Είναι παρήγορο ότι στην εποχή μας υπάρχουν ακόμη άγιοι, για να μας εμπνέουν, να μας όδηγούν και να μας δίνουν την ελπίδα ότι κι εμείς μπορούμε στους δύσκολους χρόνους που ζούμε να γίνουμε άγιοι. Ένας από τους πολλούς νεομάρτυρες της σύγχρονης εποχής είναι και ο π. Νέστωρ πού γεννήθηκε το 1960, σε μία επαρχία της Κριμαίας, στη νότια Ρωσία.
Από πολύ μικρός ο Νέστωρ εξασκήθηκε στις πολεμικές τέχνες, στην πάλη και στην πυγμαχία και ξεχώριζε από τους συνομηλίκους του. Είχε όμως παράλληλα μέσα του και μία καλλιτεχνική φλέβα, την οποία εξάσκησε στη ζωγραφική, αλλά και στην αγιογραφία, όπου τον μύησαν μεγάλοι ζωγράφοι στην πόλη της Οντέσσα [Oδησσό], όπου πήγε στα 20 χρόνιά του για να εξασκήσει το ταλέντο του. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1980 στην Κομμουνιστική Ρωσία με την χριστιανική πίστη πραγματικά ξεχασμένη από τον πόλεμο του καθεστώτος. Καθώς ο Νέστωρ αγιογραφούσε τις μεγάλες οσιακές μορφές της χιλιόχρονης ορθόδοξης ιστορίας, η ψυχή του εμπνεύσθηκε και ένας πόθος άναψε μέσα στην ψυχή του, να φύγει από την ματαιότητα του κόσμου και να ενωθεί με τον Θεό. Έφυγε λοιπόν για το μοναστήρι του Πότσαεβ, πού χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, κι εκεί άρχισε να αγωνίζεται με όλη του την καρδιά σαν μοναχός.
Το καθεστώς των λιγοστών μοναστηριών που υπήρχαν τότε, το ρύθμιζε η Κυβέρνηση και οι μοναχοί έπρεπε να ήταν εγγεγραμμένοι στο κόμμα. Όταν έφθασε ο Νέστωρ, άρχισε παράλληλα και ο διωγμός του μοναστηρίου και από τους μοναχούς, άλλους τους εξόριζαν, άλλους τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και άλλους «απλά εξαφανίζονταν». Ο Νέστωρ ήξερε ότι θα κατέληγε ή στην φυλακή ή στο θάνατο. Αλλά συνέχισε τον αγώνα του, γιατί είχε γενναία ψυχή και δυνατό χαρακτήρα. Γρήγορα τον χειροτόνησαν ιερομόναχο, σε σχετικά μικρή ηλικία.
Ο γέροντάς του, π. Ιωάννης Κριστιάνκιν, τον συμβούλεψε να φύγει για το απόμερο χωριό Ζάρκι. Όταν έφθασε λοιπόν στον προορισμό του, διαπίστωσε ότι το χωριό βρισκόταν περικυκλωμένο από τεράστιες εκτάσεις ερημικές πού σχεδόν όλο το χειμώνα ήταν πλημμυρισμένες και μόνον το καλοκαίρι είχε πρόσβαση να φτάσεις εκεί. Εγκαταστάθηκε αμέσως στην παλιά εκκλησία του χωριού πού πλέον θα υπηρετούσε, πού είχε πολλές αρχαίες εικόνες. Ο π. Νέστωρ δεν ξέχασε ποτέ ότι χάρις σ’ αυτές τις εικόνες ήταν πού εμπνεύστηκε και αγάπησε τον Θεό. Από τότε πού είδε τις άγιες μορφές, ανδρών και γυναικών, η φλόγα για την άλλη ζωή κοντά στο Χριστό έκαιγαν την ψυχή του. Κοιτώντας το πρόσωπο του Χριστού στις άγιες εικόνες έβλεπε κι ένοιωθε την αιώνια ζωή μέσα του. Υπήρχε μία προφητεία δύο διά Χριστόν σαλών, πού είχαν μαρτυρήσει σε αυτήν την εκκλησία, πού έλεγε: «Ο ιερέας πού θα υπηρετήσει εδώ μέχρι το τέλος θα σωθεί». Είχαν προφητεύσει οι σαλοί πριν τους σκοτώσουν. Ο π. Νέστωρ αγνοούσε την προφητεία, αλλά ένοιωθε ιερό δέος μέσα στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας αυτής, αγάπησε τον χώρο με όλη του την καρδιά και αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Όπως ακριβώς μας προειδοποίησε ο Χριστός μας, ότι αφού Εκείνον έδιωξαν κι εμάς θα διώξουν, έτσι και ο π. Νέστωρ από την αρχή πού ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα, αντιμετώπισε διώξεις, θλίψεις και κινδύνους. Κάποιοι ντόπιοι ταραχοποιοί, πού τον έβλεπαν ειρωνικά και καχύποπτα, τον ενοχλούσαν συνεχώς και τον απειλούσαν. Μια μέρα, καθώς μετέφερε κάποια επίσημα έγγραφα, ενώ περίμενε στη στάση του λεωφορείου, τρεις μεθυσμένοι νεαροί τον πείραζαν λέγοντας του: «Δείξε μας τον σταυρό σου», τον περιέπαιζαν και προσπαθούσαν να του αρπάξουν το σταυρό. Ο π. Νέστωρ, επειδή ήξερε από πολεμικές τέχνες, μπορούσε και απέφευγε τα κτυπήματα τους, αλλά κάποια στιγμή ο ένας από αυτούς κατάφερε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Όταν έφθασε η αστυνομία, ο Νέστωρ ζήτησε να μή συλλάβουν τους ταραχοποιούς. Ένα μήνα μετά, ο νεαρός πού τον είχε χτυπήσει, ήλθε και του ζήτησε συγγνώμη. Τον έλεγαν Αντρέα και του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μείνει μαζί του, ακολουθώντας την ασκητική του ζωή.
Με το νεανικό του ζήλο, ο π. Νέστωρ, έφερε και πάλι ζωή στο απόμερο χωριό του Ζάρκι. Βοηθούσε παράλληλα και τα γύρω χωριά, κηρύττοντας και υπενθυμίζοντας στους Ρώσους τις χριστιανικές τους ρίζες. Η βοήθειά του όμως απλωνόταν, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μή χριστιανούς. Περπατούσε περισσότερα από δώδεκα μίλια καθημερινά για να βλέπει τα πνευματικά του παιδιά στη γύρω περιοχή και κατά τη διάρκεια αυτής της ατελείωτης πεζοπορίας έκανε προσευχή και ένοιωθε το δέος της ενώσεώς του με τον Θεό, γινόμενος ένα μαζί Του. Έφθασε μέχρι την Γεωργία, ταξιδεύοντας και προσπαθώντας να κηρύξει και να διαδώσει το φως και την αλήθεια του Χριστού. Μάλιστα σ΄ αυτήν την εμπόλεμη χώρα ένοιωσε τη λαχτάρα μέσα του να μαρτυρήσει για τον Χριστό, μένοντας εκεί, αλλά ο πνευματικός του τον συμβούλεψε ότι έπρεπε να γυρίσει στα πνευματικά του παιδιά. Γιατί καμιά μάνα δεν θα εγκατέλειπε τα παιδιά της για να τρέξει να μεγαλώσει άλλα παιδιά. Επέστρεψε λοιπόν στη Ρωσία, αντιμέτωπος και πάλι με τις δυσκολίες, τους διωγμούς, τις ζήλειες, το μίσος και τις συμμορίες των ληστών, πού λεηλατούσαν και άρπαζαν τα κειμήλια των εκκλησιών.
Το 1993 έφθασε η είδηση ότι τρεις μοναχοί στο ξακουστό μοναστήρι της Όπτινα, στην Κεντρική Ρωσία, πού από το 14ο αιώνα ήταν το πνευματικό κέντρο της Ρωσίας, δολοφονήθηκαν άγρια, με αμέτρητες μαχαιριές, το βράδυ της Αναστάσεως. Η νεκροψία έδειξε ότι η δολοφονία ήταν μέρος ενός τελετουργικού τυπικού και το ματωμένο μαχαίρι πού βρέθηκε είχε χαραγμένο το 666. Όπως ομολόγησε ένας από τους δράστες πού συνελήφθη αργότερα, επίτηδες σκότωσαν τους μοναχούς στα πλαίσια μιας σατανικής λατρείας.
Ο π. Νέστωρ συχνά μιλούσε γι’ αυτούς τους μάρτυρες και ποθούσε να τους ακολουθήσει, ποθούσε κι εκείνος το στεφάνι του μαρτυρίου. Όταν ένας φίλος του του είπε ότι είναι καλύτερα να υποφέρεις μακροχρόνια και να υπομένεις τις δοκιμασίες της ζωής, ο π. Νέστωρ του απάντησε ότι ο πόθος του για το στεφάνι του μαρτυρίου ξεκινά από τον πόθο του να ανταποδώσει στο Χριστό, έστω λίγο από όσα Εκείνος του χάρισε, δίνοντας του ζωή, άφού παλιά ζούσε απρόσεκτα και μόνον για τον εαυτό του. Η ψυχή του π. Νέστορα ήταν όλο φωτιά. Αυτήν την φωτιά της πίστης πού καίει για την άλλη ζωή. Δεν έβλεπε τον θάνατο σαν τέρμα, άλλά σαν άρχή και η πίστη του ήταν τόσο βαθειά, ώστε προσευχόταν να υποφέρει, να πεθάνει, όχι σαν αποφυγή της ζωής, άλλά για να σταυρωθεί κι εκείνος για τον Χριστό.
Από πολύ μικρός ο Νέστωρ εξασκήθηκε στις πολεμικές τέχνες, στην πάλη και στην πυγμαχία και ξεχώριζε από τους συνομηλίκους του. Είχε όμως παράλληλα μέσα του και μία καλλιτεχνική φλέβα, την οποία εξάσκησε στη ζωγραφική, αλλά και στην αγιογραφία, όπου τον μύησαν μεγάλοι ζωγράφοι στην πόλη της Οντέσσα [Oδησσό], όπου πήγε στα 20 χρόνιά του για να εξασκήσει το ταλέντο του. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1980 στην Κομμουνιστική Ρωσία με την χριστιανική πίστη πραγματικά ξεχασμένη από τον πόλεμο του καθεστώτος. Καθώς ο Νέστωρ αγιογραφούσε τις μεγάλες οσιακές μορφές της χιλιόχρονης ορθόδοξης ιστορίας, η ψυχή του εμπνεύσθηκε και ένας πόθος άναψε μέσα στην ψυχή του, να φύγει από την ματαιότητα του κόσμου και να ενωθεί με τον Θεό. Έφυγε λοιπόν για το μοναστήρι του Πότσαεβ, πού χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, κι εκεί άρχισε να αγωνίζεται με όλη του την καρδιά σαν μοναχός.
Το καθεστώς των λιγοστών μοναστηριών που υπήρχαν τότε, το ρύθμιζε η Κυβέρνηση και οι μοναχοί έπρεπε να ήταν εγγεγραμμένοι στο κόμμα. Όταν έφθασε ο Νέστωρ, άρχισε παράλληλα και ο διωγμός του μοναστηρίου και από τους μοναχούς, άλλους τους εξόριζαν, άλλους τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και άλλους «απλά εξαφανίζονταν». Ο Νέστωρ ήξερε ότι θα κατέληγε ή στην φυλακή ή στο θάνατο. Αλλά συνέχισε τον αγώνα του, γιατί είχε γενναία ψυχή και δυνατό χαρακτήρα. Γρήγορα τον χειροτόνησαν ιερομόναχο, σε σχετικά μικρή ηλικία.
Ο γέροντάς του, π. Ιωάννης Κριστιάνκιν, τον συμβούλεψε να φύγει για το απόμερο χωριό Ζάρκι. Όταν έφθασε λοιπόν στον προορισμό του, διαπίστωσε ότι το χωριό βρισκόταν περικυκλωμένο από τεράστιες εκτάσεις ερημικές πού σχεδόν όλο το χειμώνα ήταν πλημμυρισμένες και μόνον το καλοκαίρι είχε πρόσβαση να φτάσεις εκεί. Εγκαταστάθηκε αμέσως στην παλιά εκκλησία του χωριού πού πλέον θα υπηρετούσε, πού είχε πολλές αρχαίες εικόνες. Ο π. Νέστωρ δεν ξέχασε ποτέ ότι χάρις σ’ αυτές τις εικόνες ήταν πού εμπνεύστηκε και αγάπησε τον Θεό. Από τότε πού είδε τις άγιες μορφές, ανδρών και γυναικών, η φλόγα για την άλλη ζωή κοντά στο Χριστό έκαιγαν την ψυχή του. Κοιτώντας το πρόσωπο του Χριστού στις άγιες εικόνες έβλεπε κι ένοιωθε την αιώνια ζωή μέσα του. Υπήρχε μία προφητεία δύο διά Χριστόν σαλών, πού είχαν μαρτυρήσει σε αυτήν την εκκλησία, πού έλεγε: «Ο ιερέας πού θα υπηρετήσει εδώ μέχρι το τέλος θα σωθεί». Είχαν προφητεύσει οι σαλοί πριν τους σκοτώσουν. Ο π. Νέστωρ αγνοούσε την προφητεία, αλλά ένοιωθε ιερό δέος μέσα στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας αυτής, αγάπησε τον χώρο με όλη του την καρδιά και αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Όπως ακριβώς μας προειδοποίησε ο Χριστός μας, ότι αφού Εκείνον έδιωξαν κι εμάς θα διώξουν, έτσι και ο π. Νέστωρ από την αρχή πού ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα, αντιμετώπισε διώξεις, θλίψεις και κινδύνους. Κάποιοι ντόπιοι ταραχοποιοί, πού τον έβλεπαν ειρωνικά και καχύποπτα, τον ενοχλούσαν συνεχώς και τον απειλούσαν. Μια μέρα, καθώς μετέφερε κάποια επίσημα έγγραφα, ενώ περίμενε στη στάση του λεωφορείου, τρεις μεθυσμένοι νεαροί τον πείραζαν λέγοντας του: «Δείξε μας τον σταυρό σου», τον περιέπαιζαν και προσπαθούσαν να του αρπάξουν το σταυρό. Ο π. Νέστωρ, επειδή ήξερε από πολεμικές τέχνες, μπορούσε και απέφευγε τα κτυπήματα τους, αλλά κάποια στιγμή ο ένας από αυτούς κατάφερε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Όταν έφθασε η αστυνομία, ο Νέστωρ ζήτησε να μή συλλάβουν τους ταραχοποιούς. Ένα μήνα μετά, ο νεαρός πού τον είχε χτυπήσει, ήλθε και του ζήτησε συγγνώμη. Τον έλεγαν Αντρέα και του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μείνει μαζί του, ακολουθώντας την ασκητική του ζωή.
Με το νεανικό του ζήλο, ο π. Νέστωρ, έφερε και πάλι ζωή στο απόμερο χωριό του Ζάρκι. Βοηθούσε παράλληλα και τα γύρω χωριά, κηρύττοντας και υπενθυμίζοντας στους Ρώσους τις χριστιανικές τους ρίζες. Η βοήθειά του όμως απλωνόταν, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μή χριστιανούς. Περπατούσε περισσότερα από δώδεκα μίλια καθημερινά για να βλέπει τα πνευματικά του παιδιά στη γύρω περιοχή και κατά τη διάρκεια αυτής της ατελείωτης πεζοπορίας έκανε προσευχή και ένοιωθε το δέος της ενώσεώς του με τον Θεό, γινόμενος ένα μαζί Του. Έφθασε μέχρι την Γεωργία, ταξιδεύοντας και προσπαθώντας να κηρύξει και να διαδώσει το φως και την αλήθεια του Χριστού. Μάλιστα σ΄ αυτήν την εμπόλεμη χώρα ένοιωσε τη λαχτάρα μέσα του να μαρτυρήσει για τον Χριστό, μένοντας εκεί, αλλά ο πνευματικός του τον συμβούλεψε ότι έπρεπε να γυρίσει στα πνευματικά του παιδιά. Γιατί καμιά μάνα δεν θα εγκατέλειπε τα παιδιά της για να τρέξει να μεγαλώσει άλλα παιδιά. Επέστρεψε λοιπόν στη Ρωσία, αντιμέτωπος και πάλι με τις δυσκολίες, τους διωγμούς, τις ζήλειες, το μίσος και τις συμμορίες των ληστών, πού λεηλατούσαν και άρπαζαν τα κειμήλια των εκκλησιών.
Το 1993 έφθασε η είδηση ότι τρεις μοναχοί στο ξακουστό μοναστήρι της Όπτινα, στην Κεντρική Ρωσία, πού από το 14ο αιώνα ήταν το πνευματικό κέντρο της Ρωσίας, δολοφονήθηκαν άγρια, με αμέτρητες μαχαιριές, το βράδυ της Αναστάσεως. Η νεκροψία έδειξε ότι η δολοφονία ήταν μέρος ενός τελετουργικού τυπικού και το ματωμένο μαχαίρι πού βρέθηκε είχε χαραγμένο το 666. Όπως ομολόγησε ένας από τους δράστες πού συνελήφθη αργότερα, επίτηδες σκότωσαν τους μοναχούς στα πλαίσια μιας σατανικής λατρείας.
Ο π. Νέστωρ συχνά μιλούσε γι’ αυτούς τους μάρτυρες και ποθούσε να τους ακολουθήσει, ποθούσε κι εκείνος το στεφάνι του μαρτυρίου. Όταν ένας φίλος του του είπε ότι είναι καλύτερα να υποφέρεις μακροχρόνια και να υπομένεις τις δοκιμασίες της ζωής, ο π. Νέστωρ του απάντησε ότι ο πόθος του για το στεφάνι του μαρτυρίου ξεκινά από τον πόθο του να ανταποδώσει στο Χριστό, έστω λίγο από όσα Εκείνος του χάρισε, δίνοντας του ζωή, άφού παλιά ζούσε απρόσεκτα και μόνον για τον εαυτό του. Η ψυχή του π. Νέστορα ήταν όλο φωτιά. Αυτήν την φωτιά της πίστης πού καίει για την άλλη ζωή. Δεν έβλεπε τον θάνατο σαν τέρμα, άλλά σαν άρχή και η πίστη του ήταν τόσο βαθειά, ώστε προσευχόταν να υποφέρει, να πεθάνει, όχι σαν αποφυγή της ζωής, άλλά για να σταυρωθεί κι εκείνος για τον Χριστό.
Την επόμενη φορά που οι ληστές εισέβαλαν πάλι στην Εκκλησία του, αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει κάτι πιο δραστικό. Ακολούθησε μέσα στο χιόνι τις ροδιές από το αυτοκίνητο, μέχρι τα βάθη της ερημιάς. Ένας άνθρωπος ξεπήδησε τότε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τον κτυπάει. Και πάλι όμως, χάρις στις γνώσεις του στις πολεμικές τέχνες, κατάφερε να τον αποφύγει και να κρατήσει το νούμερο του αυτοκινήτου. Έτσι η αστυνομία βρήκε τους ληστές και οι εικόνες επεστράφησαν στη θέση τους. Η μαφία όμως πού συντηρούσε αυτές τις συμμορίες ήταν πολύ δυσαρεστημένη και βασικά συνέχιζε τις λεηλασίες και τις κλοπές. Άρχισαν παράλληλα και απόπειρες δολοφονίας του π. Νέστορα, ο όποιος κάθε βράδυ φύλαγε σκοπιά στην εκκλησία για να μην κλαπούν οι πολύτιμες εικόνες.
Ένα βράδυ κουκουλοφόροι, με πυροβόλα, του επιτέθηκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά εκείνος γλύτωσε φεύγοντας από το παράθυρο στο σημείο ακριβώς πού λίγο αργότερα έμελλε να μαρτυρήσει. Ο π. Νέστωρ καταλάβαινε ότι κάθε μέρα μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Με περισσότερο ζήλο έδινε στον καθένα από τους ενορίτες του την ίδια του την ψυχή κι εκείνοι έτρεχαν κοντά του, βρίσκοντας παρηγοριά. Κάποιες φορές απομονωνόταν για δύο με τρεις μέρες, θέλοντας να νηστέψει και να προσευχηθεί, παίρνοντας έτσι δύναμη για να συνεχίσει.
Όλη αυτή η άσκηση, ο ζήλος και η αγάπη του στον Θεό και στον άνθρωπο του χάρισαν μια απλότητα πού προερχόταν από την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Δεν φοβόταν τίποτα. Ήταν σπάνιος άνθρωπος, ο όποιος έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού. Είχε σπάσει «τον τοίχο» πού απομονώνει τον άνθρωπο από τον Θεό κι έτσι ο Θεός έγινε μια ζωτική δύναμη μέσα του. Όπως δηλώνει ένας από τους φίλους του, συχνά ο π. Νέστωρ επαναλάμβανε «νά υποφέρεις για τον Χριστό, αυτή είναι η μεγάλη χαρά». Μιλούσε για τον αόρατο πνευματικό πόλεμο πού ενεργείται στις ημέρες μας και δήλωνε έτσι έτοιμος για το θάνατο. Ήταν 31 Δεκεμβρίου του 1993 όταν ο ιερομόναχος π. Νέστωρ βρέθηκε νεκρός έξω από το παράθυρο του σπιτιού του με το λαιμό κομμένο και με πλήθος μαχαιριές. Η δολοφονία του δεν ήταν απλά εκδίκηση, αλλά μία στρατηγική κίνηση για τον πνευματικό πόλεμο πού διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όσο οι δυνάμεις του σκότους αυξάνουν, τόσο το Φως γίνεται πιο ορατό. Η ζωή του ιερομόναχου π. Νέστορα δεν δηλώνει ήττα, άλλά θρίαμβο στη δικαιοσύνη του Θεού. Το μαρτύριο για την αλήθεια είναι το μεγαλύτερο ύψος πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Ο ιερομόναχος π. Νέστωρ μεταβέβηκε από τον θάνατο στη ζωή σε ηλικία μόλις 33 ετών, την ίδια ηλικία πού είχε και ο Χριστός μας όταν σταυρώθηκε…
Ένα βράδυ κουκουλοφόροι, με πυροβόλα, του επιτέθηκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά εκείνος γλύτωσε φεύγοντας από το παράθυρο στο σημείο ακριβώς πού λίγο αργότερα έμελλε να μαρτυρήσει. Ο π. Νέστωρ καταλάβαινε ότι κάθε μέρα μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Με περισσότερο ζήλο έδινε στον καθένα από τους ενορίτες του την ίδια του την ψυχή κι εκείνοι έτρεχαν κοντά του, βρίσκοντας παρηγοριά. Κάποιες φορές απομονωνόταν για δύο με τρεις μέρες, θέλοντας να νηστέψει και να προσευχηθεί, παίρνοντας έτσι δύναμη για να συνεχίσει.
Όλη αυτή η άσκηση, ο ζήλος και η αγάπη του στον Θεό και στον άνθρωπο του χάρισαν μια απλότητα πού προερχόταν από την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Δεν φοβόταν τίποτα. Ήταν σπάνιος άνθρωπος, ο όποιος έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού. Είχε σπάσει «τον τοίχο» πού απομονώνει τον άνθρωπο από τον Θεό κι έτσι ο Θεός έγινε μια ζωτική δύναμη μέσα του. Όπως δηλώνει ένας από τους φίλους του, συχνά ο π. Νέστωρ επαναλάμβανε «νά υποφέρεις για τον Χριστό, αυτή είναι η μεγάλη χαρά». Μιλούσε για τον αόρατο πνευματικό πόλεμο πού ενεργείται στις ημέρες μας και δήλωνε έτσι έτοιμος για το θάνατο. Ήταν 31 Δεκεμβρίου του 1993 όταν ο ιερομόναχος π. Νέστωρ βρέθηκε νεκρός έξω από το παράθυρο του σπιτιού του με το λαιμό κομμένο και με πλήθος μαχαιριές. Η δολοφονία του δεν ήταν απλά εκδίκηση, αλλά μία στρατηγική κίνηση για τον πνευματικό πόλεμο πού διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όσο οι δυνάμεις του σκότους αυξάνουν, τόσο το Φως γίνεται πιο ορατό. Η ζωή του ιερομόναχου π. Νέστορα δεν δηλώνει ήττα, άλλά θρίαμβο στη δικαιοσύνη του Θεού. Το μαρτύριο για την αλήθεια είναι το μεγαλύτερο ύψος πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Ο ιερομόναχος π. Νέστωρ μεταβέβηκε από τον θάνατο στη ζωή σε ηλικία μόλις 33 ετών, την ίδια ηλικία πού είχε και ο Χριστός μας όταν σταυρώθηκε…
Το απολυτίκιον του Αγίου
«Της Ρωσίας το φέγγος και Κριμαίας το βλάστημα, Ιερομαρτύρων την δόξαν, πάτερ Νέστωρ τιμήσωμεν σφαγείς γάρ τω ναώ για τον Χριστόν, άρτίως καταυγάζεις εν Ζάρκι το χωρίον και συνάγεις ορθοδόξους απανταχόθεν ανακράζοντας. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ· δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω σε προστάτην θαυμαστόν τοις έθνεσιν δείξαντι»
«Της Ρωσίας το φέγγος και Κριμαίας το βλάστημα, Ιερομαρτύρων την δόξαν, πάτερ Νέστωρ τιμήσωμεν σφαγείς γάρ τω ναώ για τον Χριστόν, άρτίως καταυγάζεις εν Ζάρκι το χωρίον και συνάγεις ορθοδόξους απανταχόθεν ανακράζοντας. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ· δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω σε προστάτην θαυμαστόν τοις έθνεσιν δείξαντι»
.πηγή: (Από το περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Μάρτιος-Απρίλιος 2006) Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής «Όσιος φιλόθεος της Πάρου, ο ασκητής και ιεραπόστολος», Τεύχος 24, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2008.