Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

«... ΤΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ ΕΛΕΩΝ» (36)

Ποιὸς δὲ γνώριζε τὸν ὀνομαστὸ κακοῦργο; Ποιὸς δὲν ἐξοργίστηκε ἀπὸ τὰ στυγερὰ ἐγκλήματά του; Ὁ καθένας κρατοῦσε ἕνα «λίθο ἀναθέματος» γι’ αὐτὸν τὸν τερατώδη ἐγκληματία, ἕτοιμος νὰ τὸν λιθοβολήσει. Καὶ δίκαια. Ποιὰ ἀνθρώπινη λογικὴ μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ ἕνα «κατ’ ἐξακολούθησιν» δολοφόνο; Ἀπὸ τὰ δεκαπέντε του στὴν παρανομία. Μόλις εἰκοσάχρονος στρατιώτης βρέθηκε κρατούμενος στὶς στρατιωτικὲς φυλακὲς Αὐλώνα. Ἐκεῖ γύρω στὸ τέλος τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἀνταμώθηκαν γιὰ πρώτη φορά ὁ Κώστας καὶ ὁ παπα–Μᾶρκος.

Ὁ νεαρὸς κακοποιὸς σήκωσε τὸ κεφάλι. Τὸ βλέμμα του, πυρωμένο βέλος, ἕτοιμο γιὰ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ «ἐπιδρομέα». Πάντα βρισκόταν σὲ ἄμυνα. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς ταραγμένης συνείδησής του μπροστὰ σὲ ἀνθρώπους. Καὶ βέβαια τὸ ἔνστικτό του, τοῦ ἔλεγε πὼς ἡ καλύτερη ἄμυνα εἶναι ἡ ἐπίθεση. Μὰ τώρα τὸ βέλος τῆς ἐπίθεσης ἔμεινε, λές, μετέωρο, ἄπραγο, νικημένο. Νικήθηκε μόλις ἀντίκρισε τὸ βλέμμα τοῦ παπᾶ. Ἕνα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη, παιδικὴ ἀθῳότητα καὶ μιά μοναδικὴ εὐθύτητα καὶ ἁπλότητα.

Γιατί ὁ παπα– Μᾶρκος δὲν ὕψωσε «λίθον ἀναθέματος». Δὲν ἔβλεπε μὲ τὰ φυσικά ἤ τὰ ὀρθολογικὰ μάτια τοῦ μυαλοῦ. Ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς φωτισμένης ψυχῆς καὶ πλάτυναν οἱ ὁρίζοντές του μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅτι δὲν καταδίκαζε τὸ ἔγκλημα, πίσω ὅμως ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐγκληματία ἔβλεπε μιά ψυχή. Κι αὐτὴ ἡ ψυχὴ σὲ ὅποιο δαιδαλώδη δρόμο ἁμαρτίας κι ἂν πλανήθηκε, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ καταλάβει, νὰ μετανιώσει, νὰ κλάψει, νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ φριχτὸ παρελθόν του καὶ νὰ γίνει ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Τὸ βλέμμα τοῦ παπα– Μάρκου ξύπνησε κάτι μέσα του. Μιά θαλπωρὴ τὸν τύλιξε. Τὸν ἄγγιξε μιά πρωτόγνωρη στοργή. Ἡ κουβέντα ἦρθε αὐθόρμητα καὶ κύλησε ἀβίαστα. Ποιὸς μποροῦσε νὰ διανοηθεῖ τὴν παραμικρὴ ἀλλαγὴ σὲ αὐτὸ τὸ ἀνθρωπόμορφο τέρας; Ὁ παπα– Μᾶρκος, μὲ τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα ποὺ εἶχε, τὸ «εἶδε», τὸ ἔνιωσε. Κι ἔσκυψε πάνω στὸν κατασπαραγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία Κώστα νὰ τοῦ γιάνει τὶς πληγές. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, σὰν σπόρος ἔπεσε στὴν ψυχὴ τοῦ ἐγκληματία. Ἀκόμη ὅμως τὸ ἔδαφος ἦταν σκληρό, ἀκατάλληλο γιὰ σπορά. Ἀντίθετα τὰ ἀγκάθια τοῦ Κακοῦ ἦταν πρὸς τὸ παρὸν βαθιὰ ριζωμένα μέσα του. Ἡ μεταστροφή του ἦταν προσωρινή.

Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔκανε τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Ὁ σπόρος ὅμως τοῦ Καλοῦ εἶχε πέσει μέσα στὴν ταλαίπωρη ψυχή του. Καὶ ἀργά, μέσα σὲ δύσκολο, ἀκαλλιέργητο περιβάλλον κατάφερε κάποια στιγμὴ νὰ βγάλει φύτρο. Μὲ τὴν ἀγάπη του ὁ παπα–Μᾶρκος ξεκλείδωσε τὴ μανταλωμένη ψυχὴ τοῦ Κώστα. Καὶ πίστεψε πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξει. Κι αὐτὴ τὴν πίστη τὴν μετέδωσε καὶ στοὺς γύρω του, στοὺς συνεργάτες του. Καὶ πρῶτα – πρῶτα στὴν Ἀριστέα, ὑπεύθυνη τοῦ τομέα τῶν φυλακῶν, ποὺ ὄχι μόνο τὸν βοήθησε στὴ δύσκολη ὥρα, ἀλλὰ τὸν φιλοξένησε στὸ σπίτι της!

Κι ὅταν κάποιος γείτονας ρώτησε τὸν ἄντρα της, τὸ Γιῶργο: «Καλά, δὲ φοβᾶσαι, ποὺ βάζεις τὸν κακοποιὸ στὸ σπίτι σου;», «Ἄ, τώρα ἔχει μετανιώσει», ἀπάντησε μὲ σιγουριὰ ὁ Γιῶργος. Ποῦ νὰ ξέρει πὼς ἡ ἐσωτερικὴ πάλη μὲ τὸ διεστραμμένο παρελθόν, μὲ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ θὰ ταλαιπωρήσει τὸν Πάσσαρη ἀρκετὰ χρόνια μέχρι νὰ φτάσει στὴ λυτρωτικὴ μετάνοια.

Κι ὅταν μετὰ ἀπὸ νέες παραβατικὲς πράξεις καὶ δολοφονίες ξέφυγε ἀπὸ τὶς ἀρχές, οἱ γνωστοὶ ἔλεγαν στὴν Ἀριστέα:

-Νὰ προσέχεις. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ᾽σκασε, ποῦ θὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ; Στὸ σπίτι σου θὰ ἔρθει. Μὴ κάθεσαι λεπτὸ ἐδῶ. Ἔλα στὸ δικό μας σπίτι. Θὰ ἔρθει νὰ σὲ σκοτώσει.

-Δὲ θὰ μὲ σκοτώσει, ἔκανε μὲ σιγουριὰ ἡ Ἀριστέα. Αὐτὸς εἶναι γιός μου. Ὅταν τὸ παιδί σου δὲν εἶναι καλό, παύεις νὰ τὸ ἀγαπᾶς; Τὸν ἀγαπῶ σὰν δικό μου παιδί. Καὶ τὸ καταλαβαίνει. Δὲν θὰ μὲ σκοτώσει.

Ποιὸς τὴν ὅπλισε μὲ τόσο θάρρος; Φαίνεται πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ παπα-Μάρκου εἶναι μεταδοτικὴ καὶ μεταγγίστηκε καὶ στὶς ψυχὲς τῶν συνεργατῶν του. Οἱ γνωστοὶ δὲν τὴν ἄφησαν νὰ κοιμηθεῖ στὸ σπίτι της. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κώστας δὲν πῆγε στὸ σπίτι τῆς Ἀριστέας, πολὺ πιθανὸ γιὰ νὰ μὴ τὴ βάλει σὲ μπελάδες. Ὁ σπόρος ὅμως ποὺ ἔπεσε μέσα του ἀπὸ τὸν καλὸ γεωργὸ τῶν ψυχῶν δὲ χάθηκε.

Ἔγκλειστος πιὰ στὶς φυλακὲς ὑψίστης ἀσφαλείας στὴ Ρουμανία μετὰ ἀπὸ χρόνια ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν Ἀριστέα καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ μεσολαβήσει. Τί ζητοῦσε ὁ κακοποιὸς ἀπὸ τὴν ξένη φυλακή; Μιά συνάντηση ζητοῦσε. Συνάντηση μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν πρωτοεῖδε μὲ στοργή. Ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε στὴ φυλακὴ καὶ τοῦ πρόσφερε τὴν ἀγάπη, ποὺ στερήθηκε ἀπὸ μωρό. Ζητοῦσε τὸν παπα– Μᾶρκο! Ἐκεῖνος σκίρτησε, ἀφοῦ ἡ χαρὰ τοῦ μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ ἀγγίζει τὰ οὐράνια. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ μετανιωμένου ἐγκληματία, ὁ παππούλης δήλωσε:

-Ἦταν πολὺ εἰλικρινὴς καὶ ταπεινός. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς χάρηκε ποὺ μὲ εἶδε ξανά. Ὁ Κώστας εἶναι χαρισματικὸ παιδὶ κι ἂν ἡ ζωή δὲν τὸν εἶχε ὁδηγήσει ἐκεῖ ποὺ εἶναι τώρα, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀκόμη καὶ καθηγητὴς Πανεπιστημίου! Μοῦ ζήταγε πάντα βιβλία καὶ τὰ ρούφαγε σὰν σφουγγάρι.

Σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται στὴ φυλακὴ τῆς Ρουμανίας, ἀλλὰ εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔχει τώρα πνευματικὸ τὸν πατέρα Γερβάσιο καὶ ζεῖ μὲ μετάνοια. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ προσπαθήσεις, γιὰ νὰ καταλάβεις τὴ μεταστροφή του. Μόνο ἂν δεῖς δύο φωτογραφίες, τοῦ ἁμαρτωλοῦ χθὲς καὶ τοῦ λυτρωτικοῦ σήμερα, θὰ καταλάβεις τὴ βαθιὰ ἀλλαγὴ ποὺ εἶναι ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπό του.

Τὰ πάντα μπορεῖ ἡ ἀγάπη. Καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά, τὴν καρδιὰ ἀπὸ πέτρα, μπορεῖ νὰ τὴν κάνει ἀπὸ κερὶ καὶ νὰ τὴ «λιώσει» μὲ τὴ φλόγα της. Αὐτὴ ἡ πνευματική, ἡ ψυχική, ἡ ἠθικὴ μεταμόρφωση ἔγινε μὲ τὸ διαβόητο «θεριὸ τῶν Βαλκανίων». Ὁ σπόρος τοῦ παπα– Μάρκου ὄχι μόνο φύτρωσε, ἀλλὰ ἔβγαλε καρποὺς μετανοίας. Τὸ καλοσυνάτο βλέμμα του, ὁ φωτισμένος λόγος του, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ γεμάτη ἀπὸ πατρικὴ στοργὴ καρδιὰ του εἶχαν πλέξει ἕνα δυνατὸ δίχτυ ἀγάπης καὶ ἀνέδειξαν τὸν παπα– Μᾶρκο ἀληθινὸ θεοφόρο ἁλιέα ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ κακούργων, ὅπως ὁ Κώστας!

ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019