ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Όπως ήδη σημειώσαμε, παλαιότερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και γενικά η σύνοδος μιας Εκκλησίας δεν επενέβαινε στην διαδικασία της τιμής των αγίων. Έτσι εξηγείται, γιατί δεν έχουμε κάποια διάταξη στο «Τυπικό», που να τηρείται στις περιπτώσεις αυτές. Δεν είναι καθόλου τυχαία η απουσία σχετικής «τάξεως» από το «Ευχολόγιο» της Εκκλησίας, ενώ είναι χιλιάδες οι άγιοι τους οποίους τιμά η Εκκλησία.
Κι ενώ η εκκλησιαστική σύνοδος και δη το Οικουμενικό Πατριαρχείο «ούτε επιβάλλει ούτε αποβάλλει μνήμας τοπικών αγίων», όπως επιγραμματικό και κατηγορηματικά έγραφε ο ιδιότροπος, αλλ’ έξοχος ιστορικός των του Πατριαρχείου πραγμάτων, Μ. Γεδεών, επικράτησε πρόσφατα μία πρακτική, που αποδεδειγμένα δεν είναι γνωστή στην Παράδοση. Η σύγχρονη πρακτική, που σιωπηρά υιοθετήθηκε, μπορεί εντούτοις ν’ αποβεί θετική, μόνο αν έχουν σαφή συνείδηση της σημασίας της εκείνοι που απευθύνονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την διακήρυξη της αγιότητας κάποιου, αλλά και το ίδιο το Πατριαρχείο.
Σύμφωνα με την κρατήσασα πρακτική μία επισκοπή του Πατριαρχείου, μία μονή ή η Εκκλησία της Ελλάδας τις περισσότερες φορές (όταν δεν πρόκειται για νεομάρτυρες), προτείνουν, μ’ εμπεριστατωμένη έκθεση των αφορώντων στο πρόσωπο και το έργο ενός ιερού άνδρα, την «επίσημη» «ανακήρυξη» ή «αναγνώριση», όπως γράφουν, του ιερού αυτού άνδρα σε άγιο. Η πατριαρχική σύνοδος, με εισήγηση – έκθεση ειδικής από συνοδικούς και άλλα πρόσωπα επιτροπής (δηλαδή της Κανονικής επιτροπής) αποφασίζει την «αναγνώριση» ή την απορρίπτει (μη προβαίνουσα σε «αναγνώριση»). Η πρακτική αυτή έχει και ως συνέπεια, πολλή αρνητική, να μην τιμάται με τον συνήθη εκκλησιαστικό τρόπο ο άγιος, δηλαδή να μην εορτάζεται η μνήμη του με συγκεκριμένη Ακολουθία ούτε τοπικά, πριν διακηρυχθεί από το Πατριαρχείο η αγιότητά του, μολονότι τοπικά ο άγιος θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως άγιος.
Δημιουργείται δηλαδή μία τελείως αντιπαραδοσιακή αντίληψή, ένεκα της οποίας ποιμένες και λαός αποφεύγουν αυστηρά, για τον φόβο κυρώσεων – τιμωριών από την σύνοδο, να τιμούν εορταστικά έναν άγιο, για την αγιότητα του οποίου δεν έχουν αμφιβολία. Πάντως η πρόσφατη πρακτική όσο προϋποθέτει την επέμβαση του Πατριαρχείου αυστηρά διευρυντική, πανηγυρική και τυπική, ενέχει χρησιμότητα, είναι χρήσιμη και χάριν της ενότητας. Όσο οι απευθυνόμενοι στο Πατριαρχείο και αυτό το ίδιο κατανοούν την επέμβασή του αποφασιστική, η τακτική δεν είναι ορθή.
Εάν η πρόσφατη πρακτική θεωρηθεί αναγκαία, χάριν γενικεύσεως του εορτασμού της μνήμης ενός αγίου και κυρίως με την (όχι τόσο θεμελιωμένη) ελπίδα προλήψεως καταχρήσεων, πρέπει να επισπεύδονται οι διακηρύξεις της αγιότητας από την στιγμή, που το τοπικό εκκλησιαστικό πλήρωμα ζητήσει την διακήρυξη. Ακόμη περισσότερο, αλλά στα όρια του συνετού και της Παραδόσεως, ν’ αφήνεται το τοπικό εκκλησιαστικό πλήρωμα ελεύθερο, να τιμά ως άγιο με τον καθιερωμένο τρόπο ένα αποθανόν μέλος της Εκκλησίας χωρίς αναστολές. Δεν είναι ορθό το εκκλησιαστικό πλήρωμα στις περιπτώσεις αυτές να τιμά έναν άγιο και συγχρόνως να αισθάνεται ότι η τιμή την οποία του αποδίδει είναι ατελής ή μη απόλυτα λυσιτελής, επειδή λείπει ακόμα η επίσημη διακήρυξη. Τα θαύματα των αγίων δεν χρειάζονται σφραγίδα για να είναι θαύματα.
Οι αναστολές στο πλήρωμα της Εκκλησίας για την τιμή των αγίων έχουν πολλές και θλιβερές συνέπειες, που δημιουργούν τεράστιες ευθύνες στους ποιμένες και δη στους συνοδικούς επισκόπους, οι οποίοι, εφόσον τις συνειδητοποιούν, δεν θα επιθυμούσαν να τις επωμισθούν.
Συνέπειες της νέας πρακτικής
Πρώτον, ο εξονυχιστικός έλεγχος του βίου και της συμπεριφοράς του ιερού άνδρα στην γη προϋποθέτει σχολαστική και όχι θεολογική θεώρηση του γεγονότος άγιος, ο οποίος έτσι υποβάλλεται σε εξέταση βάσει ενός συστήματος ηθικής. Ποιο θα είναι το σύστημα τούτο; Λησμονείται ότι ο Θεός επεμβαίνει κι εμπνέει το κάθε πρόσωπο ανάλογα με την ιδιαίτερη δομή του, τις συνθήκες στις οποίες έζησε και τα προβλήματα που είχε ν’ αντιμετωπίσει.
Κατ’ εξοχήν το πρόσωπο του αγίου αποτελεί μοναδική περίπτωση, είναι unicum, δεν επαναλαμβάνεται, ούτε χωράει σε μέτρα κατασκευασμένα εκ των προτέρων, έστω και αν αυτά κατασκευάσθηκαν βάσει της συμπεριφοράς παλαιοτέρων αγίων. Αρκεί να υπομνήσουμε ότι καθένας από τους γνωστούς αγίους προσευχόταν με ιδιαίτερο τρόπο, αγωνιζόταν πνευματικά με δικό του τρόπο, αποκτούσε αρετές που δεν αποκτούσε άλλος, είχε θεοπτικές εμπειρίες που δεν είχε άλλος, αντιμετώπιζε το άλφα ή βήτα πρόβλημα διαφορετικά από άλλον και γενικά ο καθένας είχε τον δικό του βαθμό θείας χάρης. Γι’ αυτό και ο κάθε άγιος είναι ειδική περίπτωση προτύπου για τους πιστούς και βοηθάει τους πιστούς με δικής του μορφής και σημασίας θαύματα. Ο άγιος τελικά κρίνεται από την εξαιρετική, όπως είπαμε, θεία χάρη και από τα θαύματα που μέσω αυτού επιτελεί ο Θεός. Το γεγονός ότι ο άγιος όσο ζούσε ευαρέστησε κατ’ εξοχήν τον Θεό, άρα ότι είναι άγιος, αποδεικνύεται όχι με την καταμέτρηση των αρετών του —πράγμα θεολογικώς αδύνατο και ανόητο— αλλά με την διαπίστωση της χάριτος και των θαυμάτων. Ο έλεγχος, λοιπόν, που η πρόσφατη πρακτική διακηρύξεως εμπεριέχει, πρέπει να κατανοηθεί ως απλή (αλλ’ ασφαλής και αξιόπιστη) διαπίστωση εξαιρετικής χάριτος και θαυμάτων στον άγιο. Μόνο η πρακτική αυτή υπήρξε παραδοσιακή και μόνο αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και στην περίπτωση ακόμα των μαρτύρων, πάλι περί χάριτος και θαύματος πρόκειται, διότι το μαρτύριο πραγματώνεται ως θαύμα της θείας χάριτος. Πάλι περί διαπιστώσεως του μαρτυρίου πρόκειται και όχι περί ελέγχου του βίου και των λεπτομερών περιστατικών του μαρτυρίου, τα οποία και αν γνωσθούν με λεπτομέρειες δεν προσθέτουν στην βεβαιότητα του μαρτυρίου.
Ο έλεγχος του βίου και η αποτίμηση των πνευματικών επιτευγμάτων ενός ανθρώπου, η καταμέτρηση (!) με άλλα λόγια των αρετών και των ποικίλων αμαρτιών του, σημαίνει εδώ ότι τα μέλη μιας συνόδου μπορούν και δικαιούνται να ζυγίσουν τις αρετές του «υποψηφίου» αγίου. Και αν τις βρουν υπέρβαρες, αν είναι περισσότερες από κάποιο μέτρο, τότε ο υποψήφιος τοποθετείται στην τάξη των αγίων. Αλλ’ ούτε οι συνοδικοί ούτε κάποιο άλλο μέλος της Εκκλησίας μπορούν η δικαιούνται να βαθμολογούν τον ενάρετο βίο (που άλλωστε στις ύψιστες στιγμές του μένει κρυπτός) και τις αμαρτίες του οποιουδήποτε. Φυσικά, δεν υπάρχει και μέτρο, για να κριθεί άγιος οποίος το ξεπερνάει ή για να κριθεί κοινός χριστιανός οποίος βρεθεί κάτω από το μέτρο. Οι δυσκολίες αυτές αναφέρονται μόνο για να διασαφηνισθεί, ότι την αγιότητα διαπιστώνουμε κυρίως από την χάρη και τα θαύματα, με τα οποία ο Θεός προικίζει έναν ιερό άνδρα με σκοπό την βοήθεια και την παραμυθία των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας.
Η αναφορά στο πρόβλημα του ελέγχου του βίου των υποψηφίων αγίων θέτει και το ερώτημα του πόθεν της πρόσφατης πρακτικής, που ζητάει έλεγχο και σαφή διαδικασία και που είναι άγνωστη στην αρχαία παράδοση. Έχει παρατηρηθεί και είναι πλέον κοινός τόπος, ότι στην πρόσφατη πρακτική υπάρχει γενικά επίδραση της ανάλογης των δυτικών πράξεως, που ισχύει στην ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από τον ΙΑ’ αιώνα και μετά, και μάλιστα της τυποποιημένης πράξεως της ρωσικής Εκκλησίας. Η τελευταία, που συνέδεσε νομοθετικά την «ανακήρυξη» αγίων με την πρωτοβουλία της συνόδου και με την συναίνεση των αυταρχικών τσάρων, επηρεάστηκε πάλι άμεσα από την πράξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. (Αυτά φυσικά ίσχυαν μέχρι το 1917. Τελείως πρόσφατα η σύνοδος της ρωσικής Εκκλησίας αποφάσισε μόνη για το θέμα των αγίων, αλλά τα κριτήριά της ως προς το ποιος είναι άγιος είναι πολύ αμφίβολα, όπως θα φανεί στις επόμενες παραγράφους). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η πρακτική αυτή της ρωσικής Εκκλησίας με την τσαρική επέμβαση υπενθυμίζει ανάλογες περιπτώσεις των βυζαντινών χρόνων, όπου π.χ. ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός (886-912) «ανακήρυξε» αγίες την πρώτη και την δεύτερη σύζυγό του, την Θεοφανώ και την Ζωή, κατασκευάζοντάς τους και ναούς.
Η σπουδαιότερη και αρνητικότερη συνέπεια της πρακτικής που επικράτησε προκαλείται: από την κατά κανόνα μεγάλη καθυστέρηση της επίσημης από σύνοδο διακηρύξεως της αγιότητας του οποιουδήποτε ιερού άνδρα, ως και από τον χρόνο αναπτύξεως στο πλήρωμα της Εκκλησίας συνειδήσεως, ότι ο τάδε ιερός άνδρας είναι άγιος, μέχρι την στιγμή της διακηρύξεως της αγιότητάς του, (για λόγους ενίοτε και αβελτηρίας, μεσολαβούν το ολιγότερο κάποιες δεκαετίες). Στο διάστημα τούτο, με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οι πιστοί που προσφεύγουν στον άγιο και ζητούν τις πρεσβείες του, για να έχουν την βοήθειά του, είναι απείρως λιγότεροι απ’ όσους θα προσέφευγαν στον άγιο, αν η κοινοποίηση της αγιότητάς του ήταν αμεσότερη και τουλάχιστον συντομότερη.
Με άλλα λόγια, χιλιάδες ανυπολόγιστες πιστών δεν έχουν την πολλαπλώς οικοδομητική και παραμυθητική ευκαιρία να ζητούν τις πρεσβείες του αγίου. Ο Θεός όμως χαρίτωσε κατ’ εξοχήν τον τάδε ιερόν άνδρα, τον ανέδειξε άγιο, ακριβώς για να παραμυθεί και να ενισχύει τους πιστούς. Έτσι αθέλητα οι επίσκοποι της Εκκλησίας παρασιωπούν και συστέλλουν την απόφαση του Θεού (να τιμάται και να παραμυθεί ο άγιος) και στερούν μέγα πλήθος πιστών από την βοήθεια, που θα του παρείχε ο άγιος. Η δυσμενής αυτή επίπτωση κατανοείται βαθύτερα, όταν αναλογισθεί κανείς ότι τα έκτακτα χαρίσματα των αγίων, τα θαύματα, γίνονται κυρίως για την «μυχικήν ωφέλειαν» των πιστών και όχι για να θεραπευθούν αυτοί από την άλφα η βήτα ασθένεια: «θεραπεύει ταύτα (= μέλη του σώματος) παραδόξως ο Θεός, δια τίνος νεοφανούς αγίου πρεσβείας, ίνα διορθώση χόλωσιν και απονάρκωσιν και παραλυσίαν της μυχής. Ότι μόνη τη μυχή μέλει τω Θεώ…».
Παράλληλα, δημιουργείται, όπως παρατηρήσαμε ήδη, μία εσφαλμένη θεολογικά αντίληψη στο εκκλησιαστικό πλήρωμα, που μαθαίνει ότι πρέπει να τιμά έναν άγιο μόνο από την στιγμή της συνοδικής διακηρύξεως της αγιότητάς του. Ενώ η διακήρυξη πρέπει να γίνεται μόνο για την πανηγυρική έναρξη της τιμής και δη για την ευρύτερη και καθολική ενημέρωση όσων δεν έτυχε να πληροφορηθούν την εμφάνιση και μεταθανάτια παραμυθητική δράση του αγίου.
Για τις παραπάνω διαπιστώσεις ιδιαίτερη αφορμή έδωκε η περίπτωση του αγίου Σάββα στην Κάλυμνο, που κοιμήθηκε το 1948. Στην διάρκεια της επίγειας ζωής του του δόθηκε πλούσια η χάρη της θαυματουργίας, η οποία συνεχίστηκε πυκνότερη και θαυμαστότερη μετά την κοίμησή του. Το καλυμνιακό και το δωδεκανησιακό εκκλησιαστικό πλήρωμα είναι μέσω των θαυμάτων πεισμένο ήδη από δεκαετίες για την αγιότητα του όσιου Σάββα. Η επίσημη όμως διακήρυξη της αγιότητάς του νέου τούτου οσίου δεν έχει γίνει με αποτέλεσμα χιλιάδες χριστιανοί να στερούνται των ευεργεσιών, που ο Θεός έκρινε να παρέχονται μέσω του αγίου Σάββα.
Ο υπερτονισμός εξ άλλου του ρόλου της Συνόδου στην διακήρυξη αγιότητας οδηγεί ενίοτε στην αντίληψη ότι μία Σύνοδος μπορεί με δική της πρωτοβουλία να κινήσει διαδικασία διακηρύξεως. Στην περίπτωση αυτή η Σύνοδος δρα ερήμην του πληρώματος της Εκκλησίας, ενώ εδώ πρέπει να ενεργεί ως εκφραστής του υγιούς φρονήματος του πληρώματος. Ένα τοπικό δηλαδή εκκλησιαστικό πλήρωμα, το οποίο συναποτελούν κλήρος και λαός, βιώνει την αγιότητα κάποιου και η Σύνοδος διακηρύσσει την βίωση αυτή ή, εκφράζει όπως συνήθως λέγεται, την συνείδηση του πληρώματος για την αγιότητα του τάδε.
Ο ιερός άνδρας, του οποίου την αγιότητα διακήρυξε με πρωτοβουλία της μία Σύνοδος, δεν είναι στην συνείδηση του πληρώματος άγιος, οι πιστοί δεν προσφεύγουν στις πρεσβείες του ούτε προσβλέπουν στον τρόπο ζωής του ως εις πρότυπο. Οπότε προς τι η διακήρυξη; Η εμφύτευση εξ υστέρων στον λαό της ιδέας της αγιότητας κάποιου είναι άγνωστη στην Παράδοση και κατά κανόνα χωρίς ερείσματα.
Ο υπερτονισμός του ρόλου της Συνόδου οδηγεί ακόμη και στην παρεξήγηση του ρόλου του επισκόπου. Έτσι ο επίσκοπος, αντί να εμπνέει το ορθό φρόνημα στο ποίμνιό του περί του πως δρουν οι άγιοι και αντί να το διδάσκει πως να διαπιστώνει την αγιότητα, εκείνος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία διακηρύξεως της αγιότητας ενός ιερού άνδρα, χωρίς να έχει προηγηθεί η διαπίστωση της αγιότητάς του, χωρίς δηλαδή να υπάρχει σχετική συνείδηση του τοπικού εκκλησιαστικού πληρώματος. Τότε οι λόγοι, που κίνησαν τον επίσκοπο στην απροϋπόθετη πρωτοβουλία του, είναι μη παραδοσιακοί και άρα μη εκκλησιαστικοί.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Εκδόσεις «ΤΕΡΤΙΟΣ» ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ