Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΡΑΔΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

 

Επιστήμη και Πίστη

Α.ΦΡΑΓΚΟΥ, ΜΕΛΟΥΣ ΤΩΝ A.G.U., A.I.A.A., A.M.S.

      Στην προσπάθεια τού προσδιορισμού της πραγματικής ηλι­κίας της γης θα πρέπει πάντοτε να έχουμε ύπ’ όψιν, ότι η κα­ταγεγραμμένη ιστορία, τα γραπτά ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν και μπορούν να μας δώσουν μια αξιόπιστη κατα­γραφή γεγονότων τού παρελθόντος, υπάρχουν πριν από με­ρικές χιλιάδες χρόνια. Βλέπε τις αξιόλογες και πολύ ενδιαφέ­ρουσες εργασίες χρονολογήσεων τού ταξιάρχου – γεωγράφου της Γ.Υ.Σ. Κ. Κουτρουβέλη ‘Δείγματα προϊστορικής τοπο­γραφίας και έρευνα για προϊστορικές χρονολογίες και τους γεωλογικούς μετασχηματισμούς’ (Δελτίον Γ.Υ.Σ. 126, 1984) και ‘Χρονολόγησι της Ελληνικής Προϊστορίας (Δελτίον Γ.Υ.Σ. 131, 1987).

Η χρονολόγησι με το ραδιενεργό στοιχείο τού ουρανίου δεν υπόκειται σε πειραματικό έλεγχο, δεδομένου ότι κανείς άν­θρωπος δεν μπόρεσε πραγματικά να παρατηρήση την φθορά τού ουρανίου και την μετάπτωσί του σε μόλυβδο κατά την διάρκεια εκατομμυρίων ετών.

Προς τον σκοπό να έχουμε προϊστορικές χρονολογίες, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε κάποιο είδος διαδικασίας η οποία να ενεργή αρκετά βραδέως και σταθερά, ώστε να είναι δυνατόν να μετρώνται σημαντικές μεταβολές. Εάν δεχθούμε ωρισμένες παραδοχές για τον σκοπό αυτό, τότε μπορούμε να έχουμε μια χρονολόγησι που θα μπορούσε να ονομασθή φαι­νομενική ηλικία.

Το εάν η φαινομενική αυτή ηλικία είναι η πραγματική, η αληθινή ηλικία, ή όχι, εξαρτάται απόλυτα από την εγκυρότητα και την ισχύ των παραδοχών που δεχθήκαμε. Δεδομένου όμως, ότι δεν υπάρχει σ’ αυτή την περίπτωσι τρόπος έλεγχου της εγκυρότητος ή άξιας των παραδοχών αυτών, δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε την αληθινή ηλικία οποιουδήποτε γεωλογικού σχηματισμού.

Για την χρονολόγησι των διαφόρων γεωλογικών σχηματι­σμών, αλλά και αυτής της γης στο σύνολό της ως πλανήτου, οι εξελικτικοί χρησιμοποιούν σήμερα τις διαδικασίες της ρα­διενεργού φθοράς, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι- 1) οι διάφορες μέθοδοι ουρανίου – θορίου – μολύβδου, 2) η μέ­θοδος τού ρουβιδίου – στροντίου, και 3) η μέθοδος τού καλί­ου – αργού.

Για την χρησιμοποίησι των μεθόδων αυτών γεωχρονολογήσεως, πρέπει να ληφθή ύπ’ όψιν, ότι απαιτείται να γίνουν αποδεκτές εκ των προτέρων οι ακόλουθες παραδοχές.

1. Το σύστημα που πρόκειται να χρονολογηθή πρέπει να ήταν ένα κλειστό σύστημα.

Τούτο σημαίνει, ότι δεν υπέστη καμμιά μεταβολή από εξω­τερικούς παράγοντες ή διαδικασία της χρονολογήσεως. Δηλα­δή, ούτε εσωτερικά ούτε εξωτερικά το σύστημα υπέστη καμ­μιά μεταβολή, με την προσθήκη ή αφαίρεσι οιουδήποτε στοι­χείου που πρόκειται να χρησιμοποιηθή για την χρονολόγησι.

2. Το σύστημα αρχικά να μη περιείχε κανένα από τα θυ­γατρικά χημικά στοιχεία που προέκυψαν από την φθορά τού πατρικού ραδιενεργού στοιχείου το οποίο υπέστη την φθορά. 

Εάν οποιοδήποτε θυγατρικό συστατικό, παράγωγο τού αρχικού πατρικού, συνυπήρχε αρχικά, η αρχική ποσότητα του πρέπει να διορθωθή προς τον σκοπό να γίνη υπολογισμός ηλι­κίας που να έχη κάποια έννοια.

3. Ο ρυθμός της διαδικασίας πρέπει να ήταν πάντοτε ο ίδιος.

Εάν ο ρυθμός της διαδικασίας ραδιενεργού φθοράς μετε­βλήθη από τότε που το σύστημα διαμορφώθηκε, τότε πρέπει να είναι γνωστή η μεταβολή και να διορθωθή, για να έχη οποιαδήποτε άξια ο υπολογισμός της ηλικίας.

Εν όψει των παραδοχών αυτών, είναι προφανής ο εντελώς υποθετικός χαρακτήρας των μεθόδων γεωχρονολογήσεως, όταν ληφθή ύπ’ όψιν ότι καμμιά από τις παραδοχές αυτές δεν ισχύει, ούτε είναι δυνατόν να αποδειχθούν ή να ελεγχθούν κατά κάποιο τρόπο. Ειδικότερα·

1. Δεν υπάρχει κανένα σύστημα στην φύσι που να είναι κλειστό.

Η αντίληψι περί κλειστού συστήματος είναι μια ιδανική ιδέα, που δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο. Η ιδέα ενός συστήματος που παρέμεινε κλειστό για εκατομμύρια χρόνια είναι ένας παραλογισμός.

2. Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε ποτέ τα αρχικά συστατικά ενός συστήματος που διαμορφώθηκαν στους προϊστορικούς χρόνους.

Προφανώς κανείς δεν ήταν παρών για να εγνώριζε, πότε ένα τέτοιο σύστημα διαμορφώθηκε για πρώτη φορά.

Είναι πολύ πιθανόν και δυνατόν, μερικά από τα θεω­ρούμενα θυγατρικά συστατικά να υπήρχαν αρχικά μαζί με τα πατρικά. Υπάρχουν πολυάριθμοι τρόποι με τους οποίους θυγατρικά προϊόντα να ενσωματώθηκαν στα συστήματα όταν αυτά για πρώτη φορά διαμορφώθηκαν.

3. Κανένας ρυθμός διαδικασίας δεν είναι αμετάβλητος.

Κάθε φυσική διαδικασία υπόκειται σε ρυθμούς που επη­ρεάζονται από ένα αριθμό διαφορετικών παραγόντων. Εάν ένας από τους παράγοντες αυτούς μεταβληθή, η διαδικασία μεταβάλλεται.

Επομένως, και στην καλύτερη περίπτωσι, οι φαινομενικές ηλικίες που προσδιωρίσθηκαν δια μέσου οποιασδήποτε φυ­σικής διαδικασίας, που είναι διαδικασίες θεωρητικής μελέτης, μπορεί να μη σχετίζωνται καθόλου με τις πραγματικές ηλικίες.

Παρ’ όλο ότι οι μέθοδοι ραδιοχρονολογήσεως αναφέρον­ται, με πολύ δογματισμό, σαν αληθινές για την χρονολόγησι, είναι εύκολο να διαπιστωθή το γεγονός, ότι καμμιά από αυτές δεν είναι αξιόπιστη.

ΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ

 Η μέθοδος τού ουρανίου χρησιμοποιήθηκε για τον καθο­ρισμό της ονομαζόμενης χρονολογήσεως απολύτου χρόνου στην χρονολόγησι των υποτιθεμένων παλαιότατων πετρωμά­των της γης, και έτσι αποτελεί το κύριο στήριγμα για την ευρύτατα αποδεκτή ιδέα ότι η γη έχει ηλικία περίπου 4,5 έως 5 δισεκατομμυρίων ετών.

Τέτοιες ραδιομετρικές ηλικίες χρη­σιμοποιήθηκαν για Προκαμβριανά πετρώματα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας παλαιοντολογικός έλεγχος για την χρο­νολόγησι των πετρωμάτων αυτών.

Η μέθοδος τού ουρανίου περιλαμβάνει μια ολόκληρη οικο­γένεια μεθόδων χρονολογήσεως, που βασίζονται όλες στην φθορά και την μετάπτωσι τού χημικού στοιχείου ουράνιο και τού θυγατρικού του στοιχείου θόριο, δια μέσου μιας μακράς αλυσίδας μεταπτώσεων, σε μόλυβδο και ήλιο. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται μετάπτωσι ή φθορά άλφα, κατά την οποία σωματίδια άλφα (τα οποία είναι στην πραγματικότητα φορτι­σμένα θετικά άτομα τού αερίου ήλιου) διαφεύγουν από τους πυρήνες των πατρικών ατόμων με ρυθμούς που στατιστικά φαίνονται ότι είναι σταθεροί.

Τρεις αλυσίδες μεταπτώσεων χρησιμοποιούνται· α’) Τού ουρανίου 238, που μεταπίπτει σε μόλυβδο 206 συν 8 άτομα ηλί­ου, η δε ημιπερίοδος ζωής είναι 4,5 δισεκατομμύρια έτη. β’) Τού ουρανίου 235, που μεταπίπτει σε μόλυβδο 207 συν 7 άτο­μα ήλιου, με ημιπερίοδο ζωής 0,7 δισεκατομμύρια έτη. Και γ’) τού θορίου 232, που μεταπίπτει σε μόλυβδο 208 συν 7 άτομα ήλιου, με ημιπερίοδο ζωής 14,1 δισεκατομμύρια έτη.

Σε μια γεωλογική εναπόθεσι που περιέχει τα στοιχεία αυτά συνήθως βρίσκονται όλα αυτά τα ισότοπα μαζί (τούτο δεν είναι πάντοτε αληθινό, αλλά τυπικό) σε σύμπτωσι με τα τέσ­σερα ισότοπα τού μολύβδου. Ο μόλυβδος 204 πιστεύεται ότι δεν έχει ραδιενεργό πατρικό στοιχείο και γι’ αυτό ονομάζεται κοινός μόλυβδος. Επί πλέον, πολλά ή όλα τα ενδιάμεσα προϊόντα στις τρεις αυτές αλυσίδες μεταπτώσεων θα παρου­σιάζονται ιδεωδώς σε ποσότητες ισορροπίας. Μερικά από αυτά περιλαμβάνουν ράδιοαέριο ραδόν και άλλα σημαντικά ισότοπα μολύβδου.

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε τεχνικές λεπτομέρειες της χρη­σιμοποιήσεως των διαφόρων μεθόδων που οδηγούν στην χρο­νολόγησι από τα στοιχεία αυτά, είναι αμέσως προφανές, ότι οι τρεις παραδοχές που προαναφέρθηκαν δεν ισχύουν για τις μεθόδους αυτές.

Υπάρχουν συνεπώς σοβαρές δυσκολίες, εάν όχι πλήρεις σο­φιστείες, στον προσδιορισμό ηλικίας·

1) Μεταλλεύματα ουρανίου υπάρχουν πάντοτε σε ανοικτά συστήματα και όχι σε κλειστά.

Το ουράνιο εύκολα εκπλύνεται από τα ύδατα τού εδάφους. Το ενδιάμεσο στοιχείο, το αέριο ραδόν, μπορεί εύκολα να εισχωρήση προς τα έσω, ή να διαφύγη έξω, από ένα σύστημα ουρανίου. Υπάρχουν πράγματι διάφοροι τρόποι με τους οποί­ους τα στοιχεία αυτού τού τύπου συστήματος μπορούν να εισέλθουν ή να διαφύγουν άπ’ αυτό. Ένας από τις κύριες αυθεντίες της ραδιοχρονολογήσεως, ο Dr Henry Fault, γράφει·

«Το ουράνιο και ο μόλυβδος μεταναστεύουν (σε ιζηματογενή πετρώματα) κατά την διάρκεια τού γεωλογικού χρόνου, λεπτομερείς δε αναλύσεις έδειξαν ότι χρήσιμες ηλικίες δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα σ’ αυτά. Παρόμοιες δυσκολίες υπάρχουν σε προσπάθειες για την χρονολόγησι φλεβών μιγμά­των πίσσης. Εδώ πάλι είναι γνωστό, ότι λαμβάνει χώραν με­γάλη χημική δραστηριότης και συνεπώς μπορούν να μετρη­θούν ευρύτατες αποκλίσεις ηλικιών σε δείγματα από το ίδιο σημείο».

Ας ληφθή ύπ’ όψιν ότι, εξαιρουμένης της περιπτώσεως ότι το σύστημα είναι γνωστό ότι ήταν κλειστό σύστημα καθ’ όλη την διάρκεια των αιώνων από της εποχής της διαμορφώσεως του, οι αναγνώσεις ηλικιών σ’ αυτό είναι χωρίς καμμιά σημα­σία. Παρόμοιο πρόβλημα επισημάνθηκε σε σχέσι με την χρο­νολόγησι πετρωμάτων της Σελήνης·

«Εάν όλες οι μέθοδοι χρονολογήσεως (ρουβιδίου – στροντίου, ουρανίου – μολύβδου, και καλίου – αργού) αποδώσουν τις ίδιες ηλικίες, η εικόνα θα είναι καθαρή. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι ηλικίες μολύβδου, επί παραδείγματι, ήταν σταθερά παλαιότερες. Τούτο ωδήγησε τον Leon Τ. Silver, τού Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας, να μελετήση τις θερμοκρασίες στις οποίες ο μόλυβδος γίνεται πτητικός και διαφεύγει από το Σεληνιακό δείγμα. Θεωρητικά τούτο θα μπορούσε να συμβή στην Σελήνη και αυτός ο εξατμισμένος μόλυβδος θα μπορούσε να γίνη απάτωρ – χωρισμένος από το πατρικό του ουράνιο. Περισσότερος (χωρίς πατρικό στοι­χείο, προστιθέμενος στο υλικό) θα μπορή να δώση παλαιότε­ρες ηλικίες».

Με τόσους πολλούς παράγοντες, που πιέζουν στην ανα­τροπή της ισορροπίας των συστατικών σ’ ένα τέτοιο σύστημα, δεν είναι περίεργο ότι οι διάφορες μέθοδοι υπολογισμού ηλι­κιών που υπάρχουν για κάθε σύστημα, πολύ περισσότερο συ­χνά, αποδίδουν ασύμφωνες ηλικίες.

Ένα ακόμη περισσότερο σοβαρό φαινόμενο, με το οποίο μπορούν να ανατραπούν ισορροπίες, είναι η αιχμαλωσία ελευθέρου ουδετερονίου, με την οποία ελεύθερα ουδετερόνια σ’ ένα μεταλλευτικό περιβάλλον μπορούν να αιχμαλωτισθούν από τον μόλυβδο σ’ ένα σύστημα, ώστε να μεταβάλη την ισο­τοπική τιμή τού μολύβδου. Δηλαδή, μόλυβδος 206 μπορεί να μετατραπή σε μόλυβδο 207, και μόλυβδος 207 σε μόλυβδο 208 με την διαδικασία αυτή. Είναι ίσως σημαντικό το ότι μόλυ­βδος 207 συνήθως αποτελεί περισσότερο από το ήμισυ τού μο­λύβδου που υπάρχει σε μία οποιαδήποτε δοθείσα εναπόθεσι. Έτσι οι σχετικές ποσότητες αυτών των ραδιογενετικών ισο­τόπων μολύβδου στο σύστημα μπορεί να μην είναι καθόλου συνέπεια της εκπτώσεως του από θόριο και ουράνιο, αλλά μάλλον συνέπεια της ποσότητος ελευθέρων ουδετερονίων στο περιβάλλον.

Το ότι το πρόβλημα τούτο είναι πολύ σοβαρό, το έδειξε τε­λικά ο Dr Melvin Cook, ο οποίος ανέλυσε δύο από τα περισ­σότερο σημαντικά στον κόσμο ορυκτά που περιέχουν ουράνιο, δηλαδή της Κάταγκας και τού Καναδά. Αυτά τα ορυκτά δεν περιέχουν μόλυβδο 204 και κατά τα φαινόμενα ούτε κοινό μόλυβδο. Περιέχουν επίσης ελάχιστο ή καθόλου θόριο 232, αλλά περιέχουν σημαντικές ποσότητες μολύβδου 208. Ο μόλυ­βδος 208 δεν θα μπορούσε συνεπώς να προήλθε ούτε από μόλυνσι από κοινό μόλυβδο, ούτε από μετάπτωσι θορίου, και έτσι πρέπει να προήλθε από μόλυβδο 207 δια της αιχμαλωτίσεως ουδετερονίων.

Αλλά τότε οι υπολογισμοί για τέτοιες αντιδράσεις ουδετερονίων, για να γίνη αυτή η διόρθωσι σύμφωνα με τον DrCook, θα δείχνουν αποτελεσματικά, ότι κυριολεκτικά όλα τα ονομα­ζόμενα ραδιομετρικά ισότοπα τού μολύβδου που βρέθηκαν στα συστήματα ουρανίου – θορίου, οπουδήποτε, μπορούν να αποδοθούν μόνο σ’ αυτή την διαδικασία. Έτσι κανένα από αυτά δεν είναι καθόλου αναγκαίο να σχηματίσθηκε με την ραδιομετρική μετάπτωσι, και συνεπώς τα μεταλλεύματα μπορεί να είναι εντελώς νεαρά με ουσιαστικά μηδενική ηλικία.

2) Οι ρυθμοί μεταπτώσεως τού ουρανίου μπορεί κάλλιστα να είναι μεταβαλλόμενοι.

Συνήθως οι συγγραφείς, επί τού θέματος τούτου, επιμένουν στην αμεταβλητότητα των ρυθμών της ραδιενεργού εκπτώσε­ως, αλλά το γεγονός είναι, ότι οι ρυθμοί αυτοί υπόκεινται σε μεταβολές. Δεδομένου ότι ελέγχονται από την ατομική δομή, δεν επηρεάζονται τόσο εύκολα από άλλες διαδικασίες˙ εν τούτοις παράγοντες, που μπορούν να επηρεάσουν τις ατομικές δομές και διαδικασίες, μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις ρα­διενεργές εκπτώσεις.

Το πλέον προφανές παράδειγμα ενός τέτοιου παράγοντος είναι η κοσμική ακτινοβολία και η παραγωγή άπ’ αυτήν ουδετερονιδίων. Ένας άλλος παράγων είναι τα ελεύθερα ουδετερόνια. Εάν ο,τιδήποτε συμβή στο να αυξηθή η επίδρασι των σωματιδίων αυτών στον φλοιό της γης, δεν υπάρχει αμφιβο­λία ότι οι ρυθμοί της ραδιενεργού εκπτώσεως μπορούσαν να επιταχυνθούν. Τέτοια φαινόμενα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από συμβάντα όπως η αναστροφή τού γήινου μα­γνητικού πεδίου, ή από εκρήξεις υπερκαινοφανών γειτονικών αστέρων. Δεδομένου ότι τέτοια φαινόμενα είναι κοινώς πα­ραδεκτά σήμερα, ακόμη και από τους εξελικτικούς αστρο­νόμους και γεωλόγους, ότι συνέβησαν στο παρελθόν, είναι πολύ πραγματική η δυνατότητα οι ρυθμοί της ραδιενεργού εκπτώσεως να ήταν πολύ μεγαλύτεροι κατά διάφορα ενδιάμε­σα χρονικά διαστήματα τού παρελθόντος από ο,τι είναι σήμε­ρα.

Επ’ αυτού ο Dr Fred Jueneman, Διευθυντής Ερευνών της Innovative Concepts Association, σχολιάζει: «Αφού είναι τόσο πρόσφορη η ανισότροπη ροή ουδετερονιδίων μιας υπέρ-εκρήξεως, πρέπει να είχε ιδιόρρυθμα χαρακτηριστικά στην επανατοποθέτηση των ατομικών ωρολογίων μας. Τούτο θα μπορούσε να προκαλέση στις μετρήσεις μας δια τού άνθρακος 14, τού καλίου – αργού, και τού ουρανίου – μολύβδου μια ανάμεικτη έκπληξη. Η ηλικία των προϊστορικών τεχνουργημάτων, η ηλι­κία της γης και αυτή τού σύμπαντος θα περιπέσουν σε αμφι­βολία».

3) Τα θυγατρικά προϊόντα πιθανώτατα υπήρχαν εξ αρχής. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να βεβαιωθούμε, ότι τα ραδιογενετικά θυγατρικά προϊόντα της μεταπτώσεως ουρανί­ου και θορίου δεν υπήρχαν στα μεταλλεύματα που για πρώ­τη φορά διαμορφώθηκαν.

Αυτή η δυνατότητα είναι περισσότερο εμφανής στην περίπτωσι συγχρόνων ηφαιστειογενών πετρωμάτων. Τέτοια πε­τρώματα, τα οποία διαμορφώθηκαν από ροή λάβας από το εσωτερικό τού μανδύα της γης, συνήθως περιέχουν μεταλ­λεύματα ουρανίου, που βρέθηκαν ότι έχουν ραδιογενετικό καθώς και κοινό μόλυβδο, όταν το πρώτον εψύγη η λάβα και κρυσταλλώθηκαν τα μεταλλεύματα.

Ο Sidney P. Clementson, Βρεττανός μηχανικός, έκανε πρόσ­φατα μια μελέτη πάνω σε τέτοια ηφαιστειογενή πετρώματα περί της ηλικίας τού ουρανίου, όπως δημοσιεύθηκε σε σο­βιετικά γεωφυσικά περιοδικά και σε άλλες εργασίες, στην οποία κατεδείχθη, ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι ηλι­κίες ουρανίου – μολύβδου ήταν τεράστια παλαιότερες από την αληθινή ηλικία των πετρωμάτων. Τα περισσότερα από αυτά έδωσαν ηλικίες μεγαλύτερες τού ενός δισεκατομμυρίου ετών, παρ’ όλο ότι τα πετρώματα λάβας ήταν γνωστό ότι σχηματίσθηκαν την σύγχρονη εποχή. Τούτο αποτελεί σαφή και αναμ­φισβήτητη ένδειξι ότι, όπως λέγει ο Clementson, «υπολογισθείσες ηλικίες δεν δίνουν καμμιά ένδειξι οποιασδήποτε ηλι­κίας των φιλοξενούντων πετρωμάτων».

Φυσικά το μοντέλο της εξελίξεως καταφεύγει σε δευτε­ρεύουσα παραδοχή για να περισωθή, ότι δηλαδή το ουράνιο και τα συνοδεύοντα αυτό ισότοπα ήταν μαζί στον μανδύα από τον οποίο έρρευσε η λάβα και ότι παρέμειναν μαζί κατά την εκροή και εξακολούθησαν να παραμένουν μαζί μετά την ψύξη της λάβας. Εάν αυτή η δευτερεύουσα παραδοχή είναι σωστή, τότε η αναλογία ουρανίου – μολύβδου αποτελεί συντελεστή της διαδικασίας διαμορφώσεως τού μανδύα στην αρχή (που είναι ένα διαφορετικό πρόβλημα) και όχι κατά την διάρκεια της ραδιενεργού μεταπτώσεως μετά την διαμόρφωσι τού πε­τρώματος.

Δεδομένου όμως ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα πυριγενή πετρώματα έχουν ηλικία πράγματι γνωστή και δεδομένου ότι άλλα μεταλλεύματα ουρανίου κανονικά βρίσκονται σε πυρι­γενή πετρώματα με το ίδιο είδος διαδικασίας, είναι συνεπώς πιθανόν ότι οι ηλικίες τού ουρανίου επίσης θα είναι κατά αιώνες πολύ μεγαλύτερες για τους ίδιους λόγους. Γιατί θα πρέπη, ηλικίες ουρανίου να υποτίθενται ότι είναι σωστές όταν εφαρμόζωνται σε πετρώματα άγνωστου ηλικίας, αφού πάντο­τε είναι τρομερά εσφαλμένες όταν υπολογίζωνται σε πε­τρώματα γνωστής ηλικίας;

4) Η χρονολόγησι τού ουρανίου δίνει ασύμφωνα αποτελέ­σματα, που πρέπει να διορθωθούν από την παλαιοντολογία.

Είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο, διάφορες ηλικίες, που προσδιωρίσθηκαν από την ακολουθία ισοτόπων ουρανί­ου – θορίου – μολύβδου, να είναι ασύμφωνες μεταξύ τους η ανώμαλες εν σχέσει με τις παραδεκτές ηλικίες τού προς χρονολόγησιν σχηματισμού. Συνεπώς, πρέπει ή να διορθωθούν, σύμφωνα με την παραδεκτή σαν αληθινή ηλικία, ή να απορριφθούν σαν εντελώς ασύμφωνες. Με την ύπαρξη τόσων πηγών προσμίξεων και μεταβολών το φαινόμενο τούτο δεν εκπλήσσει.

Εκείνο που πρέπει πάλι να υπογραμμισθή εδώ είναι, ότι η εξελικτική ερμηνεία των καταλοίπων των απολιθωμάτων είναι ο παράγων που πραγματικά προσδιορίζει την παραδεκτή ηλι­κία ενός πετρώματος από τους εξελικτικούς και όχι τα στοι­χεία που προκύπτουν από τις ραδιομετρικές χρονολογήσεις, τα οποία κατά κανόνα δεν συμφωνούν μεταξύ τους, τα δε ελά­χιστα που συμφωνούν δεν υποστηρίζουν το εξελικτικό μοντέ­λο, που απαιτεί ηλικίες δισεκατομμυρίων ετών.

Οι Stieff, Stern και Eichler γράφουν: «Η περισσότερο εύλο­γη ηλικία μπορεί να επιλεγή μόνο ύστερα από προσεκτική εξέτασι ανεξαρτήτων χρονολογικών στοιχείων, καθώς επίσης και από στρωματογραφικές και παλαιοντολογικές ενδείξεις και τις πετρογραφικές και παραγενετικές συσχετίσεις». Και ο Spieker λέγει˙«Και τι είναι το ουσιώδες σ’ αυτή την πραγματική χρονική κλίμακα; Πάνω σε ποια κριτήρια βασίζονται; Όταν όλα αποχωρισθούν και η υφή, ο σπόρος, αποδοθή από το άχυρο, είναι βέβαιο ότι ο σπόρος, το προϊόν, είναι κυρίως τα παλαιοντολογικά κατάλοιπα και ότι πολύ πιθανόν η φυ­σική ένδειξι είναι το άχυρο». 

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΟΣ 14 

Η τεχνική μέθοδος τού ραδιενεργού άνθρακος (C 14) χρη­σιμοποιείται για την χρονολόγησι οργανισμών που έζησαν στο παρελθόν. Η μέθοδος αυτή αναπτύχθηκε από τον W.F.Libby τού Ινστιτούτου Πυρηνικών Ερευνών τού Πανεπιστημίου τού Σικάγου, μεταξύ των ετών 1945 – 1959. Από της εποχής της ανακαλύψεως της τεχνικής αυτής μεθόδου έγιναν δοκιμές πά­νω σε χιλιάδες οργανικά αντικείμενα, δηλαδή ξύλα, οστά, άνθρακες κ.λπ.. Και αυτή η μέθοδος στηρίζεται σε εκ προτέ­ρου παραδοχές που είναι πολύ αμφισβητήσιμες.

 Ακόμη και ο ίδιος ο Libby, που έλαβε το βραβείο Nobel για την εργασία του αυτή, ήταν αρκετά απροκατάληπτος όσον αφορά στους περιορισμούς της διαδικασίας αυτής. Έγραψε· «Διαβάζετε βιβλία και δηλώσεις, ότι αυτή και αυτή η κοι­νωνία ή η αρχαιολογική τοποθεσία είναι ηλικίας 20.000 ετών. Μάθαμε μάλλον ξαφνικά, ότι αυτοί οι αριθμοί, αυτές οι πα­λαιές ηλικίες, δεν είναι γνωστές· πράγματι η εποχή, για την οποία έχουμε την αρχαιότερη ιστορική χρονολογία με πραγματική βεβαιότητα, είναι περίπου η εποχή της πρώτης δυνα­στείας της Αιγύπτου».

 Ο Froelich Rainer έγραψε˙ «Πολλοί αρχαιολόγοι νομίζουν ότι η χρονολόγησι με τον ραδιοάνθρακα είναι μια επιστημο­νική τεχνική που πρέπει να είναι είτε σωστή είτε λανθασμένη. Μακάρι τούτο να ήταν τόσο απλό!». Και ισχυρίζεται, ότι «το 1870 π.Χ. (συν ή πλήν 6) είναι η αρχαιότερη πραγματικά κα­ταγεγραμμένη ημερομηνία στην ιστορία τού άνθρωπου».

 Χρονολογίες που προέκυψαν με την μέθοδο τού ραδιενερ­γού άνθρακος, παλαιότερες των 2.000 – 3.000 ετών, δεν πρέ­πει να θεωρούνται αξιόπιστες. Τούτο αποκαλύπτεται από τα ακόλουθα παραδείγματα.

 α’. Τα κελύφη ζώντων μαλακίων, όταν ελέγχθηκαν με την διαδικασία τού άνθρακος 14, απέδωσαν ηλικίες μέχρι 2.300 ετών.

β’. Προσφάτως φονευθείσες φώκιες χρονολογήθηκαν ότι είχαν ηλικία 1.300 ετών, και μουμιοποιημένες φώκιες που εφονεύθησαν προ 30 περίπου ετών απέδωσαν ηλικίες 4.600 ετών.

γ’. Μυϊκός ιστός κάτω από το κρανίο μιας μουμιοποιημένης μάσκας βοδιού, που βρέθηκε σε παγωμένη κοπριά στο Fair­banks Creek στην Αλάσκα, έδωσε ηλικία ραδιάνθρακος 24.000 ετών, ενώ η ηλικία ραδιοάνθρακος τριχών από το χείλος τού κέρατος τού πτώματος βρέθηκε ότι είχε ηλικία 7.200 ετών. Τούτο σημαίνει, ότι το βόδι περιεπλανάτο φαλακρό για περί­που 16.800 έτη και έπειτα τελικά φύτρωσε σ’ αυτό μια τρίχα!

δ’. Ξύλα, που ελήφθησαν από αυξανόμενα δένδρα, χρονο­λογήθηκαν με την μέθοδο τού άνθρακος 14 και βρέθηκαν ηλι­κίας 10.000 ετών. Τούτο είναι παράδοξο, δεδομένου ότι το παλαιότερο γνωστό δένδρο επάνω στην γη είναι το bristlecone πεύκο. Ένα από αυτά στο Snake Range της Νεβάδας υπολογί­σθηκε επί τη βάσει των δακτυλίων τού κορμού του ότι ήταν 4.900 ετών, αλλά και αυτός ο υπολογισμός μπορεί να μην είναι ακριβής, γιατί μερικές φορές τα δένδρα είναι γνωστό ότι ανα­πτύσσουν περισσοτέρους από ένα δακτυλίους κάθε χρόνο.

 Εν συμπεράσματι πρέπει εμφατικώς πάλι να τονισθή, ότι δεν υπάρχει απολύτως καμμιά γνησία επιστημονική ένδειξι που να αποδεικνύη ότι η γη έχει ηλικία δισεκατομμυρίων ετών. Οι μέθοδοι χρονολογήσεως έχουν οικοδομηθή επάνω στις ομοιομορφιστικές αναπόδεικτες και ανεπιβεβαίωτες πα­ραδοχές (ότι δηλαδή το παρόν είναι το κλειδί της κατανοή­σεως τού παρελθόντος), που αποτελούν ένα ουσιαστικό μέρος τού εξελικτικού σεναρίου.

 ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 Προσφάτως, στην λεκάνη Guaymas, στον κόλπο της Κα­λιφόρνιας, από το πετρέλαιο που αναβλύζει τα ιζήματα χρο­νολογήθηκαν ότι έχουν ηλικία μικρότερη των 4.300 ετών. Μπορεί όμως να είναι και νεωτέρας ηλικίας, γιατί η οργανική τέφρα που χρονολογήθηκε με άνθρακα 14 μπορεί να χρειά­σθηκε πολλά χρόνια για να ενσωματωθή στα ιζήματα, και η χρονολόγησι μπορεί να επηρεάσθηκε από παλαιότερο υλικό στα ιζήματα.

* Η αναγνώρισι και ο προσδιορισμός απολιθωμάτων από τα κρανία και τους οδόντες μόνο οδηγεί συχνά σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Οι Αμερικανοί έρευνηταί Jan Tattersall, τού Α­μερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, και Jeffrey Schwatz, τού Πανεπιστημίου τού Πίτσμπουργκ, εξήτασαν 77 κρανία από επτά σύγχρονα είδη πιθήκων lemur. Κάθε είδος είχε ξεχωριστά εξωτερικά χαρακτηριστικά και η αναγνώρισι των ειδών από μόνα τα κρανία και τους οδόντες απεδείχθη εξαιρετικά δύσκο­λη, όπως ανακοίνωσε ο Tattersall. Οι κρανιακές και οδοντικές αναλύσεις ανθρωποειδών απολιθωμάτων ωδήγησαν σε εσφαλ­μένους προσδιορισμούς των ειδών αυτών. Άλλοι ερευνηταί επισημαίνουν, ότι τέτοια προβλήματα, όπως ο περιορισμένος αριθμός των υπαρχόντων απολιθωμάτων και οι διαφορές στο μέγεθος τού σώματος μεταξύ αρρένων και θηλέων, προκαλούν σύγχυσι στις εξελικτικές ανακατασκευές τους.

* Ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της φύσεως των απολιθωμάτων, τα οποία έχουν αναφερθή στην γη ως προς τον αριθμό τους, είναι ότι το 95% αποτελούνται από οργανι­σμούς των ρηχών θαλασσίων υδάτων, όπως κοράλλια και στρείδια, μύδια, καβούρια. Μέσα στο υπολειπόμενο 5%, τα 95% είναι άλγες και απολιθώματα φυτών και δένδρων, πε­ριλαμβανομένης και της βλαστήσεως η οποία σήμερα έχει την μορφή των τρισεκατομμυρίων τόννων άνθρακος, και όλων των άλλων ασπόνδυλων απολιθωμάτων ζώων, περιλαμβανομένων και των εντόμων.

 Έτσι τα σπονδυλωτά (ιχθύες, αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά) όλα μαζί αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος των απολιθωμάτων. Στην πραγματικότητα είναι το 5% τού 5%, που είναι 0,25% τού συνόλου των απολιθωμάτων. Συνεπώς, συγκριτικά, υπάρχουν πάρα πολύ λίγα απολιθώματα αμφι­βίων, ερπετών, πτηνών και θηλαστικών. Επί παραδείγματι, ο αριθμός των σκελετών δεινοσαύρων σε όλα τα μουσεία τού κόσμου ανέρχεται μόνο σε 2.100.

 Επί πλέον, εκ τού 0,25% των απολιθωμάτων αυτών, τα οποία είναι σπονδυλωτά, μόνο το 1%, δηλαδή το 0,0025%, είναι σπονδυλωτά απολιθώματα που αποτελούνται από περισσότε­ρα από ένα μόνο απλό οστούν. Επί παραδείγματι, υπάρχει ένα μόνο κρανίο Stegosaurus που βρέθηκε, από δε τα είδη των ίππων (κρανία) που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο δόντι.

 Ακριβώς το γεγονός τούτο, της αποσπασματικής φύσεως όλων των απολιθωμάτων που βρέθηκαν, δημιουργεί το πρό­βλημα της δυσχερέστατης αναγνωρίσεως και τού προσδιορισμού τού είδους στο οποίο ανήκει το κάθε απολίθωμα. Επί παραδείγματι, ένα κομμάτι οστού, ηλικίας 5 εκατομμυρίων ετών, ενομίζετο ότι είναι οστό τού λαιμού κάποιου ανθρωποειδούς ζώου, ενώ διαπιστώθηκε ότι είναι μέρος της πλευράς δελφινιού.

 Τέτοια αυθεντικά λάθη είναι αναπόφευκτα όταν τεμάχια μόνο οστών ανασύρωνται από τα πετρώματα.

Την σπανιότητα απολιθωμάτων ανθρωπίνων σκελετών, εν συγκρίσει με την σχετική αφθονία απολιθωμάτων άλλων ζώ­ων, δεν μπορεί να εξηγήση η εξελικτική θεωρία. Μόνο οι δια­δικασίες ενός παγκοσμίου κατακλυσμού μπορούν να δώσουν κάποια ικανοποιητική απάντησι· τόσο για την απολιθοποίησι, όσο και για τα ελάχιστα ευρήματα απολιθωμάτων ανθρω­πίνων οστών.

* Σε ένα συνοπτικό άρθρο, που δημοσιεύθηκε προσφάτως στο γνωστό περιοδικό Scientific American ως προς την προέλευσι της ζωής, ο συγγραφέας παραδέχεται·

Το κλασσικό πρόβλημα ποιο έγινε πρώτα, η κότα ή το αυγό, δηλαδή ποιο έγινε πρώτα, η πρωτεΐνη ή το DNA, δε­δομένου ότι και τα δύο χρειάζονται το ένα το άλλο για να ανα­παραχθούν, δεν λύθηκε από την ιδέα που διατυπώθηκε στην δεκαετία τού 1980 περί τού αυτο-αναπαραγομένου DNA, όπως σε πολλά βιβλία αναφέρεται. Τούτο οφείλεται στο γεγονός, ότι οι απομιμήσεις που γίνονται στα εργαστήρια είναι εξαιρετικά τεχνητές με πολύ μεγάλη επέμβασι από τους επιστήμονες.

 Η κλασσική σύνθεσι τού Stanley Miller, το 1953, οικοδο­μικών λίθων της ζωής σε δοκιμαστικό σωλήνα, καθώς επί­σης τα πρωτεϊνοειδή (που παρήγαγαν κυκλικές σταλαγμα­τιές, που ισχυρίσθηκαν ότι είναι πρωτοκύτταρα), θεωρούν­ται τώρα τελικά μια νεκρή ιστορία.

Έξυπνα σχεδιασμένη τεχνητή αυτο-αναπαραγωγή μορίων δεν έχει καμμιά σημασία για την προέλευσι της ζωής.

Εξαιρετικά υποθετικές ιδέες για έναρξι της ζωής πάνω σε αργιλώδη πηλό, που προήρχετο από το εξωτερικό διάστημα, μέσα σε κενά τού ωκεανού, και τα παρόμοια, είναι χωρίς καμ­μιά άξια. Ο Stanley Miller, που είναι τώρα καθηγητής της χη­μείας, λέγει˙ «Έχω μια δωδεκάδα ιδεών κάθε μέρα, και συνή­θως τις απορρίπτω και τις δώδεκα».

Ο πρόεδρος μιας πρόσφατα συγκροτηθείσης επιτροπής της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Η.Π.Α., κάνοντας μια αναθεώρησι όλων των ερευνών για την προέλευσι της ζωής (που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη έρευνα), δήλωσε ότι το απλούστατο βακτηρίδιο είναι τόσο πολύπλοκο από άποψι χημική, ώστε είναι αδύνατο να φαντασθούμε πως συνέβη.

* Εάν η εξέλιξη είναι γεγονός, ζωντανοί οργανισμοί που είναι περισσότερο όμοιοι θα έπρεπε να έχουν περισσότερες ομοιότητες στην δομή των ξεχωριστών ατομικών πρωτεϊνών, διότι αυτές συνδέονται περισσότερο μέσω της εξελίξεως. Αντί­στροφα, όσο περισσότερο απόμακρα συνδέονται δύο οργανι­σμοί, τόσο περισσότερες διαφορές θα έπρεπε να υπάρχουν με­ταξύ της δομής μιας συγκεκριμένης πρωτεΐνης την οποία πα­ράγουν και οι δύο.

 Οι εξελικτικοί επισημαίνουν εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες οι προβλέψεις της εξελικτικής θεωρίας φαίνεται ότι προσαρμόζονται στις επιθυμίες τους, παρ’ όλο ότι ο μοριακός βιολόγος Dr Michael Denton επισημαίνει, ότι η πλήρης σειρά των στοιχείων τέτοιων ομοιοτήτων πρωτεΐνης προσαρμόζεται κάλλιστα προς τις προβλέψεις ενός μοντέλου που βασίζεται σε ξεχωριστούς τύπους, και όχι σε ένα κλαδιστικό εξελικτικό δέν­δρο.

Εν τούτοις, μια θεωρία που είναι σωστή θα πρέπη να συμφωνή προς όλα τα στοιχεία και όχι σε επιλεγμένα μόνο. Ο Dr Dimitri Kouznetsov, Ρώσος βιοχημικός, επισημαίνει ότι τα κύτταρα τού εγκεφάλου περιέχουν ένα ένζυμο που ονομάζε­ται κρεατίνη Kinase (CK). Συγκρίσεις της δομής τού ένζυμου αυτού, CK, από πολλά διαφορετικά είδη ζώων δείχνουν, ότι η πλησιέστερη ομοιότητα από όλες που υπάρχουν είναι μεταξύ της CK ενός ελέφαντος και εκείνης μιας κοινής μύγας!


Από το βιβλίο: Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ  ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ        www.egolpion.com

entaksis.gr