π.Αντωνίου Αλεβιζόπουλου
Ο Θεός είναι αόρατος και απρόσιτος, άγνωστος κατά την ουσία (Έξοδ. λγ’ 20. Α’ Τιμ. α’ 17. στ’ 16. Α’ Ιω. δ’ 12), δεν είναι δυνατό να εικονισθεί (Δευτερ. δ’ 12).
Όμως ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε (Ιω. α’ 14. Κολ. β’ 9), φανέρωσε την εικόνα του Θεού (Ματθ. ια’ 27. Λουκ. ι’ 22. Ιω. α’ 18. ιδ’ 9. Β’ Κορ. δ’ 4. Κολ. α’ 15).
Άρα μπορούμε να τον εικονίσουμε και να διακηρύξουμε την πίστη μας
στη Θεανθρωπότητα του Κυρίου. Από το άλλο μέρος η ενανθρώπηση του
Χριστού αποκαλύπτει την αληθινή φύση του ανθρώπου, πού είναι σύμμορφος προς την εικόνα του Θεού (Α’ Κορ. ιε’ 49. Β’ Κορ. γ’ 18).
Έτσι
οι εικόνες των αγίων αναφέρονται στην «καινή κτίση», στον «καινό
άνθρωπο» και αποτελούν μαρτυρία της χριστιανικής ελπίδας για τη νέα εν
Χριστώ πραγματικότητα (Ησ. ξε’ 14-17. ξστ’ 22. Β’ Κορ. ε’ 17. ΓαΛ. οτ’ 15. Έφεσ. β’ 15. δ’ 24. Β’ Πέτρ. γ’ 13. Άποκ. κα’ 5).
Αλλά η «καινή κτίσις» την οποία προσμένουμε, δεν αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο, περιλαμβάνει ολόκληρη τη δημιουργία (Ρωμ. η’ 21).
Έτσι η κατασκευή και η τιμή των εικόνων στην Εκκλησία δεν γίνεται μόνο
«προς πίστωσιν της αληθινής και ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου
ενανθρωπήσεως…» (όρος Ζ’ Οικ. Συνόδου), δεν αποτελεί μόνο
προεικόνιση και μαρτυρία του «καινού ανθρώπου», αλλά διακήρυξη και
μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική μεταμόρφωση και δόξα της κτίσης.
H Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύσσει «Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τούς Αυτού αγίους… τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην, προσκυνούντες και σέβοντες, τούς δε (αγίους), διά τον κοινόν Δεσπότην, ως Αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες» (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Αυτή η τιμή πραγματοποιείται «εν λόγοις, εν συγγραφαίς,… εν ναοίς, εν εικονίσμασι» (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Η
διαφορά λοιπόν μεταξύ της τιμής του Δεσπότου Χριστού και των αγίων
είναι φανερή, τον ένα τιμούμε «ως Θεόν καί Δεσπότην», του απονέμουμε
δηλαδή λατρεία, τούς άλλους τούς τιμούμε σαν πιστούς υπηρέτες του
Κυρίου. «Όσω γάρ συνεχως δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται,
τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται εις την των πρωτοτύπων
μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν
απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη
τη θεία φύσει… Η γάρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και o
προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν» (Όρος Ζ’ Οίκ. Συνόδου).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει λατρεία μόνο στον
Ένα και Τριαδικό Θεό. Απορρίπτει τη λατρεία ψευδών θεών, ειδώλων και
κτισμάτων. Δεν υπάρχουν άλλοι θεοί. Οποιαδήποτε λατρεία σε «άλλους
θεούς» αποδίδεται στον Διάβολο. Τέτοιες εικόνες είναι είδωλα, απαγορεύεται η κατασκευή τους και η οποιαδήποτε τιμή
(Έξοδ. κ’ 4-5. κγ’ 24-25. Λευϊτ. ιθ’ 4. κστ’ 1. Δευτερ. δ’ 15-28. λ’
17-18. λβ’ 16-21. Ησ. μδ’ 9-20. Ίερεμ. κε’ 6. Δαν. ε’ 23-25. Ψαλμ.
96/97,7. ριγ’ 1216/ριε’ 4-8. ρλδ/ρλε’ 15-18. Ρωμ. α’ 23-24. Άποκ. ιθ’
20).
Η προσκύνηση ψεύτικων θεών και των εικόνων τους (ειδώλων) τιμωρείται αυστηρά (Έξοδ. κβ’ 20. Δευτερ. ιγ’ 6-11. ΙΖ’ 2-10. Γ/Α’ Βασιλ θ’ 6-9. ιδ’ 9-10. Ιερεμ. α’ 16). Όμως
αυτό δεν σημαίνει πώς οι Χριστιανοί απαγορεύεται να αγαπούν και να
τιμούν κάθε τι πού έχει σχέση με τη λατρεία τού αληθινού Θεού ή και με
τούς ανθρώπους πού αγάπησε και ετίμησε ο ίδιος ο Θεός.
Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, παράλληλα με την απαγόρευση των ειδώλων, κατασκευάζονται με εντολή τού Θεού διάφορα αντικείμενα για τη θεία λατρεία, η σκηνή, η κιβωτός, η τράπεζα, το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, το θυσιαστήριο τού θυμιάματος, χερουβείμ, λέοντες, βόες και πολλά άλλα. (Έξοδ. κε’-λα΄ Γ/Α’ Βασιλ στ’-ζ. Έβρ. θ’ 1-5).
Κανείς δεν διανοήθηκε να αποδώσει σε αυτά τα αντικείμενα λατρευτική προσκύνηση, γιατί αυτόματα θα μεταβάλλονταν σε είδωλα και η λατρεία τού αληθινού Θεού σε ειδωλολατρία. Αυτό φαίνεται καθαρά στο «χωνευτό μόσχο» πού κατασκεύασε ο Ααρών σε στιγμή αποστασίας τού λαού, η οποία ολοκληρώθηκε με τη φράση: «Oύτοι οι θεοί σου, Ισραήλ»! (Έξοδ. λβ’ 4).
Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της ειδωλολατρίας το να λατρεύεις για θεό κάποιο κτίσμα, ή κάποιο ανθρώπινο κατασκεύασμα!
Κανείς ποτέ Ορθόδοξος χριστιανός δεν στάθηκε μπροστά σε εικόνα με τη σκέψη: «ούτοι οι θεοί μου»! Κανείς ποτέ δεν απέδωσε τιμή σε εικόνα με τη σκέψη πώς η εικόνα είναι θεός! Όσοι κατηγορούν τούς Ορθόδοξους πώς λατρεύουν τους αγίους ή τις εικόνες, δεν κατανόησαν ποτέ, ούτε τι είναι Ορθοδοξία, ούτε και τι στην πραγματικότητα σημαίνει λατρεία.
H ευλάβεια και η τιμή πού αποδίδουμε στα ιερά αντικείμενα, τα οποία υπάρχουν στο λατρευτικό χώρο, στηρίζεται στην αγία Γραφή. O ίδιος ο Θεός τιμά τα αντικείμενα αυτά, θυμιάζονται και ραντίζονται με αίμα (Έξοδ. λ’ 6-7. μ’ 5. Λευιτ. ιστ’ 12-13. Α’ Παραλ στ’ 34/Α’ Χρον. στ’ 49. Β’ Παραλ./Χρον. ιγ’ 11. Έβρ. θ’ 21) και ο Θεός επιδοκιμάζει τα γενόμενα (πρβλ Γ/Α’ Βασιλ θ’ 3).
Όλα τα «εγγύς» τού Θεού είναι άγια, άξια σεβασμού και τιμής, ο τόπος πλησίον της βάτου (Έξοδ. γ’ 5), η Kιβωτός (Α’ Βασιλ./Α’ Σαμ. στ’ 3), ο ναός (Ψαλμ. ε’ 817), το όρος τού Θεού (Ψαλμ. 98/99,5.9. Πρβλ ρλα/ρλβ’ 7), η ράβδος τού Ιωσήφ (Γέν. μζ’ 31. Έβρ. ια’ 21), ακόμη και η «γη» στην οποία εμφανίσθηκαν άγγελοι τού Θεού (Ιησ. Ναυη ε’ 15). Όλα είναι άγια και άξια τιμητικής προσκύνησης!
O ίδιος ο Θεός τιμά τα ιερά αντικείμενα και τούς χαρίζει τη θαυματουργική Του ενέργεια. Τούτο βλέπουμε στη ράβδο τού Μωϋσή (Έξοδ. δ’ 2-3. ζ’ 19-21. θ’ 23-26. ιδ’ 16.21. ιε’ 25. Ιζ’ 5-7), στο χάλκινο φίδι, πού προεικόνιζε τον τίμιο σταυρό (Αριθ. κα’ 8-9. Ίω. γ’ 14), στην κιβωτό (Ιησ. Ναυη γ’ 15-17), στη μηλωτή τού Ηλία (Δ’ Βασιλ β’ 8-14) ή ακόμη και στα ρούχα τού Χριστού (Ματθ. θ’ 20-22), στο λάδινερό (Ιω. ε’ 2-4), στα μανδήλια και περιζώματα (Πράξ. ιθ’ 11-12). H σκιά τού αποστόλου Πέτρου γίνεται με τη χάρη του Θεού θαυματουργική εικόνα (Πράξ. ε’ 12-16). Κάθε βεβήλωση των ιερών αντικειμένων τιμωρείται αυστηρά από τον Θεό (Άριθ. δ’ 15.20. Α’ Βασιλ./Α’ Σαμ. ε’ 2-4. στ’ 2-5. Β’ Βασιλ./Β’ Σαμ. στ’ 6-7. Α’ Παραλ./Α’ Χρον. ιγ’ 9-10).
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ