Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρη τὴν εὐτυχίαν τοῦ ἀνθρώπου

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Ἕνας εἶναι ὁ ἐχθρός μας, ὁ Σατανᾶς, ὁ διάβολος. Μᾶς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι «Σατανᾶς λέγεται, γιατί ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἀγαθό. Διάβολος δὲ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος γίνεται συνεργὸς τῆς ἁμαρτίας μας καὶ κατήγορός μας. Γιατί χαίρεται μὲ τὴν καταστροφή μας καὶ μᾶς στιγματίζει μὲ τὶς πράξεις μας».

Μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπ. Παῦλος:

«Δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Τιμ. Γ΄, 7). (: Πρέπει δὲ νὰ ἔχη καὶ καλὴ μαρτυρία ἀπὸ τοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπους, διὰ νὰ μὴ τοῦ στήση μὲ τὶς κατηγορίες καὶ τὴν διαπόμπευσι τῶν ἀπίστων παγίδα ὁ διάβολος καὶ πέση σ’ αὐτὴν εἴτε θυμώνοντας καὶ μισῶντας τοὺς κατηγόρους του, εἴτε χάνοντας τὸ κῦρος του καὶ ἀπογοητευόμενος, εἴτε καὶ παρασυρόμενος πάλιν στὰ παλαιά).

  • ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει:

«Ἐπειδὴ ὁ διάβολος ἀπ’ τὴν ὑψίστη δόξα κατέπεσε στὴν ἐσχάτη καταισχύνη, κι αὐτὰ συνέβησαν ἐνῶ ἦταν ἀσώματος, κι εἶδε τὸν ἄνθρωπο ποὺ δημιουργήθηκε κι ἀξιώθηκε τόσο μεγάλη τιμή, ἄν καὶ εἶχε σῶμα, ἐξ αἰτίας τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δημιουργοῦ, φθόνησε πολὺ καὶ μὲ τὴν ἀπάτη, τὴν ὁποία εἰσήγαγε διὰ τοῦ ὄφεως, κατέστησε τὸν ἄνθρωπο ἔνοχο τῆς τιμωρίας τοῦ θανάτου. Γιατὶ τέτοια εἶναι ἡ πονηρία. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρη μὲ ἠρεμία τὴν εὐτυχία τῶν ἄλλων» (Ἀπ’ τὴν ΙΖ΄ Ὁμιλ. «ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ»).

  • Γιαὐτὸ πάντα μὲ μεγάλο μῖσος καὶ μὲ παγίδες ἐνεργεῖ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Στὸ βιβλίο «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ», βλέπουμε πῶς ἀποκαλύπτεται ὁ διάβολος:

«Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς τους ζωῆς πολὺ ξύλο ἔτρωγαν ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ὁ Γέροντας καὶ ὁ πατὴρ Ἀρσένιος, ἀλλὰ κυρίως ὁ Γέροντας, διότι ἡ προσευχή του τοὺς κατέκαιε. Δὲν κτυποῦσαν τὸν πατέρα Ἀρσένιο τόσο καὶ διότι δὲν εἶχε τὴν κατάστασι τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ εἰδικὰ ἐπειδὴ ἦταν ὑποτακτικός. Διότι ὅταν ὁ ὑποτακτικὸς κάνῃ σωστὴ ὑπακοὴ καὶ καθαρὴ ἐξομολόγησι, τοὺς κόβει τὸ δικαίωμα τῶν ἐπιθέσεων. Ἐνῶ ὁ Γέροντας εἶχε ἀδιάκοπο ἀγῶνα σ’ ὅλη του τὴν ζωή. Χρόνια ἀργότερα, ἔγραψε σὲ κάποιον: «Εἴκοσι πέντε ἔτη καὶ πλέον ἐν κόσμῳ ἔχω ὅπου μανιωδῶς καὶ αἱματηρῶς παλαίω τοῖς δαίμοσιν. Ἐκατέβην εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πελάγους, γυμνὸς αὐταρεσκείας καὶ ἰδίου θελήματος, διὰ νὰ εὕρω τὸν πολύτιμον Μαργαρίτην. «Ἐχειρισάμην» τὸν ἴδιον τόν Σατανᾶν σὺν πάσῃ στρατείᾳ, ἐπιστήμῃ καὶ τέχνῃ αὐτοῦ. Καὶ διὰ ταπεινώσεως πεδήσας αὐτὸν ἐρωτῶ, «Διατὶ ἔχεις τόσην μανίαν εἰς ἡμᾶς καὶ μᾶς πολεμεῖς μὲ τόσον θυμόν;» Καὶ μοῦ λέγει, “Διὰ νὰ ἔχω συντρόφους πολλοὺς εἰς τὸν Ἅδην καὶ νὰ καυχῶμαι εἰς τὸν Ναζωραῖον ὅτι δὲν εἶμαι ὁ μόνος παραβάτης ἐγώ, ἀλλ’ ἰδοὺ πόσοι ἄλλοι εἶναι μαζί μου”».

  • Στὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου διαβάζουμε γιὰ τὰ τεχνάσματα τῶν δαιμόνων:

«Ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος πῆγε σὲ ἕνα ἐρημικὸ σπήλαιο οἱ δαίμονες ἀγρίεψαν καὶ ἤθελαν νὰ τὸν διώξουν. Μεταχειρίσθηκαν πολλὰ τεχνάσματα. Πρῶτα ἀρχικὰ νὰ τὸν φωνάζουν.

– Φῦγε ἀπὸ τὸ σπίτι μας, γιατὶ πολλὰ ἔχεις νὰ πάθης.

Ἔπειτα ἔγιναν ὅλοι σκορπιοὶ καὶ ἔτρεχαν καταπάνω του. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινεν ἀτάραχος καὶ προσευχόταν. Ὕστερα ὅταν γονάτιζε, τὸν τσιμποῦσαν στὰ χέρια, ὁπότε μποροῦσε νὰ δηλητηριασθῆ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἔχοντας τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, δὲν ἔπαιρνε ὑπ’ ὄψει του τὶς πληγές του. Βλέποντας λοιπὸν οἱ δαίμονες, ὅτι δὲν ἔφερναν ἀποτέλεσμα, ἔφυγαν μόνοι τους καὶ τὸν ἄφησαν ἥσυχον. Ἀντὶ νὰ τὸν διώξουν, διώχθηκαν αὐτοί.

Σὲ λίγες ἡμέρες, μετασχηματίσθηκαν σὲ στρατιῶτες μὲ σπαθιὰ καὶ κοντάρια καὶ ἦλθαν στὸ σπήλαιο νὰ τὸν σκοτώσουν. Αὐτὸς ὅμως ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ τοὺς ἔδιωξε. Κατόπιν αὐτῶν ντροπιασμένοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν. Σὲ λίγες ὅμως ἡμέρες μεταχειρίσθηκαν ἄλλη μηχανή. Μιὰ νύχτα στὶς ἐννέα Μαρτίου, ἐπῆγαν μὲ τὸ φῶς καὶ μὲ τὴν ὄψιν τῶν Ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων. Ἦλθαν νὰ τοῦ δώσουν δύναμι καὶ Χάρι κατὰ τῶν δαιμόνων. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἐγνώρισε, τοὺς φώναξε σκληρὰ καὶ τοὺς ἔδιωξε.

Τότε σκέφθηκαν ἄλλη μηχανή. Τοῦ ἔδωσαν πόλεμον ἄγριον στὴ σάρκα, νὰ παλεύη κατὰ τῆς πορνείας, ποὺ τοῦ ἔκαιε τὸ σῶμα ὅλην τὴν ἡμέρα. Τὴ νύχτα τὸν ἐσούβλιζαν σὰν ἀναμμένα σίδερα καὶ ἐπάλευε μὲ τὸ πάθος αὐτὸ προσευχόμενος. Ἀλλὰ ἡ θεία Χάρις τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ πάθος αυτό».