«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
«Έγώ, πάτερ Ανδρέα, καθώς γνωρίζεις, ήμουν επιστρατευμένος μαζί μέ άλλους συγχωριανούς μου γιά νά φυλάγουμε τό χωριό άπό τούς αντάρτες. Αρχές Σεπτεμβρίου τοῦ 1944 έφύγαμε άπό τό χωριό μαζί μέ τούς οπλίτες τοῦ χωριού Μελίκη Ημαθίας καί μέ αρχηγό τόν καπετάν Γεώργιο Κουκιώτη επήγαμε μέσω τοῦ Γιδά (Αλεξάνδρεια) στό χωριό Κοῦκος. Από εκεί άρχές Όκτωβρίου έφύγαμε καί επήγαμε στό Κιλκίς καί μετά άπό συνεχή άνταρτοπόλεμο μας διέλυσαν καί, όσους μας συνέλαβαν αιχμαλώτους, μεταξύ τών οποίων ήμουν καί έγώ, μας έκλεισαν στό στρατόπεδο Παύλου Μελά τής Θεσσαλονίκης.
Ἐκεῖ λοιπόν, πάτερ Ανδρέα, καθώς ήμουν ταλαιπωρημένος, έπεσα κάτω άρρωστος καί έμεινα σέ άφασία ώς νεκρός. Άπό ἐκεῖ καί μετά τί έκαναν μέ τό σώμα δέν γνωρίζω. Γνωρίζω μόνο ότι ευρέθηκα μέ τήν ψυχή μου σ' ένα μεγάλο στρατώνα, δέν μπορώ νά περιγράψω τό μέγεθος του, πού είχε πολλά δωμάτια καί έφωτίζοντο όλα άπό ένα δυνατό φως, δυνατώτερο τοΰ ηλίου, χωρίς νά γνωρίζω άπό ποΰ ερχόταν αύτό τό φως. Έγώ περνώντας άπό τό ένα δωμάτιο στο άλλο, διότι είχαν πόρτες πού συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, έφθασα έξω σ ένα μεγαλο μπροαύλιο και έκεί το φώς και η λαμπρότης με είχαν θαμπώσει. Ήταν ένα φώς ισχυρότερο τοῦ ήλιου, τό όποιο όμως δέν έκαιγε, όπως καίει έδώ τό ήλιακό φώς.
Στήν αύλή αύτή ήταν πολύς κόσμος καί πολλούς έγνώρισα άπό τό χωριό μου πού είχαν πεθάνει πρίν άπό μερικά χρόνια. Φοροῦσαν τά ρούχα τους μέ τά όποια ζούσαν έδώ στήν γή, τούς έχαιρέτησα καί είπα στόν εαυτό μου, ότι αύτοί έχουν πεθάνει, πώς τώρα έγώ ευρίσκομαι μαζί τους; Μήπως απέθανα καί έγώ καί δέν τό κατάλαβα άκόμη; Τότε αύτοί μοῦ έλεγαν ότι έδώ θά έλθης καί εσύ.
Κατόπιν επήγα στόν φράκτη έκείνης τής αυλής πού περιστοιχιζόταν άπό ξύλινους πασσάλους καί πέραν άπ' αύτούς είδα ν' άπλώνεται μία άλλη επίσης άπέραντη πεδιάδα, φυτευμένη μέ διαφόρων ειδών λουλούδια, τά όποια εύωδίαζαν καί έχωρίζοντο μέ διαδρόμους, στούς οποίους έκαναν περιπάτους κατά ομάδες παιδιά ήλικίας, καθώς μοῦ έφάνηκαν, άπό δέκα έως δώδεκα χρονών. Αύτά ερχόμενα άπό άλλου έμπαιναν μέσα στήν πεδιάδα τών λουλουδιών καί έμείς καθόμασταν μέσα άπό τόν φράκτη τής πρώτης αύλής καί άπολαμβάναμεν τήν ομορφιά καί εύωδία τών λουλουδιών.
Κατά τό διάστημα τών είκοσι ήμερων πού έμεινα έκεΐ, ούτε κάν μοῦ ήλθε λογισμός γιά φαγητό, άλλά εύφραινόμουν μέ τό νά βλέπω τά παιδιά καί τά λουλούδια, πού ήταν σάν άγγελούδια καί έκαναν βόλτες.
Ξαφνικά ευρέθηκα στό κρεββάτι, στό Νοσοκομείο τών Λοιμωδών καί μόλις άνοιξα τά μάτια μου, φώναξα μέ τό επιφώνημα: Αααα! Τότε ήλθε ή αδελφή Νοσοκόμος καί ειδοποίησε καί τούς γιατρούς λέγοντας ότι: «Ό Λάζαρος αναστήθηκε...». Οί γιατροί μοῦ έδωσαν γάλα, έως ότου συνηθίσει ο όργανισμός το φαγητό και μετά από λίγες ημέρες με έστειλαν στόσπίτι μου και στήν οικογένειά μου.
Ἀπό μον. π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου