Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΟΛΑΡΟΥ

'Ο Γέροντας Παῒσιος 'Ολάρου.

   Τί ἔγραψε ὁ π. Κλεόπας γιά τόν Γέροντά του π. Παῒσιο

             Γνωρίζω τόν π. Παῒσιο ἀπό τό 1924, ὅταν ἔβοσκα τά πρόβατα μέ τ' ἀδέλφια μου κοντά στήν Σκήτη Κοζάντσεα Μποτοσάνι. 'Ο Θεός νά τόν ἀναπαύση στόν παράδεισο. Αὐτός ἦτο πνευματικός μας σύμβουλος καί διδάσκαλος σ'ὅλη τήν οἰκογένειά μας.

            ῏Ηλθε στό μοναστήρι τό 1921, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τό μέτωπο τῆς Οὐγγαρίας. ῞Οταν ἦτο στόν πόλεμο, παρεκάλεσε τόν Θεό ὡς ἑξῆς: «Κύριε, ἄν μέ γλυτώσης ἀπ' αὐτόν τόν πόλεμο, θά γίνω μοναχός» Καί ὁ Θεός τόν ἔσωσε. 'Επῆγε κατ'ἀρχάς στήν σκήτη Κοζάντσεα. 'Υπηρέτησε τρία χρόνια στό μαγειρεῖο. ῏Ητο πολύ ταπεινός, σιωπηλός καί ὑπάκουος. Μετά γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς ἐκκλησιάρχης στήν ἐκκλησία. 'Ως Πνευματικό του εἶχε ἕνα ἔμπειρο καί πρᾶο ἱερομόναχο, τόν π. Καλλίνικο Σούτσου, ὁ ὁποῖος τόν εἰσήγαγε στήν μοναχική ἄσκησι.

            Στήν Κοζάντσεα ὁ π. Παῒσιος εἶχε ἕνα κελλί μικρῶν διαστάσεων. Οἱ ἄλλοι μοναχοί τόν ἀγαποῦσαν πολύ, διότι ἐφρόντιζε τούς ἀσθενεῖς καί ἡλικιωμένους μέ πολλή ἀγάπη. Τούς ἐπεσκέπτετο στά κελλιά, τούς ἐπήγαινε τήν Θεία Κοινωνία, τό φαγητό, καί στεκόταν κοντά τους στήν ὥρα τοῦ θανάτου τους. Κατόπιν τούς συνώδευε μέχρι τό Κοιμητήρι καί τούς ἐδιάβαζε «Τρισάγιο» θυμιάζοντάς τους, ἐπί 40 ἡμέρες, μετά τόν θάνατό τους, κατά τήν τάξι.

            Στήν Κοζάντσεα ζοῦσε τότε ἕνας ἱερομόναχος, ὀνόματι Γαβριήλ 'Απέτρι. ῏Ητο καλός Πνευματικός καί ἐδιάβαζε ἐξορκισμούς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου σέ πολλούς δαιμονόπληκτους ἀδελφούς. Μιά ἡμέρα ἦλθε στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ Παῒσιε, δός μου ἕνα κελλί, διότι οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται, εἶναι πολλοί καί δέν ἔχουν ποῦ νά κοιμηθοῦν τά βράδυα». 'Αφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ὁ π. Παῒσιος, μετά ἀπό λίγο διάστημα τοῦ εἶπε πάλι: «Πάτερ Παῒσιε, δός μου κι ἄλλο κελλί γιατί δέν μοῦ φτάνει τό ἕνα» Καί ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε καί δεύτερο. 'Αργότερα πάλι τοῦ εἶπε: «Δός μου ἀκόμη ἄλλο ἕνα κι ἐσύ νά κοιμᾶσαι στήν ἀποθηκούλα». Μετά ἀπό λίγο διάστημα τοῦ εἶπε πάλι: «Πάτερ Παῒσιε, ξέρεις κάτι; Δός μου καί τήν ἀποθηκούλα καί ἡ ὁσιότης σου, κἄπου θά βρῆς νά μείνης, διότι, ὅπως βλέπης, ἔχω πολύ κόσμο γιά ἀνάγνωσι ἐξορκισμῶν καί δέν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ποῦ νά ξαπλώσουν ὀλίγο!» 'Ο π. Παῒσιος, ἐπειδή ἦτο πολύ ἐλεήμων καί φιλήσυχος, τοῦ ἔδωσε ὅλα τά κελλιά κι αὐτός ἐξάπλωνε σέ μιά ἀποθήκη ξυλείας μόνο καί μόνο γιά νά ἀναπαύση τούς ἀδελφούς του. Μετά ἀπό ὀλίγο χρόνο ὁ π. Γαβριήλ ἠσθένησε καί τόν περιποιήθηκε μέχρι τόν θανάτου του ὁ π. Παῒσιος, ὁ ὁποῖος ἦτο πράγματι κανών πραότητος καί στῦλος τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο.

            Τό 1935 ζοῦσε στήν Σκήτη ἕνας μοναχός, ὀνόματι 'Ιλαρίων Βολοβάν, ὁ ὁποῖος   μετέφερε ἐκκλησιαστικά βιβλία μέ τήν καρότσα στά χωριά καί τά ἔδινε στίς ἐκκλησίες. 'Αργότερα κι αὐτός ἀρώστησε καί μέχρι τόν θάνατό του τόν ἐφρόντισε ὁ π. Παῒσιος. Τοῦ ἔλεγε ὁ ἑτοιμοθάνατος: «Πάτερ Παῒσιε, ἡ ὁσιότης σου εἶσαι γιά μένα πατέρας καί μητέρα!»

            Μέ τήν συμβουλή τοῦ π. Παϊσίου δέχθηκα νά γίνω στάρετς στό μοναστήρι Συχαστρία. Καί ἰδού πῶς ἔγινε: ῏Ητο τό καλοκαίρι τοῦ 1942. Τό μοναστήρι μας εἶχε καῆ μετά ἀπό ἐμπρησμό τοῦ 1940. ῞Ενα μεγάλο μέρος τῶν Πατέρων ἐπῆγαν στό μοναστήρι Νεάμτς, διότι ἐδῶ δέν ἐπαρκοῦσαν τά κελλιά, ἐνῶ ὁ ἡγούμενός μας π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ ἦτο γέρος καί ἀσθενής στό κρεββάτι καί δέν ἠμποροῦσε νά διευθύνη τό μοναστήρι.

            Τότε οἱ πατέρες τῆς Γεροντίας τοῦ μοναστηριοῦ Νεάμτς ἐπῆραν ἀπόφασι νά ἐκλέξουν ἡγούμενο γιά τήν Συχαστρία, ἡ ὁποία τότε ἦτο ἀκόμη ἐξαρτώμενη ἀπό τό Νεάμτς. 'Ο Γέροντας π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ, τούς εἶπε: «Νά βάλετε ἡγούμενο στήν θέσι μου τόν π. Κλεόπα πού εἶναι τσοπάνης στά πρόβατα, διότι εἶναι καλός νέος καί ὑπάκουος!» Αὐτοί ὅμως δέν μοῦ εἶπαν τίποτε. Κάποια ἡμέρα, ὅταν ἐγώ ἐκούρευα τά πρόβατα στό βουνό Τατσιοῦνε, εἶδα ὅτι ἤρχοντο πρός ἐμένα ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Γεροντίας μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πνευματικό π. Κασσιανό Κοζιόκ καί τόν π. Καλίστρατο Βόμπου. ῞Ενας ἀπό τούς πατέρες μοῦ εἶπε: Πάτερ Κλεόπα, ἦλθε ὁ καιρός, ὅπως καί συνέβη καί μέ τόν Δαβίδ, ν' ἀφήσης τά ἄλογα πρόβατα καί νά ποιμάνης τά λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ! 'Ιδού τό μοναστήρι εἶναι πυρπολημένο, ὁ Γέροντας εἶναι τυφλός καί ἀσθενής, οἱ μοναχοί διασκορπισμένοι.῎Ελα καί βοήθησε στήν ἀνασυγκρότησι τοῦ μοναστηριοῦ. Σέ θέλουμε ὅλοι, σέ καλοῦμε καί ὁ Γέροντας π. 'Ιωαννίκιος, ὁ ὁποῖος ὅλους μᾶς ἀνέθρεψε πνευματικά, διότι αὐτός πλέον δέν ἠμπορεῖ».

            'Εγώ βλέποντας ὅτι δέν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀπό πουθενά νά γλυτώσω, τούς εἶπα: «Σᾶς παρακαλῶ πατέρες μου, ἀφῆστε με νά προσευχηθῶ πρῶτα στόν Θεό καί νά σκεφθῶ ἐπί ἕνα μῆνα, διότι εἶμαι νέος καί δέν ξέρω τί νά κάνω». Οἱ πατέρες μ ἄφησαν ἕνα μῆνα νά σκεφθῶ καλλίτερα. 'Εγώ ἔγραψα ἀμέσως γράμμα στόν π. Παῒσιο, πού τότε ζοῦσε στήν Κοζάντσεα καί ἦτο ἀπό τά μικρά μου χρόνια πνευματικός μου σύμβουλος καί ὁδηγός.

            Μετά ἀπό δέκα ἡμέρες, μοῦ ἔστειλε γράμμα ὁ π. Παῒσιος καί μοῦ ἔγραψε τά ἑξῆς λόγια, τά ὁποῖα ἐνθυμοῦμαι πάντοτε: «'Αγαπητέ μου πάτερ Κλεόπα, ἄκουσε τήν συμβουλή μου ἀπό μένα τόν ἁμαρτωλό: Νά μείνης μέ τήν σκέψι ὅτι τίποτε δέν ἠμπορεῖς νά δώσης, ἐπειδή δέν ἔχεις. Μή χαίρεσαι διότι σ' ἐκάλεσαν νά γίνης ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί μή λυπηθῆς, ὅταν σέ βγάλουν ἀπό τήν ἡγουμενία!»

            Τότε ἐγώ, ἀφήνοντας τά πρόβατα, ἐπῆρα τόν μανδύα μου, κατέβηκα στό μοναστήρι καί ἐνθρονίσθηκα ἡγούμενος.

            Τό καλοκαίρι τοῦ 1947 ὁ π. Παῒσιος χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερεύς. Μετά διωρίσθηκε ἡγούμενος στήν Κοζάντσεα μόνο γιά ἕξι μῆνες. 'Επειδή ἐκεῖ δημιουργήθηκαν μερικές ἀνωμαλίες καί ἀσυννενοησίες, ζήτησε νά τόν δεχθοῦμε στό μοναστήρι Συχαστρία. Τότε ἐγώ ἐπῆγα στό 'Ιάσιο μέ τήν αἴτησί του, στόν τότε ἐπίσκοπο Βαλέριο Μογκλάν. Μοῦ ἐνέκρινε τήν αἴτησί του, διότι συχνά ἐρχόταν κι ἔμενε στήν Συχαστρία. Μετά ἦλθε καί ὁ π. Παῒσιος. Τοῦ ἔδωσα κελλί κοντά στήν ἐκκλησία καί τόν ἐγκατέστησα Πνευματικό ὅλης τῆς 'Αδελφότητός μας. 'Εξωμολογοῦσε ἡμέρα καί νύκτα μοναχούς καί λαϊκούς. 'Ο κόσμος τόν ἀποκαλοῦσε: «'Ο 'Ερημίτης» «Πᾶμε στόν 'Ερημίτη ἀπό τήν Συχαστρία». Δέν εἶχε χρόνο, οὔτε γιά τό φαγητό του.

            Στίς 30 Αὐγούστου 1949, ἐγώ μετέβην μέ ἐντολή τοῦ πατριάρχου 'Ιουστινιανοῦ στό μοναστήρι Σλάτινα μέ 30 μοναχούς. Μαζί μου ἐπῆρα καί τόν π. Παῒσιο. ῎Εμεινε ἐκεῖ περίπου 4 χρόνια. 'Ησχολεῖτο μόνο μέ τήν ἐξομολόγησι. Τοῦ ἔδωσα καί δύο κελλιά δίπλα στό παρεκκλησάκι τοῦ μητροπολίτου Βενιαμίν Κωστάκε. Γιά μερικούς μῆνες ἐπῆγε καί στήν Σκήτη Ραρέου, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν μονή Σλάτινα.

            Αὐτή ἦτο ἡ ἄσκησις τοῦ π. Παϊσίου. ῎Ετρωγε καί κοπίαζε μυστικά. Κανείς δέν ἐγνώριζε πόσο καί πῶς προσηύχετο, πόσο καί πῶς ἐνήστευε, πῶς ἐργαζόταν καί τί μυστήρια ζοῦσε. ῏Ητο πολύ πρᾶος, ταπεινός καί ἀξιαγάπητος. ῎Εκλαιγε μέ τούς κλαίοντες καί χαιρόταν μέ τούς χαρούμενους. Δέν ζητοῦσε ποτέ καινούργια ροῦχα καί χρήματα. 'Απέφευγε τήν τιμή καί δόξα τοῦ κόσμου, τήν πολυλογία, τήν κατάκρισι, τήν κακολογία καί τήν γνωριμία μέ μεγάλους ἀνθρώπους.

            'Ο π. Παῒσιος ἦτο γιά ἐμένα καί ὅλα τ' ἀδέλφια μου μιά πνευματική λαμπάδα, ὅταν ἦτο στήν Κοζάντσεα. Χωρίς αὐτόν, κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν θά ἐπηγαίναμε νά μονάσουμε. 'Αφ' ὅτου ἦλθα στήν Συχαστρία καί ὅσο καιρό εἴμασταν μαζί στήν Σλάτινα ἦτο γιά μένα ὁ Πνευματικός μου πατέρας. 'Εγώ ἐξωμολογούμουν σ'αὐτόν καί αὐτός σέ μένα καί ὅ,τι εἶχα μυστικό, τό ἀνέφερα σ' αὐτόν καί ἤμουν πολύ εὐχαριστημένος διότι μᾶς τόν ἔφερε ἡ Κυρία Θεοτόκος στήν Συχαστρία.

            Τό 1951 ὁ πατριάρχης 'Ιουστινιανός ἀπεφάσισε νά μέ στείλει στό μοναστήρι Νεάμτς μέ 100 μοναχούς, 70 ἀπό τήν Σλάτινα καί 30 ἀπό τήν Συχαστρία γιά νά ἀναγεννηθῆ καί ἐκεῖ ἡ μοναχική ζωή, μετά τήν λαίλαπα τοῦ κομμουνισμοῦ καί τήν ἐκδίωξι ἑκατοντάδων μοναχῶν καί μοναζουσῶν ἀπό τά μοναστήρια τους. Τότε ἐγώ ταράχθηκα ἀπ' αὐτή τήν ἀπόφασι καί δέν ἤξερα τί νά κάνω. Τότε μοῦ ἦλθε στήν σκέψι ἡ συμβουλή τοῦ π. Βικεντίου Μαλάου, Πνευματικοῦ τῆς μονῆς 'Αγαπία, τόν ὁποῖον εἶχα Πνευματικό μου στό διάστημα πού ἤμουν στόν στρατό. Αὐτός μοῦ ἔλεγε: «Καλό μου παιδί, ὅταν θά σοῦ συμβαίνουν  στενοχώριες τήν ζωή σου, νά νηστεύης τρεῖς ἡμέρες καί νά παρακαλῆς μέ δάκρυα τόν Θεό νά σέ φωτίση τί θά κάνης».

            ῎Ετσι κλείσθηκα σ' ἕνα κελλί στό ἡγουμενεῖο καί δέν ἤξερε τίποτε κανείς γιά ἐμένα. Μόνο ὁ βοηθός μου, ὁ π. Σεραπίων. ῞Ολοι οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἐπίστευαν ὅτι εἶχα ἀναχωρήσει γιά τό Πατριαρχεῖο. 'Ενήστευσα ἑπτά ἡμέρες μέχρι τήν Κυριακή. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες νηστείας καί προσευχῆς, ἐνῶ ἐκαθόμουν στό σκαμνάκι μου, εἶδα ἕνα οὐράνιο φῶς γύρω ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, πού ἦτο κρεμασμένη στόν τοῖχο. Τότε ἡ Θεοτόκος μοῦ φώναξε ἀπό τήν Εἰκόνα της καί μοῦ εἶπε: «Μή λυπῆσαι γιά τίς ταραχές πού σημειώθηκαν στό μοναστήρι Νεάμτς, θά εἰρηνεύση ἡ κατάστασις! 'Από τώρα μήν εἶσαι πλέον δίβουλος» Δηλαδή νά μή ἔχω δύο σκέψεις. Τότε πράγματι, μέ βασάνιζαν δύο σκέψεις: 'Η μιά νά πάω στό Νεάμτς καί ἡ ἄλλη νά φύγω γιά τήν ἔρημο. Διότι ἤρχοντο μερικοί μοναχοί ἀπό τό Νεάμτς καί μοῦ ἔλεγαν: «῎Ελα, πάτερ Κλεόπα, σ' ἐμᾶς νά μᾶς βοηθήσης γιά νά βελτιώσουμε καί τήν δική μας μοναχική ζωή στό μοναστήρι μας!» 'Ενῶ ἄλλοι μοῦ ἔλεγαν: «Μή πᾶς στό Νεάμτς, διότι ἐκεῖ ὑπάρχουν δυσκολίες καί δέν θά ἠμπορέσης νά βάλης τάξι, ὅπως ἔκανες στήν Σλάτινα»

            Τότε ἐπῆγα ἀμέσως στόν π. Παῒσιο καί, ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκα, καί τοῦ εἶπα τί ἄκουσα καί τί εἶδα ἀπό τήν Εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου τοῦ κελλιοῦ μου, τότε αὐτός μοῦ εἶπε: «῎Ισως νά εἶναι αὐτό θεϊκό σημεῖο. 'Αλλά πρός τό παρόν μή λέγης σέ ἄλλον αὐτή τήν ζωντανή ὀπτασία. Τώρα ἑτοιμάσου γιά νά κοινωνήσης αὔριο καί, ἄν εἶναι ἀπό τόν Θεό νά πᾶτε στό μοναστήρι Νεάμτς, ἡ Θεοτόκος θά σᾶς βοηθήση· ἐάν δέν εἶναι θέλημά Της, θά παραμείνετε στόν τόπο σας»

            Τήν δεύτερη ἡμέρα, ἀφοῦ κοινώνησα, ἐπῆρα εἴδησι ἀπό τό Βουκουρέστι ὅτι ὁ πατριάρχης συμβουλεύθηκε κι ἄλλους ἀνωτέρους Κληρικούς του καί ἀπεφάσισε νά παραμείνουμε ἐκεῖ πού εἴμαστε.

            'Ο π. Παῒσιος ἦτο γιά μένα μιά πνευματική λαμπάδα πού μέ φώτιζε ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία μέχρι τό Φθινόπωρο τοῦ 1990, ὁπότε ἀνεχώρησε γιά τά οὐράνια σκηνώματα τοῦ Θεοῦ. Θά ἐνθυμοῦμαι πάντοτε τά λόγια πού μοῦ ἔλεγε συχνά: «῞Οποιος δέν ἀκούει τόν Πνευματικό του, δέν ἀκούει οὔτε τόν Θεό».

            'Ο π. Παῒσιος ἦτο ταπεινός, σιωπηλός, πρᾶος, σοφός στόν λόγο του, πολύ ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Πάντοτε ἐπεδίωκε τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία. Δέν τοῦ ἄρεσε νά ζῆ ἀνάμεσα σέ πολλούς ἀνθρώπους κι ἔκρυβε τήν ζωή καί τήν ἄσκησί του. 'Εκτός άπό τήν ἡσυχία ἀγαποῦσε πολύ καί τά πνευματικά του παιδιά, τά ὁποῖα δεχόταν ὁποιαδήποτε ὥρα στήν ἐξομολόγησι καί τά βοηθοῦσε γιά τήν σωτηρία τους. Δέν ἦτο πολύ αὐστηρός στά ἐπιτίμια πού ἐπέβαλλε. Ητο πρᾶος καί προσηνής μέ ὅλους, ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος 'Εφραίμ ὁ Σῦρος ὅτι «ὁ τρόπος προσελκύσεως στήν μετάνοια εἶναι ἡ πραότητα». Μέ τήν συγχωρητικότητα, τήν ὑπομονή καί τήν πραότητά του, ἐκέρδισε πολλές χιλιάδες ψυχές, θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του γιά τούς ἄλλους. 'Ενίοτε ὁ Γέροντας μᾶς ἔδινε τήν ἑξῆς συμβουλή, ὅπως μᾶς λέγη καί ὁ Σωτῆρας μας 'Ιησοῦς Χριστός: «῞Οποιος ὑπομείνη μέχρι τέλους, αὐτός καί θά σωθῆ» (πρβλ Ματθ.10,22).

            'Ο π. Παῒσιος ὑπέμεινε ὅλες τίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς αὐτῆς τῆς ζωῆς μέχρι τέλους, ἰδιαίτερα τά τελευταῖα πέντε χρόνια πού εἶχε τυφλωθῆ τελείως, εἶχε κουφαθῆ ἀρκετά καί ὑπέφερε στό κρεββάτι μέχρις ὅτου ἔδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.

            'Εμεῖς τά πνευματικά του παιδιά εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά προσευχώμεθα γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του καί νά μή ξεχνᾶμε ὅτι κι ἐμεῖς αὔριο θά πᾶμε πρός ἐκείνη τήν ζωή καί θά δώσουμε ἀπολογία γιά ὅ,τι καλό ἤ κακό ἐκάναμε σ'αὐτή ἐδῶ τήν ζωή. 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου