Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

ΤΙ ΕΙΠΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ....

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Τήν παρακάτω οπτασία τοῦ ευσεβος αυτο χριστιανο άκουσε άπό τόν ίδιον καί μο τήν έδωσε ὁ Μοναχός Ανδρέας Γρηγοριάτης, ὁ όποιος τότε ύπηρετοσε στό Μετοχι Βούλτσιστα Πιερίας, όπως μας διηγείται ὁ ίδιος: «Τό 1945 ήμουν μάγειρος στό Μετόχι μας Βούλτσιστα τῆς Ιερᾶς Ημών Μονής τοῦ Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, πού ευρίσκεται κοντά στό χωριό Λιβάδι Κατερί­νης. Τήν Κυριακή τῶν Βαΐων εκείνου τοῦ έτους ήλθε στό Μετόχι μας ὁ έκ Νεοκάστρου Κωνσταντίνος Νατσόπουλος ἤ Σαπουνάς γιά νά άγοράση άπό τόν Γέρο Νέστορα τόν Οικονόμο τοῦ Μετοχίου ένα αρνί γιά τό "Αγιο Πάσχα. Επειδή εκείνη τήν στιγμή άπουσίαζε ὁ Οικονόμος, τόν έκέρασα έγώ καφέ καί τόν ερώτησα λεπτομερώς νά μάθω πώς τοῦ συνέβη ἡ άσθένειά του καί πώς διασώθηκε. Εκείνος μοῦ διηγήθηκε μέ μεγάλη προ­θυμία τά έξης»:

«Έγώ, πάτερ Ανδρέα, καθώς γνωρίζεις, ήμουν επι­στρατευμένος μαζί μέ άλλους συγχωριανούς μου γιά νά φυλάγουμε τό χωριό άπό τούς αντάρτες. Αρχές Σεπτεμ­βρίου τοῦ 1944 έφύγαμε άπό τό χωριό μαζί μέ τούς οπλί­τες τοῦ χωριού Μελίκη Ημαθίας καί μέ αρχηγό τόν κα­πετάν Γεώργιο Κουκιώτη επήγαμε μέσω τοῦ Γιδά (Αλε­ξάνδρεια) στό χωριό Κοῦκος. Από εκεί άρχές Όκτωβρίου έφύγαμε καί επήγαμε στό Κιλκίς καί μετά άπό συ­νεχή άνταρτοπόλεμο μας διέλυσαν καί, όσους μας συνέ­λαβαν αιχμαλώτους, μεταξύ τών οποίων ήμουν καί έγώ, μας έκλεισαν στό στρατόπεδο Παύλου Μελά τής Θεσσα­λονίκης.

Ἐκεῖ λοιπόν, πάτερ Ανδρέα, καθώς ήμουν ταλαιπω­ρημένος, έπεσα κάτω άρρωστος καί έμεινα σέ άφασία ώς νεκρός. Άπό ἐκεῖ καί μετά τί έκαναν μέ τό σώμα δέν γνωρίζω. Γνωρίζω μόνο ότι ευρέθηκα μέ τήν ψυχή μου σ' ένα μεγάλο στρατώνα, δέν μπορώ νά περιγράψω τό μέγεθος του, πού είχε πολλά δωμάτια καί έφωτίζοντο ό­λα άπό ένα δυνατό φως, δυνατώτερο τοΰ ηλίου, χωρίς νά γνωρίζω άπό ποΰ ερχόταν αύτό τό φως. Έγώ περνώντας άπό τό ένα δωμάτιο στο άλλο, διότι είχαν πόρτες πού συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, έφθασα έξω σ ένα μεγαλο μπροαύλιο και έκεί το φώς και η λαμπρότης με είχαν θαμπώσει. Ήταν ένα φώς ισχυρότερο τοῦ ήλιου, τό όποιο όμως δέν έκαιγε, όπως καίει έδώ τό ήλιακό φώς.

Στήν αύλή αύτή ήταν πολύς κόσμος καί πολλούς έγνώρισα άπό τό χωριό μου πού είχαν πεθάνει πρίν άπό μερικά χρόνια. Φοροῦσαν τά ρούχα τους μέ τά όποια ζούσαν έδώ στήν γή, τούς έχαιρέτησα καί είπα στόν εαυ­τό μου, ότι αύτοί έχουν πεθάνει, πώς τώρα έγώ ευρίσκο­μαι μαζί τους; Μήπως απέθανα καί έγώ καί δέν τό κατά­λαβα άκόμη; Τότε αύτοί μοῦ έλεγαν ότι έδώ θά έλθης καί εσύ.

Κατόπιν επήγα στόν φράκτη έκείνης τής αυλής πού περιστοιχιζόταν άπό ξύλινους πασσάλους καί πέραν άπ' αύτούς είδα ν' άπλώνεται μία άλλη επίσης άπέραντη πε­διάδα, φυτευμένη μέ διαφόρων ειδών λουλούδια, τά ό­ποια εύωδίαζαν καί έχωρίζοντο μέ διαδρόμους, στούς ο­ποίους έκαναν περιπάτους κατά ομάδες παιδιά ήλικίας, καθώς μοῦ έφάνηκαν, άπό δέκα έως δώδεκα χρονών. Αύ­τά ερχόμενα άπό άλλου έμπαιναν μέσα στήν πεδιάδα τών λουλουδιών καί έμείς καθόμασταν μέσα άπό τόν φράκτη τής πρώτης αύλής καί άπολαμβάναμεν τήν ο­μορφιά καί εύωδία τών λουλουδιών.

Κατά τό διάστημα τών είκοσι ήμερων πού έμεινα έ­κεΐ, ούτε κάν μοῦ ήλθε λογισμός γιά φαγητό, άλλά εύφραινόμουν μέ τό νά βλέπω τά παιδιά καί τά λουλούδια, πού ήταν σάν άγγελούδια καί έκαναν βόλτες.

Ξαφνικά ευρέθηκα στό κρεββάτι, στό Νοσοκομείο τών Λοιμωδών καί μόλις άνοιξα τά μάτια μου, φώναξα μέ τό επιφώνημα: Αααα! Τότε ήλθε ή αδελφή Νοσοκό­μος καί ειδοποίησε καί τούς γιατρούς λέγοντας ότι: «Ό Λάζαρος αναστήθηκε...». Οί γιατροί μοῦ έδωσαν γάλα, έως ότου συνηθίσει ο όργανισμός το φαγητό και μετά από λίγες ημέρες με έστειλαν στόσπίτι μου και στήν οικογένειά μου.

Ἀπό μον. π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου