Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,41-56)
Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου Καντιωτου
«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (Λουκ. 8,45)
Μία
ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε καὶ ἡ ἀκοή. Τὸ
αὐτὶ εἶνε ἕνα θαυμαστὸ ὄργανο ποὺ προκαλεῖ κατάπληξι. Ὅταν κάποιου
μειωθῇ ἡ ἀκοὴ καὶ τρέχῃ στοὺς γιατρούς, τότε ἐκτιμᾷ τὴν ἀξία της.
Ῥαντὰρ εἶνε τὸ αὐτί· τίποτα δὲν εἶνε τὸ τεχνητὸ ῥαντὰρ μπροστὰ στὴν ἀκοὴ
μὲ τὴν ὁποία εἴμαστε ἐφωδιασμένοι.
Μὲ τὴν ἀκοὴ ἀκοῦμε τὴν πνοὴ τοῦ ἀνέμου ποὺ σείει τὰ φύλλα, τὸ
φλοῖσβο τῆς ἀκρογιαλιᾶς, τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν, τὶς κιθάρες – τὰ
ὄργανα ποὺ παίζουν μουσική· ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς μάνας, τοῦ δασκάλου
καὶ καθηγητοῦ. Μὲ τὴν ἀκοὴ ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει γνῶσι ἑνὸς μεγάλου
μέρους τῆς ἐπιστήμης.
Ἀκοῦμε τόσα ὡραῖα. Καὶ πάνω ἀπ᾽ ὅλα – ποιό· «Καὶ ὑπὲρ τοῦ
καταξιωθῆναι ἡμᾶς τῆς ἀκροάσεως τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου» (ὄρθρ.)· μᾶς
ἀξιώνει ὁ Θεὸς στὴν ἐκκλησιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο! Ἡ
ὥρα ἐκείνη εἶνε μεγάλη.
Οἱ Σλάβοι, παρ᾽ ὅλη τὴν ἀθεΐα
ποὺ πέρασαν, τὴν ὥρα τοῦ εὐαγγελίου γονατίζουν, καὶ μὲ τὴ στάσι αὐτὴ
τί λένε· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, ποὺ μᾶς ἔδωσες αὐτιὰ καὶ μᾶς
ἀξιώνεις ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιό σου.
Ἐμεῖς τί κάνουμε ἆραγε; Ὁ Κύριος εἶπε ἐντόνως· «Ὁ ἔχων ὦτα
ἀκούειν ἀκουέτω», ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούῃ (Ματθ. 11,15· 13,9,43.
Μᾶρκ. 4,9, βλ. & 23· βλ. & 7,16 Λουκ. 8,8· 14,35. βλ. Ἀπ. 2,7)
καὶ «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αύτόν»,
εὐτυχισμένοι ὅσοι ἀκοῦνε μὲ προθυμία τὸν θεῖο λόγο ἀλλὰ καὶ τὸν τηροῦν
μὲ συνέπεια (Λουκ. 11,28). Αὐτιὰ σωματικὰ ἔχουμε· αὐτιὰ πνευματικά;
Μ᾽ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἂς δοῦμε τώρα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο
(βλ. Λουκ. 8,41-56), ποὺ διηγεῖται δύο θαύματα, ἀπὸ τὰ ἄπειρα ποὺ
ἔκανε καὶ κάνει ὁ Κύριός μας. Τὸ ἕνα εἶνε ἀπ᾽ τὰ πιὸ μεγάλα, ἀνάστασι
νεκροῦ· ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου. Τὸ ἄλλο εἶνε
θεραπεία μιᾶς χρονίας μεγάλης ἀσθενείας. Ὑπὸ ποῖες συνθῆκες ἔγιναν;
* * *
Ὁ Χριστὸς περιοδεύοντας πέρασε
ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου τοῦ ἔδειξαν ἀγένεια καὶ τὸν
ἔδιωξαν. Φεύγει καὶ γυρίζει στὴ Γαλιλαία. Ἐδῶ τὸν ὑποδέχεται πλῆθος
λαοῦ· ὅλοι αὐτοὶ θέλουν νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν ἀκούσουν. Τὸν κυκλώνουν καὶ
συνωστίζονται γύρω του.
Σὲ μιὰ στιγμὴ σταματάει καὶ στρέφοντας τὸ βλέμμα γύρω ῥωτάει·
–Ποιός μὲ ἄγγιξε; Οἱ μαθηταί του ἀποροῦν τί ἐννοεῖ, γιατὶ ὄχι ἕνας
ἀλλὰ πλῆθος ἄνθρωποι, μικροὶ – μεγάλοι, τὸν ἀγγίζουν· ὅλοι σπρώχνουν
νὰ πᾶνε κοντά του. Μὲ τὸ στόμα τοῦ Πέτρου ἀποκρίνονται· –Μά, Κύριε, ἐδῶ
τόσος κόσμος σὲ πιέζει, πάει νὰ σὲ λειώσῃ, καὶ λὲς «Ποιός μὲ ἄγγιξε;»;
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπιμένει· –Κάποιος μὲ ἄγγιξε· γιατὶ ἐγὼ ἔνιωσα κάποια
δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα. Τότε παρουσιάζεται μπροστά του μιὰ γυναίκα·
πέφτει τὸν προσκυνᾷ κ᾽ ἐκεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀποκαλύπτει· –Κύριε, λέει,
ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ ἄγγιξα· συχώρεσέ με ποὺ ἔκανα αὐτὸ τὸ τόλμημα. Ἤμουν
μιὰ δυστυχισμένη ἄρρωστη· 12 χρόνια ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία πάθησι,
αἱμορραγία, στράγγισα πιά. Πῆγα σὲ γιατρούς, πῆρα φάρμακα, ξώδεψα μιὰ
περιουσία. Ἀποτέλεσμα; Τίποτα· καὶ κινδύνευα νὰ πεθάνω. Μὰ ὅταν ἄκουσα
ὅτι ἔρχεσαι, εἶπα μέσα μου· Ὁ Χριστὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά! Πλησίασα πίσω σου
μὲ τὴν πίστι, πὼς ἂν ἀγγίξω τὴν ἄκρη ἔστω τοῦ ῥούχου σου θὰ γειάνω. Καὶ
μόλις σὲ ἄγγιξα θεραπεύτηκα. Χίλιες δόξες νά ᾿χῃς!…
Στὴν αἱμορροοῦσα θὰ ἐπανέλθουμε.
Ἐν συνεχείᾳ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Βρῆκε νεκρὸ πλέον τὸ
κορίτσι του κι ὅλους νὰ κλαῖνε. –Μὴν κλαῖτε, τοὺς λέει· δὲν πέθανε,
κοιμᾶται. Ἐκεῖνοι, ἄκου, διέκοψαν τὸ κλάμα νὰ τὸν περιγελάσουν – τόσο
σίγουροι ὅτι ἡ κόρη πέθανε.
Ἔχει σημασία ἡ λέξι ποὺ εἶπε, «κοιμᾶται». Οἱ πιστοὶ ἔτσι
βλέπουν τὸ θάνατο. Σύγκρινε τώρα τὴ δική μας ἀπιστία. Πῶς λέμε τὸ μέρος
ποὺ θάβονται οἱ νεκροί; Νεκροταφεῖο. Μὰ τὸ νεκροταφεῖο εἶνε γιὰ τοὺς
ἀπίστους, ἐνῷ γιὰ τοὺς πιστοὺς λέγεται κοιμητήριο, κ᾽ ἐπάνω στὸ σταυρὸ
τοῦ τάφου γράφουν «ἐκοιμήθη». Ὁ θάνατος, ὅπως δίδασκε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός, εἶνε ἕνας μεγάλος ὕπνος· κι ὁ ὕπνος ἕνας μικρὸς θάνατος (Δ΄
176). Κάθε φορὰ ποὺ κοιμόμαστε, γιὰ λίγο πεθαίνουμε· ἀλλ᾽ ὅσο εἶσαι
βέβαιος ὅτι μετὰ ἀπὸ ἕναν ὕπνο θὰ ξυπνήσῃς, τόσο βέβαιος νά ᾽σαι κι ὅτι
μετὰ τὸ θάνατο θ᾽ ἀναστηθῇς. Ἡ μάνα ποὺ βλέπει τὸ παιδὶ νὰ κοιμᾶται
στὴν κούνια δὲν κλαίει, χαίρεται· κ᾽ ἐμεῖς μὴν κλαῖμε ἀπαρηγόρητα τοὺς
νεκρούς μας, γιατὶ δὲν χάθηκαν, θ᾽ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὸ μᾶς δίδαξε σήμερα ὁ Χριστός. Τοὺς βγάζει ὅλους ἔξω, πιάνει
τὸ χέρι τῆς κόρης καὶ φωνάζει· «Ἡ παῖς, ἐγείρου»· κόρη, σήκω. Κ᾽
ἐπέστρεψε στὸ σῶμα ἡ ψυχή· τὴν ἀνέστησε! Τὴν ξύπνησε ἀπ᾽ τὸ θάνατο
τόσο εὔκολα, ὅπως τὴν ξυπνοῦσε ἡ μητέρα της ἀπὸ τὸν ὕπνο.
Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς σ᾿ αὐτὴ τὴν κόρη, θὰ ἀκουστῇ στὸ τέλος
σὲ ὅλο τὸν κόσμο· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Ὁ Χριστιανὸς τί ὁμολογεῖ·
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Σύμβ. πίστ. 11). Ὅποιος ἀρνεῖται τὴν
ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, δὲν εἶνε Χριστιανός. Πιστεύουμε. Ὅσο εἶνε βέβαιο
ὅτι αὔριο εἶνε Δευτέρα, τόσο βέβαιοι νὰ εἴμαστε ὅτι θὰ ἔρθῃ καὶ ἡ
Δευτέρα Παρουσία, κατὰ τὴν ὁποία θ᾽ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί.
* * *
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν
αἱμορροοῦσα. Πλήθη λαοῦ πλησιάζουν κι ἀγγίζουν τὸ Χριστό, ἐκεῖνος ὅμως
μόνο γιὰ μιά γυναῖκα λέει, ὅτι ἀπέσπασε δύναμι ἀπὸ αὐτόν. Δὲν εἶνε
περίεργο; Ἔ, αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐκεῖ τότε, συμβαίνει καὶ σήμερα. Πλήθη
ἐκκλησιάζονται, μετέχουν σὲ πανηγύρια, ἀκοῦνε, ἀνάβουν κεριά· ποιός
ὅμως ἀγγίζει τὸ Χριστό; ποιά εἶνε ἡ οὐσιαστικὴ ἐπαφή, ἡ ζωοποιὸς
μετάγγισι χάριτος, ἡ ἀληθινὴ ὠφέλεια;
Ἀμφιβάλλω ἂν μέσ᾿ στοὺς 100, μέσ᾿ στοὺς 1.000, μέσ᾿ στοὺς
10.000 ὑπάρχῃ ἕνας σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, ἕνας ποὺ νὰ βγαίνῃ ἀλλοιωμένος,
λυτρωμένος καὶ θεραπευμένος ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ τὴ λατρεία
γενικά.
Πῶς πλησιάζουν; πῶς μετέχουν, τί αἰσθάνονται, τί ζοῦν μέσα
τους; Μπαίνουν στὴν ἐκκλησία; Τίποτα· οὔτε τὸ σταυρό τους καλὰ – καλὰ
δὲν ξέρουν νὰ κάνουν. Ἀκοῦνε «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…»; Τίποτα· οὔτε λίγο
τὴν κεφαλή τους δὲν σκύβουν. Προχωρεῖ ἡ λειτουργία, ἀκούγεται ὁ
ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο; Μένουν σὰν τὸ ξύλο καὶ τὸ μάρμαρο, ἀδιάφοροι,
δὲν συγκρατοῦν τίποτα· παρόντες τῷ σώματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι.
Παρακολουθοῦν μόνο ὅ,τι βλέπουν τὰ ὑλικὰ μάτια, χαζεύουν· τίποτ᾽ ἄλλο
πέρα ἀπ᾽ αὐτά. Ἀκοῦνε μόνο μὲ τ᾽ αὐτιὰ τοῦ σώματος, ἡ ψυχὴ δὲν ἀκούει
τίποτα. Πολὺ σπανίως θὰ δῇς μιὰ ψυχή, ποὺ νὰ βρίσκεται μέσ᾿ στὴν
ἐκκλησία καὶ νὰ παρακολουθῇ μὲ πίστι, νὰ ζῇ μὲ συναίσθησι τὴ θεία
λειτουργία, νὰ προσεύχεται μὲ τὴν καρδιά. Ἐντελῶς τυπικὴ εἶνε ἡ
παρουσία στὸ ναό.
Ἡ κατάστασι αὐτὴ θυμίζει ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποιος ἀσκητὴς μὲ
διορατικὸ χάρισμα στάθηκε τὴν Κυριακὴ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς ἐνορίας. Ἀφοῦ
χτύπησε ἡ καμπάνα κι ἄρχισαν νά ᾽ρχωνται οἱ Χριστιανοί, αὐτὸς τοὺς
παρατηροῦσε καὶ καταλάβαινε τὴν πνευματικὴ κατάστασι τοῦ καθενός.
Γυναῖκες, ἄντρες, παιδιὰ καὶ νέοι ἔμπαιναν· γέμισε ἡ ἐκκλησία. Μὲ τὸ
χάρισμα ποὺ εἶχε εἶδε ὅτι, μπαίνοντας, ὅλοι ἦταν μαῦροι. Ὅταν ὁ
παπᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…», ὁ ἀσκητὴς βγῆκε, στάθηκε πάλι ἐκεῖ καὶ
παρατηροῦσε. Οἱ Χριστιανοὶ πῆραν ἀντίδωρο κ᾽ ἔβγαιναν. Πάλι ὅμως ἦταν
μαῦροι. Μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι ἔβγαιναν. Πολὺ λυπήθηκε κ᾽ ἔκλαψε ὁ
ἀσκητής. Μόνο κάποιον ἀπὸ τοὺς τελευταίους εἶδε νὰ βγαίνῃ ἄσπρος σὰν
τὸ χιόνι. Θαύμασε ὁ γέροντας καὶ δόξασε τὸ Θεό. Τὸν πλησιάζει, τοῦ
πιάνει κουβέντα, κ᾽ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἔκανα
τοῦ κόσμου τὶς ἀδικίες· μὰ σήμερα, ἀκούγοντας τὴν καμπάνα, δὲν ξέρω
τί μ᾽ ἔκανε καὶ ἦρθα. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκα δὲν ἔπαψα νὰ κλαίω
λέγοντας· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Νάτος λοιπόν· αὐτὸς μαῦρος
μπῆκε – ἄσπρος βγῆκε, ἕνας μέσ᾿ στοὺς χίλιους. Αὐτὸ εἶνε.
Διαφορετικά, τί νὰ τὸν κάνῃς τὸν ἐκκλησιασμό; Εἶδες ποὺ ἡ
Ἐκκλησία μᾶς λέει «Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν»; (θ.
Λειτ.). Τί σημαίνει αὐτό; Παλαιὰ ὑπῆρχε τάξι. Στεκόταν στὴν πόρτα
κάποιος καὶ δὲν ἐπέτρεπε νὰ μπῇ ὁ καθένας. Ἔμπαιναν λίγοι, ἐλάχιστοι.
«Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.). Τώρα μπαίνουν ὅλοι στὸ ναό, κι ὁ ἕνας
βγάζει τὸ ῥολόι του νὰ δῇ τί ὥρα εἶνε, κ᾽ οἱ ἄλλοι παραπονοῦνται «Ἀργεῖ
ὁ παπᾶς», «ἀργεῖ ὁ ψάλτης», «ἀργεῖ ὁ κήρυκας». Ὁ νοῦς εἶνε ἀλλοῦ. Κ᾽
ἔτσι καμμιά ὠφέλεια δὲν ἀποκομίζουμε.
Ἂν θέλουμε νὰ μποῦμε στὸ κλῖμα τῆς θείας χάριτος καὶ νὰ
πάρουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ μοιάσουμε στὴ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου· Ὅποιος ἀπέκτησε μάτια καὶ αὐτιὰ πνευματικά, καρδιὰ
εὐαίσθητη, αὐτὸς ἀγγίζει ἀληθινὰ τὸ Χριστό. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε παρὼν
στὰ τροπάρια τοῦ ψάλτη, στὶς εὐχὲς τοῦ ἱερέως, στὶς αἰτήσεις τοῦ διάκου,
στὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ εὐαγγελίου, καὶ ἐξαιρέτως στὴν
θεία κοινωνία. Μιὰ εὐχὴ τῆς θείας Μεταλήψεως λέει καὶ γιὰ τὴν
αἱμορροοῦσα· «Ἡ μὲν τοῦ κρασπέδου σου ἁψαμένη εὐχερῶς τὴν ἴασιν
ἔλαβεν, …ἐγὼ δὲ ὁ ἐλεεινὸς (= ἀξιολύπητος) ὅλον σου τὸ σῶμα τολμῶν
δέξασθαι μὴ καταφλεχθείην» (εὐχ. Θ΄). Ἡ γυναίκα αὐτή, λέει, τὴν ἄκρη τοῦ
ἐνδύματός σου ἄγγιξε κι ἀμέσως θεραπεύτηκε, …κ᾽ ἐγὼ ὁ ἄθλιος, ποὺ δὲν
ἀγγίζω τὸ ἔνδυμά σου ἀλλὰ τολμῶ καὶ δέχομαι ὅλο τὸ σῶμα σου, σὲ παίρνω
ὁλόκληρον μέσα μου, μὴν κατακαῶ.
* * *
Νὰ ἐξετάζουμε, ἀδελφοί μου, προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ μετέχουμε μὲ πίστι στὴ λατρεία, ὄχι ἀπὸ συνήθεια. Ἂν ἐρχώμαστε τυπικά, φοβᾶμαι μήπως κάποτε στερηθοῦμε τὴν ἐκκλησία, ὅπως ἔγινε στὴν Ἀλβανία. Νὰ συναισθανώμαστε βαθειὰ τὴν ἀθλιότητά μας καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι νὰ μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ λαμβάνουμε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἑορτάζοντα ἱ. ναὸ Ἁγ. Ταξιαρχῶν Οἰκισμοῦ Δ.Ε.Η. Πτολεμαΐδος τὴν 8-11-1987 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-9-2023.