Γράφει ο Κώστας Παναγόπουλος
Ο Κύριος αγαπάει, όσο δεν ξέρετε.
Καταφέρατε αυτό, που δεν κατάφεραν, παρά μόνον τόσο λίγες.
Είσθε ορθόδοξες μοναχές.
Η λύση είναι τόσο εύκολη. Υπερθετικά ευκολότατη από την αγάπη του Θεού.
Ας κουρέψουμε στ' αλήθεια ορθόδοξες μοναχές τις «εκ μιμάδων» πρωταγωνίστριες του Φόνου στο Καμπαναριό του τηλεοπτικού διαύλου ALPHA.
Τότε, θα δουν, τι πίτσα πεπερόνι, τρώνε οι καλόγριες τις νύχτες και τις μέρες.
Εκτός από τον γνωστό, Άγιο Πορφύριο τον από μίμων, τον οποίον εορτάζουμε στις 4 Νοεμβρίου, άλλοι γνωστοί μάρτυρες από μίμων (Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Με τους Αγίους μας-Συναξαριστής Νοεμβρίου, εκδ. Αποστ. Διακονία,) είναι οι ακόλουθοι: Γελάσιος ο Ηλιοπολίτης (297), Αρδαλίων ο μίμος (298), Φιλήμων ο Αιγύπτιος, Πορφύριος «ο από μίμων» (362 ) και η «εκ μιμάδων» Πελαγία – Μαργαριτώ από την Αντιόχεια του 5ου αι.
Οι ιστορίες στα Συναξάρια, απ' όσα διαβάζουμε εκ μέρους του Γ. Δ. Παπαδημητρόπουλου, είναι όλες τους κοινές:
Χρήση της Τέχνης για την διακωμώδηση και γελοιοποίηση της χριστιανικής πίστεως, ύστερα από εντολή των ειδωλολατρών αρχόντων· θαυμαστή μεταστροφή των «μίμων» και ηρωική ομολογία περί προσχωρήσεώς τους στην πίστη του Χριστού. Έτσι η σκηνή μεταβαλλόταν σε βήμα χριστιανικής μαρτυρίας και χώρο μαρτυρίου.
Άξιες!
Καταφέρατε αυτό, που δεν κατάφεραν, παρά μόνον τόσο λίγοι.
Ο Κύριος αγαπάει, όσο δεν ξέρετε.
Ο Κύριος αγαπάει, όσο δεν ξέρετε.
Καταφέρατε αυτό, που δεν κατάφεραν, παρά μόνον τόσο λίγες.
Είσθε ορθόδοξες μοναχές.
Η λύση είναι τόσο εύκολη. Υπερθετικά ευκολότατη από την αγάπη του Θεού.
Ας κουρέψουμε στ' αλήθεια ορθόδοξες μοναχές τις «εκ μιμάδων» πρωταγωνίστριες του Φόνου στο Καμπαναριό του τηλεοπτικού διαύλου ALPHA.
Τότε, θα δουν, τι πίτσα πεπερόνι, τρώνε οι καλόγριες τις νύχτες και τις μέρες.
Εκτός από τον γνωστό, Άγιο Πορφύριο τον από μίμων, τον οποίον εορτάζουμε στις 4 Νοεμβρίου, άλλοι γνωστοί μάρτυρες από μίμων (Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Με τους Αγίους μας-Συναξαριστής Νοεμβρίου, εκδ. Αποστ. Διακονία,) είναι οι ακόλουθοι: Γελάσιος ο Ηλιοπολίτης (297), Αρδαλίων ο μίμος (298), Φιλήμων ο Αιγύπτιος, Πορφύριος «ο από μίμων» (362 ) και η «εκ μιμάδων» Πελαγία – Μαργαριτώ από την Αντιόχεια του 5ου αι.
Οι ιστορίες στα Συναξάρια, απ' όσα διαβάζουμε εκ μέρους του Γ. Δ. Παπαδημητρόπουλου, είναι όλες τους κοινές:
Χρήση της Τέχνης για την διακωμώδηση και γελοιοποίηση της χριστιανικής πίστεως, ύστερα από εντολή των ειδωλολατρών αρχόντων· θαυμαστή μεταστροφή των «μίμων» και ηρωική ομολογία περί προσχωρήσεώς τους στην πίστη του Χριστού. Έτσι η σκηνή μεταβαλλόταν σε βήμα χριστιανικής μαρτυρίας και χώρο μαρτυρίου.
Άξιες!
Καταφέρατε αυτό, που δεν κατάφεραν, παρά μόνον τόσο λίγοι.
Ο Κύριος αγαπάει, όσο δεν ξέρετε.
ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΡΩΣΙΑ!!
https://proskynitis.blogspot.com/2013/02/blog-post_3295.html
Φαίνεται πώς είχαν σχεδιάσει από καιρό να κάνουν αντιπερισπασμό στη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αναρτημένα πλακάτ σ' όλα τα κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης:
Όρθρος της Κομσομόλ!
Ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα!
Ελάτε να δείτε τη νέα κωμωδία του Αντώνη Ίζιουμωφ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στον κεντρικό ρόλο o ηθοποιός του θεάτρου Μόσχας Αλέξανδρος Ροστόβτσεφ.
Χείμαρρος ευφυολογίας! Τρελό γέλιο!
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η δημοτική μπάντα πέρασε απ’ όλους τους δρόμους της πόλης, καλώντας το λαό στην παράσταση. Μπροστά από τους οργανοπαίχτες πήγαινε ένας σωματώδης νεαρός με Ιερατική αμφίεση και καλυμμαύχι. Κρατούσε ένα πλακάτ σαν λάβαρο, οπού ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός με φράκο και ψηλό καπέλο! Στα πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι με αναμμένες δάδες. Όλη η πόλη είχε σηκωθεί στο
πόδι. Πλήθος άρχισε να καταφθάνει στο θέατρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο του έγραφε με κόκκινα φωτεινά γράμματα: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στη μεγάλη αίθουσα τα μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ομιλία από το σταθμό της Μόσχας με θέμα: «Ό αισχρός ρόλος του χριστιανισμού στην Ιστορία των λαών». Όταν σταμάτησαν τα μεγάφωνα, η χορωδία των κομσομόλων, με συνοδεία ακορντεόν, άρχισε να τραγουδάει:
Με την προσευχή δε βλέπω προκοπή.
Σβησμένο είναι το χέρι μου.
Δε θέλω, όχι, τον προφήτη Ηλία!
Δώστε μου το φως του Ηλία*!...
Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς, βρισιές και χαχανητά. Έβαλαν τα χέρια στους γοφούς, έτριξαν τα δόντια, βρυχήθηκαν:
— Κι άλλο, παιδιά! Πιο άγρια! Βαράτε!...
... Τρεις γριές ψωμολυσσιάρες
Δυο σαρακιασμένοι γέροι
Άδειο, άδειο το εκκλησάκι
Δεν μαζεύει πια πεντάρα!...
— Πιο δυνατά! Δώστε του! Πιο ζωντανά!
...Αχ, αυγουλάκι μου δεν έχεις τσουγκριστεί
Με πόσες θεϊκές κουταμάρες έχουμε ποτιστεί!...
— Πιό-δυ-να-τά! Καί-πιό-σκλη-ρά!
Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Από τη μικρή εκκλησούλα, πού ήταν κοντά στο θέατρο, βγήκαν οι πιστοί για την τελετή της Αναστάσεως. Σκοτάδι. Οι άνθρωποι δεν ξεχωρίζουν — μονάχα οι φλογίτσες των κεριών, πού τρεμόπαιζαν και προχωρούσαν αργά-αργά.
«Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς...»
Σαν είδαν τη λιτανεία οι κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στα γιουχαίσματα και τα σφυρίγματα. Το 'στησαν πάλι στο τραγούδι:
Έ, συ, μηλαράκι μου, κυλίσου
Ό δρόμος είναι γλιστερός
Παράσυρε όλους τους αγίους
Πάσχα των κομσομόλων.
Οι φλόγες των κεριών ήταν τώρα ακίνητες μπροστά στην είσοδο του ναΐσκου. Από κει ήρθε η απόκριση στο τραγούδι των κομσομόλων:
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας καί τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»!
Ή μεγάλη αίθουσα του θεάτρου ήταν γεμάτη κόσμο. Ή παράσταση άρχισε... Πράξη πρώτη: Πάνω στη σκηνή είχαν αναπαραστήσει το ιερό ενός ναού. Στην υποτιθέμενη αγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια με κρασί και μεζέδες. Ολόγυρα, σε ψηλά καθίσματα — αυτά πού έχουν στα μπαρ — ήταν καθισμένοι οι ηθοποιοί, ντυμένοι με Ιερατικά άμφια. Τσούγκριζαν και έπιναν με άγια ποτήρια. Κάποιος άλλος, με διακονικό στιχάρι, έπαιζε φυσαρμόνικα. Στο πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικές τάχα καλόγριες κι έπαιζαν χαρτιά. Οι θεατές έσκαγαν στα γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε. Την ώρα πού τον έβγαζαν από την αίθουσα, βρυχιόταν σαν θηρίο, γελώντας αγρία και κουνώντας το κεφάλι, μα έχοντας το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, οι παράξενοι μορφασμοί του χλωμού προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο...
Στο διάλειμμα οι υπεύθυνοι της παραστάσεως έλεγαν:
— Όσα είδατε είναι μόνο τα λουλούδια, καρποί θα 'ρθουν σε λίγο! Περιμένετε... Στη δεύτερη πράξη θα βγει ο Ροστόβτσεφ, και τότε πραγματικά θα τρελαθείτε!...
Πράξη δεύτερη: Ό διάσημος ηθοποιός παρουσιάστηκε στη σκηνή κάτω από θύελλα ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Φορούσε μακρύ, λευκό χιτώνα και στα χέρια του κρατούσε χρυσό Ευαγγέλιο. Παρίστανε το Χριστό. Σύμφωνα με το έργο, έπρεπε να διαβάσει δυο στίχους — μονό δυο στίχους — από τους Μακαρισμούς. Πλησίασε αργά, με ιεροπρέπεια, σ' ένα αναλόγιο και ακούμπησε το Ευαγγέλιο. Με τη βαθιά, κυματιστή φωνή του αναφώνησε:
- Πρόσχωμεν!
Στην αίθουσα ξαφνικά βασίλεψε απόλυτη σιωπή. Ό Ροστόβστεφ άνοιξε το Ιερό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει:
— Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών… Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται...
Στο σημείο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Εδώ ακριβώς θα απάγγελλε έναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, πού θα τελείωνε με τη φράση: "Φέρτε μου το φράκο και το καπέλο!"
Δεν έγινε όμως αυτό!
Ό ηθοποιός απροσδόκητα σωπαίνει. Και η σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, πού από τα παρασκήνια αρχίζουν ν' ανησυχούν. Του υπαγορεύουν τα λόγια πού έπρεπε να πει, του κάνουν απεγνωσμένα νοήματα... αυτός όμως στέκεται σαν μαρμαρωμένος. Δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Τέλος, σε μια στιγμή, συνταράζεται ολόκληρος. Με τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει το ανοιχτό Ευαγγέλιο. Τα χέρια του τραβάνε σπασμωδικά το χιτώνα. Το πρόσωπο του αλλοιώνεται. Στυλώνει τα μάτια στο βιβλίο και αρχίζει πρώτα να ψιθυρίζει κι έπειτα να διαβάζει όλο και πιο δυνατά:
— Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται...
Είναι απίστευτο: Στο θέατρο, πού πριν από λίγο το δονούσαν οι βλαστήμιες και οι εμπαιγμοί, επικρατεί τώρα νεκρική σιγή. Και μέσα σ' αυτή τη σιγή κυκλοφορούν, σαν τις πασχαλινές λαμπάδες ολόγυρα στην εκκλησία, τα λόγια του Χρίστου:
— Υμείς έστε το φως του κόσμου... αγαπάτε τους εχθρούς υμών... προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς καΐ διωκόντων υμάς...
Ό Ροστόβτσεφ διάβασε αργά και καθαρά ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, και κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως η ιερόσυλη μεταμόρφωση του ηθοποιού είχε αποκαταστήσει μπροστά στα μάτια τους — όπως, άλλωστε, και στου ίδιου τα μάτια — τη γκρεμισμένη εικόνα του ζωντανού Κυρίου;...
Στα παρασκήνια ακούγονταν δυνατοί ψιθυρισμοί και νευρικοί βηματισμοί. Δεν είναι δυνατόν! Θ’ αστειεύεται ο Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Να, τώρα, οπού να 'ναι, μ’ ένα χτύπημα στα γόνατα, με δυο του λέξεις, θα ξεσηκώσει το κοινό! θα τους κάνει να χτυπιούνται!... Μα στη σκηνή έγινε κάτι ακόμα πιο απροσδόκητο, πού έκανε αργότερα ολόκληρη τη χώρα να το συζητάει:
Ό Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ ευλαβική επίδεκτικότητα πάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού, και είπε:
- Μνήσθητί μου. Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου!...
Κάτι ακόμα πήγε να πει, αλλά τη στιγμή εκείνη κατέβασαν την αυλαία. Μετά από λίγα λεπτά, μια νευρική φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα:
— Λόγω ξαφνικής ασθένειας του συντρόφου Ροστόβτσεφ, η σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!
* Υπονοούν τον Λένιν, του οποίου ο πατέρας λεγόταν Ηλίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ, Βασιλείου Ιωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (Βόλγιν),
"ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ".
(ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1999, Ενάτη έκδοση)