Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργόπουλου
Ἀναπλ. Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Εcclesia invisibilis:
Πτυχές Προτεσταντικῆς Ἐκκλησιολογίας
Θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου, παρά τήν ἀπουσία μιᾶς κοινῆς Ἐκκλησιολογίας, εἶναι ἡ αἴσθηση ἀπουσίας τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Σώματος τοῦ Χριστοῦ» στήν ἑνιαία, ἀδιαίρετη, διπλή διάστασή της ὡς ὁρατῆς καί ἀόρατης πραγματικότητας καί ἀπόλυτη ἡ ἑνότητά της. Διαχρονικά ὁ Προτεσταντισμός ἀπέρριψε μέ συνέπεια κάθε ταύτιση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μέ μιά καθορισμένη, ἐξωτερική, ἱστορική φανέρωσή του, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ οὐσία τοῦ μεγέθους πού λέγεται Ἐκκλησία βρίσκεται ἀποκλειστικά στήν ἀόρατη πλευρά του1. Ὑπό τό πρῖσμα αὐτό γίνεται ἀντιληπτή καί ἡ τοποθέτηση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, τά νεώτερα χρόνια, στό ὁποῖο, ὡς γνωστόν, οἱ προτεσταντικοί κλάδοι ὑπερτερτοῦν ἀριθμητικῶς, ὅτι δέν ὑποχρεώνεται νά βασίζεται σέ κάποια ἰδιαίτερη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας2.
Ἐντός τοῦ προτεσταντικοῦ πλαισίου, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς πνευματική, ἀόρατη κοινωνία τῶν Ἁγίων. Πρόκειται, δηλαδή, γιά ἕνα ἀόρατο πνευματικό σῶμα τό ὁποῖο περιλαμβάνει τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, πού ἔχουν κληθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί εἶναι γνωστοί μόνο στόν Χριστό. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποιος ἀνθρώπινος παράγοντας ἤ θεσμός, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός, πού καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία Του ἀποκλειστικά μέσῳ τοῦ θείου λόγου Του καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος3.
Ἀντιπροσωπευτική περιγραφή αὐτῆς τῆς προτεσταντικῆς θεώρησης ἀποτελεῖ ὁ ὁρισμός πού δίνεται περί Ἐκκλησίας στήν ἀρχή τοῦ 25 Κεφ. τῆς Ὁμολογίας Westminster: «Ἡ καθολική καί οἰκουμενική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἀόρατη, συγκροτεῖται ἀπό τόν ἀριθμό ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν, οἱ ὁποῖοι ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι συγκεντρωμένοι ὡς ὅλον, κάτω ἀπό μία κεφαλή, τόν Χριστό». Ἀνάλογη ἀναφορά ὑπάρχει καί στό ἄρθρο 17 της Δεύτερης Ἑλβετικῆς Ὁμολογίας, ὅπου γίνεται λόγος γιά «ecclesia invisibilis Deo autem soli nota (= ἀόρατη Εκκλησία γνωστή μόνο στόν Θεό)»4.
Ἡ ἔμφαση στόν ἀόρατο χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας σχετίζεται καί μέ τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Προτεστάντες, ὁ ὅρος Ἐκκλησία στήν Καινή Διαθήκη προσδιορίζει ἄλλοτε μιά κοινότητα πιστῶν σέ μιά πόλη (Πράξ 5,11. 8,1. Ρωμ 16,1. Γαλ 1,2), ἄλλοτε σύναξη πιστῶν πού συγκεντρώνονται σ’ ἕνα σπίτι (Ρωμ 16,5), ἄλλοτε σύνολο κοινοτήτων πού πιστεύουν στόν Κύριο (Πράξ 9, 31) καί ἄλλοτε τό σύνολο τῶν πιστῶν πού ἀποδέχονται τόν Χριστό ἀσχέτως μέ τή γεωγραφική τους παρουσία (Α΄ Κορ 10,32. 15,9. Γαλ 1, 13).
Ἡ ἔνταξη ἑνός πιστοῦ σέ μιά ὁρατή τοπική κοινότητα-Ἐκκλησία δέν τόν καθιστᾶ αὐτομάτως μέλος καί τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας τῶν Ἁγίων. Τά μεγέθη ἀόρατη Ἐκκλησία καί ὁρατή κοινότητα δέν συμπίπτουν. Ἡ κατατετμημένη πολλαπλή ὁμολογιακή μορφή τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἐντός τοῦ ἱστορικοῦ πεδίου, δέν ταυτίζεται σέ καμμία περίπτωση μέ τήν ἀληθινή ἀόρατη Ἐκκλησία. Οἱ ὁρατές Ἐκκλησίες, μέ μία ποικιλία ὀνομάτων-κλάδων εἶναι κοινότητες πιστῶν πού ἐπαγγέλονται τή χριστιανική πίστη. Τά βασικά χαρακτηριστικά πού τίς διακρίνουν ἀπό ἄλλες ψευδεπίγραφες χριστιανικές κοινότητες εἶναι: α) τό ἀληθινό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, β) ἡ σωστή τέλεση τῶν μυστηρίων (πβ. Αὐγουσταία Ὁμολογία, ἄρθρο 7) ἤ τελετῶν κατά τήν ἐκδοχή τῶν Μεταρρυθμισμένων, καί γ) ἡ πειθαρχία στήν καθαρότητα τῆς βιβλικῆς διδαχῆς καί ἠθικῆς. Οἱ διάφορες χριστιανικές κοινότητες ἤ Ἐκκλησίες ὡς ὁρατοί ὀργανισμοί μέσα στόν κόσμο διακρίνονται γιά τήν κοινή χριστιανική ζωή, τήν ὀργάνωσή τους, τίς διακονίες τους ἀλλά καί γιά μιά προδιορισμένη συγκεκριμένη μορφή ὀργάνωσης καί διοίκησης πού διαφέρει κατά περίπτωση σέ κάθε κλάδο. Οἱ ὁρατές χριστιανικές κοινότητες ἔχουν τίς δικές τους διοικητικές διαβαθμίσεις καί ὄργανα5.
Οἱ πάστορες, καί ὅπου ὑπάρχουν συμβούλια διοίκησης, ἔχουν ἀντιπροσωπευτικό χαρακτήρα γι᾽ αὐτό ἐκλέγονται ἀπό τήν τοπική κοινότητα. Εἶναι ἐπιφορτισμένοι μέ τό κήρυγμα, τή λατρεία, τή διασφάλιση τῆς πειθαρχίας, τήν προαγωγή τῶν μελῶν κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας στή χριστανική ζωή καί τελειότητα. Σέ ἀρκετούς προτεσταντικούς κλάδους συναντᾶμε τή χρήση τῶν ὅρων διάκονος, πρεσβύτερος καί ἐπίσκοπος, μέ περιεχόμενο ἀποκλειστικά διοικητικό, καί ὄχι μυστηριακό. Πολλοί κλάδοι δέχονται στό «ἱερατεῖο» τους καί γυναῖκες.
Γιά τόν προτεσταντικό χῶρο, κάθε τοπική κοινότητα θεωρεῖται πλήρης καί ἀκέραιη Ἐκκλησία πού διαχειρίζεται ἀποκλειστικά τίς δικές της ὑποθέσεις. Ὅμως ἡ ἰδιότητά της ὡς μέλους ἑνός εὐρύτερου κλάδου μέ συγκεκριμένο ἱστορικό περίγραμμα καί δογματικό πλαίσιο τήν καθιστᾶ συνδεδεμένο μέλος μέ συγκεκριμένες ὑποχρεώσεις, βάσει ἑνός κοινοῦ καταστατικοῦ συμφωνίας καί συνύπαρξης, πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν διαφόρων κοινοτήτων.
Ὑπάρχουν προτεσταντικοί κλάδοι πού ἔχουν εἴδη συνόδων, στίς ὁποῖες οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν διαφόρων τοπικῶν κοινοτήτων-Ἐκκλησιῶν τοῦ κλάδου ἀσχολοῦνται μέ θέματα διδασκαλίας, ἠθικῆς, πειθαρχίας καί διοίκησης σέ εὐρύτερο συλλογικό ἐπίπεδο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. 1. Η.G. Pöhlmann, Abriss der Dogmatic, Gütersloh 21975, σ. 257-259. Η. Ηeppe, Reformed Dogmatics, μτφ. G.T. Thomson, Grand Rapids, Michigan 1978, σ. 664-668. R. Leohhardt, Grundinformation Dogmatik, Göttingen 22004, σ. 267-270. 2. A. Basdekis (Hrsg), Orthodoxe Kirche und Ökumenische Bewegung. Dokumente-Erklärungen-Berichte 1900-2006, Frankfurt am Main, Paderborn 2006, σ. 818. 3. J. Feiner – L. Vischer (Hrsg), Neues Glaubensbuch, Freiburg-Basel-Wien 91973, σ. 621-626. 4. E.F.K. Müller, Die Bekenntnisschriften der reformierten Kirche, Leipzig 1903, σ. 199. Πβ. Ε. Klotsche, The History of Christian Doctrine, Grand Rapids, Michigan 31979, σ. 238-239. 5. R. Frieling, “Kirche I. evang. Sicht”, H. Krüger u.a (Hrsg), Ökumene Lexikon.Kirchen-Religionen-Bewegungen, Frankfurt am Main 1983, στ. 628-629