικαλούμενη το εσωτερικό της δίκαιο ή τις δικαστικές αποφάσεις που το εφαρμόζουν να αντιτάξει δήθεν αδυναμία εφαρμογής της Σύμβασης της Unesco του 1972. Αυτό σε συνδυασμό με τη νομική της δέσμευση από την ένταξη του μνημείου στη λίστα, η οποία κατοχυρώνει τη Μονή στην ολότητά της, δηλαδή τη θρησκευτική, πνευματική και λειτουργική ταυτότητά της, δεσμεύει την Αίγυπτο διεθνώς να προστατεύει, να διατηρεί και να μην αλλοιώνει τον χαρακτήρα και την ακεραιότητα της Μονής. Η διασφάλιση της πνευματικής και λειτουργικής ιδιοσυστασίας, η οποία συμπεριλαμβάνει και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά ως Κέντρο Ορθόδοξης Πνευματικότητας, ενισχύεται και από τις διατάξεις του άρθρου 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, οι οποίες καθιερώνουν το θεμελιώδες δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλαδή της ακώλυτης άσκησης εκ μέρους των πιστών ατομικά ή συλλογικά του θεμελιώδους δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Ας σημειωθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την ετήσια υποχρεωτική ανανέωση της βίζας των μοναχών που εγκαταβιούν στη Μονή ότι η νομολογία δέχεται ότι μέσω της εφαρμογής του ως άνω άρθρου 18 κάθε θρησκευτική κοινότητα προστατεύεται έναντι οποιασδήποτε κρατικής παρέμβασης από όποια εξουσία -νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική- κι αν προέρχεται.

Ενισχυτικά με την ήδη υπάρχουσα νομική βάση και τη διεθνή πολιτική πίεση προς την Αίγυπτο ως απότοκος της ορθής αξιοποίησής της, εκτός από την υλική πολιτιστική κληρονομιά που κατοχυρώνει η Σύμβαση της Unesco του 1972, εν δυνάμει τη οποίας καταχωρήθηκε η Μονή στα μνημεία Παγκόσμια Πολιτιστικής Κληρονομιάς, υπάρχει και η Σύμβαση της Διαφύλαξης της Άυλης Πολιτιστικής Kληρονομιάς που έπεται χρονικά της άνω καταχώρησης, διότι υπεγράφη από τα κράτη-μέλη το 2003. Θα μπορούσε, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση να αιτηθεί από κοινού με την Αίγυπτο, ή και μόνη της λόγω του ισχυρού πνευματικού ελληνορθόδοξου δεσμού με τη θρησκευτική πρακτική της Μονής, στην Επιτροπή Διαφύλαξης της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς την ένταξη του θρησκευτικού τελετουργικού έργου της ζωντανής ελληνορθόδοξης μοναστικής κοινότητας στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Αυτό θα λειτουργούσε ενισχυτικά ως ασφαλιστική δικλείδα, ώστε η Ελλάδα αφενός να υψώσει ανάχωμα στη μεθοδική υποβάθμιση της Μονής ως ζώσας κοινότητας σε μουσείο, αφετέρου να τονιστεί έτι περαιτέρω η ορθόδοξη πνευματικότητα, που με το βίο τους και το λατρευτικό τους έργο διαιωνίζουν οι μοναχοί της Μονής, ως πολιτιστικό αποτύπωμα για την ανθρωπότητα από τη στιγμή που η θρησκευτική πρακτική ασκείται σε μορφή κοινότητας και όχι μόνο από θρησκευτικής πλευράς.

Η ελληνική κυβέρνηση με την ως άνω νομική βάση διεθνούς περιωπής και αν η αιγυπτιακή πλευρά θελήσει να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση αντιθέτως με τα όσα είχε δεσμευθεί ότι θα αναγνώρισε στον διακρατικό εξωδικαστικό συμβιβασμό που δεν ολοκληρώθηκε με δική της ευθύνη, μπορεί να προσφύγει επίσημα στην Unesco, κινητοποιώντας τη διεθνή κοινότητα και να ζητήσει από την Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς ενόψει της προσεχούς Συνόδου της τον Ιούλιο του 2025 να εγγράψει τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς σε Κίνδυνο, προκειμένου να ληφθούν ενισχυμένα μέτρα προστασίας και να καταθέσει υπόμνημα σχετικά με την παραβίαση διεθνών υποχρεώσεων από την Αίγυπτο κατόπιν επιτόπιας αξιολόγησης της κατάστασης από εμπειρογνώμονες.

Από την πλευρά της, η Unesco θα χαιρέτιζε μια τέτοια διεκδίκηση, καθώς ήδη τα τελευταία έτη έχει απευθύνει πολλές αιτιάσεις προς το κράτος-μέλος της Αιγύπτου για επαναξιολόγηση των μελλοντικών αναπτυξιακών έργων που ενδέχεται να επηρεάσουν την ακεραιότητα ή την αυθεντικότητα του Εξαιρετικής Οικουμενικής Αξίας μνημείου, μάλιστα τελευταία με την απόφαση της 7.45 COM 7B.138, η οποία εκδόθηκε κατά την 4η Σύνοδο τον Ιούνιο του 2023 στο Παρίσι, η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς είχε ζητήσει από το κράτος-μέλος της Αιγύπτου να ανασταλούν τα περαιτέρω κατασκευαστικά έργα που περιλαμβάνονται στην «Πρωτοβουλία Μεγάλης Μεταμόρφωση – Η Ειρήνη της Γης» για την ανάπτυξη της πόλης της Αγίας Αικατερίνης μέχρι να διεξαχθεί Εκτίμηση Επιπτώσεων στην Κληρονομιά και να συνταχθεί Σχέδιο Διαχείρισης που να προβλέπει την εφαρμογή του Σχεδίου Διατήρησης για την ιδιοκτησία.

Η Αίγυπτος οφείλει κατά τα ανωτέρω να σέβεται τη Σύμβαση στην οποία έχει προχωρήσει πέρα και έξω από κάθε δικαστική απόφαση, αποδεικνύοντας ότι ανήκει στα νομικά συστήματα του πολιτισμένου κόσμου και άρα να σέβεται τον χαρακτήρα και συνεπώς και τον ιδιοκτησιακό χαρακτήρα της Μονής. Πολλώ δε μάλλον οφείλει να το κάνει στο πλαίσιο της αξίωσής της να εκλεγεί ο πρώην υπουργός Τουρισμού και Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου Χαλίντ Ελ Ενάνι, ο πρώτος Αιγύπτιος γενικός γραμματέας του Διεθνούς Οργανισμού της Unesco. Αυτονοήτως δε και η Ελλάδα πρέπει να κινητοποιηθεί άμεσα προς την κατεύθυνση διεθνοποίησης του ζητήματος, χωρίς να περιπλέκεται σε άκαρπες διακρατικές προσεγγίσεις με τη γείτονα χώρα, η οποία απέδειξε αιφνιδιαστικά ότι έχει τους δικούς της «λόγους» να μη σέβεται το Διεθνές Δίκαιο. Οποιοσδήποτε άλλος δρόμος θα ήταν «ολισθηρός» και θα μας εγκλώβιζε στην έννομη τάξη της Αιγύπτου.

Να μη διαλάθει της προσοχής μας ότι το νομικό καθεστώς της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά αυτό είναι ένα ιδιότυπο ζήτημα σε μια περιοχή υψηλού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, η αντιμετώπιση του οποίου θα αποτελέσει πρόκριμα και για άλλες παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον με πολυμορφικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο αποτύπωμα του ανθρώπινου πνεύματος και όχι μόνο. Γι’ αυτόν τον λόγο το σημαίνον ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με νομική ορθότητα και πολιτική αξιοπιστία. H Σύμβαση της Unesco έχει αποδειχθεί ένα μοναδικό μέσο διεθνούς συνεργασίας για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτονοήτως, μόνο μέσω χάραξης πολιτικής Διεθνούς Δικαίου δύναται η ελληνική κυβέρνηση να διαφυλάξει αφενός τα πνευματικά σύνορα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας κι αφετέρου να συμβάλλει στην αποφυγή ερήμωσης της Μονής και την προσάρτηση αραβικού πληθυσμού στο πλαίσιο της Μεγάλης Μεταμόρφωσης, αλλά και στη διατήρηση του Μνημείου Εξαιρετικής Παγκόσμιας Πολιτιστικής Αξίας που ορίζεται από την Unesco ως «Περιοχή Αγία Αικατερίνη».

 

* Η Ερμιόνη Σεληγκούνα είναι δικηγόρος, ειδικευθείσα στην Παγκόσμια Ρύθμιση Αγορών και στο Δίκαιο Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

eleftheria.gr