Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Πάνω στό πιό βαθύ σκοτάδι, σέ πεῖσμα τῶν ἀντίθεων καί τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πιστός λαός φωνάζει τό «Ἀνάστα ὁ Θεός»!
Ἀνάστα
ὁ Θεός! Ἄν οἱ λαοί ὁρίζουν ἐθνικές ἐπετείους καί γιορτάζουν μέ
μεγαλοπρεπεῖς γιορτές καί σημαιοστολισμούς καί παρελάσεις τή νίκη τους
ἀπέναντι σέ κάποιον μεγάλο ἐχθρό πού ἀπείλησε τήν πατρίδα τους, τότε πόσες χαρές καί πόσες τιμές χωροῦν γιά τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στήν αὐτοκρατορία τοῦ θανάτου;
Ὑπάρχει
μεγαλύτερος δυνάστης ἀπό τόν θάνατο; Ὑπάρχει μεγαλύτερος τύραννος;
Σαρώνει τά ἔθνη, ἀφανίζει γενιές, χτυπᾶ ἀπροειδοποίητα, ἐπιτίθεται σέ
γέρους, νέους καί παιδιά. Δέν κάνει διακρίσεις σέ πλούσιους καί
φτωχούς, σέ ἄσημους καί σέ διάσημους. Μόνιμος διώκτης, ἀκοίμητος λῃστής,
ὁ θάνατος κραδαίνει ἀδιάκοπα τή δαμόκλειο σπάθη τοῦ φόβου καί τοῦ
τρόμου πάνω ἀπό τά κεφάλια τῶν ἀνθρώπων.
Κι ὅμως, τέτοια ἀνείπωτη τιμή μας ἔκανε ὁ Χριστός μέ τή θυσία του. Ταπείνωσε τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας, ἔδεσε τόν θάνατο χειροπόδαρα καί τόν ἐξευτέλισε. Πόση εὐφροσύνη, πόσο σκίρτημα, πόση ἀστέρευτη ἐλπίδα γεννᾶ αὐτό τό γεγονός;
Σέ
κάθε Ὀρθόδοξη ἐκκλησιά, ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη τοῦ κόσμου, ἔρχεται τό πρῶτο
χαρμόσυνο μήνυμα. Ἀδημονοῦν οἱ πιστοί γιά τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση. Φωνάζουν «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τήν γῆν ὅτι σύ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι»! Ἀναστήσου, σήκω πάνω, ὦ Θεέ καί κρίνε τή γῆ, γιατί δική σου κληρονομιά θά γίνουν ὅλα τά ἔθνη!
Ἀναστήσου Θεέ πάνω στήν καλύτερη ὥρα, ὅπως πρίν 2.000 χρόνια, ἔτσι καί σήμερα.
Ἀναστήσου πάνω στήν ὥρα πού οἱ διαχρονικοί ἐχθροί σου, φρόντισαν νά
σφαλίσουν τόν Τάφο σου μέ τίς βλασφημίες τους, μέ τήν ἀπιστία τους, μέ
τήν ἀντιχριστιανική μανία τους. Ἀναστήσου πάνω στήν ὥρα πού οἱ φαῦλοι
κάνουν σχέδια γιά νά καταλάβουν τόν θρόνο σου.
Ἀναστήσου πάνω στήν ὥρα πού τά ὄργανα τοῦ διαβόλου λυσσᾶνε ἀπό χαιρεκακία γιατί νομίζουν πώς θριάμβευσαν.
Ἀναστήσου γιά μιά ἀκόμη φορά, νά πιάσεις στόν ὕπνο τούς δολοπλόκους πού
νομίζουν πώς ξεμπέρδεψαν μαζί σου. Ἀναστήσου πάνω στήν ὥρα πού τό θηρίο
τοῦ Ἅδη φαίνεται νά σέ χώνεψε στά σπλάχνα του. Ἀναστήσου πάνω στήν ὥρα
πού κάποιοι πιστοί ἔχουν καταληφθεῖ ἀπό λιποψυχία, ἀπό φόβο, ἀπό
ἀπόγνωση καί δειλία.
Πᾶρε
τά κλειδιά τοῦ Ἅδη στά χέρια σου, λάβε τήν κληρονομιά σου στά ἔθνη,
βασίλεψε στόν οὐρανό, στή γῆ καί στά καταχθόνια. Γκρέμισε τό οἰκοδόμημα
τῆς σύγχρονης Βαβυλώνας, ρῖξε ἀπό τόν ἐπίγειο θρόνο του, τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, καί μοίρασε τή δικαιοσύνη σου, στούς ὑπηρέτες του.
Αὐτοί πού δέν σέ ἀντικατέστησαν ὡς Θεό, μέ ἕναν ἄλλον «θεό» τῆς ἐγωιστικῆς βολῆς τους,
πού εἴτε τόν λένε ἐπιστήμη, εἴτε τόν λένε φιλοσοφία, εἴτε τόν λένε
πολιτική, εἴτε τόν λένε πανσεξουαλισμό καί ἀποκτήνωση, αὐτοί, μέ καθαρή
διάνοια, μέ ταπεινή καρδιά, θά ἀναμένουν τήν Ἀνάσταση σοῦ, σάν λαμπάδες
ἀναμμένες.
Αὐτό
εἶναι τό μεγάλο μήνυμα τῆς «πρώτης Ἀνάστασης», καί κάθε Ἀνάστασης πού
ἀξιωνόμαστε νά ἑορτάζουμε. Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς χαρίζει
πάντα αὐτή τήν εὐλογημένη ἀδημονία καί πάνω ἀπ' ὅλα ἐκείνη τή συντετριμμένη καρδιά πού ἀναπαύεται τό Θεῖο, γιά νά φωνάζουμε κι ἐμεῖς τό «Ἀνάστα ὁ Θεός»!