– Γέροντα, γιατί σήμερα ὁ κόσμος ταλαιπωρεῖται τόσο πολύ;
Ἡ στέρηση πολύ βοηθάει. Ὅταν στεροῦνται κάτι οἱ ἄνθρωποι, τότε μποροῦν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀξία του. Ὅσοι στεροῦνται μὲ ἐπίγνωση, μὲ διάκριση, μὲ ταπείνωση, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνονται τὴν πνευματική χαρά. Ἄν π.χ. κάποιος πῆ, «δὲν θὰ πιῶ νερό σήμερα, γιατί ὁ τάδε εἶναι ἄρρωστος, Θεέ μου, δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε περισσότερο» καὶ τὸ κάνη, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ποτίση ὄχι μὲ νερό ἀλλὰ μὲ λεμονάδα πνευματική, μὲ θεϊκή παρηγοριά. Οἱ ταλαιπωρημένοι, μία παραμικρή βοήθεια νὰ τούς προσφέρη κανείς, ἔχουν πολλή εὐγνωμοσύνη. Ἕνα ἀρχοντόπουλο καλομαθημένο, ὅλα τὰ χατήρια νὰ τοῦ κάνουν οἱ γονεῖς του, τίποτε δὲν τὸ εὐχαριστεῖ. Μπορεῖ νὰ τὰ ἔχη ὅλα καὶ βασανισμένο νὰ εἶναι. Τὰ κάνει ὅλα γυαλιά‐καρφιά. Ἐνῶ μερικά παιδάκια, τὰ καημένα, γιὰ τὴν παραμικρή βοήθεια αἰσθάνονται μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Ἄν ἕνας φίλος βρεθῆ νὰ τούς βάλη τὰ ναῦλα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, πόσο εὐγνωμονοῦν καὶ αὐτόν καὶ τὸν Χριστό! Ἀκοῦς πολλά πλουσιόπαιδα νὰ λένε: «Τάχουμε ὅλα, γιατί νὰ τάχουμε ὅλα;». Γκρινιάζουν, γιατί καλοπερνοῦν, ἀντί νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Θεό καὶ νὰ βοηθοῦν καὶ κανέναν φτωχό! Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀχαριστία! Νιώθουν κενό, γιατί δὲν τούς λείπει τίποτε ἀπὸ τὰ ὑλικά. Τὰ βάζουν καὶ μὲ τούς γονεῖς, γιατί τούς τὰ ἔχουν ὅλα ἕτοιμα, καὶ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ γυρίζουν μὲ ἕνα γυλιό στὴν πλάτη. Καὶ οἱ γονεῖς νὰ τὰ δίνουν χρήματα, νὰ τούς πάρουν τηλέφωνο, γιὰ νὰ μήν ἀνησυχοῦν, καὶ ἐκεῖνα νὰ ἀδιαφοροῦν. Καὶ τελικά καταλήγουν οἱ γονεῖς νὰ τὰ ψάχνουν. Ἕνα παλληκάρι τὰ εἶχε ὅλα, ἀλλὰ δὲν ἦταν εὐχαριστημένο μὲ τίποτε. Ἔφυγε κρυφά ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ κοιμόταν μέσα στὰ τραῖνα, γιὰ νὰ ταλαιπωρηθῆ. Καὶ ἦταν καὶ ἀπὸ καλή οἰκογένεια! Ἐνῶ, ἄν εἶχε μία δουλειά καὶ ζοῦσε μὲ τὸν ἱδρώτα του, θὰ εἶχε νόημα ὁ κόπος του καὶ θὰ ἦταν ἀναπαυμένο καὶ θὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεό.
Σήμερα οἱ πιὸ πολλοί δὲν στεροῦνται, γιʹ αὐτὸ δὲν ἔχουν φιλότιμο. Ἄν δὲν κοπιάζη κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκτιμήση καὶ τὸν κόπο τῶν ἄλλων. Τί νόημα ἔχει λ.χ. νὰ ζητᾶς ἐπάγγελμα ἄνετο, νὰ βγάζης χρήματα καὶ μετά νὰ ζητᾶς ταλαιπωρία; Οἱ Σουηδοί, ποὺ παίρνουν γιὰ ὅλα ἐπίδομα ἀπὸ τὸ κράτος καὶ δὲν κοπιάζουν, γυρίζουν στούς δρόμους. Κοπιάζουν γιὰ τὸν ἀέρα, νιώθουν ἄγχος, γιατί ἔχουν ἐκτροχιασθῆ πνευματικά, ὅπως οἱ ρόδες πού, ὅταν βγοῦν ἀπὸ τὸν ἄξονα, τρέχουν στὸν δρόμο χωρίς σκοπό καὶ καταλήγουν στὸν γκρεμό.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»