«Μόλις ὁ Κύριος τὴν εἶδε τὴν σπλαχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε, μή κλαῖς, καί ἀφοῦ πλησίασε, ἄγγιξε τό φέρετρο ἐνῶ ἐκείνοι πού τό βαστοῦσαν σταμάτησαν καί εἶπε, «Νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω».
(Λουκ. ζ΄13-14)
Ὁ Ἠλίας ἀπομονώθηκε, ὅταν ἦταν ν’ ἀναστήσῃ τὸ γιὸ τῆς Σαραφθίας. Κι ὁ Ἐλισσαῖος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός, «ἔκλεισε τὴν πόρτα». Ἐπειδὴ εἶχαν ἀνάγκη νὰ προσευχηθοῦν πολλὴ ὥρα στὸ Θεό, διότι ἀπὸ τὴ φύση τους οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν τελειότερα τὸ νοῦ τους καὶ τὸν στρέφουν ὁλόκληρο πρὸς τὸ Θεό, ὅταν ἀπομονωθοῦν. Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ ἀληθινὰ ἔχει τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ δὲ χρειάζεται καθόλου νὰ προσευχηθῇ γιὰ νὰ ζωοποιήσῃ ἕνα παιδί, δὲν εἶχε μονάχα τοὺς δικούς Του μαθητὲς μαζὶ Του, ἀλλὰ καὶ κόσμο πολύ. Κι ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν κι ἄκουγαν, μὲ φιλάνθρωπο πρόσταγμα μόνο ζωοποίησε τὸ νεκρό.
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ