«Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηµατίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς µαθητὰς Χριστιανούς» (Πράξ. ια΄ 26). (: Συνέβη δὲ ἐπὶ ἓν ὁλόκληρον ἔτος οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι νὰ λάβουν µέρος εἰς τὰς συνάξεις τῶν πιστῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ νὰ διδάξουν πλῆθος πολύ. Καὶ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ἐξ ἀφορµῆς τοῦ πλήθους των ὠνοµάσθησαν διὰ πρώτην φορὰν οἱ µαθηταὶ τοῦ Κυρίου Χριστιανοί).
- Ὁ ἱερὸς ναὸς λέγεται καὶ οἶκος Θεοῦ, διότι ἐκεῖ βρίσκεται πάντοτε ὁ Κύριός μας, ἡ Παναγία μας, οἱ ἄγγελοί μας καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅταν ἐνεργοῦμε νὰ κτισθῆ ἕνας Ἱερὸς Ναὸς ἔχουμε μεγάλη ὠφέλεια. Θεωρούμεθα καὶ ἐμεῖς κτίτορες. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς προτρέπει:
«Παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω καὶ χάρη ζητῶ, μᾶλλον δὲ καὶ νόμο ὁρίζω, ὥστε κανένας νὰ μὴ παρουσιασθῆ νὰ ἔχη χωριὸ χωρὶς Ἐκκλησία. Μὴ μοῦ πῆς, «ὑπάρχει πλησίον, ὑπάρχει σὲ γειτονικὸ μέρος», εἶναι μεγάλη ἡ δαπάνη καὶ δὲν εἶναι πολλὰ τὰ ἔσοδα. Ἐὰν ἔχης κάτι νὰ ξοδέψης γιὰ τοὺς πτωχούς, νὰ τὰ ξοδέψης ἐκεῖ. Εἶναι καλύτερα ἐκεῖ, παρὰ ἐδῶ. Θρέψε διδάσκαλο, θρέψε διάκονο καὶ ἱερατεῖο. Ὅπως συμπεριφέρεσαι ὅταν λαμβάνης γυναίκα, ἤ νύφη ἤ δίνεις θυγατέρα, ἔτσι πρέπει νὰ φέρεσαι καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Δῶσε δωρεὰν σ’ αὐτήν. Ἔτσι τὸ χωριὸ ὅπου μένεις, θὰ γεμίση ἀπὸ εὐλογία. Εὐχὲς συνεχεῖς ἐκεῖ θὰ γίνωνται γιὰ σένα, ὕμνοι θὰ ἀναπέμπωνται γιὰ σένα καὶ συνάξεις θὰ γίνωνται, προσφορὰ κάθε Κυριακή. Πόσο πιὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι τὸ νὰ ἀνεγείρης ἐκκλησίες ἀπὸ τὸ νὰ ἀνοικοδομήσουν ἄλλοι λαμπροὺς τάφους, γιὰ νὰ ἀκοῦν οἱ μεταγενέστεροι ὅτι ὁ τάδε ἀνοικοδόμησε αὐτούς. Σκέψου ὅτι μέχρι τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔχης τὸ μισθό, ἐσύ, ποὺ ἀνήγειρες θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ».
- Εὐλαβεῖς πιστοὶ ἀκολουθοῦν τὴν προτροπὴ τοῦ Χρυσορρήμονος. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα παραδείγματα, ὅπως μᾶς τὰ ἀφηγεῖται ὁ Κ.Σ. ἀπὸ τὴν Χίο.
«Ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὁ παππούς μου ἄρχισε μὲ μία ἐπιτροπὴ νὰ κτίζουν τὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ χωριό του Καρδάμυλα Χίου.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸν ὕπνο του, ἕνας κεκοιμημένος συγγενής του, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, σὰν νὰ ἦταν ὁ Ἅγιος τοῦ ἔδινε ὁδηγίες μέχρι νὰ τελειώση ὁ Ἱ. Ναός.
Ὅταν τελείωσε σχεδὸν καὶ εἶχαν μείνει μόνο τὰ πλακάκια τοῦ δαπέδου, εἶπε στὴν ἐπιτροπὴ νὰ κάνουν ἀκόμα ἕνα ἔρανο, γιὰ νὰ τελειώση ὁ Ναός.
Πήγανε λοιπὸν καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς χωριανοὺς χρήματα, ἀλλὰ κανένας δὲν ἔδινε, γιατί συνέχεια σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνονταν καὶ ἔτσι ἔμεινε τὸ ἔργο ἀτελείωτο.
Ἕνα βράδυ βλέπει πάλι στὸν ὕπνο του τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ λέει: «Γιατί δὲν τελειώσατε τὸ σπίτι μου;». Τότε ἀπάντησε ὅτι κουράστηκαν οἱ χωριανοὶ καὶ δὲν προσφέρουν πιά.
Ὁ Ἰωάννης τοῦ ἀνέφερε δέκα ὀνόματα, νὰ πᾶνε νὰ ζητήσουν χρήματα καὶ τοῦ εἶπε καὶ πόσα χρήματα θὰ δώση ὁ καθένας. Τὸ πρωΐ κάθισε καὶ ἔγραψε τὰ ὀνόματα καὶ τὸ ποσὸν ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἔδινε ὁ καθένας. Φώναξε πάλι τοὺς Ἐπιτρόπους νὰ πᾶνε πάλι γιὰ ἔρανο, καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι: ἀφοῦ πήγαμε καὶ κανένας δὲν μᾶς ἔδωσε. Τότε ἀπάντησε, πᾶμε σὲ ἄλλους σύμφωνα μὲ τὰ ὀνόματα ποὺ τοῦ ἔδωσε.
Πήγανε στὸν πρῶτο καὶ ζήτησαν χρήματα γιὰ τὰ πλακάκια τοῦ Ναοῦ, καὶ ἀμέσως τοὺς ἔδωσε ὅσα τοῦ εἶχε πεῖ στὸν ὕπνο του. Ἔτσι καὶ μέχρι τὸν τελευταῖο ἔδωσαν ὅσα τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος καὶ μάζεψαν ἀκριβῶς ὅσα χρειάζονταν καὶ ἔτσι τελείωσε ὁ Ἱερὸς Ναός του.
Εἶχε μείνει στὸ τέμπλο μία μικρὴ θέση γιὰ μιὰ εἰκόνα, καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ βάλουν τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα. Ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα τὸν ἔχουν καὶ οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες τοῦ χωριοῦ καὶ θὰ ἦταν καλύτερα νὰ βάλουν κάποιον ἄλλο Ἅγιο.
Τὸ βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο του ἕνα κεκοιμημένο φίλο του Σπυρίδωνα ὀνόματι καὶ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ ἕνα σκεπάρνι, λέγοντάς του: «Τί σοῦ ἔκανα καὶ δὲν μὲ θέλεις στὴν γειτονιά σου;». Τρέχοντας δὲ νὰ κρυφθῆ κάπου, τὸν βλέπει ἀπὸ πάνω του καὶ τοῦ λέει πάλι τὸ ἴδιο: «Τί σοῦ ἔκανα καὶ δὲν μὲ θέλεις στὴν γειτονιά σου». Φυσικὰ τὸ πρωΐ λέει στοὺς ἐπιτρόπους, Τὸν Ἅγιο Σπυρίδων θὰ βάλουμε. Μέχρι σήμερα στὴν τελευταία θέση τοῦ τέμπλου εἶναι ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας.
- Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης ἀναφέρει ἕνα συγκινητικὸ περιστατικὸ προσφορᾶς ἀπὸ μία πτωχὴ γιαγιά:
«Σ’ ἕνα χωριὸ κτιζόταν μιὰ ἐκκλησία κι ὁ καθένας βοηθοῦσε, ὅπως μποροῦσε.
Ὅποιος εἶχε ζῷο τὸ διέθετε, γιὰ νὰ κουβαλάη πέτρες καὶ ὅσοι ἦταν γεροὶ δούλευαν.
Στὸ χωριὸ ἦταν καὶ μιὰ γιαγιὰ πολὺ πτωχή, ποὺ δὲν εἶχε τίποτα νὰ δώση γιὰ τὸν ναό.
Πονοῦσε ἡ ψυχή της γι’ αὐτὸ καὶ καθὼς περνοῦσαν τὰ ζῷα ποὺ κουβαλοῦσαν τὶς πέτρες, μάζευε χορταράκια καὶ τοὺς τὰ ἔριχνε νὰ τὰ τρῶνε νὰ παίρνουν δυνάμεις.
Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ἔκαναν τὰ ἐγκαίνια καὶ σὲ μιὰ ἐπιγραφὴ ἔγραψαν τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότη.
Συνέβαινε ὅμως τὸ ἑξῆς: μόλις γραφόταν τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότη καὶ ἔβαζαν τὴν ἐπιγραφή, τὴν ἄλλη μέρα ἔβρισκαν σβησμένο τὸ ὄνομά του καὶ γραμμένο τὸ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς.
Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορές. Ἀποροῦσαν ὅλοι καὶ φώναξαν τὴν γιαγιά. Ὅταν ἐκείνη πῆγε στὸ ναό, τὴν ρώτησαν: Γιαγιά, τί τὸ καλὸ ἔκανες ἐσὺ καὶ γράφεται τὸ ὄνομά σου στὴν πλάκα, ἐνῷ ἐμεῖς ἔχουμε χαράξει τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότη;
-Καλό; Μὰ τί καλὸ νὰ κάνω ἐγώ, παιδί μου, ἡ πτωχή. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν.
Τότε σκέφτηκε ἡ γιαγιὰ καὶ τοὺς ἀποκρίθηκε:
– Δὲν ἔκανα τίποτα, παιδιά μου. Μόνο ποὺ ὅταν ἔβλεπα τὰ ζῷα ποὺ κουβαλοῦσαν τὶς πέτρες γιὰ τὸν ναό, καιγόταν ἡ ψυχή μου, γιατί δὲν μποροῦσα ἐγὼ νὰ προσφέρω τίποτα, ἔτσι μάζευα χόρτα καὶ τὰ ἔριχνα στὰ ζῷα, γιά νά πάρουν δύναμη, τρώγοντάς τα.
Κι ὅμως, αὐτὰ τὰ λίγα χόρτα τῆς γιαγιᾶς ἔπιασαν τόσο τόπο ὅσο δὲν ἔπιασε κανενὸς ἄλλου ἡ προσφορά, γιατί ἦταν πηγαία, ταπεινὴ καὶ κρυφή».
Οἱ Ἅγιοι λοιπὸν ἀγαποῦν τὸν Ἱ. Ναό τους καὶ χαίρονται, ὅταν εὑρισκώμασθε μέσα καὶ τὸν διακονοῦμε καὶ, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἶναι «ὑποχρεωμένοι» νὰ βοηθήσουν.