Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Μακαρίου
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που στον χώρο της ζωής της εξωτερικής ιεραποστολής διαδραματίζονται σκηνές που θυμίζουν την εποχή της πρώτης χριστιανικής κοινωνίας και ίσως ακόμα την περίοδο των πρώτων διωγμών. Γι’ αυτό ζώντας κανείς στους τόπους αυτούς δεν έχει παρά να συγκρίνει τα διαδραματιζόμενα και να παίρνει τις σχετικές αποφάσεις και να δίνει λύσεις ανάλογες με τις περιστάσεις και τις συνθήκες της Αφρικής, παρά να σκέφτεται το δικό μας περιβάλλον όπου ο Χριστιανισμός έχει ζωή δύο χιλιάδων χρόνων.
Έτσι πολύ συχνά ο Επίσκοπος πρέπει να περιοδεύει τις απομονωμένες περιοχές και να βρίσκεται σε στενή επικοινωνία με τους πιστούς. Μέσα στο ωραίο περιβάλλον, τις μακρινές αποστάσεις, τις πολύχρωμες φυλές με τα παραδοσιακά τοπικά έθιμά τους, τις ωραίες και απλοϊκές τους συνήθειες και ιδέες, ο Επίσκοπος σταματά για να τελέσει την θεία λειτουργία στον πρόχειρο ναό ενός χωριού που βρίσκεται χωμένο μέσα στο πράσινο. Στο δρόμο του συνάντησε πολλά από τα άγρια ζώα της γης της Αφρικής, απόλαυσε το ωραίο τοπίο που δημιούργησε ο Θεός, γεύθηκε την φιλοξενία των ανθρώπων της περιοχής… Έγινε η θεία λειτουργία και το κήρυγμα, ακούστηκαν χαιρετισμοί και εξετελέσθησαν τραγούδια και χοροί και στο τέλος, όπως συμβαίνει πάντοτε, οι ιερείς θέλησαν να συζητήσουν τα τρέχοντα προβλήματα και να βρουν λύσεις στις απορίες τους. Εκείνη η συνάντηση ήταν διαφορετική από τις άλλες, τις προηγούμενες. Οι Ιερείς είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα και ήθελαν άμεση λύση γιατί τους δημιουργούσε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, αναταραχή και αναστάτωση στην ενορία, ανάμεσα στους ορθόδοξους πιστούς αλλά και γενικότερα στην κοινωνία του μικρού εκείνου προαστείου.
Στην Αφρική σ’ αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές δεν υπάρχουν κέντρα αναψυχής για τους νέους. Οι νέοι άνθρωποι παίζουν τα γνωστά παιχνίδια – ποδόσφαιρο, βόλεϊ-μπώλ με πρωτόγονα μέσα. Ένας νέος λοιπόν των είκοσι ετών – ορθόδοξος – καλός και έξυπνος, δραστήριος στην ενορία αυτή, ένα απόγευμα, όπως κάθε μέρα έπαιζε μ’ ένα παιδικό του φίλο. Με χαμόγελα, με αθώα αστεία και χειρονομίες πιάστηκαν στα χέρια. Στην αρχή έμοιαζε σαν παιχνίδι. Σιγά-σιγά όμως τα πράγματα έγιναν σοβαρά. Άρχισαν τις δυνατές γροθιές και χωρίς να το καταλάβουν οι δύο νεαροί φίλοι βρέθηκαν τώρα να κτυπιούνται και οι άλλοι γύρω να προσπαθούν να τους χωρίσουν. Άναψαν τα αίματα και τώρα κανένας δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Κάποια στιγμή ο ένας ήταν ο νικητής ενώ ο άλλος, ο ηττημένος, είχε πέσει νεκρός στο χώμα. Κανένας δεν το πίστευε. Ούτε ο ίδιος μπορούσε να πιστέψει ότι σκότωσε τον καλύτερό του φίλο. Μαζεύτηκε κόσμος γύρω για να πιστοποιήσουν τα τραγικά γεγονότα Κανένας δεν μιλούσε, μόνο ο αθώος φονιάς φώναζε και ζητούσε έλεος και συγχώρηση. Σε λίγο επεμβαίνουν οι τοπικές αρχές. Ο νεαρός συλλαμβάνεται και οδηγείται σε δίκη και καταδικάζεται σε φυλάκιση δύο χρόνων.
Στη φυλακή του δίνεται ό χρόνος για να πάρει τις σωστές αποφάσεις και να προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει την κοινωνία και τους γύρω του. Όλοι τώρα τον περιφρονούσαν. Δεν τον ήξερε κανένας. Ούτε φίλος ούτε συγγενής. Ζούσε όλο αυτό το διάστημα κάτω από δύσκολες συνθήκες. Τι θα μπορούσε να κάνει όταν θα έβγαινε από την φυλακή; ‘Η κοινωνία τον είχε ήδη αποκηρύξει. Ήταν ένας φονιάς. Αφαίρεσε την ζωή κάποιου συνανθρώπου του. Φοβερό το έγκλημα, να όμως που ο νέος αυτός αισθανόταν το λάθος του και είχε μετανοιώσει για την αδικία αυτή που έκανε εις βάρος μιας ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην ιστορία της Εκκλησίας μας από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής της έχουμε περιπτώσεις μεγάλων εγκληματιών, άσωτων, πόρνων, ληστών, που στο τέλος αναδείχθηκαν μεγάλοι άγιοι που φωτίζουν και παραδειγματίζουν όλους μας. Μπορεί σε μια δεδομένη στιγμή να είχαν αμαρτήσει, και ύστερα η χάρη του Θεού τους άγγιζε και δέχονταν όλες τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος με την πράξη της συγγνώμης, της μετάνοιας, του εξαγνισμού. Τέτοιες ιστορίες δεν μπορούσαν να απουσιάσουν από την σύγχρονη – πρόσφατη – ζωή της άνθισης του Χριστιανισμού στην αφρικανική Ήπειρο. Είναι εξ άλλου ένδειξη τρανή ότι ο Θεός ενεργεί, παρίσταται και προετοιμάζει τις καταστάσεις για να αναδείξει τους αγίους Του, τα δικά Του παιδιά μ’ ένα τρόπο ιδιαίτερο, που να μπορεί να διδάξει και να ωφελήσει τους νέους – τους νεοφώτιστους – της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αφρικής.
Τα χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα. Η ποινή του στην φυλακή έληξε. Ελεύθερος πια μπορούσε να σκέφτεται ποια θα είναι η πορεία της ζωής του. Έτσι δοκίμασε να συνδεθεί με τους ανθρώπους που ήταν γύρω του, εκείνους με τους οποίους προηγουμένως είχε φιλίες και αναστροφές. Ήταν όμως απογοητευτικά τα αποτελέσματα. Τώρα σκεφτόταν τι να κάνει, πως να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Σαν ορθόδοξος χριστιανός έπρεπε να πλησιάσει τους ιερείς της περιοχής του, της φυλής του, που τον γνώριζαν, τον βάφτισαν. Ίσως να του έδειχναν τον σωστό δρόμο, να του έδιναν έλπίδα. Ομως οι ιερείς, γνωρίζοντας την αντίδραση του κόσμου, ήταν σκεφτικοί και δεν ήθελαν να πάρουν όποιαδήποτε άπόφαση. Τον συμβούλευσαν να μην εμφανισθεί στην εκκλησία και να περιμένει.
Κάποτε ο Επίσκοπος, εκτελώντας την συνηθισμένη του περιοδεία, τους επισκέφθηκε. Μετά την θεία λειτουργία οι ιερείς ζήτησαν να τον δουν ιδιαιτέρως για ένα πολύ σοβαρό θέμα. Του είπαν για την περίπτωση του νέου αυτού. Ο Επίσκοπος άκουσε με προσοχή τα λεγόμενό τους και στο τέλος τους τόνισε την σπουδαιότατα του μυστηρίου της θείας εξομολογήσεως. Μπροστά στα μάτια του Θεού όλοι μας θα κριθούμε σύμφωνα με τις πράξεις μας. Όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό ο φονιάς αυτός, αν είναι έτοιμος για μετάνοια, ποιος ξέρει, μπορεί να κληρονομήσει την βασιλεία του Θεού. Ο Επίσκοπος λοιπόν αυτά περίπου είπε στους ιερείς και σηκώθηκε να φύγει. Η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Είχε νυχτώσει προ πολλού. Έπρεπε να επιστρέφει εκείνο το βράδυ πίσω στην Ναϊρόμπι, είχε τα καθήκοντά του στο Σεμινάριο, δεν ήθελε να μείνουν έστω για λίγες ώρες μόνοι τους οι ιεροσπουδαστές. Προχώρησε αργά και φίλησε ένα-ένα τους ιερείς. Την ώρα εκείνη κάποιος ήλθε και έφερε κάποιο μήνυμα στον Επίσκοπο παρακαλώντας τον να μην φύγει αμέσως. Ο Επίσκοπος τότε θέλησε να επισκεφθεί τον τόπο που του υπέδειξαν, κάπου μακριά, μέσα σε δασώδη περιοχή.
Όταν έφθασε εκεί ο Επίσκοπος του ανακοίνωσαν ότι ο φονιάς ήθελε να του μιλήσει. Αυτός δέχτηκε αμέσως. Μέσα στην καλύβη που τη φώτιζε το λιγοστό φως ενός κεριού κάθισε μαζί με τον φονιά. Ήθελε να του τα εξομολογηθεί όλα: από την ώρα που έκανε το έγκλημα ως εκείνη την στιγμή της ζωής του. Ήταν συντετριμμένος, αλλά είχε μέσα του ήδη δεχθεί το κάλεσμα του Θεού μέσω του Επισκόπου για εξομολόγηση. Τον άκουσε με προσοχή ο Επίσκοπος. ’Εκείνος με δάκρυα στα μάτια, με συντριβή της καρδιάς του ικέτευε τον Επίσκοπο:- «έκανα λάθος, αγαπώ όμως το Θεό και ζητώ συγγνώμη για την άδικη αυτή πράξη. Βοηθήστε με να βρω τον εαυτό μου και να ζήσω κοντά στο Θεό και την Εκκλησία μας». Ο Επίσκοπος διαπίστωσε την ειλικρίνειά του. Συνέχισε να τον συμβουλεύει. Του έδωσε πνευματικές οδηγίες και τον ευλόγησε. Του είπε να συνεχίσει τον αγώνα του, χωρίς όμως να κοινωνεί του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Πρώτα χρειάζεται μια περίοδος δοκιμασίας και μετά ο Θεός θα δείξει σε όλους μας τι πρέπει να γίνει. Ήδη η ώρα πέρασε και ο Επίσκοπος έπρεπε να ταξιδέψει. Έφυγε με ανάμεικτα αισθήματα αλλά μέσα του ήταν βέβαιος ότι ο νέος ήταν ειλικρινής και εξέφρασε τα πραγματικά του αισθήματα και την βαθιά του μεταμέλεια για την εγκληματική εκείνη πράξη εις βάρος ενός συνανθρώπου του.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Εν τω μεταξύ ο νέος έγραφε στον Επίσκοπο συχνά και τον ενημέρωνε για την πορεία του. Ήταν δύσκολες ακόμα οι συνθήκες, μια και μπροστά στα μάτια του κόσμου ήταν ένας εγκληματίας. Ζούσε απομονωμένος με τη μεγάλη ελπίδα ότι θα μπορέσει ξανά να ζήσει σαν άνθρωπος αποδεκτός από όλους. Στην απομόνωσή του αυτή βρήκε την ευκαιρία να εργάζεται στο χωράφι του και να μελετά καθημερινά την Αγία Γραφή. Η ωφέλεια που αποκόμισε ήταν μεγάλη. Χαρακτηριστικά, σε μια από τις επιστολές του προς τον Επίσκοπο, έγραψε ανάμεσα στ’ άλλα και τα εξής: «…Αισθάνομαι την ανάγκη ακόμα να επικοινωνώ μαζί σας γιατί μου χαρίσατε με το μυστήριο της θείας εξομολογήσεως την μεγαλύτερη χαρά στη ζωή μου. Ήμουν χαμένος νόμιζα ότι ήταν το τέλος της ζωής μου δεν έβλεπα καμιά ελπίδα. Και όπως ζούσα περιφρονημένος από όλους – ακόμα μπορώ να πω ξεχασμένος – ξαφνικά ο Θεός έστειλε εσάς να με βρείτε και να με αγγίξετε με τις αγίες προσευχές σας, τόσο που νόμιζα ότι ήμουν νεκρός και αναστήθηκα. Όπως σας είπα, πατέρα δεν γνώρισα. Ήμουν ορφανός από μικρός. Μου έλειπε πολύ η πατρική στοργή στη ζωή μου. Ήλθατε και από την πρώτη στιγμή δείξατε τα φιλεύσπλαχνα αισθήματά σας και την στοργική αγάπη σας σ’ ένα κατατρεγμένο. Δεν με γνωρίζατε προηγουμένως, ούτε είχατε καν ακούσει για την περιπέτειά μου. Όμως δεν κουραστήκατε.
….Γνωρίζω ότι έχετε πολλές ασχολίες λόγω της θέσης σας εδώ στην Κένυα, περισσότερο διοικητικές, με το Σεμινάριο και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πάντα όμως σας βλέπω να έχετε μια φρεσκάδα και συνεχώς να χαμογελάτε παρ’ όλο που ταξιδεύετε τεράστιες αποστάσεις για να φθάσετε στα μέρη τα δικά μας. Έχετε τον χρόνο να ακούτε όλους και να δίνετε τις σωστές απαντήσεις. Στην περίπτωση την δική μου κάνατε πολλά. Ίσως σας κουράζω που σας γράφω συχνά. Για μένα είσθε η ελπίδα της ζωής μου. Μου δείξατε αγάπη τόση όση κανένας από τους ανθρώπους της φυλής μου, τους φίλους και τους συγγενείς μου. Αισθάνομαι να σας έχω σαν τον αληθινό μου πατέρα που δεν γνώρισα. Παρακαλώ να συνεχίσετε να με συμβουλεύετε και να μου συμπαρίστασθε. Μη με εγκαταλείψετε. Θέλω να γνωρίζω ότι κάποιος είναι συνέχεια δίπλα μου…»
Έτσι ο Επίσκοπος στην επόμενη επίσκεψή του συνάντησε ξανά τον νέο. Κάθισαν μαζί και κουβέντιασαν για ώρες. Στο τέλος ο Επίσκοπος του ανακοινώνει άτι μπορεί να κοινωνήσει. Έτσι την επομένη στην ενορία του χωριού του ο Επίσκοπος τέλεσε την θεία λειτουργία. Στο «μετά φόβου Θεού» με την ουσιαστική έννοια, μόλις βγήκε ο Επίσκοπος στην ωραία Πύλη έρχεται ανάμεσα στους πιστούς και ο νέος αυτός. Η πράξη αυτή ήταν πια ένα μήνυμα προς όλους τους ενορίτες: Αυτή είναι η Εκκλησία μας. Όταν κανείς μετανοεί με ειλικρίνεια όσο σοβαρό Κι αν είναι το παράπτωμά του συγχωρείται και γίνεται δεκτός με πλήρη δικαιώματα «Είναι ο αναβαπτισμένος μέσα από τα μυστήρια της ιεράς εξομολογήσεως και της θείας ευχαριστίας. Μέλος ζωντανό του Σώματος της ’Εκκλησίας. Εκείνος που δοκίμασε την αμαρτία και τώρα την χάρη του Θεού γίνεται μέτοχος της Βασιλείας Του. Κανείς δεν αμφιβάλλει για το φάρμακο αθανασίας που γεύθηκε ο νέος αυτός με την απόφασή του να ζητήσει συγγνώμη. Με τη στολή τώρα του νέου ανθρώπου πορεύεται και γεύεται τους καρπούς της μετάνοιας. Κανείς δεν πρέπει να καταδικάζει και να αφορίζει τους αμαρτάνοντες. Έχει ο Θεός το σχέδιό Του για τον καθένα». Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισε ο Επίσκοπος στην ομιλία του.
Όλοι οι ιερείς, οι πιστοί, και ιδιαίτερα οι νέοι της ηλικίας του, που ήσαν παρόντες την ώρα εκείνη και είδαν τον νέο να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων έκαναν τον σταυρό τους. Δεν ήξεραν τι να πουν. Έβλεπαν πράγματι κάτι υπερφυσικό, υπεράνθρωπο. Στην δική τους παράδοση ήταν αδύνατο να γίνει δεκτός κάποιος που ήταν εγκληματίας. Πόση είναι η διαφορά ανάμεσα στην παλαιό, την ειδωλολατρική τους παράδοση και εκείνη της Εκκλησίας! Έτσι η πράξη αυτή της Εκκλησίας μας έδωσε μηνύματα αισιοδοξίας στους ορθόδοξους κατοίκους της περιοχής.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, στο τέλος της λειτουργίας ο Επίσκοπος μίλησε. Και η ομιλία του αυτή δεν ήταν η συνηθισμένη. Ήταν μια δημόσια εξομολόγηση. Ήταν το άνοιγμα της καρδιάς του προς όλους. Μίλησε από την αρχή, από την ώρα που εμφανίστηκε πάνω στην γη ο Θεάνθρωπος και Σωτήρας Χριστός. Έδωσε πολλά παραδείγματα ανθρώπων, αγίων της Εκκλησίας μας και στάθηκε ιδιαίτερα στη ζωή του άγιου Μωυσή του Αιθίοπα, για να τονίσει ιδιαίτερα την αξία της μετάνοιας και πόσο η Εκκλησία μας δέχεται τους αμαρτωλούς που με ειλικρίνεια και συντριβή καρδιάς μετανοούν και ομολογούν τα λάθη τους. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα κινήθηκε και η πράξη της Εκκλησίας μας εν σχέσει με τον μετανοήσαντα νέο της ενορίας εκείνης. Ήταν μια χαρμόσυνη μέρα. Έγινε δεκτός ξανά στους κόλπους της Εκκλησίας μας ένας νέος που δεν γνωρίζουμε τι τον προορίζει ο Θεός να γίνει.
Ο Επίσκοπος στις συνεχείς επισκέψεις του στην περιοχή εκείνη έβλεπε τον νέο. Ήθελε την επαφή αυτή για να μπορεί να στηρίζεται πνευματικά, να έχει την βεβαιότητα ότι πια βρίσκεται στον σωστό δρόμο, στα χέρια της Εκκλησίας.
Πέρασαν αρκετοί μήνες και ο Επίσκοπος επισκεπτόταν τις περιοχές εκείνες για ψυχική ωφέλεια των πιστών. Σε μια από τις ενορίες συνάντησε τον νέο αυτό να.. διδάσκει τον λόγο του Θεού στα παιδιά! Ο ζήλος του και ο ενθουσιασμός του να γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι την αλήθεια τον οδήγησε σ’ αυτή την ιερή αποστολή. Ευλογημένη η πορεία που διάλεξε. Τώρα ο Θεός τον έκανε δικό Του, του έχει αποκαλύψει το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης, θα τον προστατεύει και αυτός θα είναι συνεχώς αφοσιωμένος κοντά Του…
Ο ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ ΜΑΚΑΡΙΟΣ
Θεολόγος, Διδάκτωρ Θεολογίας
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΥ ΑΠΟ fb