Ἕνας Γέροντας ασκητής διηγήθηκε τά έξης: «Ζοῦσε κάποτε μία μοναχή, ἡ όποία έπρόκοψε πολύ στήν αρετή καί τήν εύσέβεια. "Οταν τήν ερώτησα, γιά ποιό λόγο άνεχώρησε άπό τόν κόσμο γιά μοναχή, εκείνη μου διηγήθηκε τόν βίο της: «Όταν ήμουν, πάτερ, μικρό παιδί, θυμάμαι οτι ό πατέρας μου ήταν πολύ καλός άνθρωπος καί μαλακός. Άσχολείτο μέ τήν καλλιέργεια τής γης, έφερε στό σπίτι μας τά προϊόντα άπό τούς κόπους του. "Ήταν όλιγομίλητος καί, όσοι δέν τόν γνώριζαν, τόν θεωρούσαν μουγγό.
Εντελώς διαφορετική άπό τόν πατέρα μου ήταν ή μητέρα μου. Ήταν φιλοπερίεργη καί άργόσχολη, θέλοντας νά μαθαίνη καί νέα έξω άπό τό χωριό μας. Ήταν τόσο φλύαρη, ώστε κανείς ποτέ δέν τήν είδε νά έχη τό στόμα της κλειστό. "Αλλοτε λογομαχούσε μέ τούς άνθρώπους καί άλλοτε έλεγε άσεμνα καί άπρεπη λόγια χάριν άστείου. Τόν περισσότερο καιρό διερχόταν στήν μέθη καί τήν συντροφιά μέ διεφθαρμένους άνδρες. Δαπανούσε σχεδόν όλα τά χρήματα του σπιτιού, διότι αύτή είχε άπό τόν πατέρα μου τήν οικονομική διαχείρισι του σπιτιού. Παρότι ζούσε μέ τόσες καταχρήσεις, όμως ποτέ δέν άρρώστησε, ούτε ένιωσε τόν παραμικρό πόνο* καί παρ' ολη τήν άθλία ζωή της, διατηρούσε τό σώμα της υγιεινό.
Ήλθε καιρός και ο πατέρας μου απέθανε, μετά από πολυχρονίους νόσους. Μα τι ήταν όμως εκείνο πού συνέβη στόν θάνατό του; Σηκώθηκε ένας δυνατός άνεμο, αστρατιές καί βροντές, ώστε ἐσεῖετο ό τόπος, έπεφτε ραγδαία βροχή καί έμεῖς δέν τολμούσαμε νά βγούμε έξω άπό τό σπίτι. "Ετσι έπί τρεις ήμέρες είχαμε τόν πατέρα μου νεκρό καί άταφο μέσα στό δωμάτιο. Οί συγχωριανοί μου βλέποντας αύτά, κατηγορούσαν τόν νεκρό καί έλεγαν: «Πώ, πώ, τί μεγάλο κακό ζούσε άνάμεσά μας καί δέν τό είχαμε άντιληφθή! Αύτός ό άνθρωπος θά ήταν μεγάλος έχθρός τοΰ Θεού καί γι' αύτό δέν επιτρέπει ό Θεός ούτε τόν ενταφιασμό του άκόμη.
Έμεῖς όμως, γιά νά μή άρχίση ἡ άποσύνθεσις τοῦ πτώματος, αποτολμήσαμε, μέσα σέ ραγδαιότατη βροχή, νά συνοδεύσουμε τόν νεκρό μέχρι τό νεκροταφείο καί νά τόν ενταφιάσουμε.
"Εκτοτε ἡ μητέρα μου έχοντας περισσότερη ελευθερία, επιδόθηκε μέ μεγαλύτερη άναίδεια στά όργια καί τήν άσωτία. Τόσο άποθρασύνθηκε, ώστε μετέβαλε τό σπίτι μας σέ εργαστήριο τής άνομίας καί πάσης άκολασίας καί κατεσπατάλησε ολόκληρη τήν περιουσία μας. Ήλθε καιρός καί απέθανε καί αύτή άμετανόητη γιά τίς άνομίες της. Οί συγγενείς μου τής έκαναν λαμπρά καί έπιβλητική κηδεία, μέ στεφάνια καί μουσική, ένώ ό καιρός ήταν άκόμη λαμπρότερος καί καθαρός.
Μετά τόν θάνατο τής μητέρας μου, όντας τότε στά 13-15 χρόνια μου μοῦ ήλθε ένα βράδυ μία σκέψις στόν νοῦ: Ποιόν δρόμο νά εκλέξω γιά τήν ζωή μου; Νά προτιμήσω τόν βίο τού πατέρα μου καί νά ζήσω μέ σωφροσύνη, σεμνότητα καί καλωσύνη; Αλλά έκεῖνος, άν καί έζησε ένάρετα, κανένα άγαθό έδώ δέν άπήλαυσε. Οί ασθένειες τόν κατέτρωγαν, ἡ καταφρόνησις τών άνθρώπων τόν συνώδευε μέχρι τον τάφο του! Έάν η ζωή του ηταν αρεστή στον Θεό, γιατί να δοκιμάση τόσες συμφωρές; Ποιός υπήρχε ο βίος της μητέρας μου; Μήπως δεν έζησε με υγεία, άν και είχε πέσει σε όλες τις ηδονές και άπολαύσεις τοῦ κόσμου; Λοιπόν, αύτόν τόν βίο θά ακολουθήσω καί έγώ. Διότι είναι προτιμώτερο νά πιστεύσω στά μάτια μου, παρά στά λόγια τών άλλων.
Μέ αύτή τήν άπόφασι ξάπλωσα γιά νά κοιμηθώ. Τήν νύκτα παρουσιάζεται μπροστά μου ένας άνθρωπος μέ τεράστιες διαστάσεις καί άγριεμένο πρόσωπο. Μέ έκκύταζε μέ οργή καί μ' ερώτησε μέ αύστηρότητα; «Ποιός είναι ό διαλογισμός τής καρδιάς σου;». Έγώ τόσο πολύ έτρόμαξα, ώστε ούτε στό πρόσωπο τολμούσα νά τόν κυττάξω. Εκείνος πάλι μέ έρώτησε:
Πές μου λοιπόν, τί άποφασίζεις;
Όταν μέ είδε νά έχω παραλύσει άπό τόν φόβο μου καί κινδυνεύω νά τρελλαθώ, μού ύπενθύμισε ό ἴδιος όσα τό βράδυ είχα διαλογισθή. Εκείνος αρκετά τώρα ήμερος μ' επήρε άπό τό χέρι καί μου είπε:
"Ελα νά ίδής πού εύρίσκονται ό πατέρας σου καί ή μητέρα σου καί ύστερα διάλεξε μόνη σου ποιό δρόμο θέλεις γιά τόν εαυτό σου.
"Αφού λοιπόν μ' έβγαλε άπό έκεΐ όπου ήμουν, μέ ώδήγησε σ' ένα απέραντο κήπο, όπου ήταν φυτευμένα διάφορα ώραῖα δένδρα, γεμάτα καρπούς καί άνώτερα άπό κάθε περιγραφή. Καθώς έβάδιζα μέ τόν συνοδό μου, μέ συναντά ξαφνικά ό πατέρας μου, μέ άγκαλιάζει καί, άφού μέ άσπάσθηκε τρυφερά, μου λέγει:
Αγαπημένο μου παιδί.
Έγώ τότε τον αγκάλιασα και παρακαλοῦσα να μείνω κοντά σου. Τότε εκείνος μού εἶπε με γλυκύτητα:
Τώρα, παιδί μου, δέν είναι δυνατόν να γίνη αυτό. Έάν όμως θέλης ν ακολουθήσης τόν δικό μου τρόποι ζωής, δέν θά περάση πολύς καιρός, καί θά έλθης καί εσύ έδώ μαζί μου.
Έγώ τόν παρακαλούσα νά μέ κρατήση κοντά του, άλλά ό άγγελος πού μέ συνώδευε, μέ έσυρε άπό τό χέρι λέγοντας:
'Έλα τώρα νά ίδής καί τήν μητέρα σου γιά νά πληροφορηθής άπό τά ίδια τά πράγματα, ποιόν δρόμο είναι συμφέρον σου ν' άκολουθήσης.
Αφού μέ ωδήγησε σ' ένα κατασκότεινο τόπο, όπου ακουόταν ταραχή καί βογγητά, μοῦ δείχνει ένα καμίνι άναμμένο τό όποιο, όσο έδυνάμωνε ἡ φωτιά έβραζε καί γύρω άπ' αύτό έστέκοντο μερικοί άνθρωποι άπαίσιοι καί φοβεροί στήν όψι.
Καθώς έκοίταζα τόν φοβερό έκείνο τόπο, βλέπω καί τήν μητέρα μου νά είναι βυθισμένη μέχρι τόν λαιμό μέσα σ' αύτό τό καμίνι καί άναρρίθμητα σκουλήκια νά τήν κατατρώγουν άπό παντού. Άπό τόν πόνο καί τήν φρίκη έτρεμε, ένώ τά δόντια της κτυπούσαν καί ολόκληρη ταραζόταν. Μόλις έσήκωσε τά μάτια της καί μέ είδε, άρχισε νά κλαίη σπαρακτικά καί νά μοῦ λέγη: «Άλλοίμονο παιδί μου! Οί πόνοι μου είναι ανυπόφοροι καί τά βάσανα μου ατελείωτα! Άλλοίμονο σέ μένα τήν δυστυχισμένη. Γιά ολιγοχρόνια σαρκική ήδονή καί αμαρτωλή άπόλαυσι, πόσες φοβερές τιμωρίες προκαλώ τώρα στόν εαυτό μου; Γιά τίς πρόσκαιρες άπολαύσεις τής ζωής βασανίζομαι τώρα αιώνια. Παιδί μου, ελέησε τήν μητέρα σου, πού, όπως μέ βλέπεις, φλέγομαι άπό τήν φωτιά καί κατατρώγομαι. Θυμήσου, παιδί μου, πού σέ έθήλασα καί σε μεγάλωσα. Δός μου τό χέρι σου και βγάλε με από έδώ. Δέν μπορώ να υποφέρω άλλο.
Καί πάλι μέ δάκρυα μέ ικέτευε: Παιδί μου, βοήθησέ με, μή περιφρονήσης τούς θρήνους τής μητέρας σου. Μή μέ παραβλέψης τήν δυστυχισμένη πού φοβερά βασανίζεται στήν γέεννα καί κατατρώγεται συνεχώς άπό τόν ακοίμητο σκώληκα.
Έγώ τότε άπό συμπάθεια, άπλωσα τό χέρι μου γιά νά τήν βγάλω άπ' αύτή τήν κόλασι. Μόλις όμως ἡ φλόγα τής φωτιάς άγγισε τό χέρι μου, έπόνεσα πάρα πολύ καί άρχισα νά φωνάζω καί νά κλαίω μέ στεναγμούς. Άπό τούς θρήνους καί τίς φωνές μου έξύπνησαν, όσοι έκοιμώντο στό σπίτι, καί έτρεξαν στό κρεβάτι μου ρωτώντας νά μάθουν γιατί έκλαιγα καί έστέναζα. Τότε έγώ, άφού συνήλθα, άρχισα νά τούς διηγούμαι τό όραμά μου. Άπό έκείνη τή στιγμή άπεφάσισα πλέον οριστικά νά ζήσω, όπως ό πατέρας μου. Εύχομαι ό Θεός νά μέ άξιώση νά επιτύχω τήν συνάντησι μαζί του γιά νά ζήσουμε μαζί μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, άφοῦ τά ιδια τά πράγματα μέ έπληροφόρησαν ποιές δόξες καί τιμές έχουν έτοιμασθή γι' αύτούς πού έπροτίμησαν τήν εύσέβεια καί άρετή καί άντίθετα, ποιές φοβερές τιμωρίες καί κολάσεις περιμένουν όσους δαπανοῦν αύτή τήν ζωή στά πάθη καί τίς ήδονές.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου