«Καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γέν. Γ΄ 9).
Ὁ Θεὸς πάντοτε μᾶς καλεῖ νὰ πᾶμε κοντά Του.
«Ὁ δὲ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει·» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 10). (: Ὁ δὲ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ πάσης δωρεᾶς καὶ σᾶς ἐκάλεσε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς αἰώνιον δόξαν, ἀφοῦ ἐπὶ ὀλίγον χρόνον ὑποστῆτε πρόσκαιρα παθήματα καὶ θλίψεις, αὐτὸς θὰ σᾶς καταρτίση, θὰ σᾶς στηρίξη, θὰ σᾶς ἐνδυναμώση, θὰ σᾶς θεμελιώση).
Ἕνας τρόπος ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς κοντά του εἶναι ὁ κτύπος τῆς καμπάνας. Λέγεται ὅτι ἡ καμπάνα ἔχει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὸν 6ον αἰώνα καὶ ἡ ὀνομασία της προῆλθε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Καμπανίας τῆς Ἰταλίας. Στὴν Ἀνατολὴ ὑπάρχει παράδοση ποὺ φαίνεται ὅτι πρωτοχρησιμοποιήθηκε στὴν Ἁγία Σοφία στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἐπίσης στὸ δεύτερο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἔξοδος» στὸ κεφάλαιο 28 (παράγραφοι 33, 34, 35) ὁ Μωυσῆς μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κατασκευάζει γιὰ τὸν ἀρχιερέα Ἀαρὼν κατάλληλη στολή, ἡ ὁποία θὰ φέρει καμπανάκια, γιὰ νὰ ἱερουργήση στὴν Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου.
Ἡ χρήση τῶν καμπανῶν γιὰ λειτουργικὴ χρήση στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία εἰσήχθη ἐπὶ Πάπα Ρώμης Σαβιανοῦ τὸ 604 μ.Χ.
• Ἀδὰμ ποῦ εἶ;
Τί σημαίνει ἆραγε αὐτό; Σημαίνει κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἐνθυμούμασθε ὅτι μετὰ τὴν παρακοή τους οἱ Πρωτόπλαστοι κρύφτηκαν ἀπὸ τὸν Θεό (Γέν. κεφ. 3 στίχ. 8-9), ἀλλὰ ὁ Κύριος ὁ Θεὸς φώναξε τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;» δηλαδὴ «Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;». Ἔτσι λοιπὸν κάθε φορὰ ποὺ χτυποῦν οἱ καμπάνες ὁ Θεὸς φωνάζει στὸν καθένα μας. «Ἀδὰμ ποῦ εἶσαι;». Μᾶς καλεῖ κοντά του, μᾶς καλεῖ νὰ τὸν πλησιάσουμε, νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε.
Μάλιστα λέγουν ὅτι ὁ ἦχος τῆς καμπάνας εἶναι ἡ φωνὴ τῶν Ἀγγέλων. «Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β΄, 13, 14).
- Στὸ βιβλίο ὁ Ἅγιος τῆς Δράμας (Ἅγ. Γ. Καρσλίδης) ἀναφέρεται:
«Στό τετράδιο τῆς γερόντισσας Ἄννας στὴν χειροτονία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρσλίδη βρίσκουμε γραμμένη τὴ διήγηση τῆς Γερόντισσας Ὀλυμπίας: «Ὅταν ὁ Γέροντάς του τοῦ διάβαζε τὶς εὐχές, τὰ σήμαντρα καὶ οἱ καμπάνες ἄρχισαν νὰ χτυποῦν μόνα τους χαρμόσυνα. Πανικοβλήθηκαν ὅλοι, διότι οἱ κωδωνοκρουσίες εἶχαν ἀπαγορευθῆ. Αὐτὸ γιὰ τὴν Μονὴ σήμαινε παράβαση τοῦ νόμου και δίωξη. Πάγωσαν ὅλοι! Ὁ Γέροντας τελείωσε τὶς εὐχὲς καὶ βγῆκε ἔξω μουδιασμένος νὰ δῆ τί γίνεται. Παντοῦ ἐπικρατοῦσε βαθειὰ ἡσυχία.
Κατάλαβε τότε ὅτι οἱ κωδωνοκρουσίες αὐτὲς ἦταν οὐράνιες καὶ ἀγγελικές. Κατάλαβε συνάμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημά τους καὶ χωρὶς νὰ χάση καιρό, χωρὶς πλέον τὸν παραμικρὸ δισταγμό, μὲ τὴν ἐπάνοδό του στὸ ναὸ ἔβαλε «εὐλογητὸς» καὶ προχώρησε κατευθεῖαν στὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς μεγαλοσχημίας στὸν νεόκουρο μοναχό. Αὐτὸ εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνιο γιὰ τὰ ρωσικὰ δεδομένα, καθότι μεγαλόσχημοι μοναχοὶ κείρονται σὲ πολὺ προχωρημένη ἡλικία. Ἐδῶ ὅμως τὸ γεγονὸς τὸ εἶχε σφραγίσει ὁ οὐρανός… Ἀπὸ Ἀθανάσιος μετονομάσθηκε σὲ Συμεών, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, ὁ ὁποῖος ἑόρταζε τὴν ἡμέρα ποὺ ξημέρωνε.
Ἡ κουρά του ἔδωσε πολλὴ χαρὰ σὲ ὅλους τοὺς παρευρισκομένους. Οἱ οὐράνιες κωδωνοκρουσίες τοὺς ἐνίσχυσαν καὶ τοὺς τόνωσαν τὸ ἠθικό. Αἰσθάνθηκαν ὅλοι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἄφηνε ἀβοήθητα τὰ διωκόμενα παιδιά του».
- Στὸν βίο τοῦ συγχρόνου Γέροντα π. Ἀθανασίου Χαμακιώτη, ποὺ ἔχει γράψει ὁ Σεβ. Μητρ. Νεκτάριος Ἀντωνόπουλος, διαβάζουμε.
«Ὅταν ὁ καιρὸς ἦταν ἄσχημος κι ἔβρεχε ἤ χιόνιζε, πάλι ἡ ἀκολουθία γινόταν στὸ κελλί. Ἔλεγε ὅμως στὸ νεωκόρο:
– Παιδί, χτύπα τὴν καμπάνα.
– Μά, πατέρα, ποιὸς θὰ ἔρθη τώρα μὲ τόσο ἄσχημο καιρό; Ἔξω χιονίζει…
Ὁ γέροντας ὅμως σκεφτόταν διαφορετικά.
– Παιδί, δὲν θὰ ἔρθη κανένας, ἀλλὰ ὅταν χτυπήση ἡ καμπάνα, θὰ τὴν ἀκούσουν καὶ κάποιος χριστιανὸς θὰ σηκώση τὸ χέρι του νὰ κάνη τὸν σταυρό του!
- Στὸ περιοδικὸ λυχνία Νικοπόλεως ἀναφέρεται ἕνα ὡραῖο περιστατικὸ γιὰ τὴν καμπάνα:
«Στὴν περίφημη ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ὁ Χριστὸς μᾶς λέει:
– Ἐγὼ σᾶς λέγω: Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχρθούς σας! Νά λέτε καλά λόγια γιά ἐκείνους πού σᾶς καταρῶνται. Νά εὐεργετεῖτε ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν. Καί νά προσεύχεσθε γιά ἐκείνους πού σᾶς ζημιώνουν καί σᾶς καταδιώκουν (Ματθ. 43-44).
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια λόγια τοῦ Χριστοῦ συχνά γίνονται σημεῖο ἀντιλεγόμενο γιά τούς χριστιανούς: Μά, καλά, εἶναι δυνατόν νά φθάσουμε σέ τέτοιες πνευματικές καταστάσεις, ζώντας μέσα σέ ἕνα τόσο δύσκολο κόσμο;
Ὁ Μανώλης Ναυπλιώτης, ἀντάρτης στό Ἐμφύλιο Πόλεμο, «ἄφησε ἐποχή» γιά τήν βαθειά του πίστη στό Χριστό καί γιά τήν εὐλάβειά του. Ἀνάμεσα στά ἄλλα, διηγεῖται στήν αὐτοβιογραφία του καί τό ἑξῆς συγκλονιστικό περιστατικό:
-Ἕνας στρατιώτης πλησίασε πολύ κοντά μου. Ἀπείχαμε καμιά πενηνταριά μέτρα. Ξαφνικά ἄρχισε τίς βλασφημίες καί ἄλλες χυδαιότητες. Τόν σημάδεψα. Καί τότε ἄκουσα καμπάνα νά χτυπάη… Ἐγώ ὁ συμμορίτης, ὁ κομμουνιστής, ὁ «ἄθεος», δέν τράβηξα τήν σκανδάλη… Ἦρθε στό νοῦ μου ὁ Χριστός καί ἡ ἐντολή του «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν». Φεύγοντας, παραπάτησα, ἔκανα θόρυβο, μέ πῆρε εἴδηση καί μέ φιλοδώρησε μέ μιά ριπή, πού μέ τραυμάτισε. Ἑτοιμάστηκα νά τοῦ ρίξω. Ἀλλά, ἡ καμπάνα ἄρχισε πάλι νά χτυπάη… Κατέβασα τό ὅπλο.
Μέ πῆρε τό παράπονο καί δάκρυσα. Ἐγώ ἄκουσα τήν καμπάνα, ἐπηρεάστηκα καί τοῦ χάρισα τή ζωή. Ἐκεῖνος δέν τήν ἄκουσε τήν καμπάνα; Ἄν λογάριαζε αὐτός τίς καμπάνες, δέν θά βλαστήμαγε μέ τόσο μῖσος τόν Χριστό καί τήν Παναγία» (Γρηγόρη Κριμπᾶ, «Μανώλης Ναυπλιώτης, Οἱ ἀγῶνες καί οἱ ἀγωνίες του», Καλαμάτα 2011, σελ. 110).
Καί ὅλα αὐτά συνέβαιναν στή δίνη ἤ μᾶλλον στήν κόλαση ἑνός ἐμφυλίου πολέμου! Ἀκόμη καί κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ «λειτουργοῦν»! Βέβαια, νά μήν ἔχουμε καί ἀπαιτήσεις τελειότητας ὅπως στούς ἁγίους! Ἔχει σημασία τό πῶς ξεκινᾶ ἡ βιογραφία τοῦ Μανώλη:
-«Ἡ γιαγιά μου καί ἡ μάνα μου μέ εἴχανε μάθει ὅταν περνῶ ἀπό ἐκκλησίες νά κάνω τόν σταυρό μου. Ἐπίσης νά βοηθάω τά φτωχά παιδάκια τῆς γειτονιᾶς μέ κουλουράκια καί ὅ,τι ἄλλο εἶχα καί νά δίνω τό πενιχρό χαρτζηλίκι μου στούς ζητιάνους…» (σελ. 16).