Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Με αφορμή την ανοικτή επιστολή του Σεβ. Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου κ. Μακαρίου προς τον γέροντα π. Δοσίθεο της Ι.Μ. Αγίας Σκέπης Παραποτάμου.

Γέρων Δοσίθεος (Ι. Μονή Αγίας Σκέπης Παραποτάμου Σιντικής) | ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ ΤΑΣ  ΘΥΡΑΣ 

Εν Κυθήροις τη 12η Ιουνίου 2025

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου- συγγραφέως -Ι. Μ. Κυθήρων και Αντικυθήρων

    Τον Γέροντα και αγαπητόν εν Χριστώ αδελφό π. Δοσίθεο τον γνωρίζω εδώ και δεκαετίες, από το 1998. Για ένα διάστημα μάλιστα εγκαταβιώσαμε στο ίδιο Μοναστήρι, στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μουτσιάλης, που βρίσκεται στην κοιλάδα του Αλιάκμονα, εκεί που κάποτε, τον 14ον αιώνα, ήκμασε η ξακουστή Σκήτη της Βέροιας και ανέδειξε πολλά Μοναστήρια και ασκητήρια. Με αξίωσε ο Θεός επίσης να συνεργασθώ μαζί του στον τομέα της Εξωτερικής Ιεραποστολής και να πραγματοποιήσουμε μαζί ιεραποστολική περιοδεία στην  Λατινική Αμερική. Συμμετείχαμε ακόμη στις Συνάξεις Κληρικών και Μοναχών, που επραγματοποιούντο επί σειρά ετών στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου.

   Λοιπόν, τον Γέροντα τον γνωρίζω πολύ καλά. Γνωρίζω το ήθος του, την ακεραιότητα του χαρακτήρος του, την αφοσίωσή του στους τύπους και τους κανόνες της μοναχικής ζωής, προ πάντων όμως το ομολογιακό του φρόνημα και  τον αγνό ζήλο του για την διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως από κάθε παραχάραξη και τους αγώνες του για την καταπολέμηση των αιρέσεων και ιδίως του Οικουμενισμού. Όταν αργότερα εγκασταστάθηκε στην  Ι.Μ. Αγίας Σκέπης Παραποτάμου, χαιρόμουν και εδόξαζα τον Θεόν, διότι το Μοναστήρι συν τω χρόνω κατέστη λιμάνι σωτηρίας ψυχών και προπύργιο Ορθοδοξίας. Γεγονός, βέβαια, για το οποίο θα έπρεπε να χαίρεται και να δοξάζει τον Θεόν πρωτίστως και κυρίως ο οικείος Επίσκοπος, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος.

    Ωστόσο πολύ λυπήθηκα, όταν πριν από λίγες ημέρες διάβασα την δημοσιευθείσα  ανοικτή επιστολή του Σεβασμιωτάτου προς τον Γέροντα. Και τούτο διότι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η επιστολή δεν αποδίδει την αλήθεια των πραγμάτων, ούτε ως προς τον πρόσωπο του Γέροντα, ούτε ως προς την εκκλησιαστική διακονία και δράση του, αντιαιρετική και ποιμαντική. Δεν θα σχολιάσω το περιεχόμενο της επιστολής αυτής, διότι αυτή ήδη σχολιάσθηκε, (λίαν επιτυχώς κατά την γνώμη μου), στο πρόσφατο δημοσίευμα - ανοικτή επιστολή της Συντονιστικής Επιτροπής των Πιστών της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου[1], όπως επίσης και από άλλα πρόσωπα. 

Θα περιοριστώ να σχολιάσω και να απαντήσω μόνον σε ένα ερώτημα, που διατυπώνεται στην επιστολή: «Πού ανακαλύψατε σεις ότι είναι Οικουμενιστής, [ο Πατριάρχης], και τόσες άλλες κατηγορίες, που εκτοξεύετε εναντίον του;». Ορισμένες απαντήσεις, και μάλιστα ευστοχώτατες, στο παραπάνω ερώτημα έχει ήδη δώσει η Συντονιστική Επιτροπή. Θεωρώ όμως αναγκαίο να προστεθούν ορισμένα επί πλέον αποδεικτικά στοιχεία – ντοκουμέντα, που απαντούν ακόμη πιο ξεκάθαρα στο παραπάνω ερώτημα και συντρίβουν κάθε προσπάθεια του Σεβασμιωτάτου να παρουσιάσει τον οικ. Πατριάρχη ως «Ορθοδοξότατον» και ως μη Οικουμενιστή.

    Δυστυχώς δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό τα όσα κατά καιρούς, (στο διάστημα της τριακονταετούς και πλέον πατριαρχίας του), είπε και έπραξε δημοσίως και επισήμως ο οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος. Πάμπολλες είναι οι κακόδοξες διακηρύξεις του σε παγκόσμιους οργανισμούς, σε διεθνή διαθρησκειακά και άλλα συνέδρια και forum και σε διάφορες εκδηλώσεις και συναντήσεις του με πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες. Πρόκειται για κακοδοξίες, που ίσως κανένας άλλος Πατριάρχης, από όσους εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας, δεν τόλμησε να διακηρύξει. Στις γραμμές που ακολουθούν  σταχυολογούμε ελάχιστα από τα κατά καιρούς λεχθέντα και πραχθέντα του  οικ. Πατριάρχου, για να φανεί πόσο μεγάλη ζημία προξενούν στο σώμα της Εκκλησίας όσοι καταβάλλουν αγωνιώδεις προσπάθειες να τον παρουσιάσουν ως «Ορθοδοξότατον» και ως «επόμενο των Πατέρων».

    Με πολλή θλίψη και οδύνη ψυχής γίναμε μάρτυρες των όσων διεκήρυξε κατά την συνάντησή του με τον πρώην πάπα Φραγκίσκο στα Ιεροσόλυμα τον Μάϊο του 2014. Μεταξύ άλλων ο κ. Βαρθολομαίος διατύπωσε μια καινοφανή Εκκλησιολογία, εντελώς ξένη προς την Ορθόδοξη, στην οποία η Εκκλησία παρουσιάζεται ως Μία και ταυτόχρονα διεσπασμένη εν χρόνω. Είπε: «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ιδρυθείσα υπό του εν ‘αρχή Λόγου’, του ‘όντος προς τον Θεόν’ Λόγου, κατά τον ευαγγελιστήν της αγάπης, δυστυχώς κατά την επί γης στρατείαν αυτής, λόγω της υπερισχύσεως της ανθρωπίνης αδυναμίας και του πεπερασμένου θελήματος του ανθρωπίνου νοός, διεσπάσθη εν χρόνω. Ούτω διεμορφώθησαν καταστάσεις και ομάδες ποικίλαι εκ των οποίων εκάστη διεκδικεί ‘αυθεντίαν’ και ‘αλήθειαν’».[2] Γύρω από την καινοφανή αυτή και κακόδοξη, όπως θα φανεί στη συνέχεια, διακήρυξη έχει ασχοληθεί η «Σύναξη κληρικών και Μοναχών», η οποία εξέδωσε σχετική βαρυσήμαντη μελέτη το 2015, με τίτλο: «Η νέα Εκκλησιολογία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και επίκαιρα ομολογιακά κείμενα»[3] και παραπέμπουμε εκεί για περισσότερα στοιχεία τον αναγνώστη. Από το φυλλάδιο αυτό παραθέτουμε προς ενημέρωση του Σεβασμιωτάτου και του πιστού λαού του Θεού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

     «…Η θέση αυτή, [περί μιας και ταυτόχρονα διεσπασμένης Εκκλησίας], συνιστά συνειδητή άρνηση τουλάχιστον της ενότητος της ‘Μιάς’ Εκκλησίας ως ιδιότητος και οντολογικού Της δεδομένου. Η συμπερίληψη της ιδιότητος αυτής στο εκκλησιολογικό άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, αποτελεί την έκφραση της αυτοσυνειδησίας και αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και κατά συνέπειαν όποιος – κληρικός ή λαϊκός - αμφισβητεί συνειδητώς, ή απορρρίπτει την πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή οριοθετείται με κάθε ακρίβεια στους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων και ιδιαιτέρως στα μονοσήμαντα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, ευλόγως εκπίπτει από το Σώμα της Εκκλησίας, υποκείμενος σε καθαίρεση, ή αφορισμό κατά τις Οικουμενικές Συνόδους[4]».[5]

    «Η σαφής υπόσχεση του Κυρίου, ότι ‘πύλαι άδου ου κατισχύσουσι’[6]  της Εκκλησίας, πολλώ μάλλον επειδή ‘το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστίν και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί’[7],  καταρρίπτει κάθε ισχυρισμό του Πατριάρχου, ότι ‘υπερίσχυσεν ο ανθρώπινος παράγων’ στη β΄ χιλιετία της ιστορίας Της! Είναι σαφείς εν προκειμένω οι διαπιστώσεις των αγίων Πατέρων:  Για τον Μ. Βασίλειο ο Χριστός ‘εν μέσω’ της Εκκλησίας ‘εγένετο, χαριζόμενος αυτή το μη σαλεύεσθαι’[8]· Ο Θεολόγος Γρηγόριος ονομάζει την Εκκλησία ‘κληρονομίαν Χριστού μεγάλην και ου παυσομένην, αλλ’ αεί βαδιουμένην’, ο δε Χρυσόστομος Ιωάννης διακηρύσσει ότι η Εκκλησία ονομάζεται από την Γραφή ‘όρος, δια το απερίτρεπτον και πέτρα, δια το άφθαρτον’[9]. Ο άγιος Νεκτάριος ο Πενταπόλεως, ομόφωνος με την ομολογία πάντων των αγίων Πατέρων, βεβαιώνει ότι η Εκκλησία ‘μόνη εστίν ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας’ [10], ‘διότι το Πνεύμα το παράκλητον μένει εν αυτή εις τον αιώνα’ [11]».[12] 

     «Η Εκκλησία έχοντας ως οντολογικό Της δεδομένο την ενότητα, δεν την επιζητεί, απλώς την διατηρεί – ‘τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης’[13] -, είναι δε αυτή ουσιώδες  χαρακτηριστικό Της, καθ’ όσον ‘το της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλ’ ενώσεως εστι και συμφωνίας όνομα’[14]Εκκλησία διῃρημένη καί διεσπασμένη είναι τραγέλαφος καί ψιλή φαντασία…. Η ενότης της δογματικής πίστεως είναι λοιπόν επίσης δεδομένον της Εκκλησίας· διότι καθώς η Κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, δεν μπορεί να διασπασθεί – ‘ου μεμέρισται ο Χριστός’[15] -, έτσι και στην Εκκλησία υφίσταται ‘εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα’[16] και όχι δογματική πολυφωνία· Η Εκκλησία διαμορφώνει ενιαία πίστη στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, ‘κατά μίαν της πίστεως και χάριν και κλήσιν τους πιστούς αλλήλοις ενοειδώς συνάπτουσα’ [17]».[18]

    «Οι πεποιθήσεις αυτές του Οικουμενικού Πατριάρχου, [περί μιας και ταυτόχρονα διεσπασμένης Εκκλησίας], έχουν εμπράκτως βεβαιωθεί με διάφορες παλαιότερες εκδηλώσεις του οικουμενιστικού γίγνεσθαι: Επί παραδείγματι, με την παρουσία, ή και συμπροσευχή του Οικουμενικού Πατριάρχου σε εσπερινό της Θρονικής Εορτής της Ρώμης, (Ιούνιος 1995), στην κηδεία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄,  (Απρίλιος 2005), σε παπική λειτουργία στο Βατικανό, (Ιούνιος 2008), σε συνεδρία της Συνόδου των Καθολικών Επισκόπων, (Οκτώβριος 2008) και στην πρώτη επίσημη λειτουργία του Πάπα Φραγκίσκου, (Μάρτιος 2013), με την από κοινού ευλόγηση των Ορθοδόξων πιστών από τον κ. Βαρθολομαίο και τον Καρδινάλιο Cassidy, (Φανάρι, Θρονική Εορτή 1992), καθώς και με τη συμμετοχή του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στο Φανάρι, (Νοέμβριος 2006), όπου ο Πάπας, φορώντας ωμοφόριο, απήγγειλε το ‘Πάτερ ημών’ και του εψάλη Πολυχρόνιον! ….Ακόμη, με την επίδοση αγίου Ποτηρίου ως δώρου στον νεοεκλεγέντα ουνίτη, (εν Αθήναις), επίσκοπο ‘Καρκαβίας’, Δημήτριο Σαλάχα, (Μάιος 2008), με τη συμμετοχή του παπικού επισκόπου Louis Pelâtre στον εσπερινό της αγάπης στο Φανάρι το Πάσχα του 2009, έθος που συνεχίσθηκε και τα επόμενα έτη, με είσοδο των ετεροδόξων στο ιερό Βήμα διά της Ωραίας Πύλης. Με τη συμμετοχή του κ. Βαρθολομαίου στη Σύνοδο των Αγγλικανών στο Labeth Palace, (Νοέμβριος 1993). Όλα αυτά και πολλά άλλα, διανθίσθηκαν με συμπροσευχές, προσφωνήσεις ή και κοινές εκκλησιολογικές δηλώσεις».[19]

    Η «Σύναξη κληρικών και Μοναχών», κάνει επίσης λόγο για μία ακόμη κακόδοξη διακήρυξη του οικ. Πατριάρχου στην ως άνω μνημονευθείσα μελέτη. Με καύχηση διαπιστώνει ο Πατριάρχης ότι η Ορθοδοξία και ο Παπισμός αποτελούν αμφότερες αληθείς Εκκλησίες με έγκυρα μυστήρια, οι οποίες «αναγνωρίζουν η μία την άλλη ως Αδελφές Εκκλησίες, από κοινού υπεύθυνες για τη διαφύλαξη της μιας Εκκλησίας του Θεού», ερχόμενος έτσι σε πλήρη αντίθεση με αποφάσεις μιάς σειράς Οικουμενικών και Ενδημουσών Συνόδων, οι οποίες έχουν καταδικάσει τον Παπισμό ως αίρεση. Γράφει: «…Ήδη πολύ ενωρίς ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε εκφράσει την άποψή του υπέρ της ισότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της αιρέσεως του Παπισμού: ‘Μια κοινή μυστηριακή κατανόηση της Εκκλησίας έχει αναδυθεί, διατηρηθεί και μεταδοθεί διαχρονικώς από την αποστολική διαδοχή [...] Η Μεικτή Επιτροπή έχει δυνηθεί να διακηρύξει, ότι οι Εκκλησίες μας αναγνωρίζουν η μία την άλλη ως Αδελφές Εκκλησίες, από κοινού υπεύθυνες για τη διαφύλαξη της μιας Εκκλησίας του Θεού, με πιστότητα προς το θείο σχέδιο, και με έναν τελείως ιδιαίτερο τρόπο όσον αφορά στην ενότητα [...] Με αυτήν την προοπτική παρακινούμε τους πιστούς μας, Καθολικούς και Ορθοδόξους, να ενισχύσουν το πνεύμα της αδελφοσύνης, το οποίο προέρχεται από το ένα Βάπτισμα και από τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή [20]»[21].  

    Εν τέλει η μελέτη της «Συνάξεως» καταλήγει: «Από τις παραπάνω σύντομες, κατά το δυνατόν περιεκτικές, δογματικές διαπιστώσεις καθίσταται ηλίου φαεινοτέρα η απόσταση των κατά καιρούς πατριαρχικών δηλώσεων από την Ορθοδοξία: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος πιστεύει σε μία ‘διευρυμένη και διηρημένη’ Εκκλησία· διευρυμένη, διότι θεωρεί τους αιρετικούς ως ανήκοντες σε αυτήν, δυνάμει οποιουδήποτε ‘βαπτίσματος’, παρά τα αιρετικά τους δόγματα και το σχίσμα της ακοινωνησίας, διηρημένη δε, διότι δεν υπάρχει ‘διακοινωνία’ Ορθοδόξων και αιρετικών. Μολονότι διηρημένη ‘εντός της ιστορίας’, η Μία Εκκλησία συνεχίζει να υφίσταται ‘κάπου-κάπως’, κατά τον κ. Βαρθολομαίο».[22]

    Ο κ. Βαρθολομαίος προτού ακόμη εκλεγεί Οικουμενικός Πατριάρχης έλαβε το διδακτορικό του στο Κανονικό Δίκαιο από το Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης, υποβάλλοντας διατριβή με θέμα: «Περί την κωδικοποίησιν των ιερών κανόνων και των κανονικών Διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία».[23] Σ’ αυτή, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι πολλοί από τους Ιερούς Κανόνες των Αγίων Πατέρων πρέπει να καταργηθούν. Λέγει επί λέξει: «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν, καθ’ ην στιγμήν αύτη δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να “αρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις προς “ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον. Η Εκκλησία δεν δύναται και δεν πρέπει να ζη εκτός τόπου και χρόνου»[24]. Ωστόσο είναι εις όλους γνωστό, ότι οι Ιεροί Κανόνες έχουν περιβληθεί με θεόπνευστον κύρος και συνεπώς έχουν διαχρονική αξία. Πως είναι λοιπόν δυνατόν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες, που είναι καρποί του αγίου Πνεύματος να στερούνται αγάπης, φιλανθρωπίας και να έχουν ανάγκη αναζωογονήσεως;  Τις απαράδεκτες αυτές θέσεις, τις διατύπωσε ως διάκονος και μετέπειτα ως Πατριάρχης, κατήργησε δε πάνω στην πράξη αυτούς τους Ιερούς Κανόνες, συμπροσευχόμενος επανειλημμένως με αιρετικούς.

    Στις 17.3.2001 σε μήνυμά του στο  Durban της Ν. Αφρικής με την ευκαιρία Παγκοσμίου Διασκέψεως διεκήρυξε: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν επιδιώκει να πείση τους άλλους περί συγκεκριμένης τινος αντιλήψεως της αληθείας, ή της αποκαλύψεως, ούτε επιδιώκει να τους μεταστρέψει εις συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως».[25] Με την παρά πάνω κακόδοξη διακήρυξη ισχυρίζεται ότι η αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι, να οδηγήσει τους ετεροδόξους αιρετικούς και αλλοθρήσκους στην αλήθεια του Ευαγγελίου, διαγράφοντας την εντολή του Κυρίου μας:  «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ έθνη, βαπτίζοντες αυτούς…» (Ματθ. 28,19).

    Στην «Παγκόσμιο Διάσκεψη Θρησκείας και Ειρήνης» στη Riva del Garda της Ιταλίας στις 4.11.1994, δήλωσε ότι «πρέπει να συντελέσωμε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του Οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφ’ όσον είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού». Και απηύθύνε την εξής πρόσκληση: «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί και Κουμφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση, αλλά για μία συμμαχία και συλλογική προσπάθεια, για να οδηγήσωμε τον κόσμο μας μακριά από τους ψεύτικους προφήτες του εξτρεμισμού και της μη ανοχής».[26] Ο κ. Βαρθολομαίος εδώ εισηγείται συμμαχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις θρησκείες του κόσμου, που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, εμπνεόμενα από τον διάβολο, σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής: «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια», (Ψαλμ. 95,5). Συμμαχία και συνεργασία του Χριστού με τον διάβολο μπορεί να υπάρξει; Ο απόστολος Παύλος μας δίνει την απάντηση: «τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;», (Β΄ Κορ.6,14). Ασφαλώς καμία.

    Στο Διαθρησκειακό Συνέδριο με θέμα: «Ο διάλογος μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών: Μπροστά σ’ ένα πολιτισμό ειρήνης», που έλαβε χώρα στο Rabat του Μαρόκου από 14 έως 16.2.1998, διεκήρυξε σε μήνυμά του, (το οποίο ανέγνωσε ο εκπρόσωπός του, Επίσκοπος Ρηγίου Εμμανουήλ Αδαμάκης), μεταξύ άλλων, τα εξής. Αφού κατ’ αρχήν  υπεγράμμισε τις θεμελιώδεις ιδιότητες των οικτιρμών και της ελεημοσύνης του Θεού, τις οποίες εξαίρουν τα ιερά βιβλία των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, κάλεσε να συμμορφωθούμε προς το πνεύμα αυτό των θείων οικτιρμών και της ελεημοσύνης. Είπε: «Εν προκειμένω ο πολιτισμός της ειρήνης είναι αναμφισβητήτως τελειότερος από τον πολιτισμόν της αντιπαλότητος και του πολέμου και αποτελεί διά πάντας ημάς στόχον ιερόν και επιτεύξιμον και αγαπητόν εις τον Ένα Θεόν, τον Οποίον όλοι, έστω και κατά διάφορον τρόπον έκαστος, επιθυμούμεν όπως λατρεύωμεν».[27] Και στη διακήρυξή του αυτή εισηγείται την αναγκαιότητα της συνεργασίας των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, (επομένως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας), εν ονόματι του «πολιτισμού της ειρήνης». Και εδώ ισχύουν όσα ελέχθησαν στην προηγούμενη παράγραφο σχετικά με το αδύνατον μιάς τέτοιας συνεργασίας. Ο οικ. Πατριάρχης δυστυχώς αδυνατεί να κατανοήσει ότι ο Χριστός δεν δέχεται συνεργασία με τον διάβολο και τα κατασκευάσματά του, (τις θρησκείες του κόσμου), προκειμένου να επιτευχθούν κοσμικού τύπου στόχοι, όπως η παγκόσμια ειρήνη. Μία και μόνον ειρήνη μας χαρίζει ο Χριστός, αυτή για την οποία ομίλησε στη νύχτα του μυστικού δείπνου: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν εγώ δίδωμι υμίν», (Ιω. 14,27).  

    Στο Διαθρησκειακό Συμπόσιο «Διαθρησκειακός Διάλογος τοῦ Β΄ Συμβουλίου Θρησκειῶν τῆς Τουρκίας» στις 23 έως 27.9.1998, στην Άγκυρα, όπου συμμετείχαν, εκτός του Οικουμενικού Πατριάρχου με την αντιπροσωπεία του, αρκετοί εκπρόσωποι του Παπισμού, των Ευαγγελικών της Γερμανίας, αντιπροσωπεία του Ιουδαϊσμού υπό τον Αρχιρραβίνο της Ιερουσαλήμ, ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας κ.α., διεκήρυξε τα εξής: «Το κύριο πρόβλημα στην αλληλοκατανόηση, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών είναι η απολυτότης. Η θέση δηλαδή της κάθε θρησκείας ότι αυτή και μόνον κατέχει την απόλυτη περί του Θεού και κόσμου αλήθεια. Ωστόσο, επειδή ο Θεός μόνος είναι η απόλυτη αλήθεια, από την οποία κάθε άνθρωπος γνωρίζει όψεις μόνον της αληθείας, γι’ αυτό ο καθένας, [άρα και εμείς οι Ορθόδοξοι], οφείλει να ομολογεί, όπως ο Σωκράτης, την άγνοιά του και να είναι ανοικτός προς τις απόψεις των άλλων. Επομένως οι δυσκολίες στη διαθρησκειακή επικοινωνία ανακύπτουν από το γεγονός ότι ο καθένας γνωρίζει μεν διάφορες όψεις της αληθείας, αλλά αυτές τις απολυτοποιεί και θέλει να τις επιβάλλει στον άλλο. Οι θρησκευτικοί ηγέτες καθήκον έχουν να απορρίπτουν τέτοιες απολυτοποιήσεις.…».[28] Άρα εμείς οι Ορθόδοξοι γνωρίζουμε όψεις μόνον της αληθείας και όχι την πλήρη και τελεία Αλήθεια – Χριστός. Και επειδή δεν έχουμε έρθει ακόμη διά του Κυρίου Ιησού Χριστού εις επίγνωσιν της πλήρους Αληθείας περί του μόνου αληθινού Θεού, έχουμε ανάγκη να ομολογούμε την άγνοιά μας, όπως ο Σωκράτης, και να αναζητούμε την πλήρη και «απόλυτη» αλήθεια στις άλλες θρησκείες! Πρόκειται για διακηρύξεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγο του Κυρίου: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της Αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», (Ιω. 16,13)

    Στη θρονική εορτή του Πατριαρχείου στις 30.11.1998, απευθυνόμενος προς την παπική αντιπροσωπία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Καρδινάλιος William Η. Keeler, είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε William Η. Keeler και λοιποί εν Χριστώ αδελφοί οι αποτελούντες την Αντιπροσωπείαν της Εκκλησίας Ρώμης, […]. Δεν πρέπει να σπαταλήσωμεν τον χρόνον εις αναζητήσεις ευθυνών. Οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού. Αιτούμεθα υπέρ αυτών το έλεος του Θεού, αλλ’ οφείλομεν ενώπιον Αυτού όπως επανορθώσωμεν τα σφάλματα εκείνων».[29] Αποτελεί όντως φρικτή βλασφημία, το να ονομάζονται οι άγιοι Πατέρες μας, οι οποίοι ως πύργοι άσειστοι και ως αστέρες πολύφωτοι αγωνίσθηκαν εναντίον του Παπισμού, όπως ο μέγας Φώτιος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης και πλείστοι άλλοι, όργανα και θύματα του διαβόλου! 

    Τέλος, στη Διαθρησκειακή Συνάντηση στο Εμιράτο του Μπαχρέιν, στις 25.9.2000, διεκήρυξε μεταξύ άλλων τα εξής: «Αλλά, δεν εγκαταλείπομεν την ελπίδα ότι το ευαγγελικόν κήρυγμα της καταλλαγής, του συμβιβασμού και της ειρηνικής συνεργασίας… και η αντίστοιχος πρόσκλησις του Κορανίου… θα υπερισχύσουν, θα γίνουν υφ’ όλων αποδεκτά και θα οδηγήσουν εις παγίωσιν της ειρήνης και της ευημερίας των λαών, ώστε έκαστος να λατρεύη τον Ένα Θεόν ως, (=όπως), προτιμά και όλοι μαζί να συνεργαζώμεθα δια το κοινόν καλόν».[30] Μ’ άλλα λόγια όχι μόνον το Ευαγγέλιο, αλλά και το Κοράνιο, (το οποίο βλασφημεί τον Χριστόν ως κτίσμα), τοποθετείται στην ίδια ευθεία, ως ισόκυρο με το Ευαγγέλιο. Ευαγγέλιο λοιπόν και Κοράνιο, πρόκειται στο μέλλον να υπερισχύσουν και να γίνουν από όλους αποδεκτά, άρα και από μας τους Ορθοδόξους, ώστε να μας οδηγήσουν στην παγκόσμια ειρήνη. Τότε ο καθένας θα λατρεύει τον Ένα και αληθινό Θεό, όπως προτιμά και όχι όπως μας διδάσκει ο Κύριος Ιησούς Χριστός και η Εκκλησία του. Διερωτώμεθα, αν υπάρχει φρικτότερη κακοδοξία από αυτήν!

    Τις παρά πάνω φρικτές κακοδοξίες, (και άλλες που δεν μνημονεύσαμε λόγω ελλείψεως χώρου και χρόνου), έχοντας υπ’ όψη του ο μακαριστός πρώην Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου κυρός Χρυσόστομος Πήχος, κατέθεσε στις 25 Φεβρουαρίου 2017 προς όλα τα μέλη της Ιεραρχίας, μνημειώδη, ρωμαλέα και ομολογιακή επιστολή, στην οποία, αφού προηγουμένως καταθέτει τις ως άνω κακοδοξίες, επιλέγει, απευθυνόμενος προς την Ιεραρχία τα εξής: «Παρακαλούμεν την Αγίαν και Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως συσκεφθείσα καθ᾽ εαυτήν διαπιστώση και κάνη δεκτήν την κατάγνωσιν των ανωτέρω ετεροδιδασκαλιών, αποκηρύξη δε και καταδικάση αυτάς ως αντικειμένας τη ορθή διδασκαλία της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας και εφαρμοσθώσι τα υπό των Ιερών Κανόνων προβλεπόμενα, με απώτερον σκοπόν να κοπάση ο κλυδωνισμός όχι μόνον της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και όλης της ανά την οικουμένην Ορθοδόξου Εκκλησίας».[31] Δυστυχώς για άλλη μια φορά, η Ιεραρχία ουδέν έπραξε.

    Από τα παραπάνω παρατεθέντα, με άκρα συντομία, αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει αβίαστα ότι οι οικουμενιστικού χαρακτήρος κακόδοξες διακηρύξεις του οικ. Πατριάρχου ούτε «ανακάλυψη» του Γέροντα π. Δοσιθέου είναι, ούτε επινόηση δική μου. Είναι διακηρύξεις που έχουν ήδη καταγραφεί με ανεξίτηλα γράμματα στις πιο μελανές σελίδες της Εκκλησιαστικής μας Ιστορίας. Όσοι κληρικοί πεισματικά επιμένουν να κλείνουν τα μάτια τους και να αγνοούν θεληματικά την τραγική αυτή πραγματικότητα, απλώς ζουν εκτός χώρου και χρόνου και εκτός πραγματικότητος. Ζουν σ’ ένα φανταστικό δικό τους κόσμο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σωτηρία τους και τη σωτηρία των ψυχών που, ως ποιμένες, έχουν πάρει στο λαιμό τους.

    Κλείνοντας, συγχαίρουμε την Συντονιστική Επιτροπή των Πιστών της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου για την ρωμαλέα και ομολογιακή ανοικτή επιστολή της, παρακαλούμε δε τον Σεβασμιώτατο κ. Μακάριο, με όλο τον σεβασμό που αρμόζει στο αρχιερατικό του αξίωμα, αλλά και με την εν Χριστώ αγάπη που οφείλουμε προς αυτόν, να μελετήσει με προσοχή τα παραπάνω παρατεθέντα αποδεικτικά στοιχεία, και ενδεχομένως και άλλα από άλλες πηγές. Και στη συνέχεια να κάνει στροφή 180 μοιρών. Να προχωρήσει σε μια γενναία και ηρωϊκή αλλαγή πορείας πλεύσεως και να πράξει το αυτονόητο καθήκον του, ως Επίσκοπος. Να αναλάβει δηλαδή αντιαιρετικόν αγώνα κατά της φοβερής αυτής αιρέσεως, που έχει απλώσει παντού τα θανατηφόρα πλοκάμια του και απειλεί θανάσιμα την  Ορθοδοξία, γενόμενος μιμητής των αγίων Πατέρων. Και τότε ας είναι βέβαιος ότι θα συγκαταριθμηθεί με τους αγίους και ομολογητές της Εκκλησίας μας και θα γραφεί το όνομά του στο βιβλίο της Ζωής. Πράγμα το οποίο και ευχόμεθα από καρδίας.     



[2] Βλ. «Η νέα Εκκλησιολογία του οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και επίκαιρα ομολογιακά κείμενα», Εκδ. «Σύναξη ορθοδόξων κληρικών και Μοναχών», Ιανουάριος 2015, σελ. 9

[3] Ο.π.

[4] Βλ. ἱερόν ζ΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

[5] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 13.

[6] Ματθ. 16, 18.

[7] Α΄ Κορ. 1, 25

[8] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣὉμιλία εἰς τόν με΄ Ψαλμόν 5, PG 29B, 424B.C.

[9] ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος Δ΄ (Κατά Ἰουλιανοῦ Βασιλέως Α΄) 67, PG 35, 588C-589A. Τό χωρίον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου παρά τῷ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣἹερά Παράλληλα, Στοιχεῖον Ε, τίτλος ΣΤ΄, PG 95, 1436A.  

[10] Α΄ Τιμ. 3, 15

[11] ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣΜελέται δύο· Α΄: Περί τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Β΄: Περί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ἐκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 1987, σ. 32.

[12] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 13- 14.

[13] Ἐφ. 4, 3.

[14] ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν Πρός Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολήν 1, PG 61, 13

[15] Α΄ Κορ. 1, 13 

[16] Ἐφ. 4,5 

[17] ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Μυσταγωγία 24, PG 91, 705Β.

[18] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 15-16.

[19] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 12.

[20] «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM. Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.

[21] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 10

[22] «Η νέα Εκκλησιολογία…», ο.π. σελ. 17-18.

[23] ΑΡΧΙΜ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΑΡΧΟΝΤΩΝΗΣ, «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Πατριαρχικό Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, https://catalogue.nlg.gr

[24] Ο.π.

[25] βλ. ἐφημερίδα «Καθολική» (22-7-2003) 4-5. Και ἱστοσελίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας· www.orthodoxa.org/ GB/patriarchate/ speech/ ­statement.htm.

[26]  Περιοδικόν «Ἐπίσκεψις» 494 (1994) 23 καί ἐφημερίς «Ὀρθόδοξος Τύπος» (11-9-2009) καί ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΒΛΙΑΓΚΟΦΤΗΣ, «Πρὸς μία παγκόσμιο θρησκεία», ἐν Σύγχρονες αἱρέσεις· μιά πραγματική ἀπειλή, ἐκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004.

[27] Περιοδικόν «Ὀρθοδοξία» Α΄ (1998) 123 καί ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΖΙΑΚΑΣ, Ὁμότιμος Καθηγητής Θρησκειολογίας τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ διάλογος μέ τό Ἰσλάμ», ἐν Διαθρησκειακός Διάλογος, σημειώσεις γιά τούς φοιτητές τοῦ ΣΤ΄ ἑξαμήνου τοῦ τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη (2002) 22.

        [28] Περιοδικόν «Ὀρθοδοξία» Δ΄ (1998) 749-752.

        [29] Περιοδικόν «Ἐπίσκεψις» 563 (30.11.1998) 6

        [30] Διαθρησκειακή εἰς τό Ἐμιράτον τοῦ Μπαχρέιν, (25-9-2000), ἐν περιοδικῷ «Ἐπίσκεψις» 588 (2000) 16.