«Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ» (Α΄ Κορ. 16,22)
Ἔχουμε ἀνάγκη καθαρμοῦ, χρειαζόμαστε ἐσωτερικὴ κάθαρσι. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ καθαρθοῦν οἱ καρδιές μας. Ἂν καθαρίσουμε τὶς καρδιές μας, θὰ ἑορτάσουμε τὸ ὡραιότερο Πάσχα. Τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, λίγα λεπτὰ πρὶν ψαλῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς. Καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
Ἀλλὰ πῶς θ᾿ ἀποκτήσουμε καθαρὴ καρδιά; ὁ σταῦλος τοῦ Αὐγείου καθαρίστηκε μὲ τὰ ῥεύματα τοῦ Ἀλφειοῦ· ἡ δική μας καρδιὰ πῶς θὰ καθαριστῇ; Θὰ καθαριστῇ, ἐὰν ῥίξουμε μέσα σ᾿ αὐτὴν τὸν Ἰορδάνη. Δὲν ἐννοῶ τὸν φυσικὸ Ἰορδάνη. Μπορεῖς νὰ περάσῃς ὄχι μιὰ ἀλλὰ χίλιες φορὲς τὸν Ἰορδάνη ποταμό, καὶ ὅμως οὔτε μιὰ ἁμαρτία νὰ σβήσῃς. Ἰορδάνης, ποὺ πλένει τὰ ἁμαρτήματα ὅλων μας, εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ δάκρυ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, τὸ δάκρυ τοῦ λῃστοῦ, τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ μετανοίας, κι αὐτὸ εἶνε ποταμός, μέσα στὸν ὁποῖο πλένονται καὶ καθαρίζονται καὶ ἀστράφτουν σὰν τὸ χιόνι οἱ ἁμαρτωλὲς ψυχές. Ἀκριβῶς πρὸς τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως μᾶς καλοῦν οἱ ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες.
* * *
Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ κεντήσω τὴν περιέργειά σας ἐπάνω σὲ ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο θεωρῶ βασικό. Ἂν μποροῦσα νὰ ἐξασκήσω τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρός, ἂν μποροῦσα νὰ βάλω πετραχήλι καὶ νὰ σᾶς ἐξομολογήσω, θὰ μεταχειριζόμουν στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως μιὰ ἄλλη μέθοδο· μέθοδο παλαιά, ἀλλὰ λησμονημένη. Ποιά μέθοδο;
Σήμερα ἡ ἐξομολόγησις δὲν γίνεται σωστά· ἔχει γίνει ἕνα ἁπλὸ ἐρωτηματολόγιο. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸ ἐρωτηματολόγιο ἁπλώνεται ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου. Πιστεύω, ὅτι τὸ κακὸ στὴν ἐξομολόγησι πρέπει νὰ τὸ χτυπήσουμε κατακέφαλα.Τὸ φίδι δὲν ὠφελεῖ νὰ τὸ χτυπᾷς στὴν οὐρά· ὅσο κι ἂν τὸ χτυπᾷς στὴν οὐρά, θὰ μείνῃ ζωντανό, ἔστω καὶ κολοβό. Τὸ φίδι πρέπει νὰ τὸ χτυπήσῃς στὸ κεφάλι. Καὶ στὴν ἐξομολόγησι τώρα χτυπᾶμε τὴν οὐρά, δὲν χτυπᾶμε τὸ κεφάλι. Ἔτσι στὸ μέγα τοῦτο μυστήριο γίνεται μιὰ θεομπαιξία. Ποιά θεομπαιξία; Λέμε τὰ μικρά, τὰ ἀσήμαντα· τὰ μεγάλα, τὰ κεφαλαιώδη ἁμαρτήματα δὲν τὰ λέμε.
Σὲ κάποιο βιβλίο ἕνας διάσημος Ῥῶσος μυστικιστὴς φιλόσοφος, ποὺ ἀπηχεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, θέτει ἕνα ἐρώτημα – καὶ τὸ θέτω κ᾿ ἐγώ. Ἂν ἐρχόσασταν στὴν ἐξομολόγησι, θὰ σᾶς ῥωτοῦσα· Ἀφ᾿ ὅτου γνωρίσατε τὴ ζωὴ μέχρι τώρα ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημά σας; Εἶνε ἡ κλοπή, ἡ ἁρπαγή, ἡ καταδυνάστευσι φτωχῶν καὶ ἀδυνάτων; εἶνε ἡ φιλαργυρία; εἶνε ἡ κενοδοξία, ὁ φόνος, ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, ἢ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπαίσια ἐκεῖνα ἁμαρτήματα, ποὺ ζωγραφίζει στὴν ἐπιστολή του πρὸς Ῥωμαίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος; (βλ. Ῥωμ. 1,21 κ.ἑ.). Δὲν γνωρίζω ποιά εἶνε ἡ ἀπάντησί σας, ποιό ἁμάρτημα ἐσεῖς παίρνετε κιμωλία καὶ τὸ ὑπογραμμίζετε ὡς τὸ φοβερώτερο τῆς ζωῆς σας. Ἐγὼ ὅμως κρατῶ στὰ χέρια τὴ ζυγαριὰ ποὺ λέγεται ἁγία Γραφή, ποὺ ζυγίζει οὐρανὸ καὶ γῆ, ποὺ ζυγίζει μεγάλα καὶ μικρὰ ἁμαρτήματα μὲ ἀκρίβεια· καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ ζυγαριὰ θὰ σᾶς δείξω ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημά μας.
* * *
Ἀνοίγω πρῶτα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ μόλις ἀνοίξω, ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω ἕναν οὐρανὸ ν᾿ ἀστράφτῃ καὶ νὰ βροντᾷ. Τί λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη; τί λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ; τί λέει ὁ Μωυσῆς, τὸ Σινὰ «τὸ ὄρος τὸ καπνίζον» (Ἔξ. 20,18); τί λένε οἱ προφῆτες; Ἀκούω κατ᾿ ἐπανάληψιν μιὰ λέξι ποὺ προκαλεῖ τὴ φρίκη, τὴ λέξι «Ἀνάθεμα!» (Δευτ. 7,26· 13,16· 20,17· Ἰησ. Ναυῆ 6,18· Ζαχ. 14,11). Στὴν ἱστορία τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, σὲ ἐποχὴ ἀγρίου πολιτικοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ, ἐβούϊξε κάποτε ἡ λέξι «ἀνάθεμα». Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἀνάθεμα δὲν ἦταν ἔκφρασις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀνάθεμα ποὺ ἐκφράζει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶνε πολὺ διαφορετικό. Τί θὰ πῇ «ἀνάθεμα»; τί θὰ πῇ «ἀναθεματισμένος»; Θὰ πῇ «χωρισμένος». Ὅπως ὁ γιατρὸς παίρνει τὸ χειρουργικὸ μαχαίρι καὶ ἀποκόπτει τὸ σάπιο μέρος γιὰ νὰ σώσῃ τὸ γερό, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο χωρίζει τὸ σεσηπὸς ἀπὸ τὸ ὑγιές. Χωρίζει τὸν ἀμετανόητο ἐγκληματία ἀπὸ τοὺς λοιπούς. Τὸν διαγράφει ἀπὸ τὸ μητρῷο τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Ἀναθεματισμένος! Κηρύχθηκε κάποιος στὴν παλαιὰ διαθήκη ἀναθεματισμένος; Δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν κανείς νὰ τοῦ πῇ καλημέρα. Οὔτε ἡ γυναίκα του, οὔτε τὰ παιδιά του, οὔτε αὐτὴ ἡ μάνα ποὺ τὸν γέννησε ἐπιτρεπόταν νὰ τὸν πλησιάσουν. Τὸν θεωροῦσαν ἐχθρό· ὅπως καὶ στὴν παλαιὰ Σπάρτη, ποὺ ἡ μητέρα τοῦ Παυσανία ἔφερε ἡ ἴδια πρώτη τὴν πέτρα γιὰ νὰ φράξουν τὸ ναό, ὅπου εἶχε καταφύγει ὁ προδότης γυιός της, καὶ ἔδωσε παράδειγμα ὑψηλόφρονος γυναίκας, ἡ ὁποία πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ εἶχε τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδος. Ἔτσι καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες. Ὅταν κάποιος ἀναθεματιζόταν, συγκεντρώνονταν ὅλοι μὲ τὴ σάλπιγγα, διαβαζόταν ὁ νόμος, ἀπαγγελλόταν ἡ κατηγορία, καὶ μετά, χίλια χέρια ἔπιαναν λιθάρια, τὰ ἔρριχναν πάνω του καὶ τὸν σκέπαζαν μ᾽ αὐτά, γιὰ νὰ ἐξαφανισθῇ ἀπὸ προσώπου γῆς ὁ ἐγκληματίας, ὁ παραβάτης.
«Ἀνάθεμα». Σὲ ποιούς; Ἀνάθεμα σὲ ὅσους πηγαίνουν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀνάθεμα σὲ ὅσους πηγαίνουν στοὺς μάγους καὶ τὶς μάγισσες. Ἀνάθεμα στοὺς πόρνους καὶ τὶς πόρνες. Ἀνάθεμα στοὺς μοιχούς. Ἀνάθεμα στοὺς βλασφήμους. Ἀνάθεμα σὲ ὅσους τρῶνε τὸν ἱδρῶτα τῶν φτωχῶν καὶ τὸ ψωμὶ τῶν ὀρφανῶν. Αὐτὰ λέει ὄχι κάποιος αὐστηρὸς ἱεροκήρυκας ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῶν σελίδων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀλλ᾿, ἀδελφοί μου, εἶμαι κ᾿ ἐγὼ ἁμαρτωλὸς καὶ φοβᾶμαι τὸ «ἀνάθεμα». Γι᾿ αὐτὸ ἔρχομαι τώρα στὸν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ἀπὸ τὴν πρώτη σελίδα μέχρι τὴν ἀρχὴ τῆς Ἀποκαλύψεως πνέει μιὰ ἄλλη αὔρα, ἡ αὔρα τῆς ἀγάπης τοῦ Γολγοθᾶ, ποὺ ἀναψύχει τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, ἡ αὔρα τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ δὲν ἀκούω πλέον τὸ «ἀνάθεμα».
Καὶ ὅμως κάπου ἀκούγεται κ᾿ ἐδῶ τὸ «ἀνάθεμα»! Ποιός τὸ λέει; Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Παῦλος «ἀνάθεμα»; Ὁ Παῦλος, ποὺ ἡ καρδιά του ἦταν ἕνας ὠκεανὸς ἀγάπης, ποὺ ἔψαλε τὸν ὡραιότερο ὕμνο γιὰ τὴν ἀγάπη (βλ. Α΄ Κορ. κεφ. 13ο), ποὺ εἶπε ἐκεῖνα τὰ ἀθάνατα λόγια «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, …οὐδέν εἰμι» (ἔ.ἀ. 13,1-2)· ὁ Παῦλος λοιπὸν ἐκστομίζει τὴ λέξι αὐτὴ «ἀνάθεμα»; Ναί.
Καὶ σὲ ποιούς, παρακαλῶ, ἐκστομίζει τὴ λέξι αὐτή; Λέει ὁ Παῦλος «ἀνάθεμα» στοὺς πόρνους, στοὺς μοιχούς, στοὺς ὑπερηφάνους…; Ποῦ λέει τὸ «ἀνάθεμα»; Ἀκοῦστε. Στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ψάλλει τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης, στὴν ἴδια ἐπιστολὴ τελειώνοντας γράφει τὰ ἑξῆς. «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ»· ἂν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ εἶνε ἀνάθεμα (Α΄ Κορ. 16,22).
* * *
Ἄρα, ἀγαπητοί μου, τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ποιό εἶνε; Τὸ ὅτι δὲν ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Καὶ εἶνε αὐτὸ ἁμάρτημα τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ αἰῶνος μας. Ἐν μέσῳ μυρίων ἐρώτων καὶ ἐναγκαλισμῶν τῆς ὕλης, δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ θεῖος ἔρωτας, ὁ ἔρωτας τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν τελειώνει ἐδῶ. Διακόπτουμε λοιπὸν καὶ θὰ συνεχίσουμε τὴν ἄλλη Κυριακή.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Εις τον ἱερό ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου ὁδ. Ψαρρῶν Ἀθηνῶν, Κυριακὴ Σταυροπροσκυνήσεως 16-3-1958 ἑσπέρας)