Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

Απολογητικά

ΑΝΑΣΤ. Ν. ΜΑΡΙΝΟΥ Δρ Νομικής

Συμβούλου της Επικράτειας

 

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Εισαγωγικά

Είναι «αντισυνταγματική» η απαγόρευση  εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος; Πολλοί λένε: Ναι. Είναι αντισυνταγματική, γιατί βάζει σε χαμηλότερη θέση τη γυναίκα σε σχέση με τον άνδρα. Την μειώνει, την υποβάλλει σε μια άνιση μεταχείριση και της περιορίζει την προσωπική ελευθερία της στο μέτρο, που η ελευθερία αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να κι­νείται ελεύθερα σε όλο το ελληνικό έδαφος. Συμπέρασμα αυτής της συλλογιστι­κής είναι ότι με την απαγόρευση αυτή έχουμε παραβίαση των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος, τα οποία καθιερώνουν την αρχή της ισότητας και την προ­σωπική ελευθερία, αυτά τα δύο ατομικά δικαιώματα, για τα οποία έχει χυθεί, στους αιώνες που κύλησαν, αίμα πολύ, και την απόλαυση των οποίων δυστυ­χώς ακόμα και σήμερα στερούνται πολλά εκατομμύρια συνανθρώπων μας, σε πείσμα όλων των Διακηρύξεων, που ακολούθησαν στο τέλος του Μεγάλου Πο­λέμου και που επαναλαμβάνονται από καιρού σε καιρό, μεγαλόστομα αλλά μά­ταια, από ηγέτες κρατών και από διεθνείς οργανισμούς, για να αποδεικνύεται  έτι περίτρανα, πόσο κούφιες είναι αυτές οι Διακηρύξεις, όταν δεν υπάρχει ειλι­κρινής διάθεση να τηρηθούν και να εφαρμοσθούν στην πράξη, και πόσο δίκηο έχουν πολλές φορές οι ρεαλιστές και πόσο εξωπραγματικοί είναι οι ρωμαντικοί και οι ιδεολόγοι. Αλλά ας έλθουμε στο συγκεκριμένο θέμα, που παρου­σιάζει σήμερα μια επίμονη επικαιρότητα.

Η έννοια του άβατου

«Άβατο» σημαίνει την απαγόρευση  εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος.

Το άβατο ίσχυε ανέκαθεν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με την έννοια ότι ήταν απαγορευμένη η είσοδος στις μονές προσώπων, τα οποία είναι δυνατό να δώσουν αφορμή  βλασφημίας και σκανδάλου, ιδίως δε γυναικών. Ο ΙΗ’ Κα­νόνας της εν Νικαία Β’ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει, ότι: «το δε γυναίκας ενδιαιτάσθαι εν επισκοπείοις ή μοναστηρίοις παντός προσκόμματος αίτιον». Η αρχή της απαγορεύσεως αυτής ανατρέχει στον ιδρυτή του μοναχικού βίου, το Μ. Αντώνιο, που με τον Γ Κανόνα του παραγγέλλει προς τους μοναχούς: «Μη συγχώρει να σε πλησιάση γυνή, μηδέ ανέχου, ίνα θέση τον πόδα εις την κατοι­κίαν σου, διότι έρχεται οπισθόπους οργή». Η απαγόρευση αυτή, που δεν είναι χαρακτηριστικό μόνον της Ορθοδοξίας(*) ίσχυσε στην πράξη ανέκαθεν στο Άγιον Όρος, όπου απαγορευόταν όχι μόνον η είσοδος των γυναικών άλλα και των «αγενείων νέων» και κάθε θηλυκού ζώου. Μερικοί προσπαθούν να αμφισβητήσουν τον κανόνα αυτής της απαγορεύσεως, επικαλούμενοι το γεγονός ότι έγιναν στο παρελθόν πολλές παραβάσεις αυτού. Τούτο όμως έχει σαν συνέπεια να επιβεβαιώνεται ο κανόνας, που απλώς παραβιάσθηκε στις περιπτώσεις αυτές. Πάντως, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι είτε με βάση τους κανόνες, την ύπαρξη των οποίων μερικοί αμφισβητούν, είτε με βάση την πρακτική, που τη­ρήθηκε τόσα χρόνια μέχρι σήμερα, το συμπέρασμα είναι ένα: ότι απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών στη Χερσόνησο του Άθω, παραβίαση δε της απαγορεύσεως  αυτής τιμωρείται από το έτος 1953 με φυλάκιση, που δεν επιτρέπεται να την εξαγοράσεις.

Και γεννιέται το ερώτημα: Η απαγόρευση αυτή συμπορεύεται με το Σύν­ταγμα ή είναι αντισυνταγματική;

Την άποψη περί «αντισυνταγματικότητος» του Αβάτου, που πολλοί έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει, θεωρώ πέρα για πέρα λαθεμένη για τους εξής λόγους:

Το άβατο και το «αυτοδιοίκητο» του Αγίου Όρους

Το άρθρο 105 του Συντάγματος κατοχυρώνει το ειδικό «προνομιακό» καθ­εστώς του Αγίου Όρους και ειδικότερα το «αυτοδιοίκητο» της Χερσονήσου του Άθω1. Τι σημαίνει όμως «αυτοδιοίκητο»; Για να αντιληφθούμε σε ύλη την έκταση την έννοια αυτή, πρέπει να τη συγκρίνουμε με δυο άλλες περιπτώσεις «αυτοδιοικήτου», που αναγνωρίζει  το Σύνταγμα: Την αυτοδιοίκηση  των Δή­μων και Κοινοτήτων και την αυτοδιοίκηση  των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων2.

Η αυτοδιοίκηση  των Δήμων και Κοινοτήτων αναφέρεται σε όλες τις υπο­θέσεις, που έχουν ενδιαφέρον και χαρακτήρα «τοπικό» και επί των οποίων οι Δήμοι και οι Κοινότητες έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα, όπως έχει δεχθεί το Συμβούλιο της Επικράτειας με σειρά όλη αποφάσεών του (βλ. π.χ. τις απο­φάσεις ΣτΕ 565, 579, 678/32, 82/38, 1063/57, 1089/59, 2266/64, 1061/66 2940-2941/75, 3611/76 κ.α.). Το ποια υπόθεση έχει «τοπικό» χαρακτήρα, είναι ζήτημα πραγματικό και θα κριθεί ανάλογα με την περίπτωση. Συνέπεια αλλά και προϋπόθεση της αυτοδιοικήσεως  αυτής είναι, ότι η ανάδειξη των οργά­νων διοικήσεως των Δήμων και Κοινοτήτων γίνεται με εκλογή από το λαό, πράγμα το οποίον, άλλωστε, ρητά ορίζει το Σύνταγμα. Παρ’ όλη όμως αυτή τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση, η Πολιτεία μπορεί με νόμο να αφαιρέσει ορισμένες τοπικές υποθέσεις από την αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων και να τις περιλάβει στον κύκλο των υποθέσεων δικής της αρμοδιότητας, αρκεί βέβαια να μη καταλήξει στο τέλος να περιορίζει τόσο πολύ τον κύκλο των τοπικών υποθέσεων, ώστε να καταργεί στην ουσία την αυτοδιοίκηση . (βλ. για όλα αυτά Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας  1929-1959, Αθήναι 1961, σελ. 135 έπ.) Η Πολιτεία ασκεί επί πλέον επί των οργάνων διοικήσεως των Δήμων και Κοινοτήτων έλεγχο, που αναφέρεται τόσο σ’ αυτά τα ίδια τα όργανα, τα οποία μπορεί με ορισμένες προϋποθέσεις να τιμωρήσει ή και να απολύσει, όσο και στις πράξεις, που εκδίδουν και που τις θέτει κάτω από τον έλεγχο της τόσο το διοικητικό (νομιμότητας η σκοπιμό­τητας) όσο και το δικαστικό δια μέσου του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Είναι λοιπόν σαφές, ότι η «αυτοδιοίκηση» των Δήμων και Κοινοτήτων κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, αλλά βρίσκεται πάντοτε κάτω από τον έλεγ­χο και την εποπτεία της Πολιτείας, έλεγχο, που πολλές φορές είναι αρκετά ενοχλητικός, επί πλέον δε υποθέσεις, που έχουν αναμφισβήτητα «τοπικό» χα­ρακτήρα, όπως η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή οι συγκοινωνίες, ρυθμί­ζονται αποκλειστικά με πράξη της Πολιτείας και ο Δήμος ή περιορίζεται να γνωμοδοτεί απλώς, όπως πχ. στα σχέδια πόλεων (ΣτΕ 2854/69) και την ονομα­τοθεσία των οδών (ΣτΕ 1319/79), η δεν έχει καν ούτε και δικαίωμα απλής γνώμης, όπως π.χ. στις συγκοινωνίες και γενικότερα στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων και των κάθε είδους τροχοφόρων μέσα στα όρια του Δήμου.

Στην περίπτωση του «αυτοδιοικήτου» των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ισχύουν πάλι οι αυτές αρχές, Δηλαδή, τα ιδρύματα αυτά έχουν δι­καίωμα να εκλέγουν μόνα τους το διδακτικό προσωπικό τους, που έχει ελευθερία εκφράσεως γνώμης κατά τη διδασκαλία, επί δε της πράξεως εκλογής περιορισμένο έλεγχο μπορεί να ασκήσει η Πολιτεία, ήτοι μόνον έλεγχο νομι­μότητας. Η Πολιτεία όμως έχει την εξουσία να καθορίζει με νόμο τον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών, τον αριθμό των εδρών και γενικά τον τρόπο και το σύστημα λειτουργίας των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, διότι αυτή η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση των Ιδρυμάτων αυτών ναι μεν έχει, όπως έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας, «ως αποκλειστικόν περιεχόμενον την εξουσίαν του αποφασίζειν επί των υποθέσεων των αφορωσών εις την λειτουργίαν αυτών εντός των πλαισίων των υφισταμένων σχετικώς κανό­νων», η θέσπιση όμως των κανόνων αυτών «ανήκει στην περιοχή του νόμου ως ανήκει και επί οργανώσεως οιασδήποτε δημοσίας υπηρεσίας είτε κρατικής υπό συγκεντρωτικόν σύστημα, είτε αυτοδιοικουμένης εν αποκεντρώσει τοπικώς η κατά κλάδον διοικήσεως»· και συνεχίζει το ΣτΕ, διευκρινίζοντας ότι: «ναι μεν δύναται ο νόμος να αναθέση εις ωρισμένα όργανα την κανονιστικήν ρύθμισιν των θεμάτων αυτών, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει καθιερούται συνταγματικώς κατοχυρούμενον δικαίωμα των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων αποκλειστικής ρυθμίσεως των τοιούτων νομοθετικού περιεχομένου θεμάτων, διότι η αναγνώρισις τοιούτου δικαιώματος θα προϋπέθετεν ουχί αυτοδιοίκησιν, αλλά αυ­τονομίαν, ην δεν τοις παρέχει το Σύνταγμα» (Βλ. ΣτΕ 194, 243 /1957 και 787 / 67). Τέλος, η κειμένη νομοθεσία προβλέπει ειδικό όργανο, που αποτελείται από ανώτατους κρατικούς λειτουργούς και είναι αρμόδιο για τον πειθαρχικό έλεγχο των καθηγητών και υφηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων(2). Συ­νεπώς, το «αυτοδιοίκητον» στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις τελεί πάντοτε κάτω από τον έλεγχο και την εποπτεία της Πολιτείας.

Το «αυτοδιοίκητο» όμως του Αγίου Όρους είναι τελείως διαφορετικό, διότι καθορίζεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (Κ.Χ.Α.Ο.), τον οποίον συντάσσουν και ψηφίζουν οι 20 Ιερές Μονές, επικυρώνουν δε το Οι­κουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων, πράγμα που σημαίνει δύο τινά: πρώτον, η Βουλή είναι υποχρεωμένη από το Σύνταγμα να επικυρώσει τον Καταστατικό Χάρτη και δεύτερο, είναι υποχρεωμένη  να τον επικυρώσει όπως τον εψήφισαν οι 20 Ιερές Μονές, δεν μπορεί δηλαδή να τον τροποποιήσει, διότι δεν μπορεί να μεταβάλει το σύστημα διοικήσεως του Αγίου Όρους, που πρέπει να είναι σύμφωνο με «το αρχαίον τούτου προνο­μιακόν καθεστώς». Το Κράτος απλώς εποπτεύει να εφαρμόζεται το σύστημα τούτο, όπως το καθορίζει ο Κ.Χ.Α.Ο. και αποφασιστική συγχρόνως δε και αποκλειστική αρμοδιότητα έχει μόνον για θέματα δημοσίας τάξεως και ασφα­λείας.

Εν όψει όλων αυτών, καταλαβαίνει κανείς, πόσο ευρύτερο και πόσο δια­φορετικό από τα άλλα «αυτοδιοίκητα» είναι το «αυτοδιοίκητο» του Αγίου Όρους. Έτσι ακριβώς το κατάλαβε και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο δέχθηκε με την υπ’ αριθμ. 869 /67 απόφασή του, ότι η Βουλή των Ελ­λήνων δεν μπορεί με νόμο να τροποποιήσει διατάξεις του Κ.Χ.Α.Ο., που αναφέρονται στο «αυτοδιοίκητο», και με την υπ’ αριθμ. 1093/36 απόφασή του δέ­χθηκε ότι δεν έχει εξουσία  να ελέγξει πράξεις, που αναφέρονται στην εσωτερική Διοίκηση του Αγίου Όρους, διότι η αυτοδιοίκηση  χορηγήθηκε με το Σύνταγμα, για να «τηρήται το αρχαίον προνομιακόν καθεστώς . . . ουδεμιάς απολύτως με­ταβολής του διοικητικού συστήματος επιτρεπομένης» (βλ. και τη ΣτΕ 1267 / 1966). Παράλληλα με την υπ’ αριθμ. 339/1976 απόφαση, το Συμβούλιο Επι­κράτειας ακύρωσε πράξη του πολιτικού Διοικητή του Αγίου Όρους, με την οποία ο πολιτικός Διοικητής είχε ακυρώσει την κουρά ενός αγιορείτη μοναχού. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δικαιολόγησε την απόφασή του με τη σκέψη, ότι η Πολιτεία, δηλαδή ο πολιτικός Διοικητής, δεν έχει εξουσία  πάνω σε πράξεις κατ’ έξοχή θρησκευτικού περιεχομένου. Τέλος με την υπ’ αριθμ. 3172/ 1973 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, ότι μόνο η Ιερά Κοινότης, δηλαδή το ανώτατο όργανο διοικήσεως του Αγίου Όρους έχει το δικαίωμα να αποφασίσει, εάν είναι σκόπιμο να δρομολογηθεί λεωφορείο μέσα στη Χερσόνησο του Άθω, διότι το θέμα αυτό «εμπίπτει εις την σφαίραν του προς διατήρησιν του θρησκευτικού χαρακτήρος της περιοχής καθιερωθέντος αυτοδιοικήτου». Συνεπώς, εάν η Ιερά Κοινότης δεν συμφωνεί, η Ελληνική Πο­λιτεία δεν έχει εξουσία  να δρομολογήσει λεωφορείο μέσα στη Χερσόνησο του Άθω, η οποία δεν παύει να είναι έδαφος του Ελληνικού Κράτους, όπως είναι έδαφος του Ελληνικού Κράτους και το έδαφος των Δήμων και Κοινοτήτων, εις το οποίο όμως η κυκλοφορία των κάθε είδους τροχοφόρων μόνο με άδεια του Κράτους επιτρέπεται.

Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας  φαίνεται να δίνει μια νέα διάσταση στο «αυτοδιοίκητο» του Αγίου Όρους και φαίνεται να συνά­γεται από αυτή μια γενικότερη αρχή, ότι δηλαδή κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να εισαχθεί και κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να εισέλθει και να κυκλοφορήσει στο Άγιον Όρος, χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Κοινότητος. Με αυτή την έννοια ο Κ.Χ.Α.Ο. ορίζει στο μεν άρθρο 176 ότι: «Πας εισερχόμενος εν Αγίω Όρει, πλην των περιοίκων προσκυνητών, οφείλει να εμφανισθεί τη Ιερά Επιστασία, όπως λάβη την άδεια της επισκέψεως των Μονών και Εξαρτημάτων καθ’ όλου», στο δε άρθρο 186 ότι: «Η εις την Χερσόνησον του Αγίου Όρους είσοδος των θηλέων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα απαγορεύεται».

Εν όψει όλων αυτών, αναρωτιέται κανείς, εάν η επίκληση του συνταγμα­τικά κατοχυρωμένου «αυτοδιοίκητου» αρκεί, για να δικαιολογήσει το άβατο. Προσωπικά νομίζω, ότι δεν αρκεί. Οι αγωνιζόμενοι να δικαιολογήσουν τη συνταγματικότητα του αβάτου, επικαλούμενοι μόνο το «αυτοδιοίκητο», ματαιοπονούν και τούτο, διότι με την επιχειρηματολογία αυτή φθάνουν στο σημείο, με βάση πάντα μόνο το «αυτοδιοίκητο», να περιορίζουν την προσωπι­κή ελευθερία και να παραβιάζουν την ισότητα, δηλαδή να προσβάλλουν ατομικά δικαιώματα, που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 4 και 5 § 3 του Συντά­γματος(6). Και είναι μεν αλήθεια, ότι και το «αυτοδιοίκητο» κατοχυρώνεται από το άρθρο 105 του Συντάγματος, πλην όμως το άρθρο αυτό, αν εξετασθεί μόνο από τη πλευρά του «αυτοδιοικήτου», καταλήγει να γίνεται διάταξη κατωτέρου επιπέδου (rangniedere Norme) σε σχέση με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Συντάγματος που αναφέρονται σε ατομικά δικαιώματα και άρα είναι δια­τάξεις ανωτέρου επιπέδου (ranghohere Norme), και συνεπώς έρχεται σε σύγ­κρουση (Hollisio) με αυτές και είναι αντισυνταγματικό, δηλαδή ανίσχυρο, σύμ­φωνα με τη γνωστή θεωρία του Bachof για τις αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος(7).

Σε άλλη λοιπόν βάση πρέπει να θεμελιωθή συν­ταγματικά το άβατο, και αυτή την άλλη βάση παρά­λειψαν να επισημάνουν μέχρι σήμερα ίσοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα. Ας την επισημάνουμε τώρα για πρώτη φορά.

  1. Το άβατο και η θρησκευτική ελευθερία

Το άρθρο 13 του Συντάγματός μας καθιερώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας(8). Σημαίνει δε θρησκευτική ελευθερία το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διατηρεί απαραβίαστη τη θρησκευτική του συνείδηση και να ενερ­γεί «ακωλύτως», δηλαδή χωρίς εμπόδια τα θρησκευτικά του καθήκοντα και ιδίως το καθήκον της λατρείας. Το δικαίωμα αυτό κάθε ατόμου υπάρχει παράλ­ληλα με την υποχρέωση  της Πολιτείας να εξασφαλίζει την αδιατάρακτη απόλαυσή του, διότι θρησκευτική ελευθερία δεν σημαίνει «ανεξιθρησκεία», δηλαδή ανοχή απλώς των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ατόμου, όπως υποστηρίζουν πολλοί, που εξοργιστικά αγνοούν την ετυμολογία του όρου «ανεξιθρησκεία»(9), αλλά σημαίνει θετική υποχρέωση  της Πολιτείας να σεβασθεί αυτό το δικαίωμά, που έχει το άτομο, και μάλιστα υποχρέωση  όχι μόνο να μη παρεμποδίζει, να μη περιορίζει, να μη φαλκιδεύει, θετικά ή αρνητικά, την ελευθερία αυτή, αλλά και υποχρέωση  να παίρνει όλα εκείνα τα μέτρα, που είναι απαραίτητα, για να εξασφαλισθεί το αδιατάρακτο αυτού του δικαιώματος.

Δεν αρκεί να μου επιτρέπει η Πολιτεία να έχω χώρους λατρείας του Θεού μου (ναούς, τεμένη, συναγωγές κλπ. )· πρέπει συγχρόνως να μου επιτρέπει και την τέλεση όλων των λατρευτικών πράξεων, χωρίς να παρεμβάλλει, άμεσα η έμ­μεσα, διάφορα εμπόδια. Όταν λοιπόν η Πολιτεία μου επιτρέπει  να πηγαίνω στην Εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα καταγράφει το όνομά μου σε ειδικό κατάλογο, για να με καταδιώξει λόγω των θρησκευτικών μου πεποιθήσεων σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής μου, έχουμε τότε στέρηση της θρησκευτικής ελευθερίας. Όταν η Πολιτεία επιτρέπει  στην Εκκλησία μου να χρησιμοποιεί κληρικούς, αλλά παράλληλα απαγορεύει  την ίδρυση και λειτουργία εκκλησιαστικών σχολών, τότε μου στερεί τη θρησκευτική μου ελευθερία(10). Όταν η Πολιτεία επιτρέπει  μία λατρευτική συγκέντρωση, παράλληλα όμως επιτρέπει  και την πλησίον του τόπου, στον οποίο πραγματοποιείται η συγκέντρωση αυτή, πραγματοποίηση συγκεντρώσεως αντιφρονούντων, που ασχημονούν κατά την ώρα της λατρείας, αυτή είναι προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας. Όταν πλησίον του χώρου λατρείας μιας θρησκευτικής κοινότητας λειτουργεί κακόφημος οίκος, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται εξ αιτίας της άσεμνης ενδυμασίας και συμπεριφοράς των κοινών γυναικών η θρησκευτική κατάνυξη των θρησκευομένων, η Πολιτεία έχει υποχρέωση  να ανακαλέσει αμέσως την άδεια λειτουργίας αυτού του κατα­γωγίου, γιατί διαφορετικά αθετεί την υποχρέωσή της προς σεβασμό της θρη­σκευτικής ελευθερίας και προς εξασφάλιση του «ακωλύτου» της λατρείας(11). Σε τελική ανάλυση λοιπόν η θρησκευτική ελευθερία είναι κάτι σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις. Από τη μία υπάρχει το δικαίωμα κάθε ατόμου (δηλ. όχι μόνο του πολίτη αλλά και του άλλοδαπού) να διατηρεί άπαραβίαστη τη θρησκευτική του συνείδηση και να τελεί «ακωλύτως», δηλαδή αδιατάρακτα, τη λατρεία του Θεού κατά το τυπικό της θρησκευτικής κοινότητας, στην οποία ανήκει. Από την άλλη όψη υπάρχει η υποχρέωση  της Πολιτείας, πρώτο μεν να μη παρα­βιάζει αυτή την ελευθερία, δεύτερο δε να εξασφαλίζει με κάθε μέσο την αδιατάρακτη απόλαυσή της έναντι παντός τρίτου.

Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ούτε απεριόριστο είναι, βέ­βαια, ούτε ανέλεγκτο, αλλά τελεί υπό τους περιορισμούς, ότι η συγκε­κριμένη θρησκεία είναι, όπως ορίζει το Σύνταγμα, «γνωστή», δηλαδή ότι οι διδασκαλίες της είναι φανερές και όχι «κρύφιες» και ότι η λατρεία της δεν προσβάλλει την δημοσία τάξη ή τα χρηστά ήθη, οι δε οπαδοί της δεν ασκούν προσηλυτισμό σε βάρος άλλων θρησκειών(12). Εάν δεν συντρέχει έστω και μια από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας κάμπτεται, υποχωρεί, αδρανεί, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή του συμφέροντος του συνόλου των πολιτών, το οποίον σε καμμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο εξ αφορμής της ασκήσεως των δικαιωμάτων ενός μεμονωμένου ατόμου ή μιας ορισμένης θρησκευτικής κοινότητας. Ειδικό­τερα δε η απαγόρευση ασκήσεως προσηλυτισμού, που απαγγέλλει το Σύνταγμα είναι χαρακτηριστική της υποχρεώσεως, που επιβάλλει ο συνταγματικός νομοθέτης στην Πολιτεία να εξασφαλίζει το «ακώλυτο» της λατρείας, δοθέντος ότι οι προσηλυτιστικές ενέργειες παρεμποδίζουν την ατομική και συλλογική λατρεία, που παύει πια να τελείται «ακωλύτως». Και η υποχρέωση αυτή της Πολιτείας δεν απορρέει μόνον από το άρθρο 13 του Συντάγματος, αλλά και από το άρθρο 25 § 1 αυτού, που αναφέρεται σε όλα γενικά τα ατομικά δικαιώματα, άρα και στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και το οποίον ορίζει ότι: «Τα δι­καιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύησιν του Κράτους, πάντων των οργάνων αυτού υποχρεουμένων να διασφαλίζουν την ακώλυτον άσκησιν αυτών».

Ας δούμε λοιπόν, τι είδους σχέση έχουν όλα αυτά με το Άβατο του Αγίου Όρους, δηλαδή με την απαγόρευση  εισόδου των γυναικών στη χερσόνησο του Άθω.

Το Άγιον Όρος έχει χαρακτήρα θρησκευτικό, με την έννοια ότι εκεί μο­νάζουν από αιώνες πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί, άρρενες το γένος.

Ο μοναχισμός εμφανίστηκε σχετικά νωρίς στη ζωή της Εκκλησίας, σ’ ένα τμήμα της οποίας δημιουργήθηκε «μία τάσις προς εκουσίαν πενίαν, γενε­τήσιον εγκράτειαν και νηστείαν». Η τάση αυτή πήρε εντονότερη μορφή κατά τα μέσα του Γ’ αιώνα, οπότε εμφανίσθηκαν οι περίφημοι «αναχωρηταί», αυτοί δηλαδή που εγκατέλειπαν τις πόλεις (αναχωρούσαν) και πήγαιναν να εγκατα­σταθούν είτε μόνοι τους (μοναχοί) είτε σε ομάδες έξω από τις πόλεις και κυρίως στην έρημο, για να λατρεύσουν το Θεό με ηρεμία και προσευχή, πράγμα που παρατηρήθηκε συχνότερα στην έρημο που περιβάλλει τη κοιλάδα του Νείλου (ερημίται)11.

Οι μοναχοί δίνουν κατά τη κουρά τους υπόσχεση σαρκικής εγκράτειας, υπακοής και ακτημοσύνης και με την υπόσχεση αυτή, όπως παρατηρεί και ο Νικόδημος Μίλας, «ο μοναχός απαρνείται δημοσία και πανηγυρικώς πάσας τας του σώματος επιθυμίας και ηδονάς εν τη ευρυτάτη έννοια, διαβεβαιών δια του ενώπιον του Θεού διδομένου όρκου, ότι τηρήσει εαυτόν αγνόν από των σωματικών τούτων επιθυμιών και ηδονών. . . και διατηρήσει εαυτόν μέχρι τελευτής αυτού αγνόν πάσης σχέσεως προς γυναίκας»· και επισημαίνει ο διάσημος κανονολόγος ότι: «η τελευταία αυτή διαβεβαίωσις αποτελεί την κυρίαν βάσιν της ιεράς υποσχέσεως»12, παράβαση της οποίας κολάζεται από τους Ιερούς κανόνας μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε ο γάμος μοναχού με γυναίκα να χαρακτηρίζεται από τους κανόνας σαν πορνεία, κατά δεν τον αστικόν κώδικά μας να είναι άκυρος (άρθρον 1364 Α.Κ). Από τη σύντομη αυτή επισκόπηση προκύπτει τούτο το κατά τη γνώμη μου απλό και καθαρό συμπέρασμα, ότι η εγκράτεια, η αγνεία και η αποχή από κάθε σαρκική επαφή αποτελεί βασική προϋπόθεση εκπληρώσεως της αποστολής του μοναχού. Με άλλα λόγια, η πεποίθηση περί τηρήσεως αγνείας και παρθενίας από μέρους του μοναχού συνδέεται με τον τρόπο εκπληρώσεως της δια του μοναχισμού λατρείας του Θεού, αφορά στη στάση, στην τοποθέ­τηση και στην έναντι του θείου συμπεριφοράν του μοναχού, δηλαδή είναι μία πεποίθηση που ανάγεται στο κύκλο των «πεποιθήσεων», οι οποίες αποτελούν το περιεχόμενον της θρησκευτικής συνειδήσεως του μοναχού, αυτής της συνειδήσεως η οποία προστατεύεται από τη διάταξη του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία.

Το συμπέρασμα αυτό είναι τόσο απλό και καταλήγει κανείς σ’ αυτό τόσο εύκολα, τόσο αυθόρμητα, τόσο, θα έλεγα, μηχανικά, ώστε ακόμα αναρωτιέμαι, γιατί δεν το είχε κανείς σκεφθεί μέχρι σήμερα.

Όταν στο περιβάλλον του μοναχού εισχωρήσει το γυναικείο φύλο, δεν θα εκτεθή ο άνθρωπος αυτός στον πειρασμό; Και ο πειρασμός αυτός δεν θα διαταράξει την ψυχική του ηρεμία; Δεν θα σκανδαλίσει τη σκέψη και το λογι­σμό του; Και όταν συμβεί αυτό, δεν θα διαταραχθεί κατ’ ανάγκη ο τρόπος λα­τρείας του προς το Θεό; Τότε η λατρεία θα είναι γι’ αυτόν «ακώλυτος», ή θα προσκρούει σε εμπόδια και πειρασμούς σαν τους πειρασμούς του μοναχού Παφνούτιου, που τόσο χαρακτηριστικά τους περιγράφει ο Ανατόλ Φράνς στο κλασσικό μυθιστόρημά του Θαΐς;

Νομίζω, ότι δεν είναι δυνατό να δώσει κανείς σ’ αυτά τα ερωτήματα άλλου είδους απάντηση εκτός από καταφατική. Συνεπώς ο μοναχός πρέπει να αρνηθεί κάθε είδους σχέση, συνάφεια και επαφή με το γυναικείο φύλο. Οφείλει να αποσυρθεί από τον κόσμο, να «αναχωρήσει» μακρυά από την πόλη, στην «έρημο» και να απαγορεύσει  την είσοδο κάθε γυναίκας στο ερημητήριό του, γιατί έτσι του επιβάλλει η θρησκεία του. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έχει και το δικαίωμα να αξιώσει από την Πολιτεία να διαφυλάξει και προστατεύσει αυτή την απομόνωσή του, η δε Πολιτεία υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις που ανέφερα πιο πάνω, να εξασφαλίσει την «ακώλυτο» άσκηση αυτού του δικαιώ­ματος, δηλαδή του δικαιώματος να λατρεύει το Θεό, χωρίς να έρχεται σε επαφή ή οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία με το γυναικείο φύλο, διότι έτσι ορίζουν οι κανόνες της θρησκείας του. Τούτο όμως έχει την έννοια, με αντίστροφη διατύ­πωση, ότι η Πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει το μοναχό με πράξη νομοθετική, διοικητική ή δικαστική να επιτρέψει στη γυναίκα να εισέλθει στο χώρο, στον οποίο μονάζει, στον τόπο της μετάνοιας του(13), διότι η επιβολή μιας τέτοιας υποχρεώσεως  θα δημιουργούσε προβλήματα στο μοναχό κατά την άσκηση της λατρείας του, που θα έπαυε πια να είναι «ακώλυτος». Και τούτο δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρώς να αμφισβητήσει, ότι θα ήταν αντισυνταγματικό.

Συμπέρασμα: Νόμος της Πολιτείας, που θα επέτρεπε την είσοδο γυναικών στο Άγιον Όρος, θα ήταν χωρίς καμιά αμφιβολία αντισυνταγματικός, πλην της περιπτώσεως κατά την οποίαν θα συναινούσαν οι ίδιοι οι μονα­χοί όταν δε λέω «μοναχοί» εννοώ η Ιερά Κοινότης. Τέτοια συναίνεση όμως όχι μόνο δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα, αλλά τουναντίον με το άρθρο 186 του Κ.Χ.Α.Ο. ρητά ορίζεται, ότι απαγορεύεται  η είσοδος γυναικών στο Άγιον Όρος.

Με ποιο δικαίωμα λοιπόν θα έλθει η Βουλή των Ελλήνων να ψηφίσει νόμο, που θα ορίζει το αντίθετο; Με ποιο δικαίωμα δηλαδή θα παραβιάσει το Σύν­ταγμα της Χώρας και τη θρησκευτική ελευθερία όχι μόνο των μοναχών, αλλά και όλων των θρησκευομένων ορθοδόξων, που θα παρίστανται μάρτυρες μιας βάναυσης επεμβάσεως στη μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους(14);

Είναι βέβαια δυνατό να υποστηριχθεί από ορισμένους, ότι ο μοναχισμός είναι ένα φαινόμενο ξεπερασμένο, άχρηστο και αντικοινωνικό, διότι εξ αιτίας αυτού η κοινωνία στερείται παραγωγικών δυνάμεων. Ο κάθε ένας είναι βέβαια ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει και να λέει ό,τι του αρέσει, διότι και αυτό είναι μία εκδήλωση της Δημοκρατίας. Από τη στιγμή όμως που ο μοναχισμός και οι σχετικές μ’ αυτόν πεποιθήσεις ούτε επικίνδυνες είναι, ούτε τα χρηστά ήθη προσβάλλουν, ούτε την δημοσία τάξη απειλούν, κανένας δεν μπορεί, όσον φανα­τικός και αν είναι, να απαγορεύσει  το ρεύμα του μοναχισμού και πολύ περισσό­τερο δεν έχει τέτοια εξουσία  η Πολιτεία, που έχει αντίθετα υποχρέωση  να ασκεί τη δημοσία εξουσία  μέσα στα όρια του Συντάγματος και σύμφωνα με τους «συνάδοντας» προς αυτό νόμους.

Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Δεν αρκεί να επισημανθεί η βάση, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η συνταγματικότητα του άβατου. Πρέπει να δικαιολογηθεί και γιατί δεν έχουμε προσβολή της ισότητας και περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας. Διότι αυτό προβάλλουν όσοι έχουν αντίθετη γνώμη, δηλαδή την προσβολή αυτών των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, όπως ιδιαίτερα τονίζουν, διακηρύσσονται και με πολλές «διεθνείς πράξεις τις οποίες έχει αποδεχθεί η Ελλάς, που συμπλη­ρώνουν το Σύνταγμά μας και μάλιστα με ηυξημένη, όπως και αυτό, τυπική δύναμη»(15), λες και δεν διακηρύσσεται στα ίδια κείμενα και το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που οι υποστηρικτές της αντίθετης γνώμης παραλεί­πουν να μνημονεύσουν (16).

  1. Το άβατο, η αρχή της ισότητας και η προσωπική ελευθερία

Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει ότι: 1. «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, που σημαίνει ίση μεταχείριση όλων των Ελλήνων πολιτών τόσο από το νόμο όσο και κατά την εφαρμογή του νόμου. Η ισότητα αυτή ανήκει στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, που «συνιστούν όρια επιτακτικά και ανυπέρβλητα, τα οποία προδιαγράφουν και κατ­ευθύνουν ή και περιορίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας»(17), ή, όπως, παρατηρεί και ο Αλέξανδρος Σβώλος, το κύρος του οποίου ως συνταγματολόγου δεν νομίζω ότι θα τολμήσει κανείς να αμφισβητήσει: «Η αρχή της ισό­τητας διακηρύσσεται σε όλα τα Συντάγματα του 19ου αιώνος υπό την έννοιαν της ίσης συμπεριφοράς του Κράτους έναντι των πολιτών, αλλά και ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τούτων έναντι του Κράτους»(18). Συνεπώς η αρχή της ισότητας, όπως όλα άλλωστε τα ατομικά δικαιώματα, θεσπίζεται σε σχέση μόνο με το Κράτος. Το Κράτος είναι εκείνο, που οφείλει να τη σεβασθεί και να μη τη παραβιάσει. Τούτο όμως σημαίνει, ότι η αρχή της ισότητας δεν αντιτάσσεται κατά του τρίτου και άρα ούτε κατά της Εκκλησίας.

Με την έννοια αυτή μπορώ να πω στο Κράτος, ότι παραβιάζει την ισότητα, όταν με φορολογεί βαρύτερα από τον Α, που έχει τα ίδια ακριβώς  εισοδήματα με μένα, ή όταν δεν με διορίζει δημόσιο υπάλληλο, διότι είμαι εβραίος το θρή­σκευμα και όχι χριστιανός, ή όταν δεν μου δίνει άδεια να ανοίξω φαρμακείο ή φαρμακαποθήκη, διότι κατάγομαι από ένα μικρό χωριό και όχι από μεγάλη πόλη, ή όταν επιτρέπει την είσοδο στα δημόσια γραφεία μόνο στους καταγομένους από την εκλογική περιφέρεια του υπουργού. Δεν μπορώ όμως να αντιτάξω σε ένα ιδιώτη π.χ. ότι μία τράπεζα παραβιάζει την ισότητα, επειδή αρνείται να προσλάβει υπαλλήλους μη ορθοδόξους χριστιανούς, ή σε μια άλλη ανώνυμη εταιρεία ότι παραβιάζει την ισότητα επειδή αρνείται να πωλήσει και σε μένα με μικρότερη τιμή τα προϊόντα της, ενώ τα πωλεί σε μικρότερη τιμή σε όσους κατάγονται από την ιδιαίτερη πατρίδα του Γενικού της Διευθυντή(19). Άρα και όταν ο ιερατικός προϊστάμενος του ναού ή ο ηγούμενος του μοναστηριού μου απαγορεύει να μπω στο ναό ή στο μοναστήρι, ενώ επιτρέπει την είσοδο σε άλ­λους, δεν μπορώ να του αντιτάξω, ότι παραβιάζει την ισότητα, όπως δεν μπορού­με να αντιτάξουμε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι παρα­βιάζει την αρχή της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, επειδή αρνείται να δεχθή την χειροτονία των γυναικών, την οποίαν θεωρεί όχι σύμφωνη με τους ιερούς Κανόνες. Αυτά όλα είναι τόσο βέβαια, όσο βέβαιο είναι, ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο. Συνεπώς ματαιοπονούν όλοι όσοι προσπαθούν να θεμελιώ­σουν την άποψή τους για την αντισυνταγματικότητα του αβάτου στην αρχή της ισότητας, εφ’ όσον το Άγιον Όρος, από το οποίο προέρχεται η απαγόρευση  εισόδου των γυναικών στην Χερσόνησο του Άθω, δεν είναι Κράτος και συνεπώς δεν αντιτάσσεται κατ’ αυτού η αρχή αυτή.

Τα αυτά ισχύουν ακριβώς και όσον αφορά το ατομικό δικαίωμα της προ­σωπικής ελευθερίας, που αντιτάσσεται και αυτό μόνο κατά του Κράτους, όχι δε και κατά παντός τρίτου, όπως π.χ. η Εκκλησία η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους. Συνεπώς και οι επικαλούμενοι το δικαίωμα αυτό, για να στηρίξουν την αντισυνταγματικότητα του αβάτου, επίσης ματαιοπονούν(20).

Θα υπάρξουν όμως πολλοί, που θα αντιτάξουν τα εξής δύο επιχειρήματα, στα οποία πρέπει να δοθεί και η δέουσα απάντηση από τώρα, για να μην έχουμε νέες συζητήσεις. Θα υποστηρίξουν δηλαδή:

α) Σύμφωνα με τη θεωρία, που δίδαξε η γερμανική νομική επιστήμη για την Drittwirkung der Grundrechte η απλώς Drittwirkung, δηλαδή για τη τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων, για την οποίαν πολλές φορές χρησι­μοποιείται και ο όρος «απόλυτος ενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων» (abso­lute Wirkung der Grundrechte), τα δικαιώματα αυτά δεν αντιτάσσονται, όπως θέλει η κλασσική διδασκαλία, που στηρίζεται στην ιστορική τους καταγω­γή, μόνο κατά του Κράτους, αλλά και κατά των τρίτων (gegen Dritte).

β) Στη περίπτωση του αβάτου η απαγόρευση  προέρχεται από το ίδιο το Κράτος, που έχει επικυρώσει τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους και έχει ψηφίσει νόμο, που ανάγει σε ποινικό αδίκημα την είσοδο γυναικών στο Άγιον Όρος(21).

Ας δούμε από κοντά τις αντιρρήσεις αυτές.

Η θεωρία της τριτενεργείας(23): Η θεωρία αυτή εκφράζει την προσπάθεια, ήδη από την εποχή του Συντάγματος της Βαϊμάρης, μιας μερίδος γερμανών νομομαθών να ξεπεράσουν την κλασσική αντίληψη, ότι μόνο το Κράτος δεσμεύε­ται από τα δικαιώματα του ανθρώπου  και να επεκτείνουν την εφαρμογή τους και στον ιδιωτικό τομέα, στις σχέσεις δηλαδή των ατόμων μεταξύ τους. Η θεωρία όμως αυτή δεν έχει γίνει ακόμα δεκτή από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ούτως ώστε να μπορούμε να πούμε, ότι τα δικαιώματα της ισότητας και της ελευθερίας αντιτάσσονται, με τη θεωρία αυτή, και κατά της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους(24).

Όσον αφορά τη δευτέρα αντίρρηση, πρέπει να παρατηρήσω τα εξής: Η απαγόρευση, όπως είπα και προηγουμένως, προέρχεται από την Ιερά Κοινότητα που ψήφισε τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους με τη διάταξη περί αβά­του. Σ’ αυτήν πέφτει το βάρος και η ευθύνη της απαγορεύσεως. Το Κράτος ναι μεν επικύρωσε δια της Βουλής τον Καταστατικό Χάρτη, αλλά δεν μπορούσε να μη τον επικυρώσει. Ήταν υποχρεωμένο από το Σύνταγμα. Και ναι μεν εψήφισε και νόμο, που απειλεί ποινή φυλακίσεως στη γυναίκα, που θα παραβιάσει το άβατο, πλην όμως και αυτό το νόμο ήταν υποχρεωμένο να τον ψηφίσει, για να διασφαλίσει την αδιατάρακτη λατρεία των μοναχών, σύμφωνα με την υποχρέωση, που έχει από το Σύνταγμα, να εξασφαλίζει τη θρησκευτική ελευθερία και όλα τα ατομικά δικαιώματα(25). Συνεπώς η απαγόρευση προέρχεται ουσια­στικά όχι από το Κράτος, αλλά από το ίδιο το Άγιον Όρος, κατά του οποίου όμως δεν αντιτάσσονται τα ατομικά δικαιώματα, τουλάχιστο κατά τη νομολο­γία των ελληνικών δικαστηρίων.

Αλλά να κάνω μία παραχώρηση και να δεχθώ προσωρινά, για να ικανο­ποιηθούν οι αντιρρησίες, ότι και η θεωρία της τριτενεργείας ισχύει στην Ελ­λάδα και το άβατο προέρχεται όχι από το Άγιον Όρος αλλά ευθέως από το Κράτος. Λυπούμαι όμως διότι και σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να παρα­δεχθούν οι αντιρρησίες, ότι το άβατο δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας και το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας. Και ιδού γιατί:

Η αρχή της ισότητας κατοχυρώνεται από το άρθρο 4 του Συντάγματος και υποχρεώνει το νομοθέτη να μεταχειρίζεται κατά τρόπο ίσο η ομοιόμορφο όλους τους Έλληνες πολίτες, που βρίσκονται κάτω από τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, απαγορεύει  δε την κατ’ εξαίρεση από τον γενικό κανόνα ευνοϊκότερη ή δυσμενέστερη μεταχείρισή τους. Δεν αποκλείει όμως η αρχή της ισότητας την διαφορετική νομοθετική ρύθμιση ανομοίων ή διαφορετικών περιπτώσεων ή περιπτώσεων που τελούν κάτω από διαφορετικές ή ειδικές συνθήκες. Στις περι­πτώσεις αυτές επιβάλλεται η διαφορετική μεταχείριση, διότι διάφοροι ειδικοί λόγοι, όπως π.χ. κοινωνικοί, οικονομικοί, θρησκευτικοί, τοπικοί κλπ., δικαιο­λογούν απόλυτα τη μεταχείριση αυτή, αρκεί βέβαια και η διαφορετική αυτή μεταχείριση να γίνεται κατά τρόπο αφηρημένο, εξ αντικειμένου, και να στηρί­ζεται σε γενικά κριτήρια.

Με το πνεύμα αυτό δεν είναι δυνατό να αμφισβητήσει κανείς, ότι το Κράτος δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, όταν απαλλάσσει της φορολογίας τους κατοίκους ορισμένων περιοχών του Κράτους, που τις έπληξε ο σεισμός, οι πλημ­μύρες και γενικά οι θεομηνίες, ενώ τους υπόλοιπους κατοίκους όχι μόνο δεν τους απαλλάσσει της φορολογίας, αλλά τουναντίον τους επιβάλλει και πρόσθετα φορολογικά βάρη, για να ενισχύσει αυτούς που έχουν πληγεί από τις θεομηνίες. Όπως επίσης δεν παραβιάζει την ισότητα, όταν απαλλάσσει μέρους ή του όλου της στρατιωτικής θητείας τα τέκνα αναπήρων και θυμάτων πολέμου, τα προ­τιμά δε επί ίσοις όροις κατά το διορισμό στις δημόσιες υπηρεσίες ή δεν παρα­βιάζει την ισότητα, όταν επιτρέπει στις έγγαμες υπαλλήλους να συνταξιοδοτούνται στα δέκα πέντε χρόνια υπηρεσίας, πράγμα που δεν επιτρέπει στις άγαμες (Βλ. γενικά για όλα αυτά: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας  1961, σελ. 71 επομ. και τα Ευρετήρια Νομολογίας των επομένων ετών). Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις κάποιος ειδικός λόγος δικαιολογεί την διαφορετική μεταχείριση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το άβατο. Απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών, όλων των γυναικών, χωρίς εξαίρεση. Η είσοδος απαγορεύεται για να αποφευχθεί ο σκανδαλισμός των μοναχών, οι οποίοι έχουν δώσει διαβε­βαίωση κατά τους κανόνας της θρησκείας τους, ότι θα είναι εγκρατείς, θα απέχουν από κάθε σαρκική επαφή. Την διαβεβαίωση όμως αυτή, που αποτελεί περιεχόμενο της συνειδήσεώς τους, θα δυσκολευθούν να την τηρήσουν, διότι η είσοδος των γυναικών θα τους σκανδαλίσει, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα  να αθε­τήσουν την διαβεβαίωση, δηλαδή να παραβιάσουν την θρησκευτική τους συνεί­δηση. Και εάν μεν την παραβίαση αυτή της συνειδήσεώς τους την επιδιώξουν μόνοι τους, βγαίνοντας από το Άγιον Όρος και ερχόμενοι σε επαφή με τους κοσμικούς, δεν θα τους φταίει κανείς. Το Κράτος όμως δεν έχει το δικαίωμα να επιτρέψει την είσοδο των γυναικών, εφ’ όσον δεν συναινεί το Άγιον Όρος, στη χερσόνησο του Άθω, δηλαδή δεν έχει το δικαίωμα να προκαλέσει τη θρησκευ­τική συνείδηση των μοναχών, αλλά, αντίθετα, είναι υποχρεωμένο να περιφρουρεί το αδιατάρακτο της συνειδήσεώς και το ακώλυτο της λατρείας, με το να κατο­χυρώνει νομοθετικά την άρνηση του Αγίου Όρους να δεχθεί στη χερσόνησο του Άθω γυναίκες. Η υποχρέωση αυτή δε του Κράτους πηγάζει από το Σύν­ταγμα, όπως από το Σύνταγμα πηγάζει και η υποχρέωσή του να σέβεται τη θρησκευτική συνείδηση όλων των ανθρώπων. Και αυτό το Σύνταγμα δεν έχει το δικαίωμα να το παραβιάσει ο κοινός νομοθέτης. Έτσι λοιπόν δικαιολογείται, στη περίπτωση που μας απασχολεί, η απαγόρευση  εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος, η άνιση δηλαδή μεταχείριση των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες, η παρουσία των οποίων στο Άγιον Όρος δεν αποτελεί αφορμή σκανδαλισμού των μοναχών και συνεπώς δεν δικαιολογεί απαγόρευση .25

Αλλά ας έλθουμε και στην προσωπική ελευθερία, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 § 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο: «Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος. Ουδείς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ηή άλλως πως περιορίζεται, ει μη όταν και όπως ο νόμος ορίζει». Στη περίπτωση μας η προσωπική ελευθερία νοείται σαν ελευθερία κυκλοφορίας και διακινήσεως στη χερσόνησο του Άθω και στις Ιερές Μονές.

Το πρώτο πράγμα, που εντυπωσιάζει στη διάταξη αυτή, είναι ότι με αυτή δεν κατοχυρώνεται η προσωπική ελευθερία απεριόριστα, διότι υπάρχει η επιφύλαξη της τελευταίας περιόδου, δηλαδή η προσωπική ελευθερία, άρα και η ελευθερία κυκλοφορίας, περιορίζεται «όταν και όπως ο νόμος ορίζει». Άρα ο κοινός νομοθέτης έχει την εξουσία  — που δεν έχει προκειμένου περί της θρησκευτικής ελευθερίας — να περιορίσει την ελευθερία αυτή. Βέβαια, η εξουσία  αυτή του νομοθέτου δεν είναι απόλυτη, διότι διαφορετικά θα φτάναμε στο αποτέλεσμα με τον απλό νόμο να καταργούμε το Σύνταγμα. Οι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας πρέπει, όπως λέει η νομολογία, να δικαιολογούνται από «αποχρώντας λόγους, εξυπηρετούντας το γενικότερο δη­μόσιο ή κοινωνικό συμφέρον»(26), ελέγχεται δε από τον δικαστή, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητος των νόμων, η συνδρομή αυτών των προϋποθέσεων. Έτσι έγινε δεκτό από το Συμβούλιο της Επικράτειας, ότι δεν είναι αντίθετοι προς το Σύνταγμα οι εξής περιορισμοί: οι καθάρσεις(27), η υγειονομική απομόνωσις(28) και η ισόβια εκτόπιση των λεπρών(29). Δεν διανοείται δε κανείς να αμφισβητήσει την συνταγματικότητα άλλων περιορισμών της ελεύθερης διακινήσεως και κυκλοφορίας, όπως π.χ. της απαγορεύσεως  εισόδου παντός προσώπου (και όχι μόνο των γυναικών) σε ορισμένες στρατιωτικής σημασίας περιοχές είτε όλο το εικοσιτετράωρο είτε μετά τη δύση του ηλίου, της απαγορεύσεως  της Θήρας ή της αλιείας είτε σε ορισμένες περιοχές είτε ορισμένες εποχές είτε με ορισμένο σύστημα, της απαγορεύσεως  κυκλοφορίας ή σταθμεύσεως αυτοκινήτων οχημάτων σε ορισμένους δρόμους, πλατείες, ακόμη και ολόκληρες συνοικίες ή προς ορισμένη κατεύθυνση (μονόδρομοι) ή ορισμένες ημέρες βάσει του αριθμού κυκλοφορίας (μονά-ζυγά).

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί είναι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας και όμως κανείς δεν διανοήθηκε να τους αμφισβητήσει, διότι όλοι αντιλαμβάνονται, ότι υπάρχει κάποιος γενικότερος λόγος δημοσίου η κοινωνικού συμφέρον­τος τον οποίον δεν τον ορίζει μεν ρητώς το Σύνταγμα, αλλά ο οποίος είναι αυτονόητος και δικαιολογεί αυτούς τους περιορισμούς.

Γιατί λοιπόν θεωρούν αντισυνταγματική την απαγόρευση εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος, που θα έχει σαν αποτέλεσμα  την προσβολή της θρησκευτικής συνειδήσεως και της λατρείας των μοναχών, όταν το Σύνταγμα όχι μόνο κατοχυρώνει το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνειδήσεως και το «ακώλυτο» της λατρείας, αλλά και ορίζει κατά τρόπο πανηγυρικό στο άρθρο 25 § 1 ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου  ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνι­κού συνόλου (άρα και το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας) τελούν υπό την εγγύησιν του Κράτους, πάντων των οργάνων αυτού υποχρεουμένων να διασφαλίζουν την ακώλυτον άσκησιν αυτών», και όταν η προστασία των δικαιωμάτων αυτών από την Πο­λιτεία έχει ένα γενικότερο σκοπό δημοσίου και κοινωνικού ενδιαφέροντος, δηλα­δή την αποτροπή των κοινωνικών αναταραχών και έτσι αποβλέπει «εις την πραγματοποίησιν της κοινωνικής προόδου εν ελευθερία και δικαιοσύνη».  Και τέλος, πως διανοούνται να επιτρέψουν την είσοδο των γυναικών στο Άγιον Όρος, όταν με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα κυκλοφορίας των γυναικών θα καταλήξει να προσβάλει το δικαίωμα της ακώλυτης λατρείας των μοναχών, πράγμα που επίσης απαγορεύει  το Σύνταγμα, που ορίζει στο άρθρο 5 § 1 ότι: «Έκαστος δικαιούται να αναπτύσση ελευθέρως την προσωπικότητά του και να συμμετέχη εις την κοινωνικήν, οικονομικήν και πολιτικήν ζωήν της χώρας, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη»;

Γιατί έγιναν τόσοι αγώνες, για να περιληφθούν τελικά οι διατάξεις αυτές μετά από τόσα χρόνια στο Σύνταγμά μας; Για να τις παραβλέπουμε και να τις παραβιάζουμε, με το να ζητούμε από το Κράτος να επιβάλει στην Ιερά Κοινό­τητα την υποχρέωση  να ανέχεται την είσοδο γυναικών στο Άγιον Όρος; Που ακούστηκε τέτοιου είδους καταναγκασμός; Και γιατί δεν σκέφθηκαν αυτοί που υποστηρίζουν τις αντίθετες απόψεις, ότι επιμονή των γυναικών να κυκλοφο­ρήσουν μέσα σ’ αυτή την απομονωμένη χερσόνησο, όταν τόσοι λόγοι το απαγορεύουν, εμφανίζεται  και σαν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος κυ­κλοφορίας από μέρους των γυναικών, την οποία το Σύνταγμα (άθρ. 25 § 3) ρητά απαγορεύει ;(30) Και ας μη επιχειρήσουν να υποστηρίξουν την άποψη, ότι το άβατο προσκρούει στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του Συντάγματος, διότι θα διαπράξουν μέγα σφάλμα, αφού η διάταξη αυτή δεν έχει στη περίπτωση μας εφαρμογή, κυρίως δια τον λόγο ότι αναφέρεται στα «ατομικά διοικητικά μέ­τρα», που περιορίζουν την προσωπική ελευθερία και όχι σε γενικές απαγορεύσεις, που πηγάζουν από διατάξεις νόμου.

  1. Το άβατο και η ιδιοκτησία των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους

Αλλά ας έλθουμε και σε ένα άλλο επιχείρημα  υπέρ της συνταγματικότη­τας του αβάτου.

Το άρθρο 105 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 2 ότι: «Το Άγιον Όρος διοικείται, κατά το καθεστώς αυτού, υπό των είκοσι Ιερών Μονών του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρος η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτον». Τι προκύπτει από τη διάταξη αυτή; Προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι όλη η χερσόνησος του Άθω αποτελεί  ιδιωτική ιδιοκτησία των είκοσι Ιερών Μονών και περιήλθε στην κυριότητα τους με τα χρυσόβουλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που αναγνώριζαν τα μοναστήρια και, κατά κάποιον τρόπο, τα προικο­δοτούσαν με εκτάσεις γης, για να αντιμετωπίζουν τις δαπάνες τους. Το ότι η χερσόνησος του Άθω ανήκει στη κυριότητα των μονών δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να αμφισβητηθεί, τουναντίον επιβεβαιώνεται και από την απαγόρευση  απαλλοτριώσεως, την οποία θεσπίζει η πιο πάνω διάταξη. Εάν δεν ανήκε στην κυριότητα των μονών η χερσόνησος του Άθω, αλλά ήταν δημόσια έκταση, τότε δεν υπήρχε λόγος να γίνει μνεία περί «αναπαλλοτριώτου». Η απαγόρευση  απαλλοτριώσεως έχει σκοπό να θέσει φραγμό στην εξουσία, που έχει το Κρά­τος, να απαλλοτριώνει αναγκαστικά ιδιωτικές εκτάσεις. Την χερσόνησο του Άθω δεν έχει εξουσία να την απαλλοτριώσει. Το Σύνταγμα όμως με τον όρο «αναπαλλοτρίωτος» απαγορεύει  και την εκούσια από μέρους των μονών απαλλοτρίωση τμήματος της χερσονήσου του Άθω προς τρίτον. Ο περιορισμός αυτός έχει μεν σαν συνέπεια να δημιουργείται μία ιδιόμορφη «κυριότης» των μονών πάνω στη χερσόνησο του Άθω, δεν αναιρεί  όμως τον χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού σαν δικαιώματος κυριότητας, έστω κολοβωμένης. Αυτή η κολόβωση επιβάλλεται, για να διαφυλαχθεί ο ιδιαίτερος, από ιστορική, εθνική και θρησκευτική πλευρά, χαρακτήρας του Αγίου Όρους και να αποτραπεί η «εκκοσμίκευσή» του με τη μέθοδο της εκποιήσεως προς τρίτους(31). Ενισχύεται δηλαδή περισσότερο ο «ιδιωτικός» χαρακτήρας της χερσονήσου.

Εν όψει των ανωτέρω γεννάται το ερώτημα. Αφού ο ιδιοκτήτης μιας εκτάσεως έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει  την είσοδο οποιουδήποτε προσώπου μέσα στην ιδιοκτησία του, γιατί να μη έχουν και οι είκοσι Ιερές Μονές το δι­καίωμα να απαγορεύσουν  την είσοδο γυναικών στο Άγιον Όρος; Ποια διά­ταξη του νόμου η του Συντάγματος παραβιάζουν; Και όταν ο νόμος ανάγει σε ποινικό αδίκημα την παραβίαση του οικιακού ασύλου  (άρθρ. 241 Ποιν. Κωδ.) ή τη διατάραξη της οικιακής ειρήνης (άρθρ. 334 Ποιν. Κωδ.), γιατί φαίνεται εξωφρενικό, αντιδημοκρατικό και απαράδεκτο το ότι ο νομοθέτης ανήγαγε σε ποινικό αδίκημα την είσοδο των γυναικών στο Άγιον Όρος; Ο νόμος θε­σπίζει τα δύο ως άνω ποινικά αδικήματα, διότι θέλει να προστατεύσει το άσυλο της κατοικίας εναντίον κάθε κρατικής επεμβάσεως και την ηρεμία της οικο­γενειακής εστίας ή της επαγγελματικής εγκαταστάσεως από αδιάκριτους και ενοχλητικούς ή ακόμα και επικίνδυνους ιδιώτες. Στην περίπτωση παραβιάσεως του αβάτου ο νόμος θεσπίζει ποινικό αδίκημα, διότι θέλει να προστατεύσει, σύμ­φωνα με υποχρέωσή του, που απορρέει άλλωστε από το Σύνταγμα, την αδιατάρακτη, την «ακώλυτον» λατρεία των μοναχών, δηλαδή τη θρησκευτική τους συνείδηση και μάλιστα μέσα στην ιδιοκτησία των μονών. Τι το περίεργον λοι­πόν; Και που βρίσκουν την αντισυνταγματικότητα όλοι όσοι διαμαρτύρονται για την ποινικώς κολαζόμενη απαγόρευση, που, κατά τις απόψεις τους, προ­σβάλλει. . . . το δημοκρατικό μας καθεστώς;(32)

  1. Το άβατο και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

Ας εξετάσουμε τέλος το ζήτημα και από μια άλλη άποψη.

Γεννήθηκε το ερώτημα  και μαζί με το ερώτημα και ο φόβος, μήπως τυχόν, μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή  Οικονομική Κοινότητα, θίγουν το άβατο του Αγίου Όρους και γενικότερα η προνομιακή του θέση.

Το ερώτημα  αυτό θέτει επί τάπητος το γενικότερο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ των κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου και των κανόνων της εσωτερικής έννομης τάξεως και μάλιστα όχι μόνο των κανόνων με τυπική ισχύ νόμου αλλά και των διατάξεων του ιδίου του Συντάγματος. Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ­πλευρο και πολυδιάστατο σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν θα ήταν σοβαρή μια δή­λωση, ότι μπορεί κανείς να το αντιμετωπίσει  στα πλαίσια της μικρής αυτής μελέτης σχετικά με το άβατο. Συνεπώς, οι σκέψεις που θα επακολουθήσουν, δεν πρέπει να χαρακτηρισθούν παρά σαν μια πρόχειρη — αν επιτρέπεται  να χρησιμοποιηθεί ο χαρακτηρισμός αυτός για μια επιστημονική  μελέτη — και από πρώτη άποψη αντιμετώπιση  του προβλήματος, την οποίαν αναγκάζεται να κάνει ο συντάκτης της μελέτης αυτής, ώστε να μη τον κατηγορήσουν, ότι δεν εξέτασε και αυτή την πλευρά του προβλήματος.

Η Σύμβαση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 5 Μαρτίου 1957, ναι μεν αποτελεί  τη σταθερή βάση για την στο απώτερο μέλλον πολιτική ένωση της Ευρώπης (την ένωση αυτή στην οποία στηρίζουν τις ελπίδες τους όλοι ίσοι επιθυμούν ειλικρινά να περάσει η γερασμένη ήπειρός μας τις σύγχρονες Συμπληγάδες Πέτρες), έχει όμως σαν αποστολή της, επί του παρόντος: « . .. να προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομι­κών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητος, την συνεχή και ισόρροπη επέκταση της οικονομίας, ηυξημένη σταθερότητα, επιταχυνομένη ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και σχέσεις περισσότερο στενές μεταξύ των Κρατών, που συνενώνει»· όλα δε αυτά θα τα επιτύχει «με τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς και την προοδευτική προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής των Κρατών με­λών (άρθρο 2 της Συμβάσεως). Ορίζεται επίσης στη Σύμβαση (άρθρο 3), ότι: «Η δράση της Κοινότητος κατά την έννοια του προηγουμένου άρθρου, περι­λαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και το ρυθμό που προβλέπει η παρούσα συν­θήκη: α). . . β). . . γ) την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυ­κλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων μετα­ξύ των κρατών μελών».

Με την τελευταία αυτή διάταξη θα ήταν δυνατό να γεννηθεί το ερώτημα: Εφ’ όσον η Ελλάς είναι υποχρεωμένη  να εξαλείψει όλα τα εμπόδια «στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων», μήπως άραγε είναι υποχρεωμένη  να καταργήσει και την απαγόρευση  εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος, σε τρόπο ώστε κάθε γυναίκα, Ελληνίδα ή αλλοδαπή, να μπορεί να εισέλθει στη χερ­σόνησο του Άθω, για να οικοδομήσει ένα ξενοδοχείο ή να δημιουργήσει μια οποιαδήποτε τουριστική εγκατάσταση ή να εργασθεί ή τέλος να κάνει τουρισμό;

Κατ’ αρχήν η υποχρέωση  αυτή για την «εξάλειψη των εμποδίων στη κυ­κλοφορία των προσώπων» αναφέρεται, όπως ρητά ορίζει το άρθρο αυτό, μόνο «μεταξύ των Κρατών». Η Σύμβαση θέλησε δηλαδή να αρθούν οι πάσης φύσεως περιορισμοί, που ισχύουν μέχρι σήμερα στην είσοδο τω αλλοδαπών και την εγ­κατάστασή τους στα εθνικά εδάφη, ιδίως όσον αφορά την ανάπτυξη οικονομι­κής και επαγγελματικής δραστηριότητας. Έχει δε την έννοια ότι, οποία κατά­σταση ισχύει σε ένα από τα κράτη μέλη, όσον αφορά το θέμα αυτό σε σχέση με τους υπηκόους του, η αυτή ακριβώς  κατάσταση θα ισχύσει  και για τους αλλοδαπούς. Εάν, συνεπώς, για τους γάλλους πολίτες δεν υπάρχει περιορισμός στην κυκλοφορία μέσα στο γαλλικό έδαφος, το ίδιο θα ισχύσει  και για τους Έλληνες, που θα αποφασίσουν να κυκλοφορήσουν και να εγκατασταθούν στη Γαλλία. Αν­τίστροφα όμως, και η Ελλάς οφείλει στη περίπτωση αυτή να εξασφαλίσει πλή­ρη ελευθερία εγκαταστάσεως και κυκλοφορίας σε όλη την ελληνική επικράτεια στο γάλλο πολίτη. Επομένως, θα μπορούσε μια γαλλίδα να έλθη στην Ελλάδα και να κυκλοφορήσει όπου θέλει, άρα και στο Άγιον Όρος. Και έτσι με τον τρόπο αυτό θα φθάναμε στο αποτέλεσμα να καταργήσουμε το άβατο λόγω της υποχρεώσεως που έχει η Ελλάς, όπως όλα άλλωστε τα Κράτη μέλη της Ε.Ο.Κ., να «εξαλείψει τα εμπόδια στην κυκλοφορία των προσώπων» (και τέτοιο εμπόδιο είναι και η συνταγματική απαγόρευση  της εισόδου γυναικών στο Άγιον Όρος) και να εξασφαλίσει «την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων με την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας» (άρθρ. 48 της Συμβάσεως), καταργώντας συγχρόνως άλλα «προοδευτικώς» τους περιορισμούς εγκαταστάσεως (άρθρ. 52 της Συμβάσεως).

Όπως εξέθεσα με λεπτομέρεια, η απαγόρευση εισόδου γυναικών έχει σαν βάση την προστασία της θρησκευτικής συνειδήσεως των μοναχών, δηλαδή την προάσπιση ενός, του πιο σημαντικού θα έλεγα, ατομικού δικαιώματος. Από την άλλη μεριά η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα θεωρεί σαν απαραίτητη προϋπόθεση της συμμετοχής σ’ αυτήν ενός κράτους και άρα βασική προϋπόθεση της υπάρξεώς της «τις αρχές της πλουραλιστικής Δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», τα οποία «αποτελούν τμήμα της κοινής πνευματικής κληρονομιάς των λαών κρατών, που συνενώθησαν στις ευρωπαϊκές κοινότητες»38.

Εν όψει λοιπόν αυτού του αναμφισβητήτου δεδομένου, πως είναι δυνατόν να προσβάλει η Ελλάς ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, τη θρησκευτική ελευθερία των μοναχών, με το να επιβάλει την είσοδο των γυναικών στο Άγιον Όρος, δηλαδή με το να διαταράξει τη λατρεία των μοναχών αυτών, που θα πάψει πια να είναι «ακώλυτος»; Και από την άλλη πλευρά, πως θα ήταν δυνατόν να αξιώσει η Ευρωπαϊκή  Οικονομική Κοινότητα από την Ελλάδα μια τέτοια ενέργεια; Αντίθετη άποψη πάνω στο θέμα αυτό θα ήταν για μένα νομική ασυναρτησία. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο και κατά τη σύμβαση προσχωρήσεως της Ελ­λάδος στην Κοινότητα έγινε κοινή δήλωση από όλα τα μέλη, ότι «αναγνωρίζουν» το ειδικό καθεστώς που έχει παραχωρηθεί στο Άγιον Όρος, «όπως τούτο είναι εγγυημένο από το άρθρο 105 του Ελληνικού Συντάγματος» και «δικαιο­λογείται αποκλειστικά  για λόγους πνευματικούς και θρησκευτικούς» και ότι «η Κοινότης θα μεριμνήσει, ώστε να ληφθούν υπ’ όψη οι λόγοι αυτοί κατά την εφαρμογή  και την περαιτέρω επεξεργασία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακός και φορολογικές απαλλαγές, καθώς και το δι­καίωμα εγκαταστάσεως». Η δήλωση αυτή δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητη, για να διαφυλαχθεί το άβατον του Αγίου Όρους(33) (34), δεν βλάπτει όμως και, προ παντός άλλου, αποδεικνύει  κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι το Άγιον Όρος αντιμετωπίζεται πια από όλους σαν ένας χώρος, που έχει πνευματικό και θρησκευτικό χαρακτήρα. Αναγνωρίζεται πανηγυρικά από όλη την Ευρώπη, που αν και είναι καθολική η διαμαρτυρόμενη, παρ’ όλα αυτά έρχεται με τη δήλωση της αυτή να εκδηλώσει το σεβασμό της προς αυτό το σύμβολο της Ορθοδοξίας, τη στιγμή κατά την οποίαν εμείς οι ορθόδοξοι ψά­χνουμε να βρούμε τρόπο, για να διαταράξουμε τη γαλήνη του με το να θέ­λουμε να καταργήσουμε την απαγόρευση εισόδου των γυναικών στη χερσόνησο του Άθω.

Αυτά είχα να εκθέσω και να υποστηρίξω. Έγραψα τη μικρή αυτή μελέτη, για να συμμετάσχω στην τιμητική εκδήλωση για το πρόσωπο του Σεπτού Ιε­ράρχη Μητροπολίτη Κίτρους κ. Βαρνάβα. Σκοπός μου δεν ήταν να πάρω το μέρος των μοναχών ή της Εκκλησίας. Σε μια επιστημονική μελέτη, τέτοιου είδους τοποθετήσεις και παρόμοιοι σκοποί δεν έχουν θέση και μάλιστα όταν ο συντάκτης της μελέτης έχει και κάποια άλλη, ιδιαίτερα ευαίσθητη, ιδιότητα. Πρόθεση και σκοπός μου ήταν να πω αυτό που πιστεύω σαν επιστημονικά ορθό και να αντικρούσω απόψεις, που τις θεωρώ πέρα για πέρα λαθεμένες, χωρίς με αυτό να θέλω να θίξω, έστω και στο ελάχιστο, τα πρόσωπα που υποστηρίζουν θέσεις αντίθετες προς τις δικές μου και τα οποία ιδιαίτερα εκτιμώ(35). Ζούμε σε μία χώρα δημοκρατική, όπου ο κάθε ένας μπορεί να λέει ελεύθερα τις απόψεις του πάνω σ’ οποιοδήποτε θέμα, μπορεί ακόμη να κάνει και λάθη, διότι και αυτό ανθρώπινο είναι και δίνει την ευκαιρία σε αντίκρουση, σε συζήτηση, σε ανταλλαγή απόψεων, πράγμα που προάγει τον πολιτισμό και προ παντός άλλου τη Δημοκρατία.

 

 

* Το άβατο θεμελιώνεται κοινωνιολογικά στην αντίληψη, ότι ορισμένο αντικείμενο ή ορισμένος χώρος έχουν Ιερό χαρακτήρα και λόγω ακριβώς αυτού του χαρακτήρα τους δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση των μεν η η είσοδος στους δε, είναι δηλαδή, κατά τη διεθνοποιηθείσα λέξη των φυλών της Πολυνησίας, taboo. Την αντίληψη αυτή τη βρίσκουμε στους Εβραίους, όπου ο ναός του Σολομώντος ήταν «γυναιξίν άβατον». Στην αρχαία Ελλάδα οι ναοί ήσαν επίσης «άβατον» ή «άδυτον» ή «άσυλον» είτε για τις γυναίκες μόνο, είτε για κάθε έναν που δεν ανήκε στο Ιερατείο, είναι δε γνωστή η περίπτωση του στρατηγού Παυσανία, που κατέφυγε στο Ιερό της Χαλκιοίκου Αθήνας, για να αποφύγει την οργή των συμπατριωτών του, που δεν τόλμησαν να μπουν στο Ιερό, αλλά περιορίστηκαν να κτίσουν τις πόρτες και να αφαιρέσουν τη στέγη, μέχρι να πεθάνη από την πείνα και το κρύο ο προδότης στρατηγός, τον οποίον έσυραν έξω από το ναό λίγο πριν πεθάνη, για να μη μολύνη τον Ιερό χώρο. Αλλά και σήμερα σε ορισμένες χώρες της Ανατολής, Ιδίως στην Ινδία και την Ιαπωνία, υπάρχουν χώροι, που θεωρούνται «άβατον», π.χ. στην Ιαπωνία ορισμένα όρη θεωρούνται Ιερά και είναι απαγορευμένα στις γυναίκες, η στην Ινδία ορισμένοι ειδικοί χώροι μέσα στους ναούς, όπου φυλάγεται το Είδωλο του Θεού, είναι προσιτοί μόνο στο Ιερατείο. Και στο Ιερό βήμα των χριστιανικών ναών απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών γενικώς, πλην των μοναζουσών, των ενταλμένων για τα σχετικά διακονήματα του ιερού βήματος. (Βλ. σχετικά Σ.Α. Κότσιανου, Το άβατον του Αγίου Όρους, περιοδικό Αρμενόπουλος, έτος 8ον(1954)· σελ. 724’ Α. Παπαδάτου, Το πρόβλημα του αβάτου του Αγίου Όρους, Θεσ­σαλονίκη 1969, σελ. 73 επ. A. Ν. Μαρίνου, Η Θρησκευτική Ελευθερία, Αθήναι 1972, σελ. 338. Για το άβατο στην Ορθόδοξη Εκκλησία βλ. και X. Παπαστάθη, Το άβατο του Αγίου Όρους στις γυναίκες, περιοδικό Αρμενόπουλος, έτος 33ον, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 80 έπ.).

  1. Το άρθρο 105 του Συντάγματος αποτελεί επανάληψη όμοιας διατάξεως, που είχε τεθεί στο Σύνταγμα του 1925 και επαναλήφθηκε και στα επόμενα Συντάγματα, ορίζει δε τα εξής:

«1. Η χερσόνησος του Άθω από της Μεγάλης Βίγλας και εξής, αποτελούσα την περιοχήν του Αγίου Όρους, είναι, κατά το αρχαίον τούτου προνομιακόν καθεστώς, αυτο­διοίκητον τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία παραμένει άθικτος επ’ αυτού. Εξ επόψεως πνευματικής, το Άγιον Όρος διατελεί υπό την άμεσον δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι οι μονάζοντες εις αυτό αποκτούν, άνευ άλλης διατυπώσεως, την ελληνικήν ιθαγένειαν, άμα τη προσλήψει αυτών ως δοκίμων η μοναχών.

  1. Το Άγιον Όρος διοικείται, κατά το καθεστώς αυτού, υπό των είκοσι ‘Ιερών Μονών του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρος η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτον.

Η διοίκησις αυτού ασκείται δι’ αντιπροσώπων των Ιερών Μονών, αποτελούντων την Ιεράν Κοινότητα. Ουδεμία απολύτως επιτρέπεται  μεταβολή του διοικητικού συστήματος η του αριθμού των Μονών του Αγίου Όρους, ουδέ της ιεραρχικής τάξεως και της θέσεως αυτών προς τα υποτελή των εξαρτήματα. Απαγορεύεται  η εν αυτώ εγκαταβίωσις ετεροδόξων η σχισματικών.

  1. Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορειτικών καθεστώτων και του τρόπου της λει­τουργίας αυτών γίνεται δια του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους, το οποίον, συμ­πράττοντας του αντιπροσώπου του Κράτους, συντάσσουν μεν και ψηφίζουν αι είκοσι Ιεραί Μοναί, επικυρώνουν δε το Οικουμενικόν Πατριαρχείου και η Βουλή των Ελλήνων.
  2. Η ακριβής τήρησις των αγιορειτικών καθεστώτων τελεί, ως προς μεν το πνευμα­τικόν μέρος, υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως προς δε το διοικητικόν, ύπό την έποπτείαν του Κράτους, εις το οποίον ανήκει αποκλειστικώς και η διαφύλαξις της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας.
  3. Αι ανωτέρω εξουσία του Κράτους ασκούνται δια διοικητού, του οποίου τα δικαιώ­ματα και καθήκοντα καθορίζονται δια νόμου.

Δια νόμου επίσης καθορίζονται η υπό των μοναστηριακών αρχών και της Ιεράς Κοι­νότητας ασκουμένη δικαστική εξουσία, ως και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους».

  1. Το άρθρο 102 του Συντάγματος ορίζει σχετικά με την τοπική αυτοδιοίκηση τα εξής:
  2. Η διοίκησις των τοπικών υποθέσεων ανήκει εις τους Οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως , των οποίων την πρώτην βαθμίδα αποτελούν οι δήμοι και αι κοινότητες. Αι λοιπαί βαθμίδες ορίζονται δια νόμου. 2. Οι Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως απολαύουν διοικητικής αυτοτελείας. Αι αρχαί αυτών εκλέγονται δια καθολικής και μυστικής ψηφοφο­ρίας. . . . 5. Το Κράτος ασκεί εποπτείαν επί των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως, μη εμποδίζουσαν την πρωτοβουλίαν και την ελευθέραν δράσιν αυτών. Αι πειθαρχικαί ποιναί αργίας και απολύσεως εκ του αξιώματος των αιρετών Οργάνων της τοπικής αυτοδιοικήσεως , εξαιρέσει των περιπτώσεων των συνεπαγομένων αυτοδικαίαν έκπτωσιν, απαγγέλλονται μόνον μετά σύμφωνον γνώμην συμβουλίου αποτελουμένου κατά πλειοψηφίαν εκ τακτικών δικαστών».

Το άρθρο 16 § 5 του Συντάγματος ορίζει σχετικά με την αυτοδιοίκηση  των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων τα εξής:

«…Η ανωτάτη εκπαίδευσις παρέχεται αποκλειστικώς υπό ιδρυμάτων, αποτελούν των νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενων. Τα ιδρύματα ταύτα τελούν υπό την εποπτείαν του Κράτους και δικαιούνται της οικονομικής ενισχύσεως αυτού, λειτουρ­γούν δε επί τη βάσει των περί οργανισμών αυτών νόμων. Συγχώνευσις η κατάτμησις ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δύναται να χωρήση και κατά παρέκκλισιν πάσης αντιθέτου διατάξεως, ως νόμος ορίζει. . . .».

(2) Βλ. το Νόμο 5343/1932, το Πρ. Δ/μα 12/26.7.33 και το Νόμο 249/76, ως επίσης και το άρθρο 16 § 6 του Συντάγματος.

(6) Συνεπώς, ούτε με τον κ. Σ. Παπαδάτο συμφωνώ, που υποστηρίζει (ένθ’ άνωτ.), ότι το άβατο κατοχυρώνεται μόνο από το άρθρο 186 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου ’Όρους, που απαγορεύει την είσοδο των γυναικών στη χερσόνησο του Άθω «κατά τα ανέκαθεν κρατούντα» και ο οποίος ψηφίστηκε βάσει της άντίστοιχης συνταγματικής διατάξεως, που ίσχυε τότε, ούτε με βρίσκει σύμφωνο η άποψη του κ. X. Παπαστάθη (ένθ. άνωτ.), σύμφωνα με την οποίαν το άβατο έχει σαν βάση το άρθρο 105 του Συντάγματος, που: «είναι ειδικό, και γι’ αυτό, παρά τις παρεκκλίσεις του από τα οριζόμενα γενικά στο Σύνταγμα, υπερ­ισχύει των άλλων διατάξεων του Συντάγματος, αδιάφορα αν αυτές είναι θεμελιώδεις η όχι». Για τον αυτό λόγο ούτε και με τον κ.Δ.Γ.Λεονταρίτη θα συμφωνήσω, διότι και αυτός (βλ. εφημερίδες Εστία της 13 Σεπτεμβρίου 1978, Καθημερινή της 15 Δεκεμ­βρίου 1978 και Ορθόδοξος Τύπος της 5 Ιανουαρίου 1979) την απαγόρευση της ει­σόδου γυναικών στο Άγιον Όρος στηρίζει στο άρθρο 105 του Συντάγματος, το οποίο, κατά την άποψή του, «ως ειδικώς ρυθμίζον το θέμα του Αγιορειτικού καθεστώτος», κατισχύει όλων των άλλων διατάξεων και αυτών ακόμη που αφορούν την Ισότητα και την ελευθερία, με τις οποίες είναι «της αυτής τυπικής Ισχύος και του ιδίου νομοθετήματος».

(7) Ειδικά για τη θεωρία των αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος Βλ. την κλασσική πια μελέτη του Otto Bachof, Verfassungswidrice Verfassungs normen? Tubingen 1951. Ο συγγραφέας αυτός κατατάσσει σε τρεις κατηγορίες τις διατάξεις του Συντάγματος, που μπορεί να θεωρηθούν αντισυνταγματικές. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι διατάξεις, που αντιβαίνουν στο γραπτό Σύνταγμα η, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί, διατάξεις που προσβάλλουν το γραπτό Σύνταγμα (Verletzung der gescriebenen Verfas- sung). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι διατάξεις, που προσβάλλουν το άγραφο συνταγμα­τικό δίκαιο (Verletzung der gieschriebenen Verfassungsrechts). Τέλος, στην τρίτη κα­τηγορία ο συγγραφέας αυτός κατατάσσει άλλες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και διατάξεις που, αν και περιέχονται μέσα στο Σύνταγμα, είναι, παρ’ όλα ταύτα, «αντισυνταγματικές», γιατί έρχονται σε σύγκρουση με άλλες διατάξεις του Συντάγματος ανώτερου επιπέδου από απόψεως ουσιαστικής, καίτοι τυπικά είναι ισοδύναμες. Τη θεωρία αυτή δέχτηκε το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο με απόφαση του έτους 1968 (βλ. Juristenzeitung 1968, σελ. 697 έπομ.), με την όποία έγινε δεκτό, ότι το άρθρο 5 § 3 του θεμελιώδους Νόμου της Γερμα­νίας, με το οποίο κατοχυρώνεται η ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, υποχωρεί, καίτοι είναι τυπικά ισοδύναμο, απέναντι στο άρθρο 2 του αυτού Θεμελιώδους Νόμου, με το οποίο κατοχυρώνεται η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου. Για την απόφαση αυτή, γνωστή με το όνομα πλέον απόφαση «Mephisto», βλ. παρατηρήσεις του καθηγητού ΝeUman-Duesberg, που δημοσιεύονται ένθ’ άνωτ., σελ. 703 έπομ., και Κ. Κ ό ρ σ ο ν, Το νομικόν όριον της ελευθερίας της τέχνης (απόφασις mephisto του Γερμανικού Συν­ταγματικού Δικαστηρίου) στον τιμητικό τόμο (Μνήμη) του Μιχ. Δένδια, Αθήναι 1979, σελ. 127 έπομ. Τη θεωρία των αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος αναλύει στην Ελλάδα και ο Γ. Άλ. Χουβαρδάς στη μελέτη του, Το πρόβλημα των Συνταγματικών Εγγυήσεων κλπ. Αθήναι, 1964, σελ. 123 έπομ. και σε άλλη μελέτη του, Η μερική αντισυνταγματικότης του άρθρου 111 του Συντάγματος, στο Νέο Δίκαιο, έτος 21ο, σελ. 334 έπ. Για το θέμα αυτό βλ. και την από 18.12.1953 απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δι­καστηρίου (Νομικό Βήμα 1955, σελ. 77 έπομ.) και το σχόλιο του Δ. Λ. Κυριαζή-Γουβέλη, που αναλύει το θέμα και μνημονεύει και τη γνωστή από 24.4.50 απόφαση του Βαυαρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που έχει δεχθεί, μεταξύ των άλλων, και ότι: «εκ του γεγονότος και μόνον ότι διάταξις τις αποτελεί μέρος συνταγματικού κειμένου δεν αποκλείεται το ανίσχυρον αυτής. . . υπάρχουν συνταγματικαί αρχαί προσυνταγματικού δικαίου, αι οποίαι δεσμεύουν και αυτόν τον συνταγματικόν νομοθέτην. . .».

(8) Για το ατομικό αυτό δικαίωμα βλ. Α. Ν. Μαρίνου, Η Θρησκευτική Ελευθερία, Αθήναι 1972.

(9) Βλ. λεπτομέρειες για το θέμα αυτό A. Ν. Μ α ρ ί ν ο υ, (ένθ’ άνωτ., σελ. 4 επόμ.).

(10) Τέτοιους περιορισμούς επιβάλλουν συχνά τα κομμουνιστικά καθεστώτα, που τηρούν, ως γνωστόν, εχθρική στάση απέναντι κάθε είδους θρησκείας (βλ. λεπτομέρειες για τύ ζήτημα αυτό A. Ν. Μαρίνου, ένθ’ άνωτ., ιδίως σελ. 355-375′ επίσης τη Χάρτα της Πράγας 1977, που καυτηριάζει την παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας από τα κομμουνιστικά καθεστώτα).

(11) Η νομοθεσία «περί ασέμνων γυναικών» σταθερά ορίζει, ότι απαγορεύεται η λει­τουργία οίκου ανοχής πλησίον ναού.

(12) Το νέο μας Σύνταγμα απαγορεύει τον προσηλυτισμό γενικά, δηλαδή ανεξάρτητα σε βάρος ποιας θρησκείας ασκείται. Τα προηγούμενα Συντάγματα απαγόρευαν τον προση­λυτισμό τον ασκούμενο σε βάρος της «επικρατούσης θρησκείας». Υπήρχε όμως και τότε νο­μοθετική απαγόρευση κάθε είδους προσηλυτισμού, Ανεξάρτητα από το είδος της θρησκείας, ήταν δε και είναι ο προσηλυτισμός, και πολύ ορθά, ποινικό αδίκημα (Α.Ν. 1363/1938 όπως τροποποιήθηκε με τον Α.Ν. 1672/1939). Βλ. γενικώς για τον προσηλυτισμό Α.Ν. Μαρί­νου, ενθ’ ανωτ., σελ. 195-244.

(13) Προκειμένου ειδικότερα για το Άγιον Όρος, σαν τόπος μετανοίας δεν θα θεωρη­θούν μόνον οι Μονές, αλλά και όλη η χερσόνησος του Άθω, που είναι διάσπαρτη από σκήτες, κελλιά, καθίσματα, σπίτια, ακόμα και μικρές τρύπες, όπου μένουν από χρόνια πολλά, συχνά μια ολόκληρη ζωή οι «ερημίτες», ιδίως στην περιοχή, που είναι γνωστή με το όνομα «έρη­μος», πάνω εκεί, μεταξύ ουρανού και γης, στους σκιστούς και κοφτερούς βράχους, στα ριζά του Άθωνος, στα Κατουνάκια, στις Κερασιές, στα Καυσοκαλύβια, στα Καρούλια.

(14) Στην άποψη αυτή στήριξαν την ψήφο τους οι βουλευτές κ. Ιωάννης Παπαδόπουλος και κ. Βιργινία Τσουδερού, όταν καταψήφισαν την πρόταση νόμου, που είχε καταθέσει στη Βουλή, για την κατάργηση του αβάτου ο κ. Ι. Κουτσοχέρας, υποστηρίζοντας τα εξής: Ι. Παπαδόπουλος: «Το Άγιον Όρος είναι μία τελευταία, θα έλεγα, ίσως εστία στην Ευρώπη, η μοναδική πίστις μυστικής λατρείας, άποψη αυτή του κ. καθηγητή για την «ηυξημένη τυπική ισχύ» των «διεθνών πράξεων», όπως τις αποκαλεί, οι οποίες «συμπληρώνουν» το Σύνταγμα, δηλαδή ο Χάρτης των Ηνω­μένων Εθνών, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 και η Σύμβαση της Ρώμης, τις οποίες και αναφέρει, ας μου επιτραπεί να πιστεύω, ότι ήταν και είναι ολίγον ρηξικέλευθη, διότι ποτέ δεν θεωρήθηκε κατά τη δική μας έννομη τάξη, ότι οι διεθνείς συνθήκες και διακηρύξεις έχουν τυπική ισχύ ισοδύναμη με το Σύνταγμα και ότι, συνεπώς, μπορούν και να το συμπληρώνουν ή να το τροποποιούν. Απλώς και μόνο με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, που ισχύει σήμερα, ορίζεται, ότι οι «γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου» και οι «διεθνείς συμβάσεις από της επικυρώσεως των δια νόμου και της κατά τους όρους εκάστης τούτων θέσεως αυτών εν ισχύι» υπερισχύουν, όχι του Συν­τάγματος, αλλά απλώς «πάσης αντιθέτου διατάξεως νόμου».

(16) Ενδεικτικά μνημονεύω, ότι στο Χάρτη των Ηνωμένων ’Εθνών αναφέρεται (άρθρο 55, περ. γ’), ότι τα Ηνωμένα Έθνη θα ευνοήσουν «τον καθολικόν σεβασμόν και την διασφάλισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών δια πάντας ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, γλώσσης η θρησκείας», άρα και του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας εις δε την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφέρεται, ότι: «Έκα­στος έχει το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Εις τούτο περιλαμβά­νεται η ελευθερία  μεταβολής της θρησκείας η της πεποιθήσεως, ως και η ελευθερία  όπως, μόνος η μετ’ άλλων ομού, δημοσία η κατ’ ιδίαν, εκδηλοί τας θρησκευτικάς απόψεις του η τας πεποιθήσεις του δια διδασκαλίας, ασκήσεως λατρείας η τελέσεως θρησκευτικών τελετουρ­γιών» (άρθρον 18)· και ότι: «Έκαστος άνευ οιασδήποτε διακρίσεως, προερχομένης εκ φυλής, χρώματος, γλώσσης η θρησκείας. . . πρέπει να καυχάται δια την ύπ’ αυτού απόλαυσιν πάντων των δικαιωμάτων και ελευθεριών, αι οποίαι θεσπίζονται δια της παρούσης Διακηρύξεως (Άρθρον 2). Ανάλογες διατάξεις περιέχονται και στη Σύμβαση της Ρώμης και στη Διακήρυξη του Ελσίνκι του 1975.

(17) Δ. Π. Κυριαζή-Γουβέλη, Θεμελιώδη δικαιώματα, έκδ. «Δωδώνη», Αθήναι 1970, σελ. 93-92.

(18) A.I.Σβώλου – Γ. Κ. Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Αθήναι 1954, τόμ. Α’, σελ. 182.

(19) Στην περίπτωση αυτή πιθανόν να δημιουργούνται ζητήματα αγορανομικών παρα­βάσεων, αλλά ζητήματα ισότητος δεν δημιουργούνται.

(20) Από την άποψη αυτή είναι ορθή η παρατήρηση, που έκανε ο Παν. Παπαληγούρας κατά τη διάρκεια συζητήσεως στη Βουλή προτάσεως νόμου για την κατάργηση του αβάτου, λέγοντας τα εξής: «Το ότι σ’ ένα μοναστήρι καλογραιών δεν έπιτρέπεται ενδεχομένως, κατά παράδοσιν, να εισέρχονται άνδρες και αντιστρόφως σε μοναστήρια ανδρών δεν επιτρέπεται να εισέρχονται γυναίκες, δεν αποτελεί κατ’ αρχήν περιορισμόν της ελευθερίας. . . και περιορισμόν των ατομικών δικαιωμάτων, υπό την έννοιαν που τα ορίζει το Σύνταγμα» (Βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής, Συνεδρίασις ΙΑ/7 Ιουνίου 1976-Τμήμα Β’, σελ. 294).

(21) Πρόκειται για το νομοθ. διάταγμα 2623/1953 (ΦΕΚ 268/28-9-53 τευχ. Α’), με το οποίο ορίσθηκε, ότι η είσοδος θηλέων στο Άγιον Όρος τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, μη εξαγοραζόμενη. Το νομοθέτημα αυτό ο Σ. Παπαδάτος (ένθ’ άνωτ.) θεωρεί αντισυνταγματικό για δύο λόγους: α) Διότι εκδόθηκε σαν Νομοθετικό Διάταγμα, δηλαδή κατά τη δια­δικασία που όριζε το Σύνταγμα του 1952 για τα «εξαιρετικώς επείγοντα» θέματα, τα οποία ερρύθμιζε νομοθετικά η λεγόμενη τότε «επιτροπή νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως», ενώ δεν υπήρχε, ισχυρίζεται ο κ. Παπαδάτος, «εξαιρετικώς επείγον» θέμα, και β) διότι το νομοθέτη­μα αυτό έπρεπε να ψηφισθεί κατά τη διαδικασία του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, που ορίζει το Σύνταγμα. Η γνώμη αυτή του κ. Παπαδάτου είναι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη και ως προς τις δύο βάσεις της. Ειδικότερα, το εάν ένα θέμα ήταν ή όχι «εξαιρετικώς επείγον», τούτο ήταν ζήτημα «εσωτερικόν» της Επιτροπής, η κρίσις της οποίας δεν ήτο δυνατόν να ελεγχθεί από τα Δικαστήρια. Τέτοια εξουσία ελέγχου δέχτηκε, ότι είχε το Συμ­βούλιο της Επικράτειας μόνον έπί των Συντακτικών Πράξεων, που εκδόσανε οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή, οπότε διαμορφώθηκε και η γνωστή θεωρία του «δικαίου της ανάγκης» και έγινε δεκτό και το δικαίωμα των δικαστηρίων να ελέγχουν, έάν συνέτρεχε πράγματι «εξαιρετική ανάγκη», για να εκδώσει η κυβέρνηση Συν­τακτική Πράξη, με άμεση συνέπεια να μη εφαρμόζουν Συντακτική Πράξη, που είχε εκδοθεί χωρίς να συντρέχει τέτοια ανάγκη (βλ. για όλα αυτά: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβου­λίου της Επικρατείας 1929-1959, Έκδοσις Έθν. Τυπογραφείου, Αθήναι 1961, σελ. 36 έπομ. και Μ. Στασινόπουλου, Το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, Αθήναι 1951. σελ. 4 και 59). Σχετικά με το ζήτημα της εξουσίας, που έχουν τα δικαστήρια να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων από την άποψη, έάν τηρήθηκε η «εσωτερική διαδικασία» ψηφίσεώς τους, βλ. Πορίσματα Νομολογίας κλπ. σελ. 34 επομ. και Τάσου Ν. Μαρί­νου, Παρεμβολή ασχέτων διατάξεων εις το νόμον, στην Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου, έτος 1965, σελ. 263 έττομ. και τους αυτόθι αναφερομένους. Όσον άφορα τη δεύτερη βάση της πιο πάνω γνώμης του κ. Παπαδάτου παρατηρώ, ότι με το Ν.Δ. 2623/53 δεν τροποποιείται ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους, οπότε και μόνο θα χρειαζόταν η τήρηση της ειδικής διαδικασίας, που ορίζει το άρθρο 105 του Συντάγματος, δηλ. ψήφιση από τις Μονές, έγκριση από το Πατριαρχείο και επικύρωση από τη Βουλή, αλλά απλώς και μόνο λαμβάνεται πρόνοια για την εξασφάλιση τηρήσεώς του. (Σύμφωνος σ’ αυτό και ο κ. X. Παπαστάθης, ένθ’ άνωτ.) Και όλα αυτά ανεξάρτητα από το ζήτημα, εάν η διάταξη του Καταστατικού Χάρτη, που απαγορεύει την είσοδο των θηλέων στο Άγιον Όρος, περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων, που αναφέρονται στο «αυτοδιοίκητο» του Αγίου Όρους, διότι, εάν δεν περιλαμβάνεται, τότε μπορεί να τροποποιηθεί και με απλό νό­μο, όπως έχει δεχτεί το Συμβούλιο Επικρατείας σε ανάλογη περίπτωση (βλ. Σ.τ.Ε. 869/67).

(23) Σχετικά με τη θεωρία αυτή, βλ. A. Κ. Κ α τ ρ α ν η, Η θεωρία της τριτενεργείας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η γερμανική διδασκαλία και η δυνατότητα εφαρμογής της υπό το Ελληνικό Σύνταγμα του 1975, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Σύνταγμα 1978, τεύχος 2. Βλ. επίσης και Δ.Κόρσου, Τα ατομικά δικαιώματα εν τω ιδιωτικώ δικαίω εις Ξένιον προς τιμήν Παν. Ζέπου, Άθήναι 1973, τόμ. 1ος, σελ. 176 έπ.

(24) Και εν πάση περιπτώσει θα ήταν πολύ άμφίβολο έάν και υπό το κράτος της θεω­ρίας της τριτενεργείας θα ήταν δυνατόν η Εκκλησία και το Άγιον Όρος, που είναι οργανισμοί θρησκευτικοί, πνευματικοί, θεόπνευστοι, να θεωρηθούν «τρίτοι» ιδιώται, κατά των οποίων αντιτάσσεται ατομικό δικαίωμα, το οποίο έχει σαν συνέπεια την παραβίαση της λατρείας ενός τμήματος της Εκκλησίας αυτής, δηλ. των μοναχών. Ίσως τότε με την ίδια θεωρία της τριτενεργείας, η Εκκλησία η οι μοναχοί θα είχαν την δυνατότητα να αντιτάξουν στις γυναί­κες, που οπωσδήποτε είναι «τρίτοι» με την έννοια αυτής της θεωρίας, το ατομικό τους δι­καίωμα για «ακώλυτη» άσκηση της λατρείας τους. Συνεπώς, είναι λίγο ρηξικέλευθη η άποψη του Γ. Δασκαλάκη (ένθ’ άνωτ.), σύμφωνα με την οποίαν η αντισυνταγματικότης του αβάτου θεμελιώνεται πάνω στη θεωρία αυτή, την ορθότητα της οποίας ούτος θεωρεί — και είναι ίσως ο μόνος στην ‘Ελλάδα τουλάχιστο την εποχή έκείνη (1964) — σαν δεδομένη και αναμφισβήτητη.

(25) Άρθρον 25 § 1 του Συντάγματος: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύησιν του Κράτους, πάντων των οργάνων αυτού υποχρεουμένων να διασφαλίζουν την ακώλυτον άσκησιν αυτών».

(26) Βλ. για το ζήτημα αυτό ενδεικτικά τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, έκδ. Έ6ν. Τυπογραφείου, Αθήναι 1961, σελ. 79 έπ.

(27) Σ.τ.Ε. 138-/1930, 58/1934.

(28) ΣτΕ 58/1934.

(29) ΣτΕ 58/1934. Μετά το νέο Σύνταγμα τα ατομικά μέτρα «περιορισμού της ελευθέρας κινήσεως η εγκαταστάσεως εν τη χώρα, ως και της ελευθέρας εξόδου και εισόδου εις αυτήν παντός έλληνος» επιτρέπονται μόνον κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, όπως ορίζει η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του Συντάγματος, η οποία όμως δεν Ισχύει για τα περιοριστικά ατομικά μέτρα, που αποβλέπουν στην προστασία της δημοσίας υγείας η της υγείας «των νοσούντων ατόμων», όπως διευκρινίζεται με ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο αυτό.

(30) Άρθρον 25 § 4: «Η καταχρηστική άσκησις δικαιώματος δεν επιτρέπεται».

(31) Για τον λόγο αυτό και το άρθρο 181 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους ορίζει ότι: «Πάσα η ακίνητος περιουσία των Ιερών Μονών είναι απολύτως αναπαλλοτρίωτος ως πράγμα θείω δικαίω». Το Συμβούλιο της Επικράτειας δέχτηκε με την υπ’ άριθμ. 869/ 1967 απόφασή του, ότι με τον όρο «αναπαλλοτρίωτος» νοείται 6χι μόνο η αναγκαστική αλλά και η εκούσια απαλλοτρίωση όλης της περιουσίας των Μονών, που βρίσκεται είτε μέσα στη χερσόνησο του Άθω, είτε έξω από αυτή. Και την μεν εντός της χερσονήσου ακίνητη περιουσία με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θίξει η Πολιτεία, γιατί υπάρχει η συνταγματική απαγόρευση. Αντίθετα, μπορεί να απαλλοτριώσει, κατά τους γενικούς όρους πάντοτε του Συντάγματος, την ακίνητη περιουσία, που είναι έξω από τη χερσόνησο, και αρκεί γι’ αυτό απλός νόμος, χωρίς να τηρηθή η διαδικασία του άρθρου 105 του Συντάγματος, διότι το άρθρο 181 του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους δεν άναφέρεται σε θέμα αυτοδιοικήσεως. Ο Γ.Δασκαλάκης (ένθ’ αωτ.) υποστηρίζει την γνώμη, ότι η χερσόνησος του Άθω δεν είναι ιδιοκτη­σία των Ιερών Μονών.

(32) Δεν θα ήταν ίσως εσφαλμένη η άποψη, ότι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις με την είσοδο γυναικός στο Άγιον Όρος στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα του άρθρου 200 § 2 του Ποιν. Κώδικα, δηλαδή διατάραξη θρησκευτικής συναθροίσεως, εάν π.χ. εισέλθει στη χερσόνησο του Άθω γυναίκα ντυμένη κατά τρόπο προκλητικό, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί «πράξις υβριστικώς ανάρμοστη», όπως προβλέπει η πιο πάνω διάταξη.

(33) Βλ. την από 23 Μαΐου 1979 Γνώμη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(34) Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κανείς, ότι είναι και ελλιπής, γιατί συνδυάζει την κατοχύρωση του αγιορειτικού καθεστώτος μόνο με το άρθρο 105 του Συντάγματος, που αναφέρεται κυρίως στην αυτοδιοίκηση του Αγίου Όρους, όχι δε και με το άρθρο 13 του Συντάγματος, που αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία .

(35) Τις αντίθετες θέσεις, δηλαδή την άποψη για την αντισυνταγματικότητα του α υποστηρίζουν: 1) Ο καθηγητής κ. Γ. Δασκαλάκης, στη μνημονευθείσα πιο πάνω μελέτη του. 2) Ο βουλευτής κ. I. Κουτσοχέρας, που κατέθεσε και σχετική πρόταση νόμου, την οποία όμως η Βουλή τελικά απέρριψε (Βλ. Πρακτ. Συνεδρ. Βουλής Τμήμα Α’, Συνεδρ. ΙΑ/7 Ιουνίου 1976, σελ. 199 έπομ.). 3) Η βουλευτής Κα Μελίνα Μερκούρη, σε συνέντευξή της προς την εφημερίδα Εξόρμηση της 13 Αυγούστου 1979, όπου επικαλείται και την σύμφωνη γνώμη της ηθοποιού κ. Ειρήνης Παππά, και τέλος 4) ο κ. Άργ. Ροδόπουλος, ο οποίος σε επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το Βήμα της 18 Αυγούστου 1979, διατυπώνει τελείως αβασάνιστα την άποψη, ότι η δικαιολογία της απαγορεύσεως εισόδου των γυναικών στο Άγιον Όρος πρέπει «να αναζητηθεί σε μεσαιωνικές και πρωτόγονες αντιλήψεις». Εάν υπάρχουν και άλλα πρόσωπα, που υποστηρίζουν την άποψη αυτή, δεν γνωρίζω.

 

Ανάτυπον από το Τιμητικόν Αφιέρωμα εις τον Μητροπολίτην Κίτρους Βαρνάβαν – ΑΘΗΝΑΙ 1980

THE PROHIBITION OF WOMEN ENTERING THE HOLY MOUNTAIN By ANASTASIOS N. MARINOS State Councillor

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr